Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, στις 4 Μαΐου 1980. Ο πατέρας μου ήταν χρυσοχόος και η μητέρα μου ήταν η γνωστή, τότε, τραγουδίστρια, Ανίτα Βενάρδου. Ο θείος μου και αδελφός της μάνας μου ήταν ο Θεόδωρος Βενάρδος, ο γνωστός «ληστής με τις γλαδιόλες», και αυτός είναι ο λόγος που χρησιμοποιώ το Φώτης Βενάρδος (Fotis Benardo) –το κανονικό μου όνομα Γιαννακόπουλος–, τιμήν ένεκεν για τον θείο που δεν γνώρισα, γιατί μου άρεσε ο ρομαντισμός του. Είχε μεγάλη ιστορία, την πρώτη ληστεία την έκανε μία ημέρα πριν από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, στις 16 Νοεμβρίου 1973, και επειδή το αυτοκίνητο που είχε χρησιμοποιήσει ήταν της μητέρας μου, φυλακίστηκε κι εκείνη για έξι μήνες ως συνεργός, παρότι αυτό έγινε εν αγνοία της. Ο θείος λέγεται ότι αυτοκτόνησε, απαγχονίστηκε, αλλά, απ’ ό,τι έλεγε η μητέρα μου και η γιαγιά μου, είχε αρκετά χτυπήματα στο κεφάλι.
• Δημοτικό πήγα στη Θεσσαλονίκη. Ήμουν ένα πολύ άτακτο παιδί, ωστόσο ξεκίνησα από πολύ μικρός αθλητισμό: έκανα κολύμβηση από τριών χρονών και πολεμικές τέχνες, έπαιζα μπάσκετ και βόλεϊ. Πήγα σε πολύ καλά σχολεία γιατί η οικογένειά μου ήταν αρκετά ευκατάστατη. Οι γονείς μου όμως δεν τα πήγαν καλά και κάποια στιγμή χώρισαν, οπότε βρεθήκαμε με τον αδελφό μου μόνοι μας στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης, στο Νόμο 751. Ήμουν δέκα χρονών εγώ και δεκατριών ο Σταύρος, η μητέρα μου είχε έρθει στην Αθήνα για να δουλέψει και ο πατέρας δεν ήταν παρών, παρότι έμενε στη Θεσσαλονίκη, γιατί τον είχε απορροφήσει ο τζόγος – ρίσκαρε κα έχασε πολλά. Έμαθα να μαγειρεύω από τα δέκα, και να είμαι αυτόνομος από πολύ μικρός. Θα μπορούσα να είχα πάρει κακό δρόμο, αλλά όλη μου η ενέργειά μου πήγαινε στον αθλητισμό και στη μουσική.
Είναι τέλειο που η Ελλάδα είναι πλέον στο route όλων των συγκροτημάτων, απλώς οι μισθοί και η οικονομική κατάσταση των Ελλήνων δεν τους επιτρέπουν να πάνε σε όσα live θα ήθελαν, και να τα υποστηρίξουν.
• Στην Αθήνα, στο Παγκράτι, ήρθαμε με τον αδερφό μου για να πάω γυμνάσιο. Από κει που ήμασταν σε μια βίλα, βρεθήκαμε σε ένα διαμέρισμα που έπρεπε να κάνεις ησυχία για να μην ξυπνήσεις τους από πάνω και τους αποκάτω. Ο πατέρας μου μού είχε πάρει ήδη πλήκτρα, αλλά ζητούσα απεγνωσμένα μια κιθάρα, οπότε η μητέρα μου με πήγε στο ωδείο και με έγραψε σε μαθήματα κιθάρας, αρχικά κλασικής και μετά ηλεκτρικής. Λίγο πριν από το 1996 ο αδερφός μου έφυγε για φαντάρος, οπότε έμεινα εντελώς μόνος. Η μητέρα μου έμενε με τον σύντροφό της αλλού, οπότε αυτονομήθηκα εντελώς και όλο αυτό με έκανε να αφοσιωθώ στη μουσική: να παίζω, να συνθέτω, να γράφω τραγούδια και να φτιάχνω μπάντες. Από τα δεκατέσσερα ξεκίνησα να έχω τις πρώτες μου μπάντες, να κάνω πρόβες, να παίζω κιθάρα και να τραγουδάω, και επειδή ήμουν μόνος στο σπίτι, ό,τι χρήματα έπεφταν στα χέρια μου τα χρησιμοποιούσα για να αγοράσω τύμπανα και ηχητικό εξοπλισμό. Έτσι έφτιαξα τη δική μου μπάντα και μπορούσαμε να παίζουμε στο σπίτι μου, χωρίς να μας μαλώνει κανείς. Η πρώτη που ξεκίνησα ως κιθαρίστας λεγόταν Geyser –σημαίνει θερμοπίδακας–, και τα έκανα όλα εγώ: έγραφα κομμάτια, τραγουδούσα, έπαιζα κιθάρα, ενίοτε και πλήκτρα. Παίζαμε τότε στη Μαρίνου Αντύπα, στο Rainbow, σε πλατείες, σε σχολικές εκδηλώσεις· στις αρχές των ’90s ήμασταν τα «μεταλάκια» της γειτονιάς.

• Ένιωθα ότι η μουσική είναι η διέξοδός μου, ο τρόπος να βγάλω όλη μου την ενέργεια, οπότε έπεσα στα τύμπανα με τα μούτρα και μελετούσα ώρες ατελείωτες, χωρίς να έχω αίσθηση του χρόνου. Γράφτηκα στο ωδείο για να μάθω τύμπανα –ήθελα να μάθω να διαβάζω μουσική και να φτάσω όσο πιο μακριά μπορούσα– και παράλληλα δούλευα με το μηχανάκι σε ένα μαγαζί με ανταλλακτικά αυτοκινήτων. Η μουσική απορροφούσε όλη μου την ενέργεια, δεν μου προκαλούσε ενδιαφέρον τίποτε άλλο, δηλαδή δεν ήθελα ούτε να πιω, ούτε να κάνω καταχρήσεις – είμαι 45 χρονών και δεν έχω καπνίσει ποτέ στη ζωή μου. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν το να δημιουργώ και να γίνομαι καλύτερος σε αυτό που κάνω. Στο τέλος της εφηβείας ήμουν ο μεταλάς του σχολείου, αυτός που έφερνε τα συγκροτήματα, προσπαθούσα να κάνω συναυλίες, οπότε παίζαμε στα γκαράζ, στις πλατείες, στο θέατρο Βράχων, σε οποιοδήποτε φεστιβάλ γινόταν με μαθητικά συγκροτήματα. Δεν υπήρχε κάποιος άνθρωπος να με συμβουλέψει τι να κάνω, η ίδια η μουσική με καθόρισε. Αυτός που ήταν πάντα δίπλα μου ήταν ο αδελφός μου, γιατί μεγαλώσαμε μαζί και ο ένας επηρεαζόταν από τον άλλο. Είχαμε καλές βάσεις και μας ένοιαζε να είμαστε σωστοί μεταξύ μας και με τους φίλους μας.
• Πάντα, όταν καθόμουν στα ντραμς, μου ήταν εύκολο να παίξω γιατί έκανα air drumming; έβλεπα πολλές μπάντες, τους Iron Maiden, τους Metallica πώς παίζουν, και μιμούμουν ακριβώς τις κινήσεις των ντράμερ τους. Και επειδή είχα αυτή την ευχέρεια επικεντρώθηκα στα ντραμς. Θυμάμαι ότι ο αδελφός μου δούλευε σε φούρνο και ξυπνούσε πολύ αργά το βράδυ για να πάει να φτιάξει ψωμί και με έβλεπε να παίζω ακόμα. Μια φορά μου είχε πει «σταμάτα να παίζεις και κοιμήσου, έχει πάει δυόμισι η ώρα», κι εγώ του είπα «στις τρεις ξεκινά η ώρα κοινής ησυχίας» γιατί νόμιζα ότι ήταν μεσημέρι. «Είναι δυόμισι το βράδυ, ρε τούβλο», μου είπε αυτός. Δεν καταλάβαινα πώς περνούσαν οι ώρες, έμπαινα στο δωμάτιό μου και προσπαθούσα να βγάλω τα κομμάτια που άκουγα, που ήταν δύσκολα και αρκετά απαιτητικά, μια πρόκληση, και όλο αυτό με συνέπαιρνε.
• Μπαίνοντας όλο και πιο βαθιά στον κόσμο των ντραμς, προσπάθησα να βάλω στη μουσική μου κι άλλα στυλ και άρχισα να μελετώ διάφορους ρυθμούς. Σε αυτό με βοήθησε ένας δάσκαλος ο οποίος δεν ήταν στο ωδείο, αλλά τον βρήκα εκτός σχολής, ο Γιώργος Μανιάτης. Ήταν τζαζίστας και έπαιζε πολλούς διαφορετικούς ρυθμούς, afrocuban, mozambique, cascara, afrobeat, που δεν τους χρησιμοποιούσαμε τότε πολύ. Ήθελα να μου δείξει πολλά τρικ και ρυθμούς λάτιν, ώστε να μπορέσω να πάρω στοιχεία και να τα βάλω στο δικό μου στυλ που ήταν η ακραία μουσική, το ροκ, το μέταλ. Μέσα σε αυτήν τη μελέτη που έκανα για τα λάτιν ανακάλυψα κάτι που λέγεται son clave, το οποίο παίζεται συνήθως με κουδούνα, κι αυτό προσπάθησα να το χρησιμοποιήσω στο δικό μου στυλ, σε δικά μου beats του ακραίου ήχου, όπως είναι το blast beat. Έτσι το έβαλα με το αριστερό μου πόδι σε ένα ταμπούρο να στέκεται όρθιο και το ονόμασα hellblast. Ένας φίλος μου, ο Αλέξανδρος Φιλιππίδης, με βοήθησε να το κατοχυρώσω ως παγκόσμια πατέντα, να το κάνω δικό μου, οπότε επίσημα pia λέγεται Fotis Benardo’s hellblast. Μπορεί να ήμουν μικρός και αφελής, αλλά αργότερα είδα να το χρησιμοποιούν μεγάλοι ντράμερ και να με αναφέρουν, και ήταν πολύ τιμητικό.

• Από μικρός είχα όνειρο να παίξω σε μια μεγάλη μπάντα. Έβλεπα να παίζουν στα live που πηγαίναμε με τον αδελφό μου και του έλεγα «μπορώ να παίξω κι εγώ τέτοιο στυλ», οπότε όταν μου τηλεφώνησαν οι Septic Flesh, μια πολύ γνωστή ελληνική μπάντα, για να περάσω από οντισιόν, δεν το πίστευα. Μου έδωσαν κάποια κομμάτια –μόλις είχαν γυρίσει από έναν δίσκο που είχαν ηχογραφήσει στη Σουηδία, στο Fredman Studio, λίγο έξω από το Γκέτεμποργκ – και μου είπαν «αν μπορείς να παίξεις αυτά, σε θέλουμε». Τα έβγαλα πολύ γρήγορα, γιατί έπαιζα αυτό το στυλ τότε, έτσι έγινα ο ντράμερ της μπάντας. Στις αρχές του 2002 μπήκα στους Septicflesh (τότε Septic Flesh) και ξεκίνησε ένα άλλο μουσικό ταξίδι με συναυλίες, περιοδείες ευρωπαϊκές και παγκόσμιες, με λίγα λόγια άρχισα να ασχολούμαι επαγγελματικά με τη μουσική.
• Ήταν ζόρικα χρόνια, δεν πήγαμε πολύ καλά στις αρχές, οπότε το 2003 κάναμε μια συναυλία στον Βόλο, σε ένα θέατρο το οποίο το γεμίσαμε με 500 άτομα, αλλά είπαμε ότι το θα σταματούσαμε γιατί δεν μπορούσαμε να πάμε παραπέρα – μπορεί να πηγαίναμε καλά στην Ελλάδα, αλλά δεν είχαμε καταφέρει να βγούμε από τα σύνορα. Ο κιθαρίστας της μπάντας έφυγε για δουλειά στην Αγγλία και μείναμε στην Αθήνα ο Σπύρος ο Αντωνίου, ο τραγουδιστής κι εγώ. Έτσι φτιάξαμε μια μπάντα που λεγόταν TheDevilWorx, με πιο μοντέρνο ήχο, ένα πιο εκμοντερνισμένο προφίλ των Septicflesh και το 2005, τον Μάιο, παίξαμε support στους Slipknot στον Λυκαβηττό. Φτιάξαμε ντέμο για τους DevilWorx, τα στείλαμε σε διάφορες εταιρείες και μία από αυτές ήταν και η Season of Mist, μια γαλλική εταιρεία, η οποία μας έστειλε μια πολύ καλή προσφορά για να ηχογραφήσουμε όπως θέλαμε το άλμπουμ σε ένα πολύ καλό στούντιο. Λίγο πριν υπογράψουμε, μας έκανε μας έκανε μια αντιπρόταση, μας είπε «θα σας δώσω πολύ περισσότερα χρήματα αν ενώσετε ξανά τους Septicflesh, παίζοντας τα κομμάτια των DevilWorx, και θα σας βοηθήσω να ηχογραφήσετε όπως θέλετε, με live ορχήστρα και χορωδία». Πράγματι, αυτό έγινε, κάναμε upgrade του συμβολαίου και ηχογραφήσαμε το άλμπουμ στα Fredman Studios με τη βοήθεια της Season of Mist. Τα περισσότερα κομμάτια τα είχαμε γράψει εγώ και ο Σπύρος, κι εκεί είδα τις ικανότητές μου και ως παραγωγού, είχα πολύ καλές ιδέες για το πώς να κορυφωθεί ένα τραγούδι. Στο «Anubis» πρότεινα κάποιες αλλαγές στην αρμονία και ένα ρεφρέν με μελωδικά φωνητικά, κάτι παράτολμο που πέτυχε, γιατί ήταν από τα πιο δημοφιλή κομμάτια μας. Ήταν μια νέα εποχή γιατί ήταν πολύ στα πάνω του το nu metal, οι Korn, οι Slipknot, και μπορέσαμε να βάλουμε στα κομμάτια αυτά τα στοιχεία συνδυάζοντάς τα με death metal και black metal. Ταυτόχρονα, ο Χρήστος πήρε τις μελωδίες μας και τις έκανε arrangement για ορχήστρα στην Τσεχία. To «Communion» είναι ένα άλμπουμ-ορόσημο για την μπάντα και συνεχίζει ακόμα και σήμερα να πουλάει. Αυτό το άλμπουμ ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα για να βγει η μπάντα στο εξωτερικό, να έχει πολλές προτάσεις για συναυλίες, να φύγουμε περιοδείες.
Anubis
• Τον Δεκέμβριο του 2008 έφυγα για περιοδεία και γύρισα τέσσερις μήνες μετά. Θυμάμαι ότι μπήκαμε στο αεροπλάνο και σε connecting flight μας ρωτούσαν οι ξένοι «τι γίνεται στη χώρα σας;». Δεν είχαμε ιδέα, μας έδειξαν σε βίντεο ότι είχαν σκοτώσει τον Γρηγορόπουλο και καιγόταν όλη η Ελλάδα. Είχαμε πάθει σοκ. Είχαμε φύγει για περιοδεία με τους Cradle of Filth, τους Gorgoroth, τους Moonspell και τους Asrai, ένα μεγάλο σόου σε ευρωπαϊκές πόλεις με 3.000 άτομα κάθε μέρα. Ήταν αδιανόητο για μας γιατί εκεί που δεν το περιμέναμε όλο αυτό είχε εξελιχθεί σε κάτι πολύ μεγάλο. Μετά φύγαμε για δύο μήνες σε Αμερική και Καναδά, πάλι με τους Cradle of Filth αλλά και με τους Satyricon, και μετά αυτό άνθιζε συνεχώς. Μεγάλης σημασίας σε όλα αυτά ήταν και η βοήθεια από κάποιον που μας πίστευε, τον Michael Berberian, ιδιοκτήτη της Season of Mist, ο οποίος βοηθούσε την μπάντα, κάνοντάς μας tour support, καλύπτοντας όλα τα έξοδα. Ρίσκαρε, αλλά το κέρδισε το στοίχημα γιατί η μπάντα γινόταν όλο και πιο γνωστή.
• Μεγαλώνοντας η μπάντα, μεγάλωνε και το όνομά μας ως ατομικών μουσικών. Είχα προτάσεις από εταιρείες τεράστιες εταιρείες όπως η Vater να συνεργαστώ μαζί τους για να βγάλουμε signature αντικείμενα, όπως μπαγκέτες. Έγινα εξώφυλλο στο Sicκ Drummer magazine, ένα από τα πιο μεγάλα έντυπα του κόσμου για τους ντράμερ. Μετά βγάλαμε το «Great Mass» και αρχίσαμε πάλι να περιοδεύουμε με τους Amon Amarth, τους AsILayDying, και ήρθαν κι άλλες προτάσεις για signature models. Εκεί που ήμουν ένα παιδί που ερχόταν από το πουθενά, μοιραζόμουν τη σκηνή με τους Black Sabbath, τους Iron Maiden και τους Kiss. Θυμάμαι να παίζουμε σε ένα από τα πρώτα Hellfest που έγιναν το καλοκαίρι του 2008, να μοιραζόμαστε τη σκηνή με τους Motorhead και να είμαστε backstage με τον «θεό» τον Lemmy και τον ντράμερ του που ήταν Έλληνας, και να μιλάμε. Όλα αυτά είναι πράγματα που σου δίνουν ακόμα πιο μεγάλο κίνητρο για να προχωρήσεις και να κάνεις πιο μεγάλα βήματα. Φτάσαμε να παίζουμε στο 7000Tons of Metal, ένα πενθήμερο φεστιβάλ που γίνεται σε ένα κρουαζιερόπλοιο: ξεκινάει από το Μαϊάμι, πηγαίνει μέχρι τις Μπαχάμες και επιστρέφει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε, παίζεις δύο φορές σε όλο το ταξίδι. Βρέθηκα σε διάφορα μέρη του κόσμου, γύρισα με περιοδεία ολόκληρη την Ιαπωνία, έχω ταξιδέψει σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο χωρίς να το πάρω χαμπάρι. Από 20 χρονών περιοδεύω ασταμάτητα, βρίσκομαι στο εξωτερικό με ανθρώπους που αγαπάω και με τους οποίους ανταλλάσσω απόψεις, έχω χτίσει φιλίες με φαν, κι αυτό είναι κάτι παραπάνω από απλός θαυμασμός. Αυτό είναι και το πιο μεγάλο μου όφελος από τη μουσική, ότι με έχει φέρει σε επαφή με ανθρώπους που έχω πια στη ζωή μου, είναι αδέλφια μου. Ένα μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή μου είναι ο Σάκης Τόλης, ο τραγουδιστής των Rotting Christ, με τον οποίο έχουμε κάνει άπειρες συνεργασίες και λόγω του στούντιο ηχογραφήσεων που έχω, του Deva Sounds: έχουμε μοιραστεί τη σκηνή, έχω παίξει ως γκεστ ντράμερ σε σόου των Rotting Christ, έχω φτιάξει τα προσωπικά του άλμπουμ και ως ντράμερ και ως παραγωγός. Είμαστε και όλη την ώρα στο δρόμο, περιοδεύουμε μαζί και μοιραζόμαστε ένα όραμα που είναι η μουσική.
Nightfall - I Hate (Official Music Video)
• Ένα σημαντικό κεφάλαιο στη ζωή μου είναι οι Nightfall, η μπάντα με τους οποίους παίζω αυτήν τη στιγμή και περιοδεύω ασταμάτητα. Με τη Season of Mist βγάλαμε το 2021, μέσα στην καραντίνα, ένα άλμπουμ που λέγεται At night we prey, και μόλις βγήκε το νέο μας άλμπουμ, «Children of Eve». Παίξαμε πέρσι στο Setembro Negro Festival στη Βραζιλία, ένα τεράστιο φεστιβάλ – μας είδαν και ξετρελάθηκαν και μας κάλεσαν να κάνουμε μια μεγάλη περιοδεία, γυρίσαμε όλη τη Βραζιλία με tour bus.
• Είναι τέλειο που η Ελλάδα είναι πλέον στο route όλων των συγκροτημάτων, απλώς οι μισθοί και η οικονομική κατάσταση των Ελλήνων δεν τους επιτρέπουν να πάνε σε όσα live θα ήθελαν, και να τα υποστηρίξουν. Οι άνθρωποι παλεύουν για να ζήσουν και δεν τους περισσεύουν τα λεφτά για shows.
• Η νέα γενιά έχει κάτι πάρα πολύ καλό: καλούς, καταρτισμένους μουσικούς, εκπληκτικούς παίκτες. Το κακό όμως είναι ότι υπάρχουν δεξιοτέχνες και όχι καλλιτέχνες. Είναι πολύ καλό που γνωρίζουν να παίζουν καλά ένα μουσικό όργανο, αλλά είναι πολύ κακό που δεν στηρίζονται πρώτα στην ψυχούλα τους· να κάτσουν, να πάρουν μια κιθάρα να γράψουν ένα κομμάτι. Η πρώτη ύλη στα παλιά, μεγάλα συγκροτήματα είναι κάτι αυθεντικό, η φωνή ακολουθεί ακριβώς ό,τι βγαίνει από την ψυχή και αυτό που μου λείπει σήμερα στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ότι οι πάντες στηρίζονται πάρα πολύ στην τεχνολογία, στο πώς θα φανούν, στο πώς θα ακουστεί η παραγωγή, και όχι στο song writing. Αυτό είναι το μόνο που με ανησυχεί.
• Μου δίνει ελπίδα το ότι βλέπω ορισμένες νέες μπάντες, νέους μουσικούς στους οποίους μπορώ να εναποθέσω τις ελπίδες μου, όπως είναι ο Yungblud που τον είδα να ανοίγει τους Black Sabbath, ένας ατόφιος μουσικός που σέβομαι πολύ αυτό που κάνει. Υπάρχουν καλλιτέχνες που μέσα σε αυτόν τον χαμό, σε αυτήν τη χαοτική εποχή που ζούμε, κοιτάνε πρώτα να δημιουργήσουν, να βγάλουν συναισθήματα και όχι να εντυπωσιάσουν μόνο με τεχνικές ή άρτια παιξίματα.

• Πολλοί μουσικοί φοβούνται το ΑΙ, εγώ όχι. Πιστεύω πολύ στον ανθρώπινο παράγοντα και ότι ο άνθρωπος θέλει άνθρωπο. Θέλεις να δεις έναν καλλιτέχνη να τσαλακώνεται. Μου άρεσε που είδα τον Ozzy να μην μπορεί να είναι σωστός στον τόνο, μου άρεσαν τα λάθη του ντράμερ, γιατί μαζί έτσι όπως μεγάλωσε η μουσική τους μεγάλωσαν κι αυτοί. Το εξέλαβα ως κάτι πολύ ωραίο, με έκαναν να καταλάβω τη σημασία της μουσικής και να αναθεωρήσω πολλά πράγματα για τα οποία ενδεχομένως στο παρελθόν να είχα άλλη άποψη. Κανένα ΑΙ δεν μπορεί να εκφράσει αυτά που μπορώ να εκφράσω εγώ που έχω μεγαλώσει πραγματικά μόνος, ούτε αυτά που έχω περάσει, και ξέρω για ποιον λόγο είμαι εδώ αυτήν τη στιγμή. Από πιτσιρικάς, από δώδεκα χρονών είμαι στις συναυλίες, και το ότι μεγάλωσα μόνος για μένα ήταν ευλογία τελικά, γιατί ήμουν με τον αδελφό μου, έκανα ό,τι ήθελα, αγάπησα τη μουσική όπως ήθελα, δεν είχα κανέναν να μου πει τι να κάνω. Καταλάβαινα τι ήταν σωστό χωρίς να με λογοκρίνει κανένας. Όλα αυτά έγιναν όπλα στη φαρέτρα μου και τα χρησιμοποιώ στη μουσική μου.

• Με ενοχλεί όταν λογοκρίνεται η τέχνη, με ενοχλεί που υπάρχουν όρια στην έκφραση –δεν εννοώ το να είσαι προσβλητικός–, βρίσκω απαραίτητη τη σάτιρα, το μαύρο χιούμορ, τον αυτοσαρκασμό. Δεν χρειάζεται να παίρνουμε τα πράγματα πάντα υπερβολικά σοβαρά, ούτε να είμαστε τόσο αυστηροί και να βάζουμε σε κουτάκια κάποια πράγματα. Θα ήθελα περισσότερη ελευθερία, την περιορίζουν τα δεσμά που έχει βάλει το κράτος και οι οικονομικοί περιορισμοί, ως πολίτες δεν έχουμε την οικονομική βοήθεια που έχουν σε άλλες χώρες, για να μη μιλήσω για τη βοήθεια στους καλλιτέχνες. Ακόμα και το πώς εξάγουμε πολιτισμό έχει περιορισμούς. Αυτήν τη στιγμή ετοιμάζομαι για μια τεράστια περιοδεία στην Ασία με arena shows, συνοδεύοντας δύο μεγάλα ξένα ονόματα, και τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο θα φύγω με τους Nightfall για ευρωπαϊκή περιοδεία με μεγάλα ονόματα του δικού μας χώρου. Θα έπρεπε αυτή η χώρα να στηρίζει παραπάνω τους καλλιτέχνες που εξάγουν πολιτισμό. Εδώ δεν μας το αναγνωρίζουν, αλλά όταν βγαίνουμε έξω το εισπράττουμε. Υπάρχουν Έλληνες που είναι καταξιωμένοι έξω, που εκπροσωπούν την Ελλάδα, επιστρέφουν σε αυτήν και φορολογούνται, αλλά δεν υπάρχουν καν γι’ αυτήν. Από την άλλη, αν δεν σε εκτιμήσουν οι ξένοι, δεν σε εκτιμάει κανείς στην Ελλάδα, δεν θα σε θεωρήσει ποτέ από τους καλύτερους.
• Μεγαλώνοντας, άλλαξαν πολύ οι απόψεις μου για πολλά πράγματα, έκανα φίλους με πολύ ανοιχτούς ορίζοντες και αυτό με βοήθησε πάρα πολύ. Το ότι έχεις δίπλα σου ανθρώπους με καλλιτεχνικό όραμα και όχι μονόχνοτους σε κάνει πολύ ανοιχτό, σε κάνει να αγαπάς όλα τα πλάσματα. Έτσι είδα την ιδιαιτερότητα του καθενός με άλλο μάτι και αγάπησα αυτό ακριβώς, τον χαρακτήρα και την ομορφιά του.
Το «Children of Eve» των Nightfall κυκλοφορεί από τη Season of Mist.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.