«ΣΤΗ ΧΕΙΡΟΤΕΡΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ, θα με ξαναβάλουν φυλακή», υποστηρίζει από τις Κάννες ο Ιρανός σκηνοθέτης, αποδεχόμενος τις επιπτώσεις της κινηματογραφικής του αντίστασης με γλυκόπικρο μειδίαμα, σε ένα αναπόφευκτο continuum καλλιτεχνικής αποφασιστικότητας και ανθρώπινης μοιρολατρίας. Πρακτικά, τοποθετείται κάπου ανάμεσα στον Μοχάμεντ Ρασούλοφ, που δεν άντεξε, και σίγουρα δεν τον άντεξαν, και «λιποτάκτησε» στη Γερμανία για να επιβιώσει και να δημιουργήσει, και τον Ασγκάρ Φαραντί, ο οποίος δείχνει να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της κυβέρνησης της Τεχεράνης, περνώντας τις κοινωνικές παθογένειες διακριτικά και πιο αφαιρετικά. Ο Παναχί αρνείται να εγκαταλείψει τα πάτρια εδάφη, όσο απορρίπτει την ιδέα να φιμωθεί ή να σταματήσει – αυτό ξέρει να κάνει και αυτά θέλει να πει, πληρώνοντας το τίμημα, περνώντας ένα υπολογίσιμο διάστημα στις φυλακές του Εβίν, παρέα με 30 διανοούμενους συγκρατούμενους και λίγες εκατοντάδες άλλους έγκλειστους, κυρίως για ποινικά αδικήματα. Εκεί εμπέδωσε το μάθημα που θα έπρεπε να διδαχθούν οι διώκτες του: όσο περιορίζεις και τιμωρείς έναν αντιφρονούντα, ουσιαστικά τον εμπνέεις με νέο υλικό για να σε καταδώσει στον υπόλοιπο κόσμο – αντί να τον στερέψεις, όπως είναι προφανώς το ζητούμενο.
Το σινεμά του Παναχί αποβλέπει σε έναν στόχο, αποφεύγοντας τα μηνύματα, μέσα από ρεαλιστικούς διαλόγους, βάζοντας τον θεατή να κρυφακούει αντιήρωες σε μια εξαιρετική περίσταση, εκτός από το περίτεχνο φινάλε, που αφήνει ανοιχτά τα ενδεχόμενα.
Το «It was just an accident» ξεκινά με ένα ατύχημα, ή μάλλον την ατυχία ενός άνδρα που οδηγεί με την οικογένειά του, μένει από βενζίνη ένα βράδυ, ζητά βοήθεια, και ένας μηχανικός τον αναγνωρίζει από το κομμένο του πόδι ως τον βασανιστή του στη φυλακή. Τον παρακολουθεί, τον χτυπά και τον κρατά αναίσθητο, όμηρο στο αυτοκίνητό του την επομένη και, οργισμένος, είναι έτοιμος να τον θάψει ζωντανό για αντίποινα, αλλά την τελευταία στιγμή, μετά από ικεσίες και μια αρκετά πειστική δικαιολογία, αποκτά αμφιβολίες, και τον περιφέρει σε πρώην συγκρατούμενους, ελεύθερους πια, για να σιγουρευτεί πως πρόκειται για τον σωστό θύτη και όχι για λάθος (σημείωση: όλοι βασανίζονταν με δεμένα τα μάτια, και ένα από τα θύματα αναγκαζόταν να ψηλαφίζει τις ουλές του, έχοντας έτσι σχετικό πλεονέκτημα στην τελική απόφαση).
Πολύ έξυπνα, ο κλήρος πέφτει στους ανθρώπους που υπέφεραν, οι οποίοι, πρωτότυπα, δεν είναι οι τυπικοί διανοούμενοι που περιμένουμε αλλά άνθρωποι του μόχθου, αντιφρονούντες από όλα τα στρώματα της κοινωνίας, δεμένοι από την τραυματική εμπειρία του εγκλεισμού. Πλέον, καλούνται να ζήσουν με τη συνείδησή τους, να συγχωρήσουν ή να εκδικηθούν, προσπερνώντας ή υπακούοντας στο αρχικό αντιγύρισμα της βίας στη βία. Αντάρτικο και απλό όπως πάντα, το σινεμά του Παναχί αποβλέπει σε έναν στόχο, αποφεύγοντας τα μηνύματα, μέσα από ρεαλιστικούς διαλόγους, βάζοντας τον θεατή να κρυφακούει αντιήρωες σε μια εξαιρετική περίσταση, εκτός από το περίτεχνο φινάλε, που αφήνει ανοιχτά τα ενδεχόμενα.
Με το θέμα, τον χειρισμό αλλά και τη μοναδική περίπτωση του Παναχί, το «Απλά ένα ατύχημα» βάζει πλώρη για βραβείο σε ένα φεστιβάλ που θέλει να σέβεται τον πολιτικό εαυτό του, και, γιατί όχι, προβάλλει ως φαβορί για τον Χρυσό Φοίνικα, που πέρυσι δεν απέσπασε ο Ρασούλοφ.
It Was Just an Accident