Στο φινάλε μιας σεζόν με τα περισσότερα ντεμπούτα σχεδιαστών στην ιστορία της μόδας, εκ των οποίων μόνο οι δύο ήταν γυναίκες, η τοποθέτηση της Grace Wales Bonner στην καλλιτεχνική διεύθυνση της αντρικής ένδυσης της Hermès μάς ανακουφίζει και μας ενθουσιάζει για πολλούς λόγους.
Η είδηση αυτή καθαυτή θέτει ένα –αμήχανο για την εποχή μας– ορόσημο, μια που πρόκειται για την πρώτη Μαύρη γυναίκα που ηγείται ενός κορυφαίου, ιστορικού οίκου μόδας. Πριν από μερικά χρόνια, φήμες την ήθελαν υποψήφια διάδοχο του Virgil Abloh στη Louis Vuitton, τότε, όμως, η 35χρονη έφτασε μόνο μέχρι μια συνέντευξη με τον οίκο. Η Bonner ανήκει σε μια γενικά Μαύρων σχεδιαστριών που, ενώ διαθέτουν τα προσόντα, παραγνωρίζονται συστηματικά από τους ομίλους μόδας. Αντίστοιχες περιπτώσεις είναι η Martine Rose, που διεκδίκησε για λίγο το σχεδιαστικό τιμόνι του Balenciaga (προτού το αναλάβει ο Piccioli) και η, επίσης τζαμαϊκανής καταγωγής Bianca Saunders, που πριν από πέντε χρόνια δήλωνε στο «GQ» ότι ονειρευόταν μια θέση στην Hermès, «μια επωνυμία με βαριά παράδοση στα crafts, που βασίζεται στο προϊόν της». Το ίδιο όνειρο είχε μοιραστεί και η Grace στο περιοδικό «System» το 2019.
Πέρα από τη σχεδιαστική της δεινότητα, η βιομηχανία αναγνώρισε στην Grace Wales Bonner και ένα αλάνθαστο εμπορικό ένστικτο, αφού στην πολύχρονη συνεργασία της με την Adidas αποδίδεται η μυθοποίηση του μοντέλου Samba, που άνοιξε τον δρόμο στην τρέχουσα τάση των low-profile sneakers.
Να που το όνειρο εκπληρώθηκε και η Grace, μια ταλαντούχα σχεδιάστρια με αφρο-ατλαντική κουλτούρα, που έχτισε την προσωπική της ετικέτα πάνω στην πολιτισμική έρευνα και στις χειρωνακτικές τέχνες της Μαύρης Διασποράς, βρέθηκε στην επιτομή του γαλλικού luxury! Στα δέκα χρόνια του προσωπικού της brand, η Bonner δημιούργησε μια πολύ χαρακτηριστική αύρα γύρω από τη δουλειά της, την οποία η ίδια χαρακτήρισε πέρσι στους «Financial Times» ως «διαχρονική». «Δεν σχεδιάζω με πρόθεση νοσταλγική. Αισθάνομαι περισσότερο σαν ένα όχημα που ανακαλύπτει συνδέσεις ανάμεσα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές».
Γεννήθηκε στο Λονδίνο από Τζαμαϊκανό πατέρα και Αγγλίδα μητέρα, αποφοίτησε από το Central Saint Martins το 2014 και τον ίδιο χρόνο σύστησε τη δική της ετικέτα με ειδίκευση στο αντρικό ρούχο. Έκτοτε, σχεδόν κάθε χρονιά αποσπούσε και από ένα βραβείο ως ανερχόμενο ταλέντο με μια διαπολιτισμική, λόγια προσέγγιση στη μόδα, που συγχώνευε την κουλτούρα της με άψογη ραπτική και μια βαθιά αφοσίωση στις τέχνες και στην Ιστορία.
Πέρα από τη σχεδιαστική της δεινότητα, η βιομηχανία τής αναγνώρισε και ένα αλάνθαστο εμπορικό ένστικτο, αφού στην πολύχρονη συνεργασία της με την Adidas αποδίδεται η μυθοποίηση του μοντέλου Samba, που άνοιξε τον δρόμο στην τρέχουσα τάση των low-profile sneakers.
Υπάρχει μια φυσική συνέργεια μεταξύ της Wales Bonner και της Hermès: η έμφαση στο τρίπτυχο «ποιότητα - κομψότητα - τεχνική δεξιότητα», σε συνδυασμό με ήθος και χαμηλών τόνων παρουσία. H Bonner αποδέχεται την πολυτέλεια, την εξανθρωπίζει, όμως, με πολιτιστική συνάφεια, έτσι ώστε τα ρούχα της «μιλούν» πέρα από τα φώτα της πασαρέλας. Η πρώτη της συλλογή αντρικών για την Hermès αναμένεται τον Ιανουάριο του 2027 – ένα νέο κεφάλαιο για εκείνην και μια από καιρό οφειλόμενη ευθυγράμμιση της πολυτέλειας με το πνεύμα των καιρών μας.
Σε αντίστροφη πορεία, ο Kim Jones, Άγγλος σχεδιαστής με εικοσαετή καριέρα στο high fashion, επιστρέφει στο προσκήνιο… εξ Ανατολών: την προηγούμενη εβδομάδα ανακοινώθηκε ως καλλιτεχνικός διευθυντής της Areal, μάρκας που ανήκει στον κινεζικό κολοσσό του outerwear, Bosideng.
Ο σχεδιαστής κατείχε επί χρόνια ζηλευτές θέσεις στο Λονδίνο, στο Παρίσι και στη Ρώμη στον τομέα του menswear, όπου διακρίθηκε για μια σοφιστικέ αισθητική βασισμένη στην τεχνική, η οποία φέρνει την ενέργεια του streetwear στις λουσάτες πασαρέλες. Με αφετηρία τη βρετανική Dunhill, ο Jones βρέθηκε για επτά χρόνια επικεφαλής των αντρικών της Louis Vuitton (όπου πήρε την πρωτοβουλία της σούπερ επιτυχημένης συνεργασίας με τη Supreme) και, πιο πρόσφατα, φορούσε διπλό καπέλο στην LVMH ως επικεφαλής της αντρικής σειράς για τον Dior και καλλιτεχνικός διευθυντής όλων των σειρών της Fendi. Πέρσι παραιτήθηκε και από τα δύο τελευταία του πόστα, ενώ οργίαζαν οι φήμες ότι ο Jonathan Anderson θα έπαιρνε και τη δική του θέση και της Chiuri.
Η μετακίνησή του στην Bosideng, έναν κινεζικό όμιλο ρούχων υψηλής τεχνολογίας και λειτουργικότητας, σηματοδοτεί το πέρασμά του από τα παραδοσιακά ευρωπαϊκά brands πολυτέλειας στη δυναμική αγορά της Ασίας. Δεν είναι η πρώτη του εμφάνιση σε αυτό το τερέν. Με τη δεκαμελή ομάδα του, το Kim Jones Studio, λάνσαρε τον Ιούνιο τα Aman Essentials, την πρώτη του συλλογή προϊόντων για τα Aman Resorts, ενώ συνεχίζει να συνεργάζεται με τη luxe εταιρεία κατασκευής ηλεκτρικών οχημάτων Avatr με στόχο τη δημιουργία ενός περιορισμένου μοντέλου.
«Για μένα, η Ασία είναι το μέλλον», δήλωσε. «Ως σχεδιαστής σύγχρονης πολυτέλειας, αντιλαμβάνεσαι γρήγορα πόσο η παράδοση του χειροποίητου σχεδιασμού και η δυναμική των αριθμών της Ασίας μπορεί να επηρεάσει τη μόδα του 21ου αιώνα», είπε αιτιολογώντας την απόφασή του. Άλλωστε, πρόσθεσε «το ακριβό σχετίζεται πλέον με την πολυτέλεια του χειροποίητου. Στην couture, οι πελάτες αγοράζουν κάτι μοναδικό που κρατά μια ζωή. Στο κυνήγι της ανάπτυξης, όμως, η αφοσίωση στην τεχνική μαεστρία χάθηκε, μαζί με την αληθινή έννοια της πολυτέλειας», κατέληξε.
Για τον Jones είχε φτάσει η στιγμή για κάτι «ανεξάρτητο». Στην κατηγορία των ανεξάρτητων ο ίδιος περιλαμβάνει και τους οίκους Chanel, Hermès και Prada, που δεν ανήκουν σε ομίλους, κι έχουν την ελευθερία να ορίζουν την πορεία τους. Στην πλειοψηφία τους, όμως, στη Δύση, οι εταιρείες πολυτελείας δύσκολα αλλάζουν πορεία. «Μοιάζουν με μεγάλα, νοσταλγικά καράβια. Ενώ στην Κίνα χτίζεις ένα νέο καράβι από το μηδέν», είπε αναφερόμενος στην Bosideng, έναν κολοσσό της λιανικής με 11.000 καταστήματα, τον τρίτο σε μέγεθος της Ασίας, που διοικείται από μια οικογένεια.
Γνωστή διεθνώς για τα υψηλής τεχνολογίας αντιανεμικά, αδιάβροχα και πουπουλένια τζάκετ της, η Bosideng δημιούργησε την Areal ως μια premium σειρά πόλης που θα προσεγγίσει τα down jacket ως σύγχρονο στοιχείο ενός επαγγελματικού look. Ρόλος του Jones θα είναι να αναβαθμίσει –με τη φήμη και τον καλλιτεχνικό του σχεδιασμό– την κορυφαία τεχνολογία του νέου brand, εκτοξεύοντάς το στη διεθνή πλατφόρμα του πολυτελούς outerwear.
Η πρώτη του συλλογή σχεδιάζεται γύρω από καθαρές, γλυπτικές γραμμές, αντλώντας χρώματα και υφές από τα φυσικά τοπία και τη μητροπολιτική ενέργεια της Κίνας. «Είναι μια δουλειά μερικής απασχόλησης που μετά από χρόνια στα ατελιέ με απελευθερώνει. Στην Ευρώπη, πολλοί αισθάνονται ότι φτωχαίνουν. Ακόμα επιθυμούν να ανήκουν (στον κόσμο της μόδας), αλλά οι περισσότεροι στην πραγματικότητα δεν το αντέχουν οικονομικά. Είναι σημαντικό να σκεφτόμαστε (οι σχεδιαστές μόδας) ότι χτίζουμε σχέσεις με ένα κοινό που ξεκινά να καταναλώνει σε πολύ νεαρή ηλικία», κατέληξε. Με το μέσο κόστος ενός παλτού Bosideng στα 300-600 ευρώ ίσως και να υπάρχει ελπίδα να δημιουργηθεί ένα νέο κοινό που αντιλαμβάνεται την πολυτέλεια με την έννοια της υψηλής απόδοσης και διάρκειας.