ΕΧΩ ΝΑ ΑΣΧΟΛΗΘΩ με την ελληνική μουσική σκηνή κάμποσο καιρό. Η ενασχόληση είναι κυρίως περιστασιακή, έχω παρατήσει την εμμονική παρακολούθηση, αλλά μία στο τόσο βγαίνει ή κυκλοφορεί κάτι κι εγώ, σαν το σαλιγκάρι μετά τη βροχή, παίρνω μυρωδιά τη γοητευτικη υγρασία και αποφασίζω πως κάτι αξίζει ίσως λίγο παραπάνω τον χρόνο μου. Η υγρασία που εμφανίζεται πού και πού σε καιρούς ξηρασίας έχει ένα ενδιαφέρον, αν μη τι άλλο.
Σε ένα πολιτισμικό περιβάλλον κατά βάση αφιλόξενο, επαναλαμβανόμενο, που κυριαρχείται από μια γρήγορη κουλτούρα σούπερ μάρκετ, υπάρχουν –μία στο τόσο ενδεχομένως– στιγμές που αξίζει να κάνεις μια στάση και να επεξεργαστείς λίγο παραπάνω αυτό που ακούς. Μια σύντομη στάση σε έναν κόσμο που γυρνάει γύρω από τον εαυτό του με ιλλιγγιώδη ταχύτητα. Είχα δύο τέτοιες στιγμές πρόσφατα. Η πρώτη ήταν στην παρουσίαση του δίσκου «Detroit» του ΠΙΕΒ και του Viktora στο ΠΛΥΦΑ.
Μία στο τόσο, κάνεις ένα διάλειμμα, είτε για να φανταστείς και να δεις έξω από ένα παράθυρο πώς θα μπορούσε να είναι μια αμερικανική μητρόπολη ή, έστω, στη χειρότερη, για να κάνουμε ένα τσιγάρο στα μπαμ.
Το Detroit είναι η πρωτεύουσα και η γενέτειρα της μαύρης τέκνο. Επίσης, έχει υπάρξει και σημαντικός πόλος της χιπ χοπ κουλτούρας με τις ονειρικές και mellow παραγωγές του Dilla, τον Proof και τον Eminem, τον Black Milk, τον Danny Brown αλλά και τους Insane Clow Posse με το αιώνιο ερώτημά τους «μα πώς δουλεύουν οι μαγνήτες;». Ταυτόχρονα, είναι και μια από τις αμερικανικές πόλεις που διαλύθηκαν εντελώς στο πλαίσιο της αποβιομηχανοποίησης, κάτι που συνακόλουθα επηρέασε την κοινωνική και δομική αρχιτεκτονική της πόλης. Μια πόλη-φάντασμα, σταματημένη στον χρόνο. Όλα τα παραπάνω δεν ξέρω αν έχουν ιδιαίτερη σχέση με τον δίσκο, παρ' όλα αυτά τα γράφω, γιατί κάπου πρέπει να τα γράψω κι εγώ.
Ο ίδιος ο δίσκος είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Σπρώχνει τα όρια του –ούτως ή άλλως– περιθωριακού spoken word προς νέους ορίζοντες (όπως ρώτησε και ο ΠΙΕΒ στο sold out λάιβ στο ΠΛΥΦΑ, «δηλαδή εσείς τώρα όλοι ακούτε spoken; Και πού ήσασταν τόσο καιρό, ρε; Σας ψάχναμε»), που φαινομενικά δεν έχουν καμία απολύτως σχέση, ωστόσο κουμπώνουν με μεγάλη αρτιότητα.
Κι αυτό μάλλον δεν είναι τυχαίο, είναι αποτέλεσμα δουλειάς και πολιτισμικού ενστίκτου. Απο τη σκηνή παρέλασαν όλοι/-ες οι συμμετέχ/-ουσες, από τη χιπ χοπ σκηνή μέχρι την indie, από το ραδιόφωνο μέχρι την ποπ κ.λπ.
Ένα λάιβ διαγενεακό, που συνέδεσε ανθρώπους από διάφορες φάσεις (TURBOFLOW, Pan Pan, Καλλιόπη Μητροπούλου, Βασιλίνα, Keppler is Free, Sativa), με κοινό γνώμονα ίσως τη διάθεση για πειραματισμό και για ένα διάλειμμα από την καθημερινότητα.
Μια έκπληξη ήταν η μεγάλη προσέλευση κόσμου, ενός ετερογενούς μείγματος που ήρθε πριν από την παρουσίαση να δει μια περφόρμανς με σπασμένα μπατσικά, προσομοίωση παραγωγής μολότοφ και –περίπου– μπάχαλα. Τουρίστες που εμφανίζονται να δουν τα τελευταία εκθέματα σε ένα μουσείο παγωμένο στον χρόνο, τα εκθέματα που σιγά σιγά εξαφανίζονται σε μια πόλη εχθρική που τα αποβάλλει με κάθε τρόπο.
Και το ίδιο το λάιβ ήταν μια τελετή γύρω από αυτή την εξαφάνιση. Δεν είναι το spoken word που έχεις συνηθίσει. Δεν είχε σχέση με Gil Scott, με Saul Williams, δεν ήταν ποίηση για το BIOS, είχε κάτι αρκετά πιο επιθετικό αλλά και αρκετά πιο διασκεδαστικό, μια απλότητα στη μουσική σύνθεση και στην performance – αυτή η απλότητα έχει καταλήξει λίγο και βασικό ζητούμενο στη σημερινή εποχή, όπου τα πάντα πρέπει να έχουν κάμποσα επίπεδα για να υποκαταστήσουν με κάποιο τρόπο τη δομική έλλειψη νοήματος.
O δεύτερος μεγάλος πρωταγωνιστής του λάιβ, η ίδια η μουσική, κυρίως σε επιμέλεια και σύνθεση –φαντάζομαι– του Viktora, είναι μια υπενθύμιση της νοσταλγίας, ενός συναισθήματος που ανακύπτει ολοένα περισσότερο ως καταφύγιο απέναντι σε ένα ζοφερό μέλλον και ένα εξίσου δυσφορικό παρόν. Γιατί, άραγε, δυσφορούν οι άνθρωποι; Ίσως γιατί οι αγαπημένες τους αναμνήσεις και τα αγαπημένα τους φαστ φουντ δεν θα έχουν ποτέ ξανά την ίδια γεύση ή την ίδια υφή. Με άλλα λόγια, με 900 ευρώ μισθό, τίποτα δεν είναι όπως πριν και τίποτα δεν θα είναι όπως τότε. Για κανέναν από εμάς.
Η άλλη περίπτωση που μου έκανε επίσης ιδιαίτερη εντύπωση ήταν κάτι που δεν περίμενα με τίποτα. Τον Ιούνιο που μας πέρασε έβγαλε σόλο δίσκο ο Ena Tsigaro sta Mpam. Θα ρωτήσετε ποιος είναι αυτός και θα έχετε, εν μέρει, δίκιο, γιατί το όνομα είναι καινούργιο, έχει χρησιμοποιηθεί λίγες φορές μετά το 2020 σε κάποιες σκόρπιες κυκλοφορίες, ωστόσο, αν τον ακούσετε, θα καταλάβετε πως είναι μέλος των Taburo Bota, οι οποίοι, για τους ανθρώπους που ακούνε ραπ στην Ελλάδα, δεν χρειάζονται συστάσεις, καθώς είναι από τα πολύ λίγα σχήματα με ιδιαίτερη ταυτότητα και χαρακτηριστικό ήχο που δεν θυμίζει τίποτε άλλο, αλλά έχει μια αυτοτέλεια.
Ο δίσκος του Ena Tsigaro sta Mpam ήταν μία από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις για μένα, ίσως ο καλύτερος ραπ δίσκος που άκουσα το 2025 (αν και, για να είμαι ειλικρινής, δεν άκουσα και πολλούς, παρ’ όλα αυτά φαντάζομαι πως έχω δίκιο).
Πρόκειται για μια κυκλοφορία που πάλι, όπως και στην προηγούμενη περίπτωση, σπρώχνει τα δημιουργικά όρια της ραπ προς νέες κατευθύνσεις, ανεξερεύνητες. Όχι άλλο boom bap, όχι άλλο drill, trap, new school. Δεν είναι πως δεν βγαίνουν καλές δουλειές από τις παραπάνω κατηγορίες, απλώς τις έχουμε ακούσει και, κυρίως, δεν φαίνεται να υπάρχει περισσότερη διάθεση για πειραματισμό.
Ρίμες από τους Taburo Bota, το Σημάδι, spoken από την Α. Επίθετη και beats που σε καμία περίπτωση δεν καταλαβαίνεις –σε μια πρώτη φάση τουλάχιστον– πώς ταιριάζουν σε έναν ραπ δίσκο. Ωστόσο, στο DNA του χιπ χοπ υπήρχε πάντα ο πειραματισμός, ακόμη και αν τελευταία ίσως το έχουμε ξεχάσει, σε mainstream επίπεδο τουλάχιστον.
Ξανά, αυτό που πρωταγωνιστεί εδώ είναι η απλότητα. Και έχει γενικώς μεγάλη αξία να μπορείς να δώσεις άρτιο περιεχόμενο με απλό τρόπο. Απλές, απαλές νότες που συνοδεύουν τα εξίσου απλά rhyming schemes, δεν υπάρχει storytelling που να εξελίσσεται σε πολλαπλά επίπεδα, δεν υπάρχουν πολύπλοκες γραμμές, είναι σαν αυτόματη γραφή, σαν να κάνεις ψυχοθεραπεία και να αφήνεις το στιλό να καθοδηγήσει το χέρι σου, πας όπου σε πάει το ασυνείδητο (ή το υποσυνείδητο, καταλάβατε).
«Το πιο γλυκό σου φάλτσο» (feat. Σημάδι, Taburo Bota & Χρήστος Σκορδάς)
Η πόλη είναι αφόρητη, η καθημερινότητα το ίδιο, κυριαρχείται από απλήρωτους λογαριασμούς, διαλυμένα μέσα μαζικής μεταφοράς, υψηλά ενοίκια και ουρές έξω από τα σούπερ μάρκετ. Και αυτή είναι μόνο η μικρή εικόνα, η μεγάλη είναι πολύ χειρότερη. Και ο δίσκος δεν πάει ποτέ στη μεγάλη, εν μέρει γιατί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είναι γνωστή και εμφανής σε όλους μας, ακόμη κι αν επιλεκτικά την αγνοούμε ή επιλέγουμε να τη δικαιολογούμε στο πλαίσιο του επιβεβλημένου μηδενιστικού κυνισμού που μας διακατέχει, σαν παυσίπονο για τον πόνο που μας προκαλεί η ταχύτητα της καθημερινότητας.
Μία στο τόσο, κάνεις ένα διάλειμμα, είτε για να φανταστείς και να δεις έξω από ένα παράθυρο πώς θα μπορούσε να είναι μια αμερικανική μητρόπολη ή, έστω, στη χειρότερη, για να κάνουμε ένα τσιγάρο στα μπαμ.