Για όλους εκείνους στη Γαύδο που «θάβουν τα μαχαιροπίρουνά τους στην άμμο για να τα βρουν το επόμενο καλοκαίρι…»
Αυτή η ατάκα από την παράσταση Κοκκινοσκουφίτσα της Λένας Κιτσοπούλου, που είχε ανέβει προ τριετίας στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, ανταποκρίνεται σε μεγάλο βαθμό στην πραγματικότητα – τουλάχιστον προτού η Γαύδος «καεί» και μετατραπεί σε hot προορισμό διακοπών. Το camping είναι πια της μόδας για τους Έλληνες, ας το παραδεχτούμε. Τις προηγούμενες δεκαετίες της ευμάρειας αποτελούσε επιλογή μάλλον αποκλειστικά για φοιτητές, εναλλακτικούς, νεο-χίπις και διανοούμενους, αλλά πλέον το επιλέγουν –ή, έστω, το δοκιμάζουν– και άνθρωποι που δεν ανήκουν σε αυτές τις «κάστες». Είναι σίγουρα κλισέ να αποδώσεις αυτό το trend αποκλειστικά στην κρίση, που άλλαξε εκ των πραγμάτων τις συνήθειες των Ελλήνων ως προς τις διακοπές τους, ή σε νέες ανάγκες ελευθεριότητας και επαφής με τη φύση που εκπορεύονται από νέες συνθήκες καθημερινότητας. Το αδιαμφισβήτητο fact είναι ότι το camping ζει νέες εποχές δόξας και η εξέλιξη των διατροφικών συνηθειών των Ελλήνων τους ακολουθεί ακόμα κι εδώ.
Η έννοια του camping, ως γνωστόν, χωρίζεται σε δύο βασικές κατηγορίες, με φανατικούς οπαδούς και πολέμιους: το οργανωμένο και το ελεύθερο. Λίγοι είναι οι ευέλικτοι που εναλλάσσονται ανάμεσα σε αυτές, καθώς όσοι προτιμούν τις «ανέσεις» των οργανωμένων κατασκηνώσεων υποστηρίζουν σθεναρά αυτή τους την προτίμηση, ενώ οι «απέναντι», που αρέσκονται στην απόλυτη (και στις περισσότερες περιπτώσεις παράνομη, σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία) ελευθερία του free camping, συνήθως δεν γουστάρουν καθόλου την πολυκοσμία και τα καλούπια αυτών που αποκαλούν «καταυλισμούς με είσοδο».
Θυμάμαι μια φορά που, ενώ εγώ έκανα το μπάνιο μου στην παραλία, έκαναν “ντου” κατσίκια στην καβάτζα μου και έτρωγαν όσπρια, αλεύρι, λαχανικά, ό,τι έβρισκαν και ό,τι μπορούσαν να φτάσουν. Μέχρι και μια γλάστρα που είχα μαζί μου με δυόσμο και βασιλικό την έφαγαν κι αυτήν!
Η πόλωση υπάρχει και στη διατροφή. Ανεξάρτητα από το πού κατασκηνώνει κανείς, το τι θα φάει εξαρτάται από τα βαλάντιά του και το πόσα είναι διατεθειμένος να ξοδέψει στις διακοπές του, αλλά και από τη γενικότερη αντιμετώπιση προς το έτοιμο φαγητό. Όπως και να ’χει, οι δύο διακριτές κατηγορίες είναι αυτοί που τρώνε σε ταβέρνες και αυτοί που μαγειρεύουν. Για τους πρώτους οι επιλογές είναι πολλές, ανάλογα με το πόσο θέλουν να απομακρυνθούν από την «καβάτζα» τους. Η ταβέρνα, ας πούμε, μέσα στο οργανωμένο camping της Πάτμου είναι τόσο καλή, που προσελκύει κόσμο απ’ όλο το νησί. Η ξακουστή Μαργαρίτα, πάνω από το Κλεισίδι στην Ανάφη, η ταβέρνα του παπά στον Ρούκουνα του ίδιου νησιού και οι ταβέρνες στη Χιλιαδού της Εύβοιας είναι επίσης αγαπημένες επιλογές των free campers, οι οποίοι θα φάνε σε αυτές πρωινό, γεύμα και βραδινό, αλλά θα χρησιμοποιήσουν και τις τουαλέτες τους για τις βασικές βιολογικές τους ανάγκες – ανθρώπινο!

Τι γίνεται όμως με τους άλλους, με εκείνους που επιχειρούν να μαγειρέψουν στη φύση; Αυτό το μοτίβο προβλέπεται φέτος να είναι ιδιαίτερα δημοφιλές και λόγω «Survivor» – όσοι παρακολούθησαν το επιτυχημένο ριάλιτι στην Ελλάδα έμαθαν σίγουρα κάθε πιθανή παραλλαγή συνταγών με καρύδα, το πόσο ταιριάζει με το ρύζι και πόσο πρέπει να μείνει στη φωτιά το φακόρυζο για να χυλώσει σωστά. Ας σοβαρευτούμε όμως. Το μαγείρεμα σε μια ειδυλλιακή παραλία δεν είναι εύκολη υπόθεση. Αρχικά πρέπει να προμηθευτείς τις σωστές πρώτες ύλες, σε σωστές ποσότητες, που ελλείψει ψύξης έχουν προκαθορισμένη διάρκεια ζωής – κι εδώ βγαίνουν εκτός συζήτησης οι «βολεψάκηδες» του οργανωμένου που μπορούν να χρησιμοποιούν τόσο τα ψυγεία όσο και τα ειδικά διαμορφωμένα δωμάτια-κουζίνες που όλα τα οργανωμένα campings διαθέτουν. Έπειτα πρέπει να διαθέτεις τα ανάλογα σκεύη, φωτιά και διάθεση για πειραματισμούς. Τέλος, η καθαριότητα όσων χρησιμοποίησες και φυσικά η ανάγκη –και υποχρέωση– να αφήσεις την ακτή καθαρή ανεβάζουν τον πήχη δυσκολίας του εγχειρήματος. Είναι όμως τόσο δύσκολο τελικά; Ποια προετοιμασία απαιτείται και πώς μπορείς να προσαρμόσεις τις διατροφικές σου συνήθειες στο camping;
Γιατί camping και γιατί ελεύθερο;

Ο make-up artist Μάνος Βυνιχάκης έκανε για πρώτη φορά camping σε ηλικία 8 ετών. Έχει στήσει τη σκηνή του παντού στην Ελλάδα, από τη Σαρωνίδα και τον Κάλαμο μέχρι την Εύβοια, την Ανάφη, τα Κουφονήσια και την Κρήτη. Τα τελευταία χρόνια το επιλέγει σχεδόν κάθε καλοκαίρι ως τρόπο διακοπών, και μάλιστα πολύμηνων, αφού εξαφανίζεται σε κάποιο νησί για αρκετό καιρό, και εξηγεί γιατί:
«Γειώνομαι. Γίνομαι πάλι παιδί, φτιάχνω το “σπίτι” μου κάτω από τα δέντρα, μαζεύω ξύλα, μαγειρεύω, έρχομαι σε επαφή με τη φύση, που την αγαπώ πάρα πολύ, ξεφεύγω από τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Νιώθω πως συνδέομαι με τις ρίζες μου. Συνήθως επιλέγω μέρη όπου δεν γνωρίζω κανέναν, συναντώ ανθρώπους που δεν ξέρω ποιοι είναι, τι δουλειά κάνουν, ποιες είναι οι δραστηριότητές τους, και γινόμαστε μια παρέα με κόσμο που προέρχεται από διαφορετικά backgrounds και στυλ, με άτομα που ενδεχομένως δεν θα έκανα ποτέ παρέα στην πόλη. Έχω πιάσει τον εαυτό μου να μοιράζεται μαζί τους πράγματα που δεν γνωρίζουν οι πιο οικείοι μου στην πόλη. Αυτή η εμπειρία με ξεκουράζει περισσότερο απ’ οτιδήποτε και θα πλήρωνα για να τη ζήσω, δεν την επιλέγω επειδή είναι τσάμπα. Ωστόσο, ποτέ δεν θα πήγαινα σε οργανωμένο camping, είναι λες και βρίσκεσαι σε μια πολυκατοικία από αντίσκηνα.
»Όταν ζεις σε μια παραλία, είναι πολύ εύκολο να γνωριστείς με τον διπλανό κατασκηνωτή και να αναπτύξεις επικοινωνία. Τον γείτονά σου στην πόλη μπορεί να τον έχεις δει ελάχιστες φορές και να έχετε ανταλλάξει το περισσότερο ένα νεύμα – ούτε καν καλημέρα ή καλησπέρα. Με τον γείτονά σου στην παραλία σίγουρα θα ανταλλάξεις μια καλημέρα, θα σε ρωτήσει ή θα τον ρωτήσεις αν χρειάζεστε προμήθειες από το μανάβικο, θα προσφέρετε ο ένας στον άλλον κρύο νερό που μόλις φέρατε ή, αν φύγει νωρίτερα, θα σου αφήσει ένα πακέτο παξιμάδια και λίγο ρύζι που του περίσσεψε. Υπάρχει ένα πάρε-δώσε μοναδικό ανάμεσα στους κατασκηνωτές. Δύσκολα ένας άνθρωπος ακοινώνητος θα κάνει ελεύθερο camping. Μπορεί όσοι δεν γνωρίζουν την ουσία του να θεωρούν ότι η κυρίαρχη αίσθηση είναι η απομόνωση, αλλά στην πραγματικότητα είναι η γείωση, η επαφή με τη φύση. Τα βράδια όλη η παραλία γίνεται μια παρέα γύρω από μια φωτιά ή γύρω από ένα φαγητό, βλέπουν τα αστέρια, τραγουδάνε, φλερτάρουν».
Ο εξοπλισμός και οι προμήθειες

Τι περιλαμβάνει το backpack του Μάνου, πριν ξεκινήσουν οι διακοπές του; «Οπωσδήποτε κάποια πανιά για σκίαση. Ρούχα ελάχιστα, γιατί κάνω γυμνισμό, σίγουρα ένα αντιανεμικό για τις βραδιές που θα έχει ψύχρα, αρκετά παρεό, που είναι βολικά, σεντόνια για τη σκηνή, γιατί μου αρέσει να έχω την καθαριότητά μου όταν κοιμάμαι, ανατομικό μαξιλάρι και μαξιλαροθήκες, γιατί θέλω να έχω μια στοιχειώδη άνεση, μια αιώρα, αντικουνουπικά, τέτοια πράγματα. Επειδή μου αρέσει να προσέχω τη διατροφή μου και επειδή είμαι χορτοφάγος, θα πάρω μαζί κάποιες βιολογικές πρώτες ύλες, ένα βιολογικό ρύζι για να μπορώ να φτιάξω ριζότο, αποξηραμένα λαχανικά, φρούτα και ξηρούς καρπούς, δημητριακά, όπως βρώμη και κουάκερ, ταχίνι, φακές, μακαρόνια, πράγματα που διατηρούνται εκτός ψυγείου σε σκιερά μέρη. Η χορτοφαγία δεν με περιορίζει στο camping, ίσα-ίσα που, επειδή δεν τρώω κρέας, δεν έχω άγχος αν θα μου χαλάσουν οι προμήθειες».
Στον τόπο όπου θα βρεθεί ο Μάνος μετακινείται ακόμη και καθημερινά για να αγοράσει φρέσκα φρούτα και λαχανικά, επειδή η έλλειψη ψυγείου και η ζέστη τα αφυδατώνουν. Ανάλογα με το τι χρειάζεται για το φαγητό της ημέρας, μπορεί να προμηθευτεί κάποιο τυρί, για σαλάτα, αυγά ή βούτυρο, αν θέλει να φτιάξει γλυκό, ή κάποιο είδος ψωμιού, αλλά σε ποσότητες για άμεση κατανάλωση.
Προσοχή όμως χρειάζεται και στην αποθήκευση των πρώτων υλών, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες του τόπου όπου θα βρεθείς: «Θυμάμαι μια φορά που, ενώ εγώ έκανα το μπάνιο μου στην παραλία, έκαναν “ντου” κατσίκια στην καβάτζα μου και έτρωγαν όσπρια, αλεύρι, λαχανικά, ό,τι έβρισκαν και ό,τι μπορούσαν να φτάσουν. Μέχρι και μια γλάστρα που είχα μαζί μου με δυόσμο και βασιλικό την έφαγαν κι αυτήν! Από τότε, ό,τι έχει σχέση με ξηρά τροφή το βάζω σε πλαστικά δοχεία που κλείνουν αεροστεγώς και τα τοποθετώ σε σκιερά μέρη. Για τα λαχανικά και τα φρούτα έχω πάρει ένα φανάρι σαν αυτά που είχαν παλιά στα χωριά, όταν δεν υπήρχαν τα ψυγεία – διαθέτει και μια ψιλή σήτα και τα προφυλάσσει από μύγες, τρωκτικά, μυρμήγκια. Το κρεμάω κάπου ψηλά, φυσικά στο πιο σκιερό μέρος».
Μαγείρεμα στο camping: Η προετοιμασία, η διαδικασία και το μετά

«Έχω φτιάξει μέχρι και γεμιστά στο camping» μας λέει ο Μάνος και αυτή η πρόταση συνοψίζει απόλυτα τις δυνατότητες που έχεις για να καταπλήξεις τους φίλους σου και την ευρύτερη παρέα του «καταυλισμού», αφού όλοι στο ελεύθερο camping είναι μια μεγάλη παρέα. Αρκεί να το πιστέψεις! «Έχει τύχει να φτιάξω μέχρι και 20 μερίδες μπριάμ. Λατρεύω να μαγειρεύω για να φάνε όσο περισσότεροι μπορούν, να μαζεύεται η παρέα, να μοιράζονται οι δουλειές, να αναλαμβάνει ο καθένας από κάτι και στο τέλος να βρισκόμαστε όλοι μαζί και να απολαμβάνουμε ό,τι καλό έχουμε φτιάξει. Έχω κάνει απίστευτα φαγητά. Η δυσκολία είναι περισσότερο στην οργάνωση και όχι τόσο στο μαγείρεμα. Οι γεύσεις από τα φαγητά που μαγειρεύονται στη φύση είναι πρωτόγνωρες. Δεν θυμάμαι κάτι που να μη μου έχει πετύχει».
Πίτσα, ιμάμ, πάστα φλόρα, σοκολατόπιτα – ο Μάνος έχει δοκιμάσει να φτιάξει τα πάντα, αφού έχει περισσότερο ελεύθερο χρόνο στο camping, οπότε μαγειρεύει περισσότερο απ’ ό,τι στην πόλη, και ως «σουξέ» του αναφέρει τους λουκουμάδες με μέλι, τον χαλβά με superfoods, σκορδόψωμα, πίτσες και τραχανότο λαχανικών: «Μπορεί να μου τη δώσει μια μέρα και να φτιάξω λουκουμάδες κι εκεί που όλοι βρίσκονται στην ντάλα του ήλιου εγώ να σκάσω με ένα πιάτο λουκουμάδες με μέλι που μόλις έχουν βγει από το τηγάνι».
Τα σκεύη που θα πάρει μαζί του είναι ένα κατσαρολάκι για 3-4 μερίδες φαγητό, γιατί του αρέσει να τρώει καθημερινά με παρέα, ένα τηγάνι βαθύ για να μπορεί να φτιάχνει και σάλτσες εκτός από το τηγάνισμα, σουρωτήρι, τρίφτης, ένα γκαζάκι μεγαλύτερο από το κλασικό του καφέ, κουτάλες ξύλινες, πιάτα, μαχαίρια, πιρούνια, ένα ταψάκι για πίτσα κι ένα για γλυκό, γενικά κουβαλάει αρκετά πράγματα, γιατί κάθεται αρκετό καιρό. Για το ψήσιμο χρησιμοποιεί συνήθως μια παραδοσιακή γάστρα σαν αυτές που είχαν οι βοσκοί στα χωριά και έψηναν πίτες με χόρτα που είχαν μαζέψει. «Ξέρεις, αυτή που της βάζεις κάρβουνα από κάτω κι από πάνω και γίνεται φούρνος. Με αυτήν τη γάστρα μπορείς να φτιάξεις οτιδήποτε».
Τι γίνεται όμως με τα διαδικαστικά του μαγειρέματος; Ο Μάνος εξηγεί ότι χρειάζεται προσοχή με την άμμο, ώστε να μην πέφτει στο φαγητό. Για να καθαρίσει τα σκεύη του πηγαίνει στην άκρη της παραλίας την ώρα που δεν έχει κόσμο. Επιλέγει σκεύη αντικολλητικά που πλένονται εύκολα με θαλασσινό νερό, λίγη άμμο και, αν χρειαστεί, κάποιο βιοδιασπώμενο σαπούνι, και με ένα ξίδι απολυμαίνει τα μαχαιροπίρουνα και όλα τα ανοξείδωτα σκεύη. «Στο camping μπορείς να είσαι πάρα πολύ καθαρός, αν επιδιώκεις την καθαριότητα δεν περιορίζεσαι καθόλου».
Μια καλή ψαριά είναι αυτό που θες…

… και στις περισσότερες περιπτώσεις δεν χρειάζεσαι καν σχάρα και φωτιά για να απολαύσεις αυτά που έπιασες, αν φυσικά είσαι του «ωμού», όπως περιγράφει ο ιδιωτικός υπάλληλος Θωμάς Γεωργίου. «Ψαρεύω με ψαροντούφεκο. Για να κάνεις ψαροντούφεκο χρειάζεσαι το όπλο σου και ιδανικά έναν παρτενέρ για να βουτάτε ανά ζευγάρια, από την ανατολή μέχρι το σούρουπο που υπάρχει φυσικό φως – το τεχνητό φως απαγορεύεται, νομικά και ηθικά, σεβόμαστε τη θάλασσα και τους κατοίκους της. Υπάρχουν συγκεκριμένες τεχνικές που, με βάση την ικανότητα του καθενός, φέρνουν ανάλογο αποτέλεσμα, όμως το θέμα δεν είναι η ψαριά αλλά το ταξίδι!»
Ο Θωμάς δηλώνει πιο ευέλικτος στο θέμα του camping. «Έχω δοκιμάσει ελεύθερο, αλλά δεν το επιχειρώ πλέον συχνά, γιατί με τα χρόνια κάπως φθίνει αυτή η συνήθεια και οι παρέες μου δεν το προτιμούν. Το οργανωμένο είναι σαφώς πιο εύκολο. Βέβαια, έχω κοιμηθεί σε παραλίες σε διάφορες περιοχές, στην Πάτμο, στην Ιθάκη, στην Καλαμάτα και σε άλλα σημεία της Ελλάδας, επειδή μου αρέσει το ψαροντούφεκο και όποτε βρίσκω ευκαιρία θα κάνω κάποια εξόρμηση για να ψαρέψω».
Ό,τι πιάσει ο Θωμάς το ψήνει συνήθως εκείνη την ώρα στην παραλία. Χρησιμοποιεί ψησταριές μιας χρήσης ή μπορεί να ανάψει μια αυτοσχέδια φωτιά με φίλους, αλλά προτιμά το ωμό, αν έχει πάρει τα μαχαίρια του και μια επιφάνεια κοπής. «Αλλά και σε μια μεγάλη πέτρα μπορώ να φιλετάρω το ψάρι και να δανειστώ από κάπου ένα λεμόνι και ιδού ένα τέλειο πρόχειρο ceviche! Το φιλετάρισμα το έμαθα μόνος μου, με την επανάληψη αποκτάς εμπειρία σε αυτό. Έχουν τύχει βέβαια φορές που έχω δοκιμάσει να φιλετάρω ψάρι διαφορετικής μορφής και δυσκολεύτηκα. Το φαγκρί, ας πούμε, που είναι πιο παχύ. Χρειάζεσαι πρώτα απ’ όλα ένα καλό μαχαίρι του σεφ. Πολλά ψάρια της Ελλάδας μπορείς να τα φας με αυτό τον τρόπο, ακόμα και τη γλώσσα – έχω φάει μέχρι και ωμό σπάρο, αλλά προτιμώ το λαβράκι. Πρόσφατα είχα πάει στην Κεφαλονιά και έπιασα κάποια μαγιάτικα, που είναι πολύ νόστιμα. Χρησιμοποιώ φρέσκα μυρωδικά, μπορεί να πάω στη γιαγιά που μένει δίπλα, στην κυρία Τασία, και να κόψω λίγο βασιλικό, λίγο φρέσκο κρεμμυδάκι, αλάτι και πιπέρι, βασικές γεύσεις, και πάντα ελαιόλαδο και λεμόνι. Προτιμώ τα ελληνικά μυρωδικά, αν και τελευταία χρησιμοποιώ και chives, το σχινόπρασο, που είναι πολύ “βολικό” σαν γεύση, χαρίζει χωρίς να ενοχλεί.

»Από θαλασσινά, πιάνω μύδια, πετροσωλήνες, αχινούς – τους αχινούς πρέπει να τους προσέχουμε όμως, γιατί είναι προστατευόμενο είδος, και καλό είναι να μην υπερβάλλουμε. Λίγο λεμόνι και ελαιόλαδο χρειάζονται και τίποτε παραπάνω. Όταν είσαι σε ένα όμορφο περιβάλλον και τρως ένα ολόφρεσκο ψάρι που μόλις έχει βγει από τη θάλασσα, τίποτε δεν φαντάζει άσχημο».
Ο Θωμάς όμως δεν περιορίζει τις γαστρονομικές εξορμήσεις του στη θάλασσα και στο καλοκαιρινό camping. «Την άνοιξη θα πάω και στο βουνό να αναζητήσω άγρια μανιτάρια, άγριες φράουλες… Ελαιόλαδο, σκόρδο, αλάτι-πιπέρι, μυρωδικά και σβήσιμο με κάποιο κρασί σε ελαφρύ τηγάνισμα χρειάζονται τα μανιτάρια, ενώ, ανάλογα το είδος, μπορείς να τα φας και ψητά ή ωμά – ούτε κι αυτά χρειάζονται πολλά συνοδευτικά».