Έκανε το ντεμπούτο του σε σκηνοθεσία Πίτερ Ουστίνοφ. Πρωτοέπαιξε στο θέατρο με τον Μάικλ Κέιν. Λάνσαρε τον Άλφι στη σκηνή, και επειδή δεν προλάβαινε την κινηματογραφική μεταφορά, πρότεινε τον Κέιν, φτιάχνοντας την καριέρα του καλού του φίλου. Έβγαινε με την Τζούλι Κρίστι. Οι Kinks έγραψαν τον στίχο «Ο Τέρι συναντούσε την Τζούλι» γι’ αυτούς – όσο κι αν ο frontman επέμενε να το αρνείται. Είχε τριετή δεσμό με το τοπ μόντελ της αγγλικής πασαρέλας Τζιν Σρίμπτον. Φωτογραφήθηκε από τον εμβληματικό Ντέιβιντ Μπέιλι για τη σειρά Pin Ups. Ο αδελφός του μανατζάριζε τους Who. Πρωταγωνίστησε στο ντεμπούτο του Κεν Λόουτς. Πάρταρε σε όλα τα κλαμπ της μόδας. Ένα γουέστερν που γύρισε, το παραγνωρισμένο «Blue» του Σίλβιο Ναριτσάνο σε μουσική Χατζιδάκι, πήρε τον τίτλο του από το καταγάλανο βλέμμα του. Συναγωνιζόταν τον Πίτερ Ο’Τουλ. Έμαθε την τέχνη της ακινησίας παίζοντας νωρίς, δίπλα στον Λόρενς Ολίβιε: ο Τέρενς Σταμπ «λικνίστηκε» όσο κανείς άλλος Βρετανός ηθοποιός στα swinging ’60s, μπροστά και πίσω από τις κάμερες, και προτού η συναρπαστική δεκαετία ρίξει αυλαία, αισθανόταν πως φθίνει το ενδιαφέρον για το τέλειο πρόσωπο που μέχρι πρότινος ήταν περιζήτητο, με αποτέλεσμα η εκούσια αποχή, μαζί με μια μακρά περίοδο αναχωρητικής περισυλλογής, να τον επαναφέρει στο προσκήνιο με τον πιο τυχαίο και απροσδόκητο τρόπο στα τέλη της δεκαετίας του ’70.
Την ομορφιά το σινεμά ουδέποτε σνόμπαρε, και όπως και με τον Αλέν Ντελόν, η περίπτωση του Τέρενς Σταμπ ξεκίνησε από τα αρμονικά του χαρακτηριστικά και τον διαφορετικό τύπο που έφερε σε μια χώρα που δεν φημιζόταν ποτέ για τους πεντάμορφους ζεν πρεμιέ. Ο πολύς Πίτερ Ουστίνοφ έψαχνε έναν ωραίο για τον ρόλο του καλοκάγαθου γαμπιέρου του πολεμικού πλοίου, που φθονούν όλοι, και ειδικά ο ναυτονόμος Τζον Κλάγκαρτ. Ως «Μπίλι Μπαντ» στη διασκευή του τελευταίου διηγήματος του Χέρμαν Μέλβιλ, ο 24χρονος Σταμπ, που μεγάλωσε στο ανατολικό Λονδίνο και ήρθε με σχετικά μικρή θεατρική πείρα, προκάλεσε τρομερή εντύπωση το 1962, απέσπασε τη μοναδική του υποψηφιότητα για Όσκαρ Β΄ Ανδρικού Ρόλου, αλλά και τη Χρυσή Σφαίρα νέου σταρ, καθώς και εγκώμια στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
O Πιερ Πάολο Παζολίνι τον έβαλε να διακορεύσει μια ολόκληρη οικογένεια στο «Θεώρημα», και δεν δίστασε να επιμείνει σε κοντινά στον καβάλο, την ώρα που ο Βρετανός ηθοποιός σιωπηλά διέσχιζε τις αξέχαστες σκηνές ενός αριστουργήματος, με ανόθευτη κινηματογραφική δύναμη.
Από τον Ουστίνοφ, που αν και ομολόγησε πως κατέληξε στο κάστινγκ βάσει εξωτερικών χαρακτηριστικών, έμαθε πολλά και χρήσιμα για τη συνέχεια, αντικαθιστώντας την αδικαιολόγητη αυτοπεποίθηση της νεότητας με παρατήρηση και σεβασμό, και περνώντας γρήγορα στον ρόλο του κοινωνιοπαθούς υπαλλήλου που απάγει μια όμορφη γυναίκα και φιλοδοξεί να την κατακτήσει περίπου όπως μελετά τα τεμαχισμένα του λεπιδόπτερα στον υπέροχο «Συλλέκτη» του Γουίλιαμ Γουάιλερ – βραβείο Ερμηνείας στο Φεστιβάλ Καννών. Ο Σταμπ ήταν ο σταρ du moment, τόσο της μόδας που αναπόφευκτα πρωταγωνιστεί στο αισθητικά χαζευτικό και απόλυτα κενό «Modesty Blaise» με τη Μόνικα Βίτι, όσο και την αμέσως επόμενη χρονιά, όταν διεκδικεί ξιφομαχώντας (αν και αριστερόχειρας, με το δεξί, γιατί έτσι έκαναν όλοι τότε…) την Τζούλι Κρίστι από τον Άλαν Μπέιτς και τον Πίτερ Φιντς στο ρομάντσο εποχής του Τόμας Χάρντι «Μακριά από το αγριεμένο πλήθος», διά χειρός Τζον Σλέσιντζερ. Big deal εκείνη τη χρονιά, αλλά η ταινία ήταν κατώτερη των περιστάσεων, μια φορτωμένη φιοριτούρα.
The Collector (1965)
Πέντε μόλις χρόνια μετά το ντεμπούτο του, δέχεται πρόταση να ενσαρκώσει τον 007 μετά την άρνηση του Σον Κόνερι να συνεχίσει τα καθήκοντά του, αλλά ο παραγωγός Χάρι Σάλτζμαν παγώνει μόλις ακούει τις αντιπροτάσεις του για το μέλλον και τις κινήσεις του πράκτορα, και δεν τον ξαναπαίρνει τηλέφωνο. Με το ατσάλινο βλέμμα, το θεληματικό πιγούνι, το στιβαρό του σώμα και τον αναμφισβήτητο βρετανισμό που ανέδιδε, ο Σταμπ θα μπορούσε να οδηγήσει τον Μποντ σε πολύ ενδιαφέροντα μονοπάτια, αλλά η επιλογή και μόνο του Ρότζερ Μουρ ως αντίβαρου στη βαριά πλευρά του Κόνερι δείχνει πως οι καιροί σήκωναν άλλου τύπου περιπέτειες, ελαφρύτερες και σίγουρα εξωφρενικότερες, κάτι που δεν προσιδίαζε στην έμφυτη σοβαρότητα του Σταμπ.
Στην πρώτη φάση της απογοήτευσής του από το πολύπλοκο παιχνίδι της βιομηχανίας, τον έσωσαν όχι οι Βρετανοί που τον θεωρούσαν ένα σέξι αξεσουάρ της υποκριτικής δίπλα στους πιο θεατρικούς και τους κωμικούς του κινηματογράφου, κάτι σαν τον Τζορτζ Μπεστ του σινεμά, ούτε το Χόλιγουντ που ποτέ δεν κατάλαβε πως θα αξιοποιήσει αυτό το κάλλος με προφορά, αλλά από τους Ιταλούς. Ο Φεντερίκο Φελίνι τον κάλεσε για τον ρόλο του μέθυσου σταρ Τόμπι Ντάμιτ στο δικό του επεισόδιο του σπονδυλωτού «Ιλίγγου της Ακολασίας», και ο Σταμπ γοητεύτηκε και κολακεύτηκε από τη μαθητεία στο πλευρό του μαέστρου και τη σύντομη ντόλτσε βίτα δίπλα του, ακούγοντάς τον και τρώγοντας μαζί του pasta στη Ρώμη! Αμέσως μετά, ο Πιερ Πάολο Παζολίνι τον έβαλε να διακορεύσει μια ολόκληρη οικογένεια στο «Θεώρημα», και δεν δίστασε να επιμείνει σε κοντινά στον καβάλο, την ώρα που ο Βρετανός ηθοποιός σιωπηλά διέσχιζε τις αξέχαστες σκηνές ενός αριστουργήματος, με ανόθευτη κινηματογραφική δύναμη υπό την καθοδήγηση ενός σκηνοθέτη που αντιλήφθηκε πόσο αποτελεσματικά διαβρωτικός είναι ο «ξένος» που δεν είχαν υπολογίσει σωστά οι υπόλοιποι.



Ανάμεσα στις δύο συμμετοχές του σε ακόμη δύο ταινίες Ιταλών δημιουργών, του Ρίζι και του Πατρόνι-Γκρίφι, και το διαβόητο προσκύνημα στα πόδια του Ζοντ, μεσολάβησε η φυγή του στην Ινδία και το Θιβέτ, σε άσραμ και στην πνευματική αγκαλιά του γκουρού Σρι Ραζνίς. Ο λόγος για αυτή την αναζήτηση νοήματος στο χάος της καριέρας και της προσωπικής του ζωής ήταν ο χωρισμός του από την Σρίμπτον – ο ίδιος μάλιστα έλεγε πως, αν δεν είχε φύγει έγκαιρα, θα κυνηγούσε το επόμενο supermodel στο διηνεκές. Ένα τηλεφώνημα από τον Ρίτσαρντ Ντόνερ για τον ρόλο του διαβολικού Ζοντ στον επερχόμενο «Superman» ήταν μια πρόταση που δεν μπορούσε να αρνηθεί. Μπορεί ο Σταμπ να μαγνητίστηκε όταν πήγε για πρώτη φορά σε αίθουσα με τον πατέρα για να δει το «Beau Geste» με τον Γκάρι Κούπερ, και η αγαπημένη ταινία του ever να είναι η «Κόψη του Ξυραφιού» με τον Τάιρον Πάουερ και την Τζιν Τίρνεϊ, αλλά ήταν ο Τζέιμς Ντιν στο «Ανατολικά της Εδέμ» ο λόγος που έγινε ηθοποιός. Κι επειδή ο Ντιν έφυγε νωρίς από τη ζωή, το μόνο εν ζωή είδωλο της εφηβείας του που είχε απομείνει ήταν ο Μάρλον Μπράντο, κι έτσι δεν θα άφηνε την ευκαιρία να παίξει δίπλα του να χαθεί. Φέρνοντας ένα πρωτόγνωρο ζεν στον δυναμισμό που διέθετε, αν και διστακτικός για το άλμα από τον ρεαλισμό στη συνθήκη του φανταστικού, οι σκηνές του παραμένουν ισχυρές και αληθινές, παρά τις αδυναμίες της comic εξτραβαγκάντζας του 1978 και τους δύο προβληματικούς πρωταγωνιστές – ο συμπαθής Κρίστοφερ Ριβ είναι, ερήμην του, αστεία χάρτινος και ξεπερασμένος, ο δε Μπράντο είχε ήδη ξεκινήσει να αγνοεί τους διαλόγους χρησιμοποιώντας ακουστικό-υποβολέα, κάτι που έκανε τον Σταμπ να σαστίσει, χωρίς ευτυχώς να τον αποκαρδιώσει ή να τον κάνει να αποκαθηλώσει εντελώς τον ήρωά του.
Superman II (1980)
Όταν ήταν παιδί, ο Τέρενς Σταμπ ήθελε να εξαφανιστεί, να γίνεται αόρατος, αλλά συμβιβαζόταν με τη δυνατότητα να περνά απλώς απαρατήρητος. Η επιθυμία του δεν εκπληρώθηκε. Το άτακτο αγόρι του βρετανικού σινεμά βρήκε τον δρόμο του σε ώριμες επιλογές, είτε παίζοντας κάποιον αδυσώπητο κακό είτε αφήνοντας τα λακωνικά του διακριτικά σαν στάμπα, όνομα και πράγμα, σε σύντομες εμφανίσεις – εννοείται πως έχει υποδυθεί και τον διάβολο! Κι ενώ συνέχιζε να δέχεται τις προσκλήσεις για ακόμη μια αναμέτρηση μπροστά από την αγαπημένη του κινηματογραφική κάμερα (γκόμενά του είχε αποκαλέσει από νωρίς τον φακό), για τον Μπράιαν Σίνγκερ («Valkyrie») και τον Έντγκαρ Ράιτ («Συνέβη στο Σόχο», τελευταίος του ρόλος, όπως και για την επίσης αξέχαστη icon των ’60s, την Νταϊάνα Ριγκ), η καριέρα του είχε σφραγιστεί από δύο σπουδαίους ρόλους προτού κλείσει ο 20ός αιώνας, πριν ακόμη κι από την προσθήκη του στο σύμπαν του Star Wars και του «Phantom Menace».

Στον «Εγγλέζο» με το εγκληματικό παρελθόν και την αδιαπραγμάτευτη βραχνάδα, παραδόθηκε στον Στίβεν Σόντερμπεργκ, τον οποίο θαύμαζε απεριόριστα και θα έκανε ό,τι του ζητούσε, διασχίζοντας τη δυτική ακτή των ΗΠΑ για να εκδικηθεί χωρίς έλεος τον θάνατο της κόρης του. Πριν ωστόσο από τον απολαυστικά μονολιθικό «Εγγλέζο», έκανε την έκπληξη, ξαφνιάζοντας ακόμη και τον εαυτό του που τελικά δέχτηκε, παίζοντας την τρανς γυναίκα Μπερναντέτ, που μαζί με δύο drag queens, τον Γκάι Πιρς και τον Χιούγκο Γουίβινγκ, περιοδεύει στην Αυστραλία με την Πρισίλα, τη «Βασίλισσα της Ερήμου». Σοκ και fun: επιτέλους, ο γρανίτης απέκτησε σχήμα, ο κούκλος εξανθρωπίστηκε, τα συναισθήματα που έκρυβε αποκαλύφθηκαν.
Με πρόωρη έκθεση, απότομες διακυμάνσεις, σπουδαίους δασκάλους, ένταση και αφαίρεση, πολύ διαλογισμό και ακόμα περισσότερη σιωπή, ακόμη και τα sex symbols έχουν ψυχή.