Mob
Mob II
(Veego Records)
Το «Mob II» είναι το δεύτερο και πολυαναμενόμενο άλμπουμ των Mob. Το τρίο των Μάριου Βαληνάκη, Αλέξανδρου Δελή και Παναγιώτη Κωστόπουλου είχε καταφέρει πριν από δύο χρόνια να εντυπωσιάσει Βρετανούς κριτικούς καθώς και έγκριτους ραδιοφωνικούς παραγωγούς, όπως ο Gilles Peterson και η Mary Anne Hobbs, με το παρθενικό του άλμπουμ και τον τρόπο με τον οποίο προσέγγιζε τη σύγχρονη τζαζ, μέσα από κομμάτια όπως το «VAG». Είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις που ένα ελληνικό σχήμα γίνεται talk of the town της βρετανικής μουσικής σκηνής, επομένως είναι λογικό οι προσδοκίες για τη συνέχεια να είναι ιδιαίτερα υψηλές.
Στο «Mob II» απουσιάζει το στοιχείο του αιφνιδιασμού, ωστόσο στις επτά συνθέσεις του το άλμπουμ δεν απογοητεύει. Οι Mob παραμένουν πιστοί στη συνταγή του ντεμπούτου τους, που εδώ φαίνεται να είναι επεξεργασμένη και εξελιγμένη με μεγαλύτερη σιγουριά και ωριμότητα. Αυτήν τη φορά συνεργάζονται με τον Waking Monkey στα φωνητικά, προσθέτοντας μια πιο εξωστρεφή διάσταση στον ήχο τους.
Η παραγωγή, αυστηρή και προσεγμένη, φέρει την υπογραφή του Bruno Ellingham (Massive Attack, UNKLE, New Order) και του Malcolm Catto (Heliocentrics, DJ Shadow, Madlib). Υπό την καθοδήγησή τους, ο ήχος γίνεται πιο «βρετανικός», χωρίς όμως να χάνει απόλυτα το ελληνικό, αστικό του αποτύπωμα.
Σε ορισμένα σημεία, οι Mob φαίνεται να αντλούν έμπνευση από την πειραματική προσέγγιση των Radiohead στην ηλεκτρονική μουσική, ενώ αλλού επιστρέφουν σε μια πιο ωμή post-punk αισθητική, όπως συνέβαινε και στον πρώτο τους δίσκο. Tο kosmiche στοιχείο παραμερίζεται αρκετά μόνο με το 333 να δίνει κάπως ένα τέτοιο τόνο. Η αυλαία πέφτει με το πιο spiritual κομμάτι τους μέχρι στιγμής, το «Listener», στο οποίο ακούγεται ένα spoken word του σπουδαίου τζαζίστα Yusef Lateef.
Συνολικά, το «Mob II» δεν ανατρέπει τα δεδομένα, επιβεβαιώνει όμως ότι οι Mob συνεχίζουν να κινούνται με συνέπεια και εντυπωσιακά αποτελέσματα.
The Skelters
Con Man’s Chronicles
(Sleaszy Rider Records)
Η αλήθεια είναι πως δεν ήξερα τι ακριβώς να περιμένω από το «Con Man’s Chronicles». Όπως πληροφορήθηκα από το δελτίο τύπου, είχε περάσει σχεδόν μια δεκαετία από την τελευταία κυκλοφορία του σχήματος από τη Θεσσαλονίκη –είναι η τρίτη τους–, γεγονός που από μόνο του δημιουργεί επιφυλάξεις. Ωστόσο, όσο προχωρούσε η ακρόαση, τόσο με εξέπληττε ευχάριστα. Βετεράνοι του είδους, οι Skelters μετρούν πάνω από 25 χρόνια στην ανεξάρτητη αγγλόφωνη σκηνή της χώρας.
Σε μια εποχή που τα υβριδικά μουσικά είδη και οι ατελείωτοι πειραματισμοί κυριαρχούν παντού, από το ρoκ μέχρι την ηλεκτρονική μουσική, υπάρχουν ακόμη σχήματα που επιλέγουν συνειδητά να τιμήσουν το παρελθόν με έναν πιο αυθεντικό τρόπο. Οι Skelters κινούνται σε αυτό το μονοπάτι, παίζοντας ανεπιτήδευτο κλασικό ροκ με ξεκάθαρες αναφορές στη δεκαετία του ’70 και επιρροές από συγκροτήματα όπως οι ZZ Top, οι Who και οι Deep Purple.
Δεν ξέρω αν αυτό σηματοδοτεί κάποια αναβίωση του ήχου αυτού. Εκείνο όμως που καθιστά το συγκεκριμένο πρότζεκτ τόσο ενδιαφέρον –και ταυτόχρονα fun– είναι το γεγονός ότι μιλάμε για εξαιρετικούς μουσικούς που έχουν φανταστική χημεία. Πάνω απ’ όλα, απολαμβάνει κανείς το ίδιο το παίξιμό τους, χωρίς φίλτρα και υπερβολές.
Τα φωνητικά, αν και αξιοπρεπέστατα, δεν λειτουργούν πάντοτε ιδανικά, αλλά αυτό έχει μικρή σημασία όταν το άλμπουμ περιλαμβάνει τόσο άμεσα και catchy τραγούδια, όπως το «Down to earth» και απρόσμενες μπλουζ αναλαμπές. Σε τελική ανάλυση, το «Con Man’s Chronicles» κερδίζει με την ειλικρίνειά του αλλά και με την εμφανή αγάπη και τον σεβασμό του γκρουπ σε περασμένες μουσικές ώστε να κυκλοφορεί μια τόσο αξιοπρόσεκτη δουλειά.
Nalyssa Green
Απαλό
(Inner Ear)
Είναι αναμφίβολα μια πολύ καλή περίοδος για τους φαν της Nalyssa Green. Η δημιουργός μοιάζει να διανύει την πιο παραγωγική φάση της μέχρι σήμερα, κυκλοφορώντας διαρκώς νέο υλικό. Μετά το περσινό γλυκόπικρο ηλεκτρονικό ξέσπασμα του «Πολύ καλή στα πάρτυ», επιστρέφει τώρα με τον πιο ήσυχο και τρυφερό δίσκο της καριέρας της, δείχνοντας –ίσως για πρώτη φορά τόσο καθαρά– μια άλλη πλευρά του εαυτού της, για την οποία η αισιοδοξία δεν είναι άπιαστο όνειρο – αν πάρει κανείς για παράδειγμα το μόνο αγγλόφωνο κομμάτι του άλμπουμ, «Sun and Moon», στο οποίο τραγουδά «Whenever it’s dark / and everything’s gray / a sunbeam lights up in my way» («Όποτε σκοτεινιάζουν όλα / και όλα γίνονται γκρίζα / μια ηλιαχτίδα φωτίζει τον δρόμο μου»).
Το «Απαλό» αποτελείται από οκτώ λιτές, ευαίσθητες συνθέσεις και, όπως λέει και η ίδια, ο δίσκος «ήρθε αυθόρμητα, αυτόματα και μαλακά και εξερευνά την ησυχία και την απαλότητα», κάτι που αντανακλάται τόσο στον ήχο όσο και στη συνολική του αίσθηση.
Τα τραγούδια θυμίζουν νανουρίσματα ή σύντομα παραμύθια: η Nalyssa τραγουδά για γοργόνες, δελφίνια και μεταμορφώσεις, χτίζοντας έναν κόσμο μαγεμένο, σχεδόν παιδικό, χωρίς όμως αφέλεια. Παρότι οι αναφορές στην αισθητική των ’80s είναι διάχυτες –όπως συμβαίνει σε πολλούς σύγχρονους Έλληνες καλλιτέχνες– εκείνη τις προσεγγίζει με έναν εντελώς προσωπικό τρόπο.
Αντί να αναπαράγει απλώς έναν γνώριμο ήχο, αντλεί έμπνευση από μια ξεχασμένη περίοδο, τότε που το σάουντρακ της καθημερινότητας διαμορφωνόταν από τις παιδικές σειρές της τηλεόρασης. Κι έτσι, το «Απαλό» καταφέρνει να είναι ταυτόχρονα νοσταλγικό και σύγχρονο, απλό αλλά και βαθιά συναισθηματικό.
Turboflow 3000
BASSOKATARAH
(Veego Records)
Οι Turboflow 3000 αποτελούν μια ιδιόμορφη περίπτωση σχήματος. Στο ντεμπούτο-άλμπουμ τους –που είχαν βαφτίσει, ομολογουμένως πολύ πετυχημένα, «Ούφο»– έδιναν την αίσθηση ότι ακόμη αναζητούσαν την ταυτότητά τους, δημιουργώντας εύλογα την εντύπωση πως δεν είχαν αποφασίσει τι ύφος ήθελαν να ακολουθήσουν. Ο ακροατής ερχόταν αντιμέτωπος με ένα συνονθύλευμα ιδεών και πειραματισμών, χωρίς σαφή ηχητική κατεύθυνση.
Η μουσική τους πηδούσε από είδος σε είδος με μεγάλη ταχύτητα – συχνά ακόμη και μέσα στο ίδιο κομμάτι: από πολιτικοποιημένο ραπ σε τραπ, ροκ, ελέκτρο ή σινθ ποπ ή ’90s bits and pieces, καθιστώντας δύσκολη οποιαδήποτε προσπάθεια κατάταξης. Αυτή η πολυμορφία δεν είναι εκ των πραγμάτων μειονέκτημα· στη συγκεκριμένη περίπτωση, ωστόσο, περισσότερο πρόδιδε μια έλλειψη συνοχής παρά μια συνειδητή αισθητική επιλογή.
Ευτυχώς, με τη νέα τους δουλειά τα πράγματα δείχνουν να ξεκαθαρίζουν. Έχουν δηλαδή κρατήσει τα στοιχεία που τους κάνουν και έχουν πετάξει ό,τι δεν τους ταιριάζει. Ακούγονται σαφώς πιο μεστοί και συγκροτημένοι, οι ιδέες βρίσκουν τον χώρο τους, τα ραπ φωνητικά βρίσκουν πάτημα και η συνολική εικόνα μαρτυρά ένα σχήμα που αρχίζει να αντιλαμβάνεται καλύτερα τις δυνατότητες και τα όριά του, χτίζοντας πλέον μια πιο ξεκάθαρη μουσική ταυτότητα. Οι κιθάρες δίνουν τη θέση τους στο μπάσο, που στο κομμάτι «Μια θεραπεία» θυμίζει προκλητικά τη θρυλική μπασογραμμή του «Forest» των Cure. Ο ήχος τους μετακινείται ξεκάθαρα προς μια αμιγώς ηλεκτρονική κατεύθυνση, σχεδόν τέκνο, η οποία ακουμπά περισσότερο στη hip house και στο eurodance, με αναφορές σε σχήματα όπως οι 2 Unlimited και οι Snap!. Σε γενικές γραμμές, είναι πάντοτε ευχάριστο να παρακολουθεί κανείς ένα συγκρότημα να βελτιώνεται. Στην περίπτωση των Turboflow, αυτό είναι κάτι παραπάνω από εμφανές.
The Steams
Vile Wonders
(Made of Stone Recordings)
Με το «Vile Wonders» οι Steams ολοκληρώνουν μια τριλογία που ξεκίνησε το 2018 με το «Wild Ferment» και συνεχίστηκε το 2022 με το «Mild Conquest». Το νέο άλμπουμ συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία που καθιστούν τους Steams από τα κατεξοχήν sui generis σχήματα της σύγχρονης ελληνικής μουσικής σκηνής. Ο ήχος τους πάντοτε φλέρταρε περισσότερο με το progressive παρά με την ψυχεδέλεια ή τo kraut. Το σχήμα με το οποίο έχουν τη μεγαλύτερη συγγένεια είναι ίσως οι Baby Guru, κι αυτό διακρίνεται όχι τόσο ηχητικά όσο στην άγρια πειραματική διάθεση και τον extra large ήχο και των δύο.
Αυτό που ξεχωρίζει στην περίπτωση των Steams είναι η ενασχόλησή τους με την παράδοση ή με την έννοια της ελληνικότητας, στοιχεία που δεν εκφράζονται απαραίτητα μέσα από την προσπάθεια δημιουργίας ενός σύγχρονου υβριδίου πάνω σε παραδοσιακούς ρυθμούς, αλλά με έναν πιο άμεσο, φυσικό τρόπο: τη χρήση παραδοσιακών οργάνων, τα οποία ενσωματώνονται με άνεση μέσα στο ελεύθερο ηχητικό πλαίσιο των τραγουδιών, χωρίς να μοιάζουν τεχνητά προσαρμοσμένα.
Στο «Vile Wonders» δεν υπάρχουν διάσημοι καλεσμένοι, όπως ο Ψαραντώνης στο πρώτο άλμπουμ ή ο Γιώργος Μαζωνάκης στο δεύτερο· οι στίχοι στα ελληνικά κάνουν την εμφάνισή τους στο τέλος του «Iron Sea», όταν το κομμάτι αλλάζει μουσικό ύφος, δημιουργώντας μια από τις πιο εντυπωσιακές στιγμές του δίσκου. Από αναφορές, ίσως η πιο αξιοσημείωτη είναι αυτή στους Black Sabbath.
Με το νέο άλμπουμ, οι Steams συνεχίζουν το μοναχικό τους heavy psych rock ταξίδι, εξερευνώντας άγνωστες κατευθύνσεις. Με όσα έχουν δηλώσει για τη συνέχεια, η επόμενη δουλειά τους αναμένεται με εξαιρετικό ενδιαφέρον.