Η σπάνια συνέντευξη της Μαριανίνας Κριεζή στη LIFO. Από τον Ευθύμη Φιλίππου Facebook Twitter

Η σπάνια συνέντευξη της Μαριανίνας Κριεζή στη LiFO

0

Γεννήθηκα στο Ψυχικό. Κάθε χειμώνα έπαιζα εκεί, και κάθε καλοκαίρι στην Ύδρα. Όταν ήθελα να μιλήσω, για κάποιον λόγο μίλαγα µε ομοιοκαταληξίες. Ο πατέρας μου δεν με πήγε σε ψυχίατρο. Άρχισε να μου διαβάζει ποιήματα και να μου βάζει Βάγκνερ. Εκεί οφείλεται και η απέχθειά μου για την κλασική μουσική, μάλλον. Μου διάβαζε Μολιέρο κι όταν του έλεγα «μπαμπά, δεν καταλαβαίνω τίποτα», μου έλεγε «δεν πειράζει, αγάπη μου, άκου τη μουσική της γλώσσας».

Πήγα σχολείο στο δημόσιο του Ψυχικού και μετά σε ένα ιδιωτικό. Η αλλαγή έγινε με αφορμή τη μετάθεση μιας πολύ αυστηρής δασκάλας, που οι γονείς μου την προτίμησαν για να με κάνει άνθρωπο.

Τα παιδικά μου χρόνια ήταν καλά. Αυτό τώρα για μένα λειτουργεί ως πηγή δύναμης. Μεγάλης δύναμης. Ήθελα να γίνω ηθοποιός, αλλά δεν έγινα γιατί –κάθε φορά που το ανέφερα– λιποθυμούσε η μάνα μου. Ήταν να μπω τη χρονιά της Κάτιας Δανδουλάκη. Της Δανδουλάκη η μάνα προφανώς δεν λιποθυμούσε.

Πέρασα στη Φιλοσοφική, την οποία και παρακολούθησα δύο χρόνια. Δεν άντεξα παραπάνω. Συνέχισα στη Σχολή Καλών Τεχνών, με σκηνογραφία. Η μάνα μου δεν αντέδρασε. Με είχε συνηθίσει. Ξέρεις, ο άνθρωπος από ένα σημείο και μετά συνηθίζει.

Έφυγα για το Παρίσι, όπου έκανα σχέδιο υφάσματος. Εκεί έκατσα περίπου δυόμισι χρόνια. Δεν τρελάθηκα με την πόλη. Δεν μου ταίριαζε, μάλλον. Ήταν γεμάτη σοβινιστές. Νομίζω πως αν είχα πάει στο Λονδίνο, θα ήταν καλύτερα. Εκεί οι άνθρωποι πιστεύω ότι είναι πιο ευγενικοί επί της ουσίας.

Όταν γύρισα, ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη γραφιστική – μέχρι που συνάντησα μπροστά μου το Τρίτο Πρόγραμμα, κι έτσι άρχισε το ραδιόφωνο για μένα.

Παράλληλα έγραφα κάτι στιχάκια για μαγιονέζες, που άρεσαν μόνο στον μπαμπά μου και σε έναν άλλον, ο οποίος μίλησε για μένα στον Χατζιδάκι όταν ήμουν στο Παρίσι. Πριν απ’ αυτά έγραφα μπούρδες για τη λύπη και τα τραγικά αδιέξοδα. Αηδίες.

Κι ύστερα ήρθε η «Λιλιπούπολη». Τελείως ερασιτεχνικά και απρόσμενα. Για έναν χρόνο δουλεύαμε ασταμάτητα και τζάμπα. Μετά αρχίσαμε να πληρωνόμαστε, κι έτσι είχαμε λεφτά για ένα τσιγάρο στα τέσσερα. Παράλληλα, κάναμε και όλη τη λάντζα του Τρίτου. Το κρατάγαμε όλο μόνοι μας. Και κάναμε ό,τι θέλαμε, παίζαμε ό,τι θέλαμε, μας δώσανε δική μας ορχήστρα. Ξέρεις, το μόνο πράγμα που δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει στον Χατζιδάκι είναι τα παράθυρα που άνοιγε σε νέους ανθρώπους. Ήταν ταμένος σ’ αυτό το πράγμα.

Σήμερα σχεδόν όλα τα ραδιόφωνα παίζουν play-list. Αυτό είναι σαν να τσιμεντώνεις ρυάκια σε εποχή ανομβρίας. Είναι ένα τέρας. Κανείς δεν το καταλαβαίνει, αλλά είναι ένα μικρό τέρας. Αυτή η χώρα δεν εκφράζεται ελεύθερα πια. Δεν κατεβαίνει στους δρόμους. Την εμποδίζουν τα καγκελάκια του Αβραμόπουλου. Τη συγκρατούν στο πεζοδρόμιο.

Αυτή η χώρα δεν επιλέγει τι θέλει να ακούσει. Απλώς ακούει. Και ντρέπομαι όταν πολλές φορές συνειδητοποιώ ότι ταυτίζομαι περισσότερο με ένα αγγλικό ποπ κομμάτι, παρά με ένα σύγχρονο ελληνικό. Η Ελλάδα πνίγεται στην εντεχνίλα. Σε τραγούδια που έχουν στίχους με λέξεις όπως Ισμήνη, καθρέφτης, χαντρούλα, ασβέστης, Παναγιά κ.ά. Δεν μπορώ άλλο να ακούω την Παναγιά σε τραγούδια. Πρέπει πλέον να την αφήσουνε ήσυχη. Αυτά τα έγραφε ο Γκάτσος πριν από τριάντα χρόνια. Θέλω να γίνει λίγη φασαρία επιτέλους. Έστω και για λίγο. Πρέπει πλέον να καταλάβουνε ότι δεν υπάρχει φτηνή ποπ και ακριβό έντεχνο. Πρέπει να καταλάβουνε ότι η μάζα, όσο κακόγουστη κι αν είναι, το καινούργιο θα το δεχτεί. Όπως δέχτηκε η κακόγουστη μάζα του ’70 τον Σαββόπουλο.

Η «Λιλιπούπολη» ήταν ένα άλλοθι. Τίποτε περισσότερο. Τα περισσότερα τραγούδια –και απολύτως κανένα κείμενο από αυτά που περιείχε– δεν ήταν για παιδιά. Τα παιδιά σήμερα μεγαλώνουν με χιτάκια. Μεγαλώνουν χωρίς να απαιτούν από το τραγούδι αίσθημα. Γιατί δεν ξέρουν ότι ένα τραγούδι μπορεί να τους κάνει να κλάψουν και να γελάσουν. Θέλουν τα τραγούδια να τους κινούν, ενώ κανονικά πρέπει να τους συγκινούν. Και από την άλλη, τη στιγμή που δεν υπάρχουν σημερινά παιδικά τραγούδια, τι να τραγουδήσει το παιδί στο προαύλιο του σχολείου; «Εις το βουνό ψηλά εκεί / είν’ εκκλησιά ερημική»; Ποιο βουνό και ποια εκκλησιά;

Σπίτι, ακούω πολύ ξένο ρεπερτόριο  – αν και στο ραδιόφωνο δεν παίζω πολύ ξένο, γιατί δεν το ξέρω καλά. Και ντρέπομαι. Ο Μάρκες έλεγε ότι από πολύ νωρίς καταλάβαμε πως υπάρχουν πολύ νεότεροι άνθρωποι από εμάς που κάνουν αυτό που κάνουμε εμείς πολύ καλύτερα. Αυτό το βλέπω συνεχώς μπροστά μου. Ένας ωραίος στίχος που άκουσα τελευταία είναι από τις «100 μικρές ανάσες». Λέει, αν δεν μπορείς να μου μιλήσεις αλλιώς, στείλε μου τουλάχιστον μηνύματα σιωπής, κι εγώ θα τα λάβω. Ή ο στίχος «δεν χωρίζουν όμως έτσι οι ζωές των ανθρώπων που αγαπήθηκαν με τόσο κόπο». Έκλεισαν σπίτια αυτά τα λόγια.

Από όλα τα τραγούδια του κόσμου, αυτό που με συγκλονίζει κάθε φορά που το ακούω είναι ένα τραγούδι της ξενιτιάς από τη Νότια Ιταλία, όπου ελληνικές λέξεις ξεπετάγονται ανάμεσα σε ιταλικές σαν ένα φεγγάρι που βγαίνει από τα σύννεφα και ξανακρύβεται, σαν μια γλώσσα που χάνεται και ξαναβρίσκεται. Είναι σπαρακτικό αυτό το τραγούδι.

Από τα ελληνικά λατρεύω το «Καινούργια τώρα ζωή» με τη Μοσχολιού. Αυτό γράφτηκε για το τέλος του πολέμου.  Δεν το αντέχω. Με ταράζει κάθε φορά που τ’ ακούω. Το πιο αβάσταχτο ελληνικό τραγούδι. Και το «Ερωτικό» του Αλκαίου. Αυτοί οι στίχοι που κανείς δεν καταλαβαίνει, αλλά μιλάνε για όλους. Είναι κάτι τραγούδια που νομίζεις ότι δεν τα έχει γράψει κανείς, ότι στέκονται μόνα τους στη μέση του δωματίου, αυτόνομα και στέρεα.

Σε μπαρ δεν πάω πια. Δεν οδηγώ κιόλας. Ο δάσκαλος της οδήγησης με πέταξε στη μέση του δρόμου. Μου είπε πως αδιαφορούσα.

Πηγαίνω συχνά στο Friday’s της Κηφισιάς. Εκεί κάνουν τις καλύτερες μαργαρίτες. Και στο καφέ του Μουσείου Μπενάκη ή στο Petite Fleur του Χαλανδρίου. Και στο Rosebud, στο Κολωνάκι, αν και σιχαίνομαι το Κολωνάκι. Διακοπές κάνω στο Πήλιο. Έχει ενέργεια, έχει δέντρα, τεράστιους κορμούς, καταπληκτικό τσίπουρο. Καταλαβαίνεις αμέσως μόλις φτάνεις για ποιον λόγο ζούσαν νεράιδες εκεί.

Γράφω ακόμα. Το κακό είναι ότι μετά δεν ξέρω τι να τα κάνω αυτά που γράφω. Όταν έκανα τη «Σερενάτα», με φωνάζανε και μου ζητάγανε να γράψω κάτι σαν τη «Σερενάτα». Δηλαδή να γράψω για μια αγελάδα, μια καμηλοπάρδαλη ή κάποιο άλλο μέλος του ζωικού βασιλείου. Και με το γκάου πώς να τα βάλεις;

– Δεν ξέρω.

– Ούτε εγώ.

Μουσική
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Mara Gibb»: Μια space όπερα για ένα non-binary εξωγήινο που ξεκινά ένα αυτογνωσίας

Μουσική / Μια ελληνική space όπερα για τη μυστική ζωή ενός non-binary εξωγήινου

Το «Secret life of Mara Gibb» του Prins Obi έχει για κεντρικό ήρωα ένα non-binary εξωγήινο που ξεκινά ένα αυτογνωσίας. Ο ήχος έχει ρίζες στην ψυχεδέλεια αλλά δεν μένει εκεί. Παίζει να είναι και η καλύτερη δουλειά του μετά τους Baby Guru.
ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΠΑ
ΕΠΕΞ INDIRA PAGANOTTO INTERVIEW

Μουσική / H Ιndira Paganotto φέρνει στην Αθήνα την απίθανη psy-techno της και μια στρατιά νίντζα

Είναι περήφανη για τις ιταλικές και τις ισπανικές της ρίζες, και για τη μουσική της. Το στυλ της, χωρίς κανόνες ή κουτάκια, ανεβάζει τον πήχη, μαζί και τις προσδοκίες μας για την εμφάνισή της στο Techniques.
ΦΩΦΗ ΤΣΕΣΜΕΛΗ
Η μοιραία σχέση που ενέπνευσε ένα αριστούργημα του ρομαντισμού

Συμφωνική Μουσική - Ιστορίες / Η μοιραία σχέση που ενέπνευσε ένα αριστούργημα του ρομαντισμού

Το πρόγραμμα της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών στο Μέγαρο Μουσικής για τη νέα σεζόν περιλαμβάνει το Πρώτο Κοντσέρτο για πιάνο του Μπραμς με τον διεθνώς αναγνωρισμένο πιανίστα Αλεξέι Βολόντιν, και η Ματούλα Κουστένη μάς ξεναγεί στην ιστορία αυτού του αριστουργήματος που γεννήθηκε μέσα από τη μοιραία γνωριμία του συνθέτη με την Κλάρα Σούμαν.
ΜΑΤΟΥΛΑ ΚΟΥΣΤΕΝΗ
Είναι true, έχει vibe: Γι’ αυτό ο νεαρόκοσμος αγαπάει τη Θώδη

Μουσική / «Είναι true, έχει vibe»: Αν δεν το έχετε καταλάβει, οι 20άρηδες αγαπούν τη Θώδη

Βρεθήκαμε σε ένα γλέντι στον Ταύρο όπου ακόμη και οι teenagers διασκέδαζαν, φύγαμε με καλτσάκια που έγραφαν «Με κλαρίνο στο Πεκίνο» και με την ευχή να βρούμε πάρκινγκ στο κέντρο.
ΜΙΝΑ ΚΑΛΟΓΕΡΑ
ΖΟΡΝΤΙ ΣΑΒΑΛ: «Με αποκαλούν αρχαιολόγο της μουσικής, αλλά η μουσική δεν πεθαίνει ποτέ»         

Μουσική / Jordi Savall: «Με αποκαλούν αρχαιολόγο της μουσικής, αλλά η μουσική δεν πεθαίνει ποτέ»         

Ο διακεκριμένος μουσικός κάνει μουσική σαν να ανακαλύπτει νέα, όμορφα μέρη. Επιστρέφει στην Αθήνα και συμπράττει με τη Διαπολιτισμική Ορχήστρα της ΕΛΣ σε μια συναυλία που υμνεί την ενωτική φύση της Μεσογείου. 
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
REWORKS 2025 - Τα νέα / ανερχόμενα ονόματα του φετινού φεστιβάλ

Μουσική / Κρατήστε σημειώσεις: Αυτά είναι τα ανερχόμενα ονόματα του φετινού Reworks

Μέσα σε πέντε μέρες το κορυφαίο φεστιβάλ ηλεκτρονικής μουσικής φέρνει στη Θεσσαλονίκη πολυσυλλεκτικά, απρόβλεπτα και ατμοσφαιρικά sets που συνδυάζουν την εγκεφαλική με τη χορευτική διάσταση.
ΦΩΦΗ ΤΣΕΣΜΕΛΗ
Δεν θα γεράσουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη

Μουσική / Δεν θα γεράσουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη

Ο Taki Tsan και ο DJ Alx έχουν γράψει μεγάλο μέρος της ιστορίας του ελληνικού χιπ χοπ. Τριάντα χρόνια μετά το ξεκίνημά τους είναι ακόμα εδώ, alive and kicking, με κοινό live στο Αγοραφοβικό Φεστιβάλ στο ΠΛΥΦΑ, καινούργια σεζόν για το Taki Tsan Show αλλά και νέο άλμπουμ.
M. HULOT