Γεννήθηκε χωρίς χέρια και πόδια και, με ύψος μόλις 93 εκατοστά, παρουσιαζόταν ως ενήλικη γυναίκα σε περιοδεύοντα θεάματα σε πανηγύρια. Με την ονομασία «Το χωρίς άκρα θαύμα», η Σάρα Μπίφεν ζωγράφιζε, έγραφε και έραβε με το στόμα και τον ώμο της «αξιοπερίεργα» θέματα που ο κόσμος πλήρωνε για να δει.
Ξεπέρασε τις αντιξοότητες, κερδίζοντας αναγνώριση για το εξαιρετικό ταλέντο της ως ζωγράφου σε μια εποχή που η τέχνη των γυναικών και των ατόμων με αναπηρία αγνοούνταν γενικά.
Γεννήθηκε το 1784 σε μια οικογένεια αγροτών στο Ιστ Κουάντοξχεντ του Σόμερσετ, χωρίς χέρια και με υπανάπτυκτα πόδια, αποτέλεσμα της συγγενούς πάθησης της φωκομέλειας (δυσμελία). Έμαθε να διαβάζει και αργότερα κατάφερε να γράφει χρησιμοποιώντας το στόμα της.
Η Μπίφεν υπέγραφε τα έργα της ως «χωρίς χέρια» και η υπογραφή αυτή δείχνει το σθένος και την αποφασιστικότητά της. Ήταν μια γυναίκα της εργατικής τάξης που έδωσε μάχη για να ξεπεράσει εμπόδια και προκαταλήψεις.
Όταν ήταν περίπου 13 ετών, η οικογένειά της την εμπιστεύτηκε σε έναν άνδρα ονόματι Ιμάνουελ Ντιουκς, ο οποίος την εξέθετε σε πανηγύρια και γιορτές σε όλη την Αγγλία, κάτι πολύ δημοφιλές σε μια εποχή που οι άνθρωποι με δυσπλασίες ή αναπηρίες εμφανίζονταν σε τσίρκα και πανηγύρια ως αξιοθέατα.
Κάποια στιγμή έμαθε να ζωγραφίζει κρατώντας το πινέλο με το στόμα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, διοργάνωνε εκθέσεις, πουλούσε τους πίνακές της και έκοβε εισιτήριο για να τη βλέπουν οι άλλοι να ράβει, να ζωγραφίζει και να σχεδιάζει. Οι μινιατούρες της πωλούνταν τρεις γκινέες η καθεμία, ωστόσο λάμβανε μόνο 5 λίρες τον χρόνο, ένα ποσό μικρό, που τη βοηθούσε να συντηρεί τη φτωχή οικογένειά της.
Στο πανηγύρι του Αγίου Βαρθολομαίου το 1808 τράβηξε την προσοχή του Τζορτζ Ντάγκλας, κόμη του Μόρτον, ο οποίος τη χρηματοδότησε για να παρακολουθήσει μαθήματα από τον ζωγράφο της Βασιλικής Ακαδημίας Τεχνών, Γουίλιαμ Κρεγκ. Η Society of Arts τής απένειμε μετάλλιο το 1821 για μια ιστορική μινιατούρα και η Βασιλική Ακαδημία αποδέχτηκε τους πίνακές της. Η βασιλική οικογένεια της ανέθεσε να ζωγραφίσει μικρογραφίες πορτρέτων τους, με αποτέλεσμα να γίνει πολύ δημοφιλής και να στήσει ένα στούντιο στην Bond Street του Λονδίνου. Η φήμη της ήταν τέτοια που ο Κάρολος Ντίκενς αναφέρθηκε σε αυτήν σε πολλά μυθιστορήματα, μεταξύ των οποίων και το «Old Curiosity Shop», στο οποίο έγραψε για «τη μικρή κυρία χωρίς πόδια ή χέρια».
Όταν πέθανε ο προστάτης της, η Μπίφεν αντιμετώπισε πολλά οικονομικά προβλήματα που την ακολούθησαν μέχρι το τέλος της ζωής της, παρά το γεγονός ότι η βασίλισσα Βικτόρια τής χορήγησε σύνταξη.
Η ίδια υπέγραφε τα έργα της ως «χωρίς χέρια» και η υπογραφή αυτή δείχνει το σθένος και την αποφασιστικότητά της. Ήταν μια γυναίκα της εργατικής τάξης που έδωσε μάχη για να ξεπεράσει εμπόδια και προκαταλήψεις τα οποία άφηναν τους ανάπηρους καθηλωμένους στα σπίτια τους, σε άθλιες συνθήκες, χωρίς να τους αναγνωρίζεται κανένα δικαίωμα.
Η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για την Μπίφεν τα τελευταία χρόνια αντικατοπτρίζεται στην αύξηση των τιμών των έργων της. Το 2019, μία από τις μινιατούρες αυτοπροσωπογραφίας της πωλήθηκε για 137.500 λίρες, ένα αξιοσημείωτο ποσό για μια ελάχιστα γνωστή καλλιτέχνιδα.
Στις περισσότερες αυτοπροσωπογραφίες της απεικονίζεται με ένα πινέλο ραμμένο στο μανίκι του φορέματός της, το οποίο χειριζόταν και με τον ώμο και με το στόμα.
Οι χειρόγραφες επιστολές της αποκαλύπτουν μια γυναίκα που είχε χιούμορ, όχι πικρία, μια καλλιτέχνιδα που αντιλαμβανόταν την τέχνη με εξαιρετική λεπτότητα και ρεαλισμό.