«Ιδού οι ονειροπόλοι»: Γράφοντας για το γκρεμισμένο αμερικανικό όνειρο

«Ιδού οι ονειροπόλοι»: Γράφοντας για το γκρεμισμένο αμερικανικό όνειρο Facebook Twitter
Περιμένω με ανυπομονησία το επόμενο βιβλίο αυτής της νεαρής Αμερικανοκαμερουνέζας, που η ίδια ζει το δικό της American dream, και δείχνει να το απολαμβάνει — το δικαιούται εκατό τοις εκατό.
0

Ήδη από το οπισθόφυλλο του βιβλίου, μαθαίνουμε πως ο Jonathan Franzen έγραψε ότι η Mbue «θα ήταν μία αξιοθαύμαστη συγγραφέας όπου και αν ζούσε, σε όποια γλώσσα και να έγραφε — είμαστε πολύ τυχεροί που η ίδια και οι ιστορίες της ανήκουν στην Αμερική». Και δεν έχει μιλήσει μόνο ο Franzen για αυτό το βιβλίο. Το αγκάλιασαν πολλοί Αμερικανοί ομότεχνοί της, και όχι βέβαια μόνο Αφροαμερικανοί, ενώ προ δύο εβδομάδων τιμήθηκε και με το Pen/Faulkner, ένα βραβείο που πολύ σπάνια δίνεται σε πρωτοεμφανιζόμενο. Ο συγγραφέας των «Διορθώσεων», της «Ελευθερίας» και της πρόσφατης «Αγνής» δεν έχει άδικο — προφανώς. Το «Ιδού οι ονειροπόλοι» είναι ένα αμερικανικό βιβλίο. Αλλά η γοητεία του είναι όλα όσα κομίζει από το Καμερούν. Από την Αφρική. Το πάντρεμα των δύο στοιχείων είναι συναρπαστικό, αν και με έναν τρόπο βαθύ, μουντό ίσως, έναν τρόπο που σχεδόν σκύβει το κεφάλι. Και που δεν φοβάται να μιλήσει ανοιχτά. Έχουμε να κάνουμε με ένα πολύ τίμιο και πολύ γενναίο μυθιστόρημα. Και απολύτως τραγικό. Όπως επίσης έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο διπόλων.

Όλα είναι διπλά εδώ. Το ζευγάρι των πρωταγωνιστών, ο Γιέντε και η Νένι, που μεταναστεύουν στις ΗΠΑ — το μεγάλο τους όνειρο, η λαχτάρα τους, γίνεται επιτέλους πραγματικότητα, αν και δεν ξέρουν σε τι συνίσταται ακριβώς αυτή η λαχτάρα, όπως και δεν ξέρουν, δεν έχουν ιδέα, τι θα συναντήσουν εκεί που θα πάνε. Το ζευγάρι των αφεντικών τους, έπειτα, ο χρηματιστής Κλαρκ και η σύζυγός του, η Σίντι, που είναι ένας άλλος Γιέντε και μία άλλη Νένι, απλώς κοιταγμένοι από άλλη σκοπιά. Πολλά δίπολα: η Αμερική και το Καμερούν, η Δύση και η Αφρική, ο πλούτος και η φτώχεια, η Wall Street και το Χάρλεμ, η άνοδος και η πτώση, το όνειρο και η κατάρρευσή του — η πίσω θέση της λιμουζίνας, του Κλαρκ, και η θέση του σοφέρ, του Γιέντε. Παντού δίπολα. Και η Mbue τούς φέρεται πάντα με τρυφερότητα, με αγάπη, με φροντίδα, αφήνοντας συχνά να μιλούν μικροί ρόλοι για το καθένα από αυτά τα δίπολα, και για την προφανή σύγκρουσή τους, με γλώσσα απλή και, όπως λέγαμε παλιά, αφτιασίδωτη, μια γλώσσα ενός χορού αρχαίας κωμωδίας ή τραγωδίας — ανάλογα με το τι διακυβεύεται κάθε φορά.

Είναι ένα μυθιστόρημα για τα όνειρα και το πάθος, για τις σχέσεις (των ζευγαριών), για τον λόγο και την επικοινωνία, για τη θέση της γυναίκας σε όλες τις κοινωνίες, για τη διαφορετικότητα και για τις τρομερές, συχνά αγεφύρωτες δυσκολίες αυτού που λέμε «πολυπολιτισμική κοινωνία».

Η πλοκή του μυθιστορήματος είναι απλή, και ευθύγραμμη: O Γιέντε και η Νένι φτάνουν στην Αμερική, συμπτωματικά ένα χρόνο πριν την κατάρρευση της Lehman Brothers, και ο Γιέντε βρίσκει δουλειά οδηγού σε ένα από τα υψηλόβαθμα στελέχη της Lehman, ενώ παράλληλα δίνει έναν τεράστιο —και μάλλον εξαρχής καταδικασμένο— αγώνα για να πάρει πράσινη κάρτα, την οποία και καταφανώς δεν δικαιούται. Η Lehman Brothers, ο γίγαντας, θα παρασύρει τα πάντα στην πτώση της και θα αλλάξει το πεπρωμένο των πρωταγωνιστών του βιβλίου — και όλου του κόσμου, εν πολλοίς. Το περιβάλλον είναι ιδιαίτερα κατάλληλο για να αναπτύξει η Mbue τον μύθο της: ύφεση, η αυγή της εποχής του Ομπάμα, ο κόσμος σε περιδίνηση. Αλλά στο μεταξύ αυτό, και μέχρι όλα να διαλυθούν και τα δίπολα να αποσυντεθούν και να διαχωριστούν, η Mbue θα έχει φτιάξει ένα γοητευτικό μικροσύμπαν που θα μυρίζει καμερουνέζικη κουζίνα, εξατμισμένη βενζίνη στους νεοϋορκέζικους δρόμους, δροσιά από το Σέντραλ Παρκ και αύρα από το χωριό του ζεύγους πέρα στην πατρίδα, το Λίμπε. Ένα μικροσύμπαν σκιαγραφημένο από μια άλλη ματιά, εντελώς φρέσκια — και απροσδόκητη:

Διαπίστωνε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι στον δρόμο περπατούσαν με τους ομοίους τους: ένας λευκός άντρας κρατούσε το χέρι μιας λευκής γυναίκας· ένας μαύρος έφηβος χασκογελούσε με άλλους μαύρους (ή Λατίνους) εφήβους· μια λευκή μητέρα έσπρωχνε ένα καροτσάκι μαζί με μια άλλη λευκή μητέρα· μια μαύρη γυναίκα κουβέντιαζε με μια άλλη μαύρη γυναίκα. [...] Ακόμα και στη Νέα Υόρκη, σε ένα μέρος με τόσες εθνικότητες και κουλτούρες [οι περισσότεροι] προτιμούσαν το δικό τους είδος. [...] Και γιατί να μην το κάνουν; Ήταν πολύ ευκολότερο από το να ξοδέψεις την περιορισμένη ενέργειά σου και να αναμειχθείς με έναν κόσμο που δεν ήσουν προορισμένος να γίνεις κομμάτι του. Αυτό καθιστούσε τη Νέα Υόρκη υπέροχη. Υπήρχε ένας κόσμος για τον καθένα. Εκείνη είχε τον κόσμο της στο Χάρλεμ και δεν θα δοκίμαζε ξανά να χωθεί στον κόσμο του κέντρου της πόλης, ούτε για μία ώρα.

Ένα μικροσύμπαν που η νεαρή συγγραφέας θα χαρεί πολύ να τον τσακίσει μπροστά στα μάτια μας. Να τον κάνει κομματάκια. Για να το πω μάλιστα από τώρα: δεν έχουμε να κάνουμε με ένα (ακόμα) μυθιστόρημα κατά της κακής Δύσης, ή της κακιάς Αμερικής, που δεν προσφέρει ένα καλύτερο μέλλον σε όσους χτυπούν την πόρτα της. (Πάνω σε έναν τέτοιο παράλογο καμβά μπορούν βέβαια να χτιστούν άπειρες ηθογραφίες — και έχουν χτιστεί μπόλικες). Δεν είναι ένα μυθιστόρημα για τους μετανάστες καν (για να το πάω στα άκρα), ή «εναντίον τού Τραμπ», κατά των πλούσιων λευκών κλπ. κλπ., μολονότι είμαι σίγουρος πως υπάρχει και μία τέτοια (εσφαλμένη) ερμηνεία του έργου. Είναι ένα μυθιστόρημα για τα όνειρα και το πάθος, για τις σχέσεις (των ζευγαριών), για τον λόγο και την επικοινωνία, για τη θέση της γυναίκας σε όλες τις κοινωνίες, για τη διαφορετικότητα και για τις τρομερές, συχνά αγεφύρωτες δυσκολίες αυτού που λέμε «πολυπολιτισμική κοινωνία». Ούτε, προς Θεού, έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο με καλούς και κακούς, και μάλιστα με καλούς μαύρους και κακούς λευκούς. Για την ακρίβεια, μια τέτοια ανάγνωση του βιβλίου δίνει σχεδόν τα αντίστροφα από τα «αναμενόμενα» αποτελέσματα: ο Γιέντε, ο φτωχός μαύρος μετανάστης, δεν είναι καθόλου «καλός», δεν είναι ένας βολταιρικός Καντίντ, ένας «ευγενής άγριος». Είναι ένα ανθρωπάκι, ένα τίποτα, ένας τύπος χωρίς περιεχόμενο — τα δε άδικα ξεσπάσματα της οργής του είναι αποτρόπαια σχεδόν όσο και οι τρομερές αποφάσεις που παίρνει κάθε φορά για τον ίδιο και για όλη την οικογένειά του.

Η Mbue κάνει θαύματα εδώ. Και, εν πάση περιπτώσει, δεν χαρίζεται σε κανέναν. Εκεί που διαβάζεις κάτι τέτοιο:

Καθώς [η Νένι] περιέφερε τα ορεκτικά στο δωμάτιο [...] χαμογελούσε και έγνεφε στις φίλες της Σίντι, που τις είχε συναντήσει όλες στα Χάμπτονς. Ήταν καλές και ευγενικές μαζί της: της είχαν δώσει συμβουλές για τα οφέλη της γιόγκα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και της είχαν μιλήσει για τα καλύτερα κέντρα για γιόγκα στην πόλη (σας ευχαριστώ πολύ για τις πληροφορίες, κυρία, έλεγε πάντοτε)· της υπενθύμιζαν πάντα ότι δεν υπήρχε πρόβλημα να τις φωνάζει με το μικρό τους όνομα (κάτι που δεν μπορούσε ποτέ να κάνει, καθώς αυτό στο Λίμπε ήταν ένδειξη έλλειψης σεβασμού)· της έκαναν κομπλιμέντα για το απαλό της δέρμα και το υπέροχο χαμόγελό της (και το δικό σας δέρμα είναι όμορφο και απαλό, κυρία)· ρωτούσαν πόσο χρόνο χρειάστηκε για να φτιάξει τα πλεξιδάκια της (μόνο οκτώ ώρες, κυρία).

Εκεί λοιπόν που διαβάζεις κάτι τέτοιο, και είτε χαμογελάς είτε προβληματίζεσαι είτε και τα δυο, πέφτεις επάνω σε ανθρώπους εξαρτημένους από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, σε διαλυμένες οικογένειες, σε κλέφτες, εκβιαστές, κομπιναδόρους, ρατσιστές, αφερέγγυους, σε συζύγους που δέρνουν τις γυναίκες τους και αμέσως μετά παίζουν με τον γιο τους... σε σκηνές διόλου πολιτικώς ορθές, αλλά —τωόντι— βγαλμένες από τη ζωή. Που, εδώ που τα λέμε, είναι δύσκολη. Και που, εδώ που τα λέμε επίσης, αν είχαν γραφτεί από λευκό συγγραφέα θα σήκωναν θύελλα διαμαρτυριών — θύελλα.

Περιμένω με ανυπομονησία το επόμενο βιβλίο αυτής της νεαρής Αμερικανοκαμερουνέζας, που η ίδια ζει το δικό της American dream, και δείχνει να το απολαμβάνει — το δικαιούται εκατό τοις εκατό. Κάποιοι πάλι από τους ήρωές της δεν το έζησαν ποτέ. Γι' αυτό και είναι όνειρο, άλλωστε: επειδή δεν μπορεί να είναι για όλους.

Έπειτα από είκοσι έξι χρόνια η Φατού ήταν έτοιμη να σταματήσει να πλέκει μαλλιά για να βγάζει τα προς το ζην και να γυρίσει σπίτι, αλλά δεν μπορούσε να πάρει μόνη της μια τέτοια απόφαση. Ακόμα και αν ο Ουσμάν [ο σύζυγός της] ήθελε να γυρίσουν, τα παιδιά της ήταν πλέον Αμερικανοί πολίτες και δεν είχαν πάει ποτέ στη χώρα των γονιών τους. Και τα επτά παιδιά της, τα τρία λίγο μετά τα είκοσι και τα άλλα τέσσερα στην εφηβεία, δεν ήθελαν με τίποτα να ζήσουν στη δυτική Αφρική. Κάποια δεν θεωρούσαν καν τους εαυτούς τους Αφρικανούς. Όταν τους ρωτούσαν από πού ήταν, απαντούσαν συχνά από τη Νέα Υόρκη, από την Αμερική. Το έλεγαν με περηφάνια, το πίστευαν. Μόνο όταν τους πίεζαν παραδέχονταν απρόθυμα πως οι γονείς τους ήταν Αφρικανοί. Όμως εκείνοι ήταν Αμερικανοί, συμπλήρωναν πάντοτε. Κι αυτό πλήγωνε τη Φατού και την έκανε να αναρωτιέται μήπως εντέλει τα παιδιά της πίστευαν πως ήταν καλύτερα από εκείνη επειδή ήταν Αμερικανοί κι αυτή μια Αφρικανή.

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου μιλούν για την αγαπημένη εκπομπή των booklovers

Οθόνες / «Βιβλιοβούλιο»: Μια διόλου σοβαροφανής τηλεοπτική εκπομπή για το βιβλίο

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου ήταν κάποτε «ανταγωνιστές». Και πια κάνουν μαζί την αγαπημένη εκπομπή των βιβλιόφιλων, τη μοναδική που υπάρχει για το βιβλίο στην ελληνική τηλεόραση, που επικεντρώνεται στη σύγχρονη εκδοτική παραγωγή και έχει καταφέρει να είναι ευχάριστη και ενημερωτική.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

The Book Lovers / Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με τον εκδότη Θανάση Καστανιώτη για την μεγάλη διαδρομή των εκδόσεών του και τη δική του, προσωπική και ιδιοσυγκρασιακή σχέση με τα βιβλία και την ανάγνωση.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Τελικά, είναι ο Τομ Ρίπλεϊ γκέι; 

Βιβλίο / Τελικά, είναι γκέι ο Τομ Ρίπλεϊ;

Το ερώτημα έχει τη σημασία του. Η δολοφονία του Ντίκι Γκρίνλιφ από τον Ρίπλεϊ, η πιο συγκλονιστική από τις πολλές δολοφονίες που διαπράττει σε βάθος χρόνου ο χαρακτήρας, είναι και η πιο περίπλοκη επειδή είναι συνυφασμένη με τη σεξουαλικότητά του.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Σαν Σήμερα / «Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Η ιστορία ενός αλλοπαρμένου αγρότη που υπερασπίζεται υψηλά ιδανικά είναι το πιο γνωστό έργο του σπουδαιότερου Ισπανού συγγραφέα, που πέθανε σαν σήμερα το 1616.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Ο Γουσταύος Κλάους στη χώρα του κρασιού: Μια γοητευτική βιογραφία του Βαυαρού εμπόρου

Βιβλίο / Γουσταύος Κλάους: Το γοητευτικό στόρι του ανθρώπου που έβαλε την Ελλάδα στον παγκόσμιο οινικό χάρτη

Το βιβλίο «Γκούτλαντ, ο Γουσταύος Κλάους και η χώρα του κρασιού» του Νίκου Μπακουνάκη είναι μια θαυμάσια μυθιστορηματική αφήγηση της ιστορίας του Βαυαρού εμπόρου που ήρθε στην Πάτρα στα μέσα του 19ου αιώνα και δημιούργησε την Οινοποιία Αχαΐα.
M. HULOT
Η (μεγάλη) επιστροφή στην Ιαπωνική λογοτεχνία

Βιβλίο / Η (μεγάλη) επιστροφή στην ιαπωνική λογοτεχνία

Πληθαίνουν οι κυκλοφορίες των ιαπωνικών έργων στα ελληνικά, με μεγάλο μέρος της πρόσφατης σχετικής βιβλιοπαραγωγής, π.χ. των εκδόσεων Άγρα, να καλύπτεται από ξεχωριστούς τίτλους μιας γραφής που διακρίνεται για την απλότητα, τη φαντασία και την εμμονική πίστη στην ομορφιά.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Βιβλίο / Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Παρόλο που οι κριτικοί και οι βιβλιοπώλες κατατάσσουν τα βιβλία της στην αστυνομική λογοτεχνία, η συγγραφέας που τα τελευταία χρόνια έχουν λατρέψει οι Έλληνες αναγνώστες, μια σπουδαία φωνή της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας και του φεμινισμού, μοιάζει να ασφυκτιά σε τέτοια στενά πλαίσια.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΛΟΣ
Κωστής Γκιμοσούλης: «Δυο μήνες στην αποθήκη»

Το πίσω ράφι / «Δυο μήνες στην αποθήκη»: Οι ατέλειωτες νύχτες στο νοσοκομείο που άλλαξαν έναν συγγραφέα

Ο Κωστής Γκιμοσούλης έφυγε πρόωρα από τη ζωή. Με τους όρους της ιατρικής, ο εκπρόσωπος της «γενιάς του '80» είχε χτυπηθεί από μηνιγγίτιδα. Με τους δικούς του όρους, όμως, εκείνο που τον καθήλωσε και πήγε να τον τρελάνει ήταν ο διχασμός του ανάμεσα σε δύο αγάπες.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Έτσι μας πέταξαν μέσα στην Ιστορία

Βιβλίο / Το φιλόδοξο λογοτεχνικό ντεμπούτο του Κώστα Καλτσά είναι μια οικογενειακή σάγκα με απρόβλεπτες διαδρομές

«Νικήτρια Σκόνη»: Μια αξιοδιάβαστη αφήγηση της μεγάλης Ιστορίας του 20ού και του 21ου αιώνα στην Ελλάδα, από τα Δεκεμβριανά του 1944 έως το 2015.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Βιβλίο / Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Ένας από τους τελευταίους κοσμοπολίτες καλλιτέχνες και συγγραφείς αυτοβιογραφείται στο αριστουργηματικό, σύμφωνα με κριτικούς και συγγραφείς όπως ο Τζον Μπάνβιλ, βιβλίο του «Τα περσινά χιόνια», θέτοντας ερωτήματα για τον παλιό, σχεδόν μυθικό κόσμο της Ευρώπης που έχει χαθεί για πάντα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
CARRIE

Βιβλίο / H Carrie στα 50: Το φοβερό λογοτεχνικό ντεμπούτο του Στίβεν Κινγκ που παραλίγο να καταλήξει στα σκουπίδια

Πάνω από 60 μυθιστορήματα που έχουν πουλήσει περισσότερα από 350 εκατομμύρια αντίτυπα μετράει σήμερα ο «βασιλιάς του τρόμου», όλα όμως ξεκίνησαν πριν από μισό αιώνα με την πρώτη περίοδο μιας ντροπαλής και περιθωριοποιημένης μαθήτριας γυμνασίου.
THE LIFO TEAM
Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Το πίσω ράφι / Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Γεννημένος στο Όρεγκον τα χρόνια που ακολούθησαν την οικονομική κρίση του '29, γιος μιας σερβιτόρας κι ενός εργάτη σε εργοστάσιο ξυλείας, ο κορυφαίος εκπρόσωπος του «βρόμικου ρεαλισμού» βίωσε στο πετσί του την αθλιότητα, τις δυσκολίες και την αποξένωση που αποτύπωσε στο έργο του.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε σε μια εποχή βαθιάς μοναξιάς, μέσα σε μια θάλασσα διαδικτυακών “φίλων”».

Βιβλίο / Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε στη βαθιά μοναξιά των διαδικτυακών μας “φίλων”»

Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για τη δύναμη της λογοτεχνίας, για τα βιβλία που διαβάζει και απέχουν απ’ όσα σήμερα «συζητιούνται», για τη ζωή στην επαρχία αλλά και για το πόσο τον ενοχλεί η «αυτοπροσωπολατρία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ