Με φρέσκια ακόμα τη συμπυκνωμένη εμπειρία μιας κρητικής γιορτής στο Ρέθυμνο, μαζεύω τις σκέψεις μου για τη Σοφία Κοκοσαλάκη, μια σχεδιάστρια που δεν υμνήθηκε όσο της άξιζε εν ζωή, και αναδύεται τώρα εν μέσω της γενικής σύγχυσης στη μόδα ως μια ξεχωριστή περίπτωση ανεξάρτητης ετικέτας που στηρίχτηκε στο craftsmanship, πριν αυτό γίνει μόδα, για να εκφράσει μια χειραφετημένη θηλυκότητα.
Αθήνα, Κρήτη, Λονδίνο, Παρίσι και πάλι πίσω… Χάρη σε ένα σπάνιο αφιέρωμα στη Σοφία Κοκοσαλάκη, στο πλαίσιο της έκθεσης «Είσαι ό,τι Φοράς» στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης, η διεθνής Ελληνίδα σχεδιάστρια επιστρέφει στον τόπο της και στη μνήμη όσων την αγάπησαν, και την διεκδικούν ως «δική τους».
Στο σύντομο ταξίδι της στη μόδα, η Σοφία Κοκοσαλάκη εργάστηκε εντατικά και ψυχωμένα, με σταθερό φυλαχτό την κρητική της κληρονομιά. Εύθραυστη Αμαζόνα στο Λονδίνο των αρχών της νέας χιλιετίας, ψηλάφησε την ταυτότητά της πάνω σε αιθέριες πτυχώσεις, ανορθόδοξα σμιλεμένες ώστε να πάλλονται με την εποχή. Μέσα στα πλισαρίσματα των ρούχων της φώλιασαν αρχαίοι μύθοι και όλοι οι τόνοι του σκληρού τοπίου της Κρήτης, και βγήκαν να διασκεδάσουν σε λονδρέζικα κλαμπ και κομψά σουαρέ, μιλώντας για μια σύγχρονη ελληνικότητα.
Ο όρος «Grecian chic» τής αποδόθηκε χωρίς να τον έχει συνειδητά επιδιώξει, και οι αρχαιοελληνικές θεές αναδύθηκαν ως τάση χάρη σε εκείνην. Μεταξωτά κρεπ, τούλι, γάζες, ζέρσεϊ και μαλακά δέρματα υπήρξαν τα υφάδια της έμπνευσής της.
Κάθε της στιγμή στη μόδα υπήρξε κυριολεκτικά χειροποίητη και καθρέφτιζε την πίστη της στην ανθρώπινη κλίμακα. Συνδεδεμένο με μνήμες, προσωπική ταυτότητα και αληθινές ανάγκες, το ενδυματολογικό σύμπαν της Σοφίας δεν ακολουθούσε τις τάσεις, τις διαμόρφωνε.
Το Λονδίνο τη βρίσκει αφοπλιστική
Μόλις έναν χρόνο μετά την αποφοίτησή της από το Central Saint Martins ως εκλεκτής μαθήτριας της θρυλικής Louise Wilson, η Σοφία Κοκοσαλάκη παρουσιάζει το πρώτο της σόου στο Λονδίνο, μια δουλειά χειροποίητη σε όλα τα επίπεδα, από το ράψιμο των ρούχων μέχρι το art direction και την παραγωγή. Πλάι της, η ελληνική «οικογένεια» των κολλητών της – Bill Georgoussis, Πέτρος Πετρόχειλος, Γιώργος Βαμβακίδης, Πάνος Γιαπάνης, Βένυα Πολυχρονάκη, creatives και dreamers όλοι τους, που λάτρευαν τη βελγική σχολή μόδας, την ενέργεια του Λονδίνου, το clubbing και τα avant-garde περιοδικά όπως το «The Face» και το «Self Service».

Μια χούφτα άνθρωποι βρέθηκαν σε εκείνη την επίδειξη του 1999. Κανείς δεν ανακάλυψε τη Σοφία, δεν έγινε ξαφνικά περιζήτητη. Αρχίζει, όμως, να συζητιέται από τους ανθρώπους του κλάδου και τους σχεδιαστές της γενιάς της.
Το 2000 μπαίνει στο επίσημο πρόγραμμα της Εβδομάδας Μόδας του Λονδίνου, και την επόμενη χρονιά διαδέχεται τον Raf Simons και τη Véronique Branquinho ως σχεδιάστρια στον μιλανέζικο οίκο δερμάτινων ειδών Ruffo Research – σε έξι συλλογές μαζί τους πιάνει στα χέρια της εξαιρετικά δέρματα, εφαρμόζοντας πάνω τους περίτεχνες τσακίσεις και ελιγμούς που την κατοχυρώνουν ως μια αντισυμβατική τεχνίτρια των υλικών.
Το 2002, ο σταρ (ήδη τότε στον Givenchy) Alexander McQueen και φίλος της Σοφίας στριμώχνεται μέσα στο πλήθος για να μπει στο ντεφιλέ της, απόδειξη, όπως έγραφε η Sarah Mower, «της απήχησης αυτού του ανεξάρτητου κοριτσιού από την Ελλάδα που έχτιζε ένα νέο κύμα γυναικείας ματιάς στη μόδα». «Παρακολουθώντας ως μαθητής τι κατάφερε η Σοφία, ήταν σαν παραισθησιογόνο για μένα», προσθέτει ο Kim Jones.
Τη φέρνω στη μνήμη μου από τις πρώτες εκείνες επιδείξεις της ετικέτας της, ντροπαλή, σχεδόν αγοραφοβική, να κρύβεται στις σκιές. Όσοι βρίσκονταν κοντά της γνώριζαν, όμως, πως το διστακτικό της χαμόγελο πήγαινε μαζί με ένα σαρκαστικό χιούμορ, και η ευαίσθητη φύση της με μια λεβεντιά και οξυδέρκεια που άνοιγε δρόμους.

H φρέσκια της ματιά πάνω στην κλασική σιλουέτα, ο υπαινικτικός της αισθησιασμός, οι χειροποίητες λεπτομέρειες στα ρούχα της και η τεχνική της δεξιότητα με τα ντραπέ και το δέρμα την κάνουν να ξεχωρίζει ανάμεσα στους εκπροσώπους ενός νέου κύματος στη μόδα των ’00s.
Μέσα στα 20 περίπου χρόνια καριέρας της συνωστίζονται βραβεύσεις και προκλήσεις που όμοιές τους δεν έχει δεχθεί άλλος σύγχρονος Έλληνας σχεδιαστής μόδας.
Στην πρώιμη δουλειά της είναι πρόδηλες οι επιρροές των αγαπημένων της σχεδιαστών, του Helmut Lang και του Nicolas Ghesquière, που τότε σχεδίαζε για τον Balenciaga, της Rei Kawakubo και της Ann Demeulemeester. Καθώς πειραματίζεται με το ύφος και τα υλικά, αρχίζει να διαφαίνεται το προσωπικό της ιδίωμα. Χωρίς φολκλόρ παραστρατήματα, η Σοφία χτίζει πάνω στην κληρονομιά της ένα cool σύγχρονο στυλ, με αναφορές στην ελληνική ιστορία, τη λαϊκή παράδοση και τον μινωικό πολιτισμό.
Οι ιδέες της δεν γεννιούνταν από συγκεκριμένους τόπους ή ανθρώπους, όπως τα δημοσιογραφικά αφηγήματα άφησαν να εννοηθεί. Ήταν τα βιβλία που την ενέπνεαν – κατάλογοι μουσείων, λευκώματα με κεραμικά και σύγχρονη τέχνη, η street κουλτούρα του Λονδίνου και, πάντα, η μουσική. Ο Bobby Gillespie των Primal Scream έντυσε μουσικά τις επιδείξεις της για πέντε συνεχόμενες σεζόν, ο ηλεκτρονικός chill out ήχος του Moby και η ρομποτική ποπ των Kraftwerk τη συνάρπαζαν όσο και η post punk μελαγχολία των Joy Division. «Υπήρξα goth, raver, ακόμα και ροκού για λίγο… Άλλαζα συνέχεια τα μαλλιά μου, πέρασα και από το heavy metal», έλεγε το 2004 σε μια συνέντευξη για το περιοδικό «Index». Εκεί αποκαλύπτει πως ήθελε να γίνει δημοσιογράφος ή ακαδημαϊκός στα 18 της, ώσπου άρχισε να την ελκύει το σχέδιο μόδας.
Στη μέθη της παγκοσμιοποίησης των αρχών του 2000, τότε που το high fashion και το διαδίκτυο έκαναν τα πρώτα τους βήματα και όλα φαίνονταν εφικτά, η Σοφία Κοκοσαλάκη μετακινείται στο Παρίσι.




Το 2004 δείχνει εκεί την πιο εκλεπτυσμένη της συλλογή με ντραπέ, γλυπτικά φορέματα, που συνοψίζουν και την παρακαταθήκη της στη μόδα. Τα συνδυάζει με opaque καλσόν, στενά τζάκετ και μπότες-στιβάλια, φέρνοντας έναν δικής της γραφής κοριτσίστικο δυναμισμό στην πασαρέλα. Οι αναλυτές διακρίνουν στη δουλειά της μια αφομοιωμένη γνώση για τον ελληνικό κλασικισμό και την παράδοση του τόπου της, κι εκείνη τους επιβεβαιώνει την επόμενη χρονιά, δείχνοντας μπρονζέ και χρυσά micro-dresses, φανταχτερά αλλά nonchalant, με σπορτίβ φουσκωτά τζάκετ.
Κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου τής δίνει την ευκαιρία να συνυφάνει το όραμά της με την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, αναλαμβάνοντας την ενδυματολογική επιμέλεια στις τελετές έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας.

Στη διαδρομή της Σοφίας ξεχωρίζει κι ένα πέρασμα δύο χρόνων από τον παρισινό οίκο Vionnet (2006-2007), όπου αναπτύσσει το λεξιλόγιο της κοσμοπολίτικης ελληνικότητάς της. Λίγο αργότερα βρίσκεται επικεφαλής σχεδιασμού στη σειρά Black Gold της Diesel (2009-2011), ενώ μέσα από μια σειρά συνεργασιών της –Topshop, Asos, Linda Farrow, κοστούμια για την «Αντιγόνη» της Ειρήνης Παππά στις Συρακούσες– εξελίσσει τη γειωμένη της θηλυκότητα, διόλου γλυκερή, μα ούτε κυριαρχική.
Το 2012 λανσάρει μια σειρά νυφικών με πτυχωμένα υφάσματα δελφικής χάρης για το net-a-porter.com, τα οποία συνεχίζει να σχεδιάζει και για τις επόμενες σεζόν.
Όταν η μόδα έπαψε για εκείνη να είναι το πάθος μιας παρέας, η Σοφία Κοκοσαλάκη αφοσιώθηκε στο κόσμημα, έναν νέο έρωτα που τον μοιράστηκε με τον οίκο Ilias Lalaounis. Τους συνέδεε η αγάπη για τη μινωική Κρήτη, την Αργοναυτική Εκστρατεία και τους μυθικούς θησαυρούς της Τροίας, αλλά και το χάρισμα να ταξιδεύουν το νήμα της ελληνικής κληρονομιάς στον κόσμο.
«Δύο ελληνικοί θρύλοι συναντιούνται» έγραψε η «Vogue» τον Ιανουάριο του 2010 για την πρώτη επίσημη συνεργασία των δύο brands στο Παρίσι, στη συλλογή που έδειξε η Κοκοσαλάκη για την άνοιξη/καλοκαίρι 2010. Τα κοσμήματα διατίθενται τότε στο πολυκατάστημα Matches και προκαλούν αίσθηση. «Μισώ τις κλισέ ιδέες και τον σχεδιασμό χωρίς ποιότητα και δεξιοτεχνία. Προτιμώ μια προσέγγιση που να είναι πρόταση», δήλωσε στην τελευταία της, αν δεν κάνω λάθος, συνέντευξη τον Αύγουστο του 2019 για περιοδικό niche ξενοδοχείου στη Μύκονο.

Η κληρονομιά από τα Ρούστικα
Την επομένη των εγκαινίων της έκθεσης, μια καλοκαιρινή μέρα του Μάη, ανηφορίσαμε προς τα Ρούστικα, το κεφαλοχώρι στα ορεινά του Ρεθύμνου απ’ όπου κατάγεται η μητέρα της Κοκοσαλάκη, η Στέλλα.
Όλη της η οικογένεια επί ποδός μάς περίμενε εδώ με γαμοπίλαφο και τσικουδιά σε ένα συναπάντημα που κινδύνευε να βυθιστεί σε μια βαρύθυμη νοσταλγία. Ευτυχώς, η ένταση του τόπου αλλά και οι άνθρωποι της Σοφίας το μετέτρεψαν σε μια γιορτή συναισθημάτων.
Καλεσμένοι λίγοι δημοσιογράφοι και μια μικρή παρέα καλλιτεχνών που συμμετέχουν στην έκθεση «Είσαι ό,τι φοράς». Οικοδεσπότες, οι επιμελητές –Μαρία Μαραγκού, Μαρία Παναγίδου και Σταύρος Καβαλλάρης–, μαζί με τοπικούς άρχοντες και ανθρώπους του χωριού που καθένας τους διεκδικούσε μια θέση στη ζωή του χρυσού κοριτσιού που «μίλησε» για τον τόπο τους.


«Βρίσκω ότι καμία άλλη χώρα δεν μπορεί να ξεπεράσει το ελληνικό καλοκαίρι. Δεν είναι μόνο το προφανές τρίπτυχο, ήλιος - θάλασσα - διασκέδαση. Σε κάθε ελληνική γωνιά υπάρχει πάντα μια μικρή σπάνια εκκλησία για να ανακαλύψεις ή ένας αρχαιολογικός χώρος και ένα μουσείο να επισκεφθείς ή τοπικά έργα τέχνης που κάνουν την εμπειρία πιο ολοκληρωμένη».
Αυτά τα λόγια της Σοφίας θα μπορούσαν να αναφέρονται στα Ρούστικα, στις «ρίζες» της, εδώ που πέρασε τόσα καλοκαίρια της ζωής της. Παντού γύρω μου διακρίνω ίχνη από το γόνιμο μείγμα του σχεδιαστικού κόσμου της Σοφίας: ο ναός της Παναγιάς, με τις ολοζώντανες τοιχογραφίες του 1391, στέκεται σ’ ένα πλάτωμα, σχεδόν μεσοτοιχία με το σπίτι της οικογένειας Κοκοσαλάκη. Στην άλλη άκρη του χωριού, στην κορφή του λόφου Άμπελου, το Οικουμενικό Πατριαρχείο καμαρώνει τον Προφήτη Ηλία του, μια ιστορική μονή χτισμένη στην Ενετοκρατία. Μέσα στα στενά του χωριού, βενετσιάνικα θυρώματα και σκιερές καμάρες, ένα παραδοσιακό ελαιοτριβείο και το εγκαταλελειμμένο μετόχι του τοπικού Αγά επί τουρκοκρατίας φτιάχνουν το σκηνικό όπου το 2016 η Σοφία Κοκοσαλάκη φωτογράφισε μια συλλογή νυφικών της. Στον ίδιο τόπο, το σπίτι της Λούλας και του Μανόλη Αναγνωστάκη και ένα ιδιωτικό μουσείο Ελληνικών Παραδοσιακών Φορεσιών.


Τα κολάζ από δέρμα και οι αραχνοΰφαντες ενώσεις ανάμεσα σε κομμάτια υφάσματος έχουν ξεκάθαρα ξεκινήσει από εδώ. Τα «αποτυπώματα» της βυζαντινής εικονογραφίας και τα λαϊκά κεντήματα πάνω στα ρούχα της, επίσης. Και φυσικά το μαύρο χρώμα. «[Οι άντρες] φορούν χαλαρά παντελόνια, ίσιες μπότες και ένα μαντίλι με φούντες – όλα σε μαύρο χρώμα. Πιστεύω ότι είναι καταπληκτικό και κάπως σέξι. Πόσο συχνά μπορείς να πεις κάτι τέτοιο για μια παραδοσιακή φορεσιά;», έλεγε συχνά γελώντας η Σοφία.
Με αυτό το γέλιο και μια εσωτερική ένταση πορεύτηκε η Σοφία Κοκοσαλάκη. Χωρίς logos, εντυπωσιασμούς και εύκολο marketing. Κάθε της στιγμή στη μόδα υπήρξε κυριολεκτικά χειροποίητη και καθρέφτιζε την πίστη της στην ανθρώπινη κλίμακα. Συνδεδεμένο με μνήμες, προσωπική ταυτότητα και αληθινές ανάγκες, το ενδυματολογικό σύμπαν της Σοφίας δεν ακολουθούσε τις τάσεις, τις διαμόρφωνε. Ξόρκιζε το κοινότοπο και το συμβατικό μέσα από μια ιδιοφυή απλότητα. Κι άφησε μια διαχρονική κληρονομιά και ένα coolness που αξίζει να γιορτάζεται.
Η έκθεση «Είσαι ό,τι φοράς/ What you wear is what you are», με ειδικό αφιέρωμα στη Σοφία Κοκοσαλάκη, θα παρουσιαστεί από 17 Μαΐου έως και 31 Οκτωβρίου 2025, στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης στο Ρέθυμνο.
Υπό την αιγίδα και τη στήριξη του υπουργείου Τουρισμού, με την υποστήριξη του Οργανισμού Πολιτισμού και Ανάπτυξης ΝΕΟΝ. Με τη συμμετοχή 29 Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών και σχεδιαστών: Ελεωνόρα Αντωνιάδου, Δημήτρης Αντωνίτσης, Ευγενία Αποστόλου, Vanessa Beecroft, BlindAdam, Αντώνης Βολανάκης, Hussein Chalayan, Δημήτρης Δάβης, Χρήστος Δεληδήμος, Σταμάτης Ζάννος, Bill Georgoussis, Rene Habermacher, Rebecca Horn, Travis Hutchison, Ανέστης Ιωάννου, Λευτέρης Κανακάκις, Kanarek Yael, Kapurani Bros, Σοφία Κοκοσαλάκη, Έλλη Κομνηνού-Νενεδάκη, Σοφία Κοσμάογλου, Γιάννης Μπουρνιάς, Αλίκη Παλάσκα, Άγγελος Παπαδημητρίου, Μαρία Παπαδημητρίου, Χριστιάνα Σούλου, Έφη Σπύρου, Versaweiss, Νίκος Χαραλαμπίδης