Χρόνια περνούσα έξω απ’ το συγκεκριμένο σπίτι στο Ψυχικό και το θαύμαζα για τις λιτές του γραμμές. Βγάζει μια ωραία σεβεντίλα, σκεφτόμουν την Έλενα Ναθαναήλ να βγαίνει απ’ αυτό, με μεγάλα γυαλιά ηλίου και παντελόνι καμπάνα.
Όταν συνειδητοποίησα ότι η εικαστικός Ντέμη Κάια μένει στο συγκεκριμένο σπίτι ενθουσιάστηκα. Χτυπάω το κουδούνι με λαχτάρα να δω το εσωτερικό, και σκέφτομαι ότι είναι η τυχερή μου μέρα. Αν και πρόκειται για ένα vintage σπίτι, στο εσωτερικό φυσάει ένα φρέσκο αεράκι.
Δεν είναι ένα σπίτι κουρασμένο απ’ τον χρόνο –μοιάζει να είναι σε συνεχή κίνηση, μια ζωντανή χορογραφία του παλιού και του καινούργιου. Ένα σπίτι όπου κυριαρχεί το πράσινο και ο κήπος σαν να μπαίνει μέσα στο σπίτι. Η Ντέμη είναι ένας σεμνός άνθρωπος που δίνει φροντίδα και καλλιτεχνική αξία στο καθετί.
Τη ρωτάω ποια καλή τύχη την έφερε σ’ αυτό το σπίτι. «Ήταν το πατρικό του άντρα μου», λέει. «Ο αρχιτέκτονας που το σχεδίασε λέγεται Θωμάς Χολέβας και πράγματι είναι ένα σπίτι με πολύ φίνες γραμμές. Μετακομίσαμε εδώ πριν από πέντε χρόνια. Το σπίτι δεν το παραλάβαμε σε καλή κατάσταση. Ήταν κάπως παρατημένο». Μου εξηγεί πως πρωτίστως ήθελε να ζωντανέψει και να πάρει τα πάνω του ο κήπος. «Τα φυτά ήταν άρρωστα και χρειάζονταν φροντίδα και αγάπη».
Το σπίτι της Ντέμης είναι σαν να μου έριξε τους ρυθμούς, νιώθω κάτι που μπορείς να το πεις και γαλήνη. Με τόσο πράσινο είναι σαν να σε θεραπεύει αυτός ο κήπος, της λέω, σαν να έχει ιαματικές ιδιότητες. Έτσι αισθάνεται κι εκείνη εδώ, μια ίαση.
Το σπίτι το αγάπησε απ’ την πρώτη στιγμή γιατί στην ουσία του δεν είναι μία ακόμα απρόσωπη βίλα των βορείων προαστίων. «Είναι γειωμένο σπίτι και γειώνει και όσους ζουν μέσα σε αυτό με έναν δικό του νόμο αρμονίας», λέει. Υπάρχει μεν η πατίνα του χρόνου, χωρίς όμως να σε πνίγει η ιστορία του. «Ήθελε μόνο φρεσκάρισμα, τελικά διατηρούσε από μόνο του μια δροσιά, κι αυτή είναι η δροσιά της διαχρονικότητας».



«Και πώς έγινε η αρχή γι’ αυτή την ανακαίνιση;» τη ρωτάω.
«Άρχισα να περιποιούμαι μόνη μου τα φυτά, μετά με βοήθησε ένας ικανός κηπουρός και με αγάπη και επιμονή άρχισε να ζωντανεύει πάλι η βλάστηση».
«Έχεις αλλάξει πολλά σπίτια;» ρωτάω αυθόρμητα. Κουνάει καταφατικά το κεφάλι. «Έφυγα από το πατρικό μου στη Γλυφάδα στα δεκαοκτώ και έκτοτε έχω χάσει το μέτρημα με το πόσα σπίτια έχω αλλάξει. Για μένα, ο χώρος στον οποίο δουλεύω είναι πάντα ο χώρος στον οποίο κατοικώ – δεν μπόρεσα ποτέ να τους διαχωρίσω. Δεν είχα αλλού το σπίτι και αλλού το στούντιο, όπως πολλοί καλλιτέχνες. Έτσι έψαχνα πάντα χώρους όπου να μπορώ να υπάρχω με όλες τις προεκτάσεις μου και ό,τι συνεπάγεται αυτό», συνεχίζει.
Όμως πάντα το πρώτο πράγμα που κοιτούσε σε ένα σπίτι είναι να χωράνε τα ζώα της. «Δεν θα μπορούσα να ζω χωρίς τα ζώα. Σε όλα τα σπίτια στα οποία έμεινα σκεφτόμουν πρώτα τη βολή των ζώων μου».
«Τι είναι για σένα τα ζώα;» «Από τα έμβια όντα είναι αυτά με τα οποία τα βρίσκω περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Μαθαίνω απ’ αυτά. Είναι οι δάσκαλοί μου».



Τη ρωτάω για τα έπιπλα και παρατηρώ πόσο ωραία έχει μπλέξει το παλιό με το καινούργιο. Αγαπάει τα παλιά έπιπλα Η τραπεζαρία είναι της πεθεράς της, μου λέει, του Σαρίδη, και την έκανε μια λάκα. Οι καρέκλες είναι απ’ το στοκ του Ιnterni και επειδή δεν έβρισκε στο ίδιο χρώμα, το θεώρησε τέλεια ιδέα να πάρει διαφορετικά χρώματα. Τελικά, το αποτέλεσμα της αρέσει περισσότερο απ’ ό,τι αν υπήρχε μια βαρετή μονοχρωμία.
Το γραφείο του Γιώργου, λέει, είναι Cassina, ένα ωραίο χαμηλό τραπεζάκι είναι της Méret Oppenheim και ένα μπαρ παλιό, του Δελούδη. «Δεν κυνηγάω το design, προτιμώ ένα έπιπλο-αντίκα που κουβαλάει πολλές μνήμες. Μου αρέσει να ανακαλύπτω έπιπλα σε αντικερί, όπως αυτό εδώ το σεκρετέρ», λέει και μου το δείχνει.

«Αλλά όλα τα “πειράζω” και λίγο επεμβαίνω», συνεχίζει. «Έχω βάλει από κάτω κάτι σαν νυχάκια. Έχω μια εμμονή με το να βάζω στις απολήξεις των επίπλων κάτι σαν νύχι – το σκαλίζω το ξύλο και το κάνω να μοιάζει με νύχι», διευκρινίζει και γελάει σαν να την έπιασα να κάνει σκανταλιά.
Το σπίτι είναι γεμάτο έργα της. «Είσαι σαν τον Φερνάντο Πεσσόα των εικαστικών», αναφωνώ. Ζωγραφίζει και δημιουργεί σαν να κατοικούν εντός της δεκάδες εαυτοί και είναι σούπερ παραγωγική. «Έλα να σου δείξω». Πηγαίνουμε σε ένα έπιπλο-κομψοτέχνημα γεμάτο συρταράκια. Τα ανοίγει και είναι πλημμυρισμένα με έργα της, δεκάδες έργα, χάνεις το μέτρημα.
Μου δείχνει και τα «βιβλιόπτερα», αγαπημένα της βιβλία που έχει ζωγραφίσει στις σελίδες τους. Είναι άκρως εντυπωσιακά. Πώς προέκυψαν;
«Πάντα σημείωνα τα βιβλία που αγαπούσα, και τα ζωγράφιζα. Έτσι, μετά, γίνονται κάπως σαν ζωντανοί οργανισμοί, σαν να εξελίσσονται και να μεταμορφώνονται μέσα από τις αναγνώσεις, τις μεταφράσεις και τις προσωπικές ερμηνείες. Είναι σαν να αναπτύσσουν μια άλλη πλοκή. Την ονομασία τη βρήκε η φίλη μου Έφη Φαλίδα, που με παρακίνησε να τα εκθέσω».



Μου δείχνει και τη σειρά «Μy porno project», μια σχεδιαστική ενότητα που πήρε έξι χρόνια να ολοκληρωθεί και είναι σαν ένα προσωπικό της ημερολόγιο όπου κατέγραφε την πραγματικότητα. «Μέσα στην κρίση μετέφραζα τα πάντα σε πορνογραφικές εικόνες». «Μα και η ζωή μας ήταν σαν πορνογραφία», λέω και γελάμε γλυκόπικρα μαζί.
Παρατηρώ ότι εμπλέκει πάντα στη ζωγραφική της και κείμενο. «Πάντα γράφω και μου αρέσει να τοποθετώ την εικόνα σε μια χρονική στιγμή που θέλω να θυμάμαι. Ουσιαστικά, μια ζωή αυτό κάνω, ζωγραφίζω και καταγράφω. Το χαρτί για μένα είναι το δέρμα του λόγου. Το ξύλο, το κόκαλο της χειρονομίας», λέει ποιητικά και θαυμάζω τα γλυπτά της από ξύλο.
Το σπίτι της είναι σαν να μου έριξε τους ρυθμούς, νιώθω κάτι που μπορείς να το πεις και γαλήνη. Με τόσο πράσινο είναι σαν να σε θεραπεύει αυτός ο κήπος, της λέω, σαν να έχει ιαματικές ιδιότητες. Έτσι αισθάνεται κι εκείνη εδώ, μια ίαση.
Φεύγω απ’ αυτό το σπίτι και σκέφτομαι ότι τελικά το εσωτερικό του ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακό και ότι πια, περνώντας απ’ έξω, θα σκέφτομαι ότι εντός κατοικεί ένα μεγάλο χταπόδι που το λένε Ντέμη Κάια – το ίδιο της είχε πει και η Μαρία Παπαδημητρίου, ένας άνθρωπος που η Ντέμη αγαπά και θαυμάζει.










