Κιτς ή μπανάλ πατριωτισμός;

Κιτς ή μπανάλ πατριωτισμός; Facebook Twitter
Το ενδιαφέρον για την ενδυμασία της κ. Αγγελοπούλου, με τα καυστικά ή επαινετικά σχόλια που κέντρισε, ανέδειξε έμμεσα ένα κρίσιμο θέμα. Φωτο: ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΡΟΣ
0


ΤΑ ΔΙΑΚΟΣΙΑ ΧΡΟΝΙΑ
από την Επανάσταση του 1821 έφεραν στο προσκήνιο μια αναμενόμενη συζήτηση γύρω από το πώς θα πρέπει να γιορταστεί η σημαντική επέτειος. Αν και η πανδημία περιόρισε σε μεγάλο βαθμό, και αναγκαστικά, τόσο τις όποιες διαφωνίες όσο και τις ίδιες τις εκδηλώσεις που θα αφιερώνονταν στον σχετικό εορτασμό, οι αντιπαραθέσεις για το ποιο είναι το νόημα του, όπως και για το πώς θα «ενδυθεί» αυτό, δεν λείπουν από τον δημόσιο διάλογο.

Τελευταία περίπτωση της σχετικής, διαδικτυακής κυρίως, μουρμούρας, η εμφάνιση της «υπεύθυνης» του σχετικού εορτασμού Γιάννας Αγγελοπούλου στη Μάνη με την κατά πολλούς άστοχη και κιτς, για λιγότερους εύστοχη και κομψή επιλογή της σε ρούχα που επιδεικνύουν πάνω της, μαζί με μοντέρνα στυλιστικά στοιχεία, σύμβολα της ελληνικής παράδοσης.

Το ενδιαφέρον για την ενδυμασία της κ. Αγγελοπούλου, με τα καυστικά ή επαινετικά σχόλια που κέντρισε, ανέδειξε έμμεσα ένα κρίσιμο θέμα που ελάχιστα έχει απασχολήσει τον βασικό προβληματισμό που έχει επικεντρωθεί κυρίως στο κατά πόσο τα διακόσια χρόνια από την Επανάσταση αποτελούν ευκαιρία για να συνειδητοποιηθούν τα μεγάλα ή μικρά βήματα προόδου που έχει σημειώσει το ελληνικό έθνος-κράτος στη σύγχρονη ιστορία του. Το ζήτημα του πώς βιώνουμε και πώς επιτελούμε σήμερα, καθημερινά ή επετειακά, τον ρόλο του Έλληνα και της Ελληνίδας ελάχιστα έχει μπει στη δημόσια συζήτηση. Το πόσο και ποιους αφορά αυτή η συλλογική ταυτότητα μένει ένα μετέωρο ερώτημα, όπως και το εάν η φουστανέλα, ο τσολιάς, η σημαία και το «ας κρατήσουν οι χοροί» του Σαββόπουλου είναι τα σύμβολα που μπορούν να ενεργοποιήσουν σήμερα την πίστη σε ένα πατριωτικό συνανοίκειν.

Κι αυτό γιατί, πέρα από τις ιμπρεσιονιστικές γνώσεις που έχει ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας για την Ελληνική Επανάσταση και τη σημασία της, ακόμη λιγότερο έχει γίνει κουβέντα για το εάν μπορούμε να βρούμε κοινές αναφορές στο απώτερο ή πρόσφατο παρελθόν που να μας δημιουργούν ένα συναίσθημα φαντασιακής κοινότητας, έναν κοινό εθνικό τόπο αναφοράς.

Είναι όμως εφικτό να σκεφτούμε και να οριοθετήσουμε την εθνική ταυτότητα έξω από έναν «μπανάλ» εθνικισμό; Μπορούμε να σκεφτούμε στιγμές εθνικού ηρωισμού και μεγαλείου χωρίς να καταφύγουμε σε μια αναπαλαίωση της παράδοσης και χωρίς να τραγουδήσουμε το «να ’τανε το ’21 χρόνια δοξασμένα»; Προφανώς και όχι.

Με άλλα λόγια, αν αναδείχτηκε κάπως το ζήτημα της «παράδοξης νεωτερικότητας» της Ελλάδας (κατά το βιβλίο του Γ. Βούλγαρη) με αφορμή τα διακόσια χρόνια ιστορίας της, δεν έχει τεθεί σχεδόν καθόλου το τι σημαίνει να αισθάνεται κανείς Έλληνας την εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης και της παγκοσμιοποίησης. Δηλαδή πόσο επίκαιρη είναι, τελικά, η εθνική μας ταυτότητα εν έτει 2021.

Η απάντηση σε αυτό, βέβαια, είναι σχετικά εύκολη αν αναγνωρίσει κανείς ότι τις τελευταίες δεκαετίες, και σίγουρα μετά το τέλος της ψυχροπολεμικής περιόδου, η εθνική αναφορά έχει γίνει αναπόδραστη, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πάντα μια άρνηση της υπερεθνικής επίδρασης που δέχονται οι σύγχρονες ατομικές και συλλογικές ταυτότητες. Την περίοδο της οικονομικής κρίσης, μάλιστα, η εθνικολαϊκιστική ιδεολογία πήρε ηγεμονική θέση στην ελληνική πολιτική και δημόσια σφαίρα, ανανεώνοντας και συνθέτοντας τις παλιές εκφάνσεις της (δεξιάς) εθνικοφροσύνης και του (αριστερού) αντιιμπεριαλισμού (το ίδιο συνέβη μετέπειτα σε αρκετές χώρες της Ευρώπης και στις ΗΠΑ).

Σήμερα, το «ηρωικό» 2015 και οι παρελάσεις στο Σύνταγμα με συνοδεία παραδοσιακών χορευτικών συγκροτημάτων ή το προσκύνημα σε κόκκινα χαλιά σε αρχαιολατρικές παραστάσεις φαντάζουν θολές στιγμές ενός ακατανόητου, αλλά κοντινού παρελθόντος. Το να μιλήσει κανείς για εθνικούς ήρωες και πατριωτισμό έγινε δύσκολη υπόθεση. Γι’ αυτό, τα ρούχα της κ. Αγγελοπούλου, όσο και αν ήταν σύμφωνα με τους κώδικες κάποιας μόδας, επαναφέρουν μια παρωχημένη αντίληψη εθνικής υπερηφάνειας και υπενθυμίζουν μάλλον τραυματικές στιγμές του σύγχρονου εθνικιστικού ανορθολογισμού, από τα θεάματα της δικτατορίας στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο μέχρι τα μιλιταριστικά «κελαηδίσματα» του Πάνου Καμμένου, που εύλογα έχουν ταξινομηθεί στην αισθητική κατηγορία του κιτς.

Είναι όμως εφικτό να σκεφτούμε και να οριοθετήσουμε την εθνική ταυτότητα έξω από έναν «μπανάλ» εθνικισμό; Μπορούμε να σκεφτούμε στιγμές εθνικού ηρωισμού και μεγαλείου χωρίς να καταφύγουμε σε μια αναπαλαίωση της παράδοσης και χωρίς να τραγουδήσουμε το «να ’τανε το ’21 χρόνια δοξασμένα»; Προφανώς και όχι. Γιατί η εθνική ταυτότητα συγκροτείται ακριβώς επάνω σε συνειδητές και ασυνείδητες κοινοτοπίες, από τους επετειακούς εορτασμούς, τις παρελάσεις, τις σημαίες που κρέμονται στα μπαλκόνια ή σε κρατικά κτίρια μέχρι τους αγώνες των εθνικών ομάδων, τις συμμετοχές στη Eurovision ή στις Μπιενάλε.

Από την Ακρόπολη και το μουσείο της και τα χρώματα του Αιγαίου μέχρι τις γειτονιές στις «τσιμεντουπόλεις», τα νυφοπάζαρα στις προβλήτες, τις λίγες εναπομείνασες ταβέρνες ή τα πολλαπλασιαζόμενα εστιατόρια εξελληνισμένης διεθνούς κουζίνας. Από τον Σεφέρη, τον Ελύτη και την Κάλλας, μέχρι τον Τσιτσάνη και τους Χατζηδάκι/Θεοδωράκη, από τον Γκάλη, τον Δήμα και τον Αντεντοκούνμπο μέχρι τον Καραγκιόζη, τον Ζαμπέτα, τον Βέγγο και τον Αρκά. Από το Μεσολόγγι και το Σούνιο, μέχρι τον Γοργοπόταμο, την Καισαριανή, την Πλάκα και τα Εξάρχεια. Από τα τρόλεϊ και τα μηχανάκια στους δρόμους, μέχρι τη φέτα, το ούζο, το σουβλάκι και, φυσικά, τον φραπέ.

Η εθνική μας ταυτότητα επιτελείται σε όλες αυτές τις επίσημες και ανεπίσημες τελετουργίες, σε όλα τα τουριστικοποιημένα ή λιγότερο εξωτικά τοπία του παρόντος και του παρελθόντος μας, σε όλα τα αναγνωρισμένα ή τετριμμένα προϊόντα υλικού πολιτισμού που περιστοιχίζουν την καθημερινότητά μας. Αν θέλαμε να γιορτάσουμε τα διακόσια χρόνια της σύγχρονης Ελλάδας συνολικά, θα έπρεπε να κάνουμε μια γενική και αδιαίρετη χαρτογράφηση του τι μας έχει κάνει μέρος της. Πώς φτιάχνουμε τα εθνικά μας στερεότυπά, πώς συγκροτούμε στοχαστικά ή αστόχαστα, με εσωστρέφεια ή εξωστρέφεια, την εθνική μας δημοφιλή κουλτούρα.

Αν θέλαμε να δούμε τον εθνικό μας εαυτό, θα έπρεπε να κοιτάξουμε όχι μόνο την αρχή αλλά και τις συνέχειες και τις ασυνέχειες μας. Ίσως τότε να προστατεύαμε το μπανάλ από το κιτς, πράγμα καθόλου ευκαταφρόνητο.

Οπτική Γωνία
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Να 'τανε το '21 να μην ερχότανε ποτέ

Στήλες / Να 'τανε το '21 να μην ερχότανε ποτέ

Ήδη ξεκίνησαν οι παρεξηγήσεις, οι αντεγκλήσεις και οι θεωρίες συνωμοσίας με αφορμή την αφίσα της Επιτροπής «Ελλάδα 2021» που κυκλοφόρησε προ ημερών και μοιάζει με συμβιβαστικό προϊόν χλιαρών συμβολισμών και εννοιακής / γραφιστικής αρπακόλλας.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Η μετα-αλήθεια του 1821

Αρχαιολογία & Ιστορία / Η μετα-αλήθεια του 1821

Σύμφωνα με τον εικονοκλάστη συγγραφέα Νίκο Δ. Πλατή η μετα-αλήθεια του 1821 δείχνει να είναι απόλυτα συνεπής με την ερμηνεία του όρου post-truth· φτάσαμε να πιστεύουμε για την Επανάσταση του '21 άλλα αντ' άλλων και αγνοούμε παντελώς την ουσιαστική, την πραγματική ιστορία του.
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ Δ. ΠΛΑΤΗ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Για τους «εμπρηστές της Πάτρας»: Ιδεολογικές καταχρήσεις μιας φωτογραφίας

Οπτική Γωνία / Για τους «εμπρηστές της Πάτρας»: Ιδεολογικές καταχρήσεις μιας φωτογραφίας

Από που προκύπτει το αναρχικό, πόσο μάλλον κάποιο «κομμουνιστικό» προφίλ των «εμπρηστών»; Από ένα σκουλαρίκι, την είδηση για το χασίς και τα τσίπουρα, τα ρούχα που είναι αυτά που συναντάς σε πλήθος εικοσάρηδων σε πλατείες και δρόμους της χώρας;
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
Υπάρχει όντως λόγος να επιστρέψει ο Τσίπρας;

Οπτική Γωνία / Υπάρχει όντως λόγος να επιστρέψει ο Τσίπρας;

Υπάρχει ανάγκη στην πολιτική ζωή για ένα νέο κόμμα; Υπάρχει κρίσιμος ζωτικός χώρος που δεν έχει εκπροσώπηση; Μπορεί να ξεπεραστούν ή, έστω, να αμβλυνθούν οι έντονα αρνητικές μνήμες από τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ; Είναι ο Αλέξης Τσίπρας το ιδανικό πρόσωπο;
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΕΛΑΚΗΣ
Σουδάν: Ο ξεχασμένος πόλεμος και τα «παιδιά-πρόσφυγες» που κατηγορούνται ως διακινητές

Οπτική Γωνία / Σουδάν: Η μεγαλύτερη τραγωδία του αιώνα δεν γίνεται ποτέ πρωτοσέλιδο

Οι νεκροί από τις συγκρούσεις, την πείνα και τις επιδημίες υπολογίζεται συνολικά περί το 1 εκατ., και περισσότεροι από τους μισούς εξ αυτών είναι παιδιά. Μια εφιαλτική κατάσταση, που έχει όμως την «ατυχία» να περνά σε δεύτερη ή και τρίτη μοίρα, καθώς ούτε τα ΜΜΕ και τους διεθνείς οργανισμούς φαίνεται να συγκινεί ιδιαίτερα ούτε εντάσσεται εύκολα σε κάποιο πολιτικό αφήγημα ώστε να εμπνεύσει μαζικά κινήματα αλληλεγγύης.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Η Εύα Ιλούζ, η Γάζα και μια εκδοτική επιλογή

Οπτική Γωνία / Η Εύα Ιλούζ, η Γάζα και μια εκδοτική επιλογή

Σκέψεις πάνω στην απόφαση του Oposito, ενός μικρού εκδοτικού οίκου που έχει δώσει ενδιαφέροντα δείγματα ανήσυχης κοινωνικής και πολιτισμικής σκέψης, για την «αποδέσμευσή» του σε σχέση με το βιβλίο της κοινωνιολόγου Eύα Ιλούζ «Ψυχρή τρυφερότητα. Η άνοδος του συναισθηματικού καπιταλισμού».
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες

Ακροβατώντας / Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες

Ένα εντυπωσιακά μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας είναι διατεθειμένο να δώσει «συγχωροχάρτι» για ένα μεγάλο οικονομικό σκάνδαλο, αρκεί οι εμπλεκόμενοι να τηρήσουν ακροδεξιά και ρατσιστική στάση στο μεταναστευτικό.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΕΛΑΚΗΣ
Πέντε ιδρύματα πρώην πρωθυπουργών και ένα ινστιτούτο. Ποιος είναι ο ρόλος τους και πώς χρηματοδοτούνται

Ρεπορτάζ / Τα ιδρύματα των πρώην πρωθυπουργών: Ποιος είναι ο ρόλος τους και πώς χρηματοδοτούνται

Τυπικά, σκοπός τους είναι η διατήρηση των αρχείων και η προβολή του έργου πρώην πρωθυπουργών. Στην πράξη, όμως, λειτουργούν και ως think tanks και πολιτικά εργαλεία επιρροής.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΙΟΥΤΗ
Αστικές Συγκοινωνίες: Mια αθόρυβη ιδιωτικοποίηση που προκαλεί κρότο

Ρεπορτάζ / Αστικές Συγκοινωνίες: Mια αθόρυβη ιδιωτικοποίηση που προκαλεί κρότο

Τα πρόσφατα ατυχήματα με αστικά λεωφορεία φέρνουν στο προσκήνιο το θέμα της εκχώρησης συγκοινωνιακού έργου στα ΚΤΕΛ και καταγγελίες για θεσμικές αστοχίες. Οι εμπλεκόμενες πλευρές μιλάνε στη LiFO.
ΝΤΙΝΑ ΚΑΡΑΤΖΙΟΥ