Η σχέση μου με τον Πόρο ξεκινά πολύ παλιά, τότε που το «αρσενικό νησί» του Αργοσαρωνικού ήταν από τους πιο κλασικούς προορισμούς για σχολική εκδρομή – είχα καταφέρει ακόμα και να πέσω, διακριτικά, στη θάλασσα, καθώς πάτησα σε μια γλίστρα που είχε πιάσει «μαλούπα», τουτέστιν φύκια.
Αργότερα ο Πόρος ήταν συνυφασμένος με επισκεπτήρια στα «ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα» που έκαναν εκεί προπαίδευση: πρώτα ο Τάσος, την εποχή που ακόμα ήμασταν στην «παρανομία», και μερικά χρόνια μετά ο αδελφός μου – τους αγκαλιάζαμε, τους ταΐζαμε μπριζόλες στα ταβερνεία της παραλίας, τους φορτώναμε γλυκά και τους αποχαιρετούσαμε συγχυσμένοι.
Ελλείψει στρατευμένων νιάτων στον ευρύτερο κύκλο μας, ο Πόρος ξεχάστηκε εντελώς. Δεν μας περνούσε καν από το μυαλό να κάνουμε εκεί διακοπές, μέχρι που, έχοντας πλέον τον μικρούλη Άλκη στη σύνθεση, οι Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα μας φαινόντουσαν ριψοκίνδυνες επιλογές.
Στραφήκαμε στον Πόρο, λοιπόν, και, έχοντας χαμηλά τον πήχη, πήραμε το αυτοκίνητο, φορτώσαμε το παιδάκι –μαζί με τα απαραίτητα τζάντζαλα και μάντζαλα– και ξεκινήσαμε για τον Γαλατά.
Αν υπάρχει ένα όνειρο που αγαπώ πάνω απ’ όλα είναι αυτό: να ταξιδεύω με πλοίο πάνω στη στεριά. Το να μπαίνεις στον Πόρο σού δίνει αυτήν ακριβώς την ψευδαίσθηση του ονείρου. Ξαφνικά η στεριά κλείνει από παντού και η βάρκα στριμώχνεται σε έναν στενό πορθμό, χωρίς έξοδο.
Όταν πια επιστρέψαμε, ακούγοντας τις ενθουσιώδεις περιγραφές μας, άλλες δυο φιλικές οικογένειες σε παρόμοια φάση πήραν τον δρόμο για το νησί, ενώ την επόμενη χρονιά φροντίσαμε να κάνουμε άλλο ένα «πέρασμα».
Ο Άλκης μπορεί πλέον να τελειώνει το πανεπιστήμιο, οι γονείς του όμως εξακολουθούμε να πεταγόμαστε στον Πόρο με την πρώτη ευκαιρία και δεν μας έχει απογοητεύσει ποτέ.
Πρώτη ημέρα

Στον Πόρο μπορείς να φτάσεις με διάφορους τρόπους: με συμβατικό πλοίο ή δελφίνι από τον Πειραιά αλλά και με αυτοκίνητο μέσω Γαλατά, επιλογή σαφώς πιο ευέλικτη αλλά και πιο οικονομική, αν είστε μπόλικοι. Ένα μικρούλι φεριμπότ θα σας περάσει απέναντι, ενώ υπάρχουν και βάρκες σε περίπτωση που θέλετε να αφήσετε το αυτοκίνητο εκτός νησιού – λέμε τώρα.
Με όποιον τρόπο και να προσεγγίσετε το νησί, το σίγουρο είναι πως θα μαγευτείτε. Ο Χένρι Μίλερ συμπύκνωσε με τον καλύτερο τρόπο την ξεχωριστή αυτή εμπειρία:
«Δεν ξέρω τι με συγκίνησε περισσότερο – η ιστορία με το Λεμονοδάσος απέναντί μας ή η εικόνα του ίδιου του Πόρου, όταν ξαφνικά συνειδητοποίησα πως αρμενίζαμε μέσα στους δρόμους. Αν υπάρχει ένα όνειρο που αγαπώ πάνω απ’ όλα, είναι αυτό: να ταξιδεύω με πλοίο πάνω στη στεριά. Το να μπαίνεις στον Πόρο σού δίνει αυτήν ακριβώς την ψευδαίσθηση του ονείρου. Ξαφνικά η στεριά κλείνει από παντού κι η βάρκα στριμώχνεται σε έναν στενό πορθμό, χωρίς έξοδο. Οι άντρες και οι γυναίκες του Πόρου ξεπροβάλλουν από τα παράθυρα, ακριβώς πάνω απ’ το κεφάλι σου. Πλησιάζεις τόσο πολύ που νομίζεις πως περνάς για ένα ξύρισμα κι ένα κούρεμα στον δρόμο. Αν το θελήσουν, μπορούν να περπατήσουν πιο γρήγορα απ’ το σκάφος».

Το λιμάνι του Πόρου είναι αυτό από το οποίο θα ξεκινήσετε τη γνωριμία σας με το νησί. Νησί; Νησιά θα έπρεπε να λέμε, καθώς ο Πόρος είναι στην πραγματικότητα δύο νησιά που ενώνονται, μετά το Κέντρο Νεοσυλλέκτων, με μια μικρή γέφυρα: η Σφαιρία και η Καλαυρεία.
Στη Σφαιρία βρίσκεται η απείραχτη, γοητευτική χώρα του νησιού, που είναι χαρακτηρισμένη ως παραδοσιακός οικισμός και είναι χτισμένη πάνω σε έναν μικρό κρατήρα, μια και το νησάκι ξεπρόβαλε μετά από έκρηξη του ηφαιστείου που βρίσκεται στα Μέθανα.
Σήμα κατατεθέν του Πόρου είναι το ιστορικό του ρολόι, που δωρήθηκε το 1927 στο νησί από τον έμπορο και βουλευτή Ιωάννη Παπαδόπουλο. Εκεί μπορεί να καταλήξει ο πρώτος σας περίπατος στα γραφικά στενάκια της Χώρας, για να την απολαύσετε από ψηλά.
Στο κέντρο της πάνω πόλης βρίσκεται και ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος αναφέρεται για πρώτη φορά στα έγγραφα που σώζονται από την απογραφή πληθυσμού του 1828, ενδεχομένως όμως να είναι αρκετά παλαιότερος. Υπάρχει σοβαρός λόγος να μπείτε και μέσα στην εκκλησία, καθώς φιλοξενεί, από το 1907, ανεκτίμητης αξίας αγιογραφίες διά χειρός Κωνσταντίνου Παρθένη.


Σε περίπτωση που κάτι «σας μύρισε», είναι γιατί γύρω στα εκατό μέτρα μακριά βρίσκεται η Ταβέρνα του Δημήτρη, μία από τις καλύτερες χασαποταβέρνες του Αργοσαρωνικού – τουλάχιστον. Αν, πάλι, η όρεξή σας τραβάει ψάρι και τα σχετικά, στο λιμάνι θα βρείτε πολλές επιλογές.
Αφού χωνέψετε κάπως, γιατί μ’ αυτά δεν παίζουμε, ξεκινήστε για μια βουτιά στον υποβλητικό Ρωσικό Ναύσταθμο, τη βάση ανεφοδιασμού που έφτιαξαν οι Ρώσοι για τον στόλο τους μετά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο, που σήμερα έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Αν γίνεται χαμούλης, υπάρχει και το διάσημο Λιμανάκι της Αγάπης, το καταφύγιο των «παράνομων ζευγαριών» της περιοχής προ αμνημονεύτων χρόνων.
Αναζητώντας την παραλία που θα σας χωρέσει, μην παραλείψετε να θαυμάσετε τη βίλα «Γαλήνη», τον νεοκλασικό κόκκινο πύργο του 1894 που επισκεπτόταν συχνά ο Γιώργος Σεφέρης και που αποτέλεσε γι’ αυτόν πηγή έμπνευσης.
Στο «κόκκινο σπίτι» έζησε μεγάλες περιόδους κατά τη δεκαετία του ’30 και ο Χένρι Μίλερ, ενώ ανάμεσα στους επιβεβαιωμένους επισκέπτες συγκαταλέγονται ο Κοσμάς Πολίτης, ο Λόρενς Ντάρελ και ο Μαρκ Σαγκάλ. Οι υπόλοιποι χάσαμε την ευκαιρία, η κατοικία είναι πλέον ιδιωτική.
Δεύτερη ημέρα

Δεν υπάρχει ωραιότερος τρόπος να ξεκινήσεις τη μέρα σου παρά πίνοντας το καφεδάκι σου στο λιμάνι και αγναντεύοντας κότερα, ψαρόβαρκες, πλοία και βαρκάκια να διασχίζουν το κανάλι.
Μια τέτοια στιγμή συνειδητοποίησα τι είναι αυτό που κάνει τον Πόρο ξεχωριστό: ο χρόνος φαίνεται να έχει σταματήσει. Κυριαρχεί κάτι παλιομοδίτικο στην ατμόσφαιρα, με την απολύτως καλή έννοια, που μοιάζει να διασώζει το ελληνικό καλοκαίρι όπως το ζήσαμε παιδιά. Ακούγεται κλισέ, αλλά υπάρχει μια αθωότητα, ίσως αυτή η από καιρό χαμένη.
Όπως και να ’χει, ο Πόρος είναι νησί με ισχυρό παρελθόν που εκτείνεται ως την αρχαιότητα. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο παρουσιάζονται ευρήματα από την Τροιζηνία –από τη μυκηναϊκή έως την πρώιμη χριστιανική εποχή–, καθώς και από τον ελάχιστα σωζόμενο ναό του Ποσειδώνα (τέλος 6ου αι. π.Χ.) στην Καλαυρεία, όπου ο Δημοσθένης ήπιε κώνειο το 322 π.Χ., για να μην πέσει στα χέρια των στρατιωτών του Αντίπατρου που τον κυνηγούσαν λόγω της εμπλοκής του σε επανάσταση κατά των Μακεδόνων.

Κάθε καλοκαίρι το μουσείο φιλοξενεί και σύγχρονα έργα σε συνεργασία με την γκαλερί Citronne, που ιδρύθηκε το 2006, βρίσκεται στο λιμάνι και κατάφερε με τις εκθέσεις που διοργανώνει, τόσο στον χώρο της όσο και στο μουσείο, να βάλει τον Πόρο στον εικαστικό χάρτη.
Επόμενο σημείο ενδιαφέροντος είναι η μονή Ζωοδόχου Πηγής που λειτουργεί από το 1720 και είναι από τα σημαντικότερα θρησκευτικά μνημεία του νησιού. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο από την Καππαδοκία, οι σημαντικές εικόνες του Θεόδωρου Πουλάκη και του Εμμανουήλ Τζάνε αλλά και η εικόνα που δώρισε στη μονή ο Ανδρέας Μιαούλης είναι μερικά από όσα αξίζει να δείτε.
Η Ζωοδόχος Πηγή, που υπήρξε καταφύγιο και σημείο συναντήσεων των αγωνιστών κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, είναι ο τόπος όπου έχουν ταφεί ο Υδραίος Μανώλης Τομπάζης και ο Ψαριανός Νικολής Αποστόλης – τα μνήματα των δύο ναυάρχων βρίσκονται στον περίβολο του μοναστηριού.
Κάτω από το μοναστήρι βρίσκεται η ομώνυμη –οργανωμένη παρακαλώ– παραλία, όπου ενίοτε καταπλέουν εντυπωσιακά σκάφη που ανήκουν στην κατηγορία «φάτε μάτια ψάρια», αλλά δεν μας πτοούν.
Από την άλλη, δεν είναι απαραίτητα κακό που η παραλία είναι οργανωμένη, γιατί εκεί πάτησα για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή μου αχινό – τότε ήταν ακόμα ανοργάνωτη, οπότε don’t worry.
Βουτήξτε στα πεντακάθαρα νερά, περπατήστε στα δρομάκια της Χώρας και στο πολύχρωμο λιμάνι, αφεθείτε στη χαλαρότητα του νησιού, πιείτε τοπικές λεμονάδες. Φεύγοντας, πάρτε μαζί σας τα περίφημα αμυγδαλωτά «αχλαδάκια» του Δάγκλη, που από το 1976 γλυκαίνουν την πίκρα της αναχώρησης. Μέχρι την επόμενη φορά.