«Η ΜΙΑ ΜΑΧΗ μετά την άλλη» θα έπρεπε μάλλον να είναι η ακριβής απόδοση στα ελληνικά του τίτλου της νέας ταινίας του Πολ Τόμας Άντερσον, αντί για «Μια μάχη μετά την άλλη». Ακόμα κι έτσι όμως, ο τίτλος παραμένει δυναμικά αμφίσημος. Μπορεί να είναι ένας στεναγμός εξουθένωσης (ή παραίτησης), μπορεί να είναι ένα ηχηρό κάλεσμα στις επάλξεις. Τελικά είναι το δεύτερο.
Και όχι απαραίτητα με τη μορφή «ένοπλου αγώνα» ή «αντάρτικου πόλης» –στους ιδιωματισμούς του οποίου είναι πιο εξοικειωμένο το ευρωπαϊκό κοινό από το αμερικάνικο– όπως επιχειρούν να κάνουν οι ήρωες, στο πρώτο μισό της ταινίας τουλάχιστον, αλλά με όποιον τρόπο μπορεί κανείς. Και υπάρχουν πάντα τρόποι (ακόμα και στο επίπεδο του γονιού και μόνο), όπως βρίσκει τον χρόνο να μας δείξει, μέσα στο συναρπαστικά υπερκινητικό του ντελίριο, το νέο κινηματογραφικό έπος του προσφιλούς PTA (σύμφωνα με τη κωδικοποιημένη οικειότητα των ακρωνυμίων), αρκεί να μην αναλώνουμε την οργή και την ενέργειά μας σε νευρικούς σπασμούς στα social media, την ώρα που ο κόσμος καίγεται και ο φασισμός, ειδικά στις ΗΠΑ, αποτελεί πλέον μια πολιτική πραγματικότητα.
Δεν έχει σημασία αν η πλοκή της ταινίας ξεκινάει από το σήμερα και μετά μας πηγαίνει δεκαέξι χρόνια στο μέλλον ή αν ξεκινάει δεκαέξι χρόνια πριν καταλήξουμε στο σήμερα. Το νόημα είναι το ίδιο. Να βρεις μια διέξοδο από την παραλυτική απόγνωση.
Από την ταινία απουσιάζει εντελώς σχεδόν το ίντερνετ, όπως και κάθε ευθεία αναφορά σε επίκαιρα πρόσωπα και πράγματα (MAGA, Τραμπ, Antifa κλπ), η τρέχουσα αμερικανική (και όχι μόνο φυσικά) δυστοπία όμως απεικονίζεται με αλησμόνητα γλαφυρό τρόπο σε διάφορες σκηνές. Στις βίαιες διαδηλώσεις, στα κολαστήρια των σταθμών κράτησης μεταναστών, οι οποίοι λειτουργούν ως μόνιμοι αποδιοπομπαίοι τράγοι και ως πειραματόζωα της εξουσίας, στα σκοτεινά καμπάλ των ισχυρών του πλούτου (όπου σύμφωνα με την εικονογραφία της ταινίας, παίζει πολύ το κροκοδειλάκι της Lacoste), στην γκροτέσκα μορφή του ανώμαλου φασίστα (για να το θέσουμε περιεκτικά) που τόσο εμπνευσμένα και με κωμικοτραγικό οίστρο υποδύεται ο Σον Πεν.

Το ερώτημα «τι ώρα είναι;» (“what time is it?”), που τίθεται ως σχολαστικό σύνθημα επαναστατικής οργάνωσης στον χαρακτήρα που υποδύεται ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο, ο οποίος οφείλει να γνωρίζει το παρασύνθημα αλλά μετά από δεκαέξι χρόνια αποχής από την ενεργό δράση, σε συνδυασμό με την διαβρωτική επίδραση τόνων φούντας και ποταμών αλκοόλ, είναι αδύνατο να το θυμηθεί, λειτουργεί ως κωμικός δίαυλος, με τον πρωταγωνιστή να ανακαλεί το πνεύμα του Big Lebowski.
Την απάντηση όμως στο ερώτημα, δηλαδή το παρασύνθημα (που αποκαλύπτεται τελικά ότι είναι: «ο χρόνος δεν υπάρχει, κι όμως μας ελέγχει») μπορεί να την πάρει κανείς και σοβαρά. Δεν έχει σημασία αν η πλοκή της ταινίας ξεκινάει από το σήμερα και μετά μας πηγαίνει δεκαέξι χρόνια στο μέλλον ή αν ξεκινάει δεκαέξι χρόνια πριν καταλήξουμε στο σήμερα. Το νόημα είναι το ίδιο. Να βρεις μια διέξοδο από την παραλυτική απόγνωση. Κι από τον φόβο. «Ελευθερία σημαίνει να μην έχεις φόβο», που λέει και ο χαρακτήρας του Μπενίσιο Ντελ Τόρο στην ταινία. «Σαν τον Τομ Κρουζ».
ΜΙΑ ΜΑΧΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΛΗ (One Battle After Another) - teaser