H σχέση της Κωνσταντίνας με τη μουσική είναι σχέση ζωής. Στα 25 της μετράει πάνω από είκοσι χρόνια ενασχόλησης με τα έγχορδα, από το βιολί μέχρι την κρητική λύρα, στα εννιά της άρχισε να ασχολείται με τα παραδοσιακά κρουστά, ενώ στην αρχή της εφηβείας της έμαθε λύρα με συμπαθητικές χορδές δίπλα στον Ross Daly και στην Κέλυ Θωμά. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια παραδοσιακής μουσικής, τουρκικού τραγουδιού και βουλγαρικής μουσικής, έχει σπουδάσει παραδοσιακή βαλκανική μουσική και σολιστικό γκαντούλκα (βουλγαρική λύρα) στο Πλόβντιβ της Βουλγαρίας, και κρητική λύρα στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Η σχέση της με την παραδοσιακή μουσική και το οικογενειακό background τη βοήθησαν σημαντικά στη δημιουργία του πρωτότυπου ηχητικού χαρμανιού που παρουσίασε πρόσφατα στο νέο άλμπουμ της «Χαϊμαλίνα», ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και πετυχημένα «παντρέματα» των τελευταίων χρόνων στην ελληνική μουσική. Η Κωνσταντίνα, όμως, είναι και ράπερ, και ως AEON κάνει ραπ από τα 15 της, ζώντας παράλληλα σε δύο μουσικούς κόσμους που, επιτέλους, αποφάσισε να συνδυάσει σε ένα εξαιρετικό άλμπουμ με συναίσθημα, μελωδία αλλά και με το καταιγιστικό της ραπ που έχει δυνατούς ρυθμούς, έμπνευση και πειραματική διάθεση. Δεν είναι η πρώτη φορά που το ραπ συνδυάζεται με τις ρίζες της ελληνικής μουσικής, αλλά μιλάμε για ένα άλμπουμ που είναι εντελώς σημερινό και ανέλπιστα σέξι, έχει χαρά, αυθεντικότητα και έναν δυναμισμό στον ήχο – στον οποίο έπαιξε σημαντικό ρόλο ο Θανάσιμος, στις μείξεις και στο mastering.
«Όταν αρχίσαμε να μιλάμε γενικότερα και περί φεμινισμού, κάπως αρχίσαμε να το βάζουμε αυτό και στο ραπ μας, γνωρίζοντας τι έχουμε τραβήξει εμείς οι γυναίκες. Μέχρι τότε όσες έπιαναν μικρόφωνο θεωρώ ότι έκαναν έναν αγώνα από μόνες τους. Όλες αγωνιζόμασταν να υπάρξουμε σε αυτόν τον χώρο».
Εκτός από το κρητικό στοιχείο που διαπερνά έντονα τον δίσκο, τα τραγούδια του «Χαϊμαλίνα» εμπνέονται από το δημοτικό τραγούδι, τη βουλγαρική παραδοσιακή μουσική και την πολυφωνία, με τις μελωδίες των Βαλκανίων και την μπουκόλυρα (το κρητικό «beatbox») να μπλέκονται σε έντεκα συνθέσεις που μπορούν να την κάνουν την «ντίβα από την Κρήτη» για την οποία μιλάει σαρκαστικά στο «Miss Kriti». Στο «Χαϊμαλίνα» που κυκλοφορεί από τη Leap Records συμμετέχουν καλλιτέχνες που προσθέτουν το δικό τους στίγμα: Θανάσιμος, Dolly Vara, Th Mark, Marina Kastrinou, Aria και DJ Silence.
Aeon - Flowqueen (Official Music Video)
«Μεγάλωσα σε ένα χωριό εφτακοσίων κατοίκων, δεκαπέντε περίπου χιλιόμετρα έξω από το Ηράκλειο Κρήτης», λέει αρκετά συγκρατημένα. «Το λένε Κουνάβοι – οι Κουνάβοι. Είχα μια πολύ ήρεμη παιδική ηλικία. Οι γονείς μου δεν ήταν από αυτό το χωριό. Αποφάσισαν να μετακομίσουμε εκεί και να γίνουν αγρότες· ήταν πολύ δραστήριοι άνθρωποι που πολιτικά ανήκαν στον αναρχικό χώρο, αλλά η μητέρα μου ήταν μουσικός και από μικρή έμαθα τις παραστατικές τέχνες, θέατρο, μουσική. Από δύο χρονών με ξεκίνησε στο σύστημα Orff και παρότι όταν με ρωτάνε λέω ότι άρχισα μεγαλύτερη, ουσιαστικά παίζω βιολί από 4 χρονών. Η μάνα μου είναι η Κάλλια Σπυριδάκη, η πρώτη τραγουδίστρια των Χαΐνηδων και από τα ιδρυτικά μέλη τους, η οποία έπαιζε και κιθάρα και κρουστά και φλογέρες, οπότε με έβαλε από πολύ μικρή στη διαδικασία να μάθω να παίζω και να αντιλαμβάνομαι τη μουσική. Μπορεί να έφυγε από το σχήμα όταν γεννήθηκα, αλλά γνώρισα από παιδάκι πολλούς μουσικούς και μπήκα στη διαδικασία να ακούω και να μαθαίνω, επειδή αρκετοί από αυτούς ήταν δάσκαλοί μου.
— Πώς ένα κορίτσι από μικρό χωριό ξεκίνησε να κάνει ραπ;
Στο χωριό μου δεν είχαμε ραπ, αλλά ήμουν ένα πάρα πολύ αντικοινωνικό παιδί μέχρι τα 14 μου. Αυτό μπορεί να οφειλόταν και στο ότι χανόμουν πολύ για να παίζω μουσική, χανόμουν στην τέχνη μου γενικότερα. Σίγουρα η αντικοινωνικότητά μου οφείλεται αρκετά και στο γεγονός ότι δεν μπορούσα να επικοινωνήσω εύκολα με τα άλλα παιδιά στο χωριό λόγω της κουλτούρας των γονιών μου που ήταν άλλης λογικής άνθρωποι, οπότε καθόμουν με τις ώρες στο σπίτι και είχα την ανάγκη να εκφραστώ κάπως – κι αυτό ήταν μέσω της μουσικής, ό,τι κι αν ήταν αυτή. Ξεκίνησα με ακούσματα πανκ, μέταλ, ροκ, αλλά όταν αρχίσαμε στα 14-15 να κατεβαίνουμε στο Ηράκλειο, στην πόλη, και να αλητεύουμε, είχα την ανάγκη να παίξω μουσική με τα άλλα παιδιά – έπαιζα ήδη και μπάσο, αλλά δεν ήταν κάτι εύκολο.
Έβλεπα παιδιά που μαζευόντουσαν, είχαν κάνει μπάντες, έπαιζαν πανκ, και λαχταρούσα να παίξω μαζί τους live, αλλά ήμουν η μικρότερη στην παρέα και ήταν πολύ δύσκολο να χωθώ κάπου, γιατί οι μπάντες υπήρχαν ήδη. Έκανα κάποιες προσπάθειες, αλλά δεν τα κατάφερα, έτσι στράφηκα στο ραπ γιατί με βοηθούσε πολύ το γεγονός ότι ήταν πολύ αυτόνομο, πάρα πολύ μοναχικό, δηλαδή μπορούσα ανά πάσα στιγμή, όποτε είχα την ανάγκη, να δημιουργήσω, να βάλω ένα beat στο YouTube, να πιάσω και χαρτί και να πω «έχω έτοιμο τραγούδι». Εκπλήρωνα μια πολύ βασική ανάγκη μου με το ραπ, αλλά ήταν και ένας τρόπος να κοινωνικοποιηθώ, ακόμα κι αν πολλές φορές με μείωναν λόγω του φύλου μου. Παρ’ όλα αυτά, όπου υπήρχε ραπ φάση στο Ηράκλειο έτρεχα, έφευγα απ’ το σπίτι και έμενα στο Ηράκλειο για μέρες, γύρναγα να πάω σχολείο και γινόταν χαμός στο σπίτι. Με ρώταγαν οι γονείς μου «πού είσαι και τι κάνεις», κι εγώ ήμουν όλη μέρα στο πάρκο όπου «έχωναν» freestyle και προσπαθούσα να «χώσω» κι εγώ.

— Η παρέα ήταν όλη αγόρια;
Ναι, όλοι, εκτός από μια κοπέλα, την τότε κολλητή μου, που την είχα «ψήσει» να κάνουμε μαζί ένα live-άκι, από τα πρώτα μου. Δεν καταλάβαινα τη διαφορά μεταξύ των φύλων. Δηλαδή, άμα έβλεπα κοπέλα, θα της έλεγα «γιατί δεν ραπάρεις κι εσύ μαζί μου, με όλη την υπόλοιπη παρέα;».
— Η οποία υπόλοιπη παρέα πώς σε αντιμετώπιζε;
Κοίτα, δεν ήταν άμεσα τα σχόλια, μπορεί να άκουγα random από κάποιον στην παρέα ότι «εντάξει, εσύ κοριτσάκι», αλλά οι πιο κοντινοί, που θεωρούνταν λίγο η παρέα μου, δεν μου το πέταγαν χύμα ότι δεν σε κάνουμε παρέα ή δεν σε καλούμε επειδή είσαι κορίτσι. Ωστόσο, όταν μαζευόντουσαν σε σπίτια, έκαναν πράγματα, ηχογραφούσαν, ποτέ δεν με καλούσαν. Όταν μάθαινα, όμως, ότι μαζεύτηκαν στου τάδε το σπίτι, πήγαινα και χτύπαγα πόρτες και έλεγα «ήρθα κι εγώ». Δεν ήταν μόνο θέμα φύλου. Γενικότερα, αν είσαι κάπως διαφορετικός από τους άλλους ή αν είσαι μικρότερος, σε σνομπάρουν...
— Φαντάζομαι ότι πριν από μερικά χρόνια ήταν ακόμα μεγαλύτερος ο αγώνας που έπρεπε να κάνεις για να υπάρχεις σε αυτόν τον χώρο ως γυναίκα.
Έκανα αγώνα, αλλά δεν το αντιλαμβανόμουν έτσι, γιατί στο δικό μου μυαλό ήμουν στη φάση «δεν θα με αφήσετε έξω από τίποτα». Αρκετά χρόνια αργότερα, στα 19 μου, όταν αρχίσαμε να μιλάμε γενικότερα και περί φεμινισμού, κάναμε κουβέντες για το ότι δεν αντιμετωπίζονται το ίδιο οι γυναίκες και οι άντρες γενικά και αρχίσαμε να χρησιμοποιούμε όρους όπως πατριαρχία, σεξισμός, γυναικοκτονία, κάπως αρχίσαμε να το βάζουμε αυτό και στο ραπ μας, γνωρίζοντας τι έχουμε τραβήξει εμείς οι γυναίκες. Μέχρι τότε όσες έπιαναν μικρόφωνο θεωρώ ότι έκαναν έναν αγώνα από μόνες τους. Όλες αγωνιζόμασταν να υπάρξουμε σε αυτόν τον χώρο.
— Πού ηχογραφούσες όταν ξεκίνησες;
Την πρώτη φορά που ηχογράφησα έγινε μια μείξη που καλύτερα να είχαμε βγάλει το κομμάτι χωρίς αυτή! Δεν υπήρχε στούντιο, υπήρχαν σπίτια, έτσι πήγα να ηχογραφήσω σε ένα χωριό κοντά στο χωριό μου, σε ένα παιδί που είχε ένα μικρόφωνο στο σπίτι του. Με ηχογράφησαν και μετά γελούσαν και μου έλεγαν ότι πρέπει να σταματήσω να λέω «λι» και «νι», γιατί είχα κρητική προφορά ακόμα. Μετά ηχογραφούσα σε σπίτια φίλων και μέχρι τα 21 μου δεν είχα πατήσει ποτέ σε στούντιο, πέρα από μία φορά, το 2016, που είχα πάει για να παίξω λύρα για τον δίσκο του Πένθιμου/Clown στα Εξάρχεια. Είχαμε χάλια ήχο, χάλια μικρόφωνα, μείξεις δεν ξέραμε να κάνουμε και πειραματιζόμασταν όλοι μαζί. Όποιος φίλος έλεγε ότι ξέρει μείξη τού λέγαμε «εντάξει, κάν’ τη», και απλώς βγάζαμε το κομμάτι στο YouTube. Δεν με ένοιαζε και τόσο ο ήχος, ήθελα να βγάλω όσα είχα μέσα μου και να τα μοιραστώ.
— Ισχύει ότι όσο ανοίγει η ψαλίδα, εξελίσσεσαι και σε γνωρίζει περισσότερος κόσμος, τόσο χάνεις τους φίλους σου;
Ισχύει, το έζησα κι εγώ αυτό και το ζω ακόμα. Είναι και η κουλτούρα του ραπ και η κουλτούρα του DIY στην οποία ανήκαμε, που ήταν έτσι κι αλλιώς κατά της έκθεσης εκτός των δικών μας χώρων – και το ραπ ήταν κλειστή κοινότητα. Το τι είναι εμπορικό στο μυαλό του καθενός διαφέρει. Στο δικό μου μυαλό μπορεί να είναι το να καταλήξεις να κάνεις τραπ και εμπορική μουσική, στου άλλου, όμως, μπορεί να είναι το ότι απλώς πήγες να παίξεις σε μαγαζί. Μιλάμε για κουλτούρα με καλλιτέχνες και κοινό που είχε κολλήματα επί χρόνια, όπου τελευταία έχει αρχίσει να μπαίνει το χρήμα στη μέση. Είναι λογικό τα πρώτα χρόνια να υπήρχε αντίδραση. Πλέον έχει αλλάξει ο τρόπος που σκέφτονται αρκετοί και έχει αλλάξει και ο τρόπος που σκέφτομαι κι εγώ, γιατί πέρασα και από τη φάση που δεν συμφωνούσα γενικότερα με την εμπορικοποίηση.
— Πόσο έχει αλλάξει, δηλαδή, ο τρόπος που βλέπεις τα πράγματα στο ραπ τα τελευταία χρόνια;
Όταν ξεκινάς, κινείσαι σε πιο αγνά πλαίσια, είναι και λίγα αυτά που ξέρεις, αλλά όσο μαθαίνεις γίνεσαι όλο και πιο ανοιχτός σε αρκετά πράγματα. Στην αρχή δεν σκέφτεσαι ούτε καριέρα ούτε το πόσο γνωστός είσαι, δεν χρωστάς σε κανέναν, απλώς γράφεις τα στιχάκια σου και δεν σου περνάει από το μυαλό ότι μπορεί να ζήσεις από αυτό. Πλέον σκέφτομαι διαφορετικά, είμαι 25 χρονών, δεν με στηρίζουν οι γονείς μου. Πάντα ο καθένας θα μιλήσει από τη θέση που βρίσκεται· παλιότερα μίλαγα από τη θέση της φοιτήτριας που οι γονείς της τής πλήρωναν τα έξοδά της, που έτρωγε στη λέσχη – οι γονείς μου δεν είχαν ποτέ πολλά λεφτά για να με ζουν, αλλά με βοηθούσαν. Ζώντας με αυτόν τον τρόπο εκείνη την εποχή θεωρούσα λογικό το να μην εμπορικοποιούμε το ραπ, κι αυτό δημιούργησε μια πολύ καλή κουλτούρα που έβαζε την αλληλεγγύη μπροστά και στα live, και στη σχέση μεταξύ ακροατή και ράπερ αλλά και στο σκεπτικό του καλλιτέχνη γενικότερα.

— Όταν έχεις για όχημα τη μουσική, είναι κακό να συντηρείσαι εκμεταλλευόμενη αυτό που σου αρέσει; Δεν είναι προσωπικό θέμα ο τρόπος που θα το κάνεις;
Εξαρτάται. Όταν τοποθετείσαι δημόσια πολύς κόσμος θεωρεί ότι δεν είναι δικό σου, προσωπικό θέμα. Τα hate comments δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, είναι παγκόσμιο, και όσο αυξάνουν, αυξάνονται κι αυτοί που έχουν obsession μαζί σου. Όσο πιο πολύ μεγαλώνεις μέσα στον χώρο, τόσο πιο πολύ ασχολούνται μαζί σου. Κι εγώ, παρότι δεν είμαι και τόσο γνωστή, πολλές φορές άκουσα φήμες για μένα, πράγματα που δεν είπα ποτέ. Σε καταλήψεις έπαιζα και δεν με άκουγαν πάνω από 1.000 άτομα σε όλη την Ελλάδα, αλλά και πάλι γινόταν το σώσε γύρω από το όνομά μου. Μόλις έβγαινα στη σκηνή άρχιζε ο καθένας να λέει τα δικά του, κι αυτό αρχικά γινόταν πάρα πολύ γιατί έπαιρνα θέση για αρκετά πράγματα και ο κόσμος μπορεί να ξίνιζε, να στράβωνε, θεωρώντας ότι εκμεταλλευόμουν την τάδε κατάσταση για να κάνω όνομα και καριέρα. Ο καθένας ανέπτυσσε τη δική του θεωρία και ξαφνικά δεν ήμουν ένας άνθρωπος, ήμουν μια περσόνα. Επίσης, μπορεί να μην κατανοεί ο άλλος ότι είσαι άνθρωπος και μπορεί να αλλάξεις απόψεις. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι δεν πρόκειται να σταματήσω, δεν θα κάτσω στο σπίτι μου άπραγη, θα συνεχίσω να συμμετέχω στους κοινωνικούς αγώνες που έχουν δείξει ότι μπορούν να φέρουν αποτέλεσμα. Απλώς θα συνεχίζω με τον τρόπο που εγώ θεωρώ σωστό.
— Πόσο διαφορετικά πράγματα ήθελες να εκφράσεις στα δύο προηγούμενα άλμπουμ σου σε σχέση με το «Χαϊμαλίνα»; Φαίνεται ότι στο νέο άλμπουμ σου διασκεδάζεις λίγο περισσότερο.
Ναι, η αλήθεια είναι αυτή. Γενικά, το «Φούρια», στο προ-προηγούμενο άλμπουμ μου και ουσιαστικά το πρώτο μου ολοκληρωμένο, είχα ακόμα την ανάγκη να νιώσω ότι χωράω στο χιπ-χοπ – έκανα τη φωνή μου πιο «βαριά» π.χ. Ήθελα να βγάλω τα νεύρα μου για ζητήματα που αφορούσαν το θέμα της αποδοχής, ήταν μια εποχή που με αφορούσε πολύ το φεμινιστικό ζήτημα, και σχετικά με το ραπ αλλά και σχετικά με διάφορα κοινωνικά ζητήματα, τις θηλυκότητες και τα βιώματά τους, οπότε έγραψα συγκεκριμένα γι’ αυτό το ζήτημα και τις πτυχές που θεωρούσα ότι με ενδιέφερε να θίξω τότε. Μουσικά ήταν κάτι αρκετά πιο κοινότοπο, δηλαδή μια παραγωγή που είχε και ραπ, όχι πολλά τραγουδιστά ρεφρέν, όχι πολλά μουσικά στοιχεία.
Αργότερα έκανα την «Τουλίπα», έναν δίσκο στον οποίο αποφάσισα να πειραματιστώ στα ρεφρέν, να βάλω και λίγο spoken word σε ένα τραγούδι, να πειραματιστώ γενικότερα. Παρ’ όλα αυτά, ήταν ένας δίσκος που γράφτηκε σε μία βδομάδα, ήταν ένα στοίχημα με τον εαυτό μου: εφτά τραγούδια σε εφτά μέρες. Τον έβγαλα πολύ γρήγορα, σε δύο μήνες καταφέραμε να έχουμε έτοιμο άλμπουμ, με παραγωγές, ραπ μείξεις και μάστερ, και απλά τον ανεβάσαμε. Ήταν μια συναισθηματική εποχή και ανάλογη ήταν και η κατάσταση στην οποία βρισκόμουν. Ήθελα να θίξω τις διανθρώπινες σχέσεις, τις ερωτικές αλλά και γενικότερα, γιατί ήμουν αρκετά απογοητευμένη, οπότε είναι και πολύ προσωπικός δίσκος.
Στο «Χαϊμαλίνα» αποφάσισα να απελευθερωθώ μουσικά, να πάω πέρα από το ραπ, τον τρόπο που ράπαρα. Ήθελα να είναι λίγο πιο θηλυκός δίσκος, να είναι πιο πολύ εγώ, να εκφραστώ λίγο παραπάνω και θεματικά για κάτι που θεωρώ ότι χρειαζόμαστε στη ραπ κοινότητα: το να μιλάμε λίγο πιο ελεύθερα και για τον έρωτα σε όλες τις πτυχές του, όχι μόνο για το ότι απλά ερωτεύτηκα ένα άτομο π.χ. Πρέπει να δούμε λίγο το γενικότερο πλαίσιο, το πώς μπορεί να επιβιώσει ο έρωτας στις μέρες μας που δουλεύουμε και τρέχουμε όλη μέρα, που μπορεί να είναι πολύ δύσκολο να δοθούμε στον άλλο. Στο τεχνικό κομμάτι στράφηκα αρκετά στην παραδοσιακή μουσική, με την οποία ασχολούμαι άμεσα, γιατί σπούδασα παραδοσιακή μουσική και γενικά τέτοια μουσική παίζω. Π.χ. παίζω λύρα με συμπαθητικές χορδές, που είναι ένα μουσικό όργανο του Ross Daly, του σπουδαίου μουσικού που ήταν ο πρώτος μου δάσκαλος στη λύρα, μαζί με τη γυναίκα του, την Κέλυ Θωμά. Κι επειδή έκανα και στη Βουλγαρία σπουδές και ασχολήθηκα με την πολυφωνία, στο intro του τελευταίου, ομώνυμου κομματιού του άλμπουμ προσπάθησα να κάνω βουλγάρικη εναρμόνιση στις φωνές.
Ο «Καύκος», που ανοίγει το άλμπουμ, είναι από τα αγαπημένα μου παραδοσιακά ριζίτικα κομμάτια. Η ιστορία που διηγείται είναι απ’ την πλευρά μιας γυναίκας η οποία εκείνη την εποχή καταπιεζόταν πολύ, όπως γενικά οι γυναίκες καταπιέζονταν, γιατί μπορεί να μην ήθελαν να συνεχίσουν να είναι με τους άντρες τους, αλλά αναγκάζονταν να είναι. Λέει, λοιπόν, το τραγούδι «είδα τον καύκο μου», δηλαδή τον γκόμενό μου, «να είναι κυνηγός στο όνειρό μου και τον άντρα μου τον είδα να είναι αγρίμι. Είδα λοιπόν ότι ο καύκος μου πήγε, το σκότωσε αυτό το αγρίμι, το έφερε στο σπίτι μας κι εγώ με το αίμα του έβαψα τα μαλλιά μου». Αυτή είναι η ιστορία. Γενικά, έχω εστιάσει πάρα πολύ στο παραδοσιακό στοιχείο. Στο κομμάτι «Miss Kriti» έχω κάνει μπουκόλυρα, κάτι που κάνουν οι βοσκοί στα βουνά στην Κρήτη όταν δεν έχουν λύρα, που αρχίζουν να παίζουν λύρα με το στόμα. Το έχω κάνει και στο beat αυτό, τραγουδάω μια κονδυλιά. Πειραματίστηκα πολύ και στην παραγωγή, γιατί είναι δικές μου πολλές παραγωγές σε αυτόν τον δίσκο, κάτι που επίσης δεν έχω ξανακάνει. Οπότε, ναι, είμαι ράπερ, είμαι παραγωγός, είμαι τραγουδίστρια, είμαι απ’ όλα. Με τα παραδοσιακά και τα τραγουδιστά στο «Χαϊμαλίνα» «λύθηκα», γιατί για πολλά χρόνια ήμουν μαγκωμένη και λόγω του ότι η μητέρα μου ήταν τραγουδίστρια, οπότε είχα την εντύπωση ότι ο κόσμος θα περίμενε πολλά από μένα. Είχα ξεκινήσει μαθήματα φωνητικής την εποχή που άρχισα να γράφω κάποια τραγουδιστά μου.
— Αλήθεια, τι έλεγαν οι δικοί σου όταν άρχισες να κάνεις ραπ;
Στην αρχή θεωρούσαν ότι ήταν μια εφηβική αντίδραση κι έλεγαν «το παιδί δημιουργεί, καλά κάνει». Κάπου στα 19-20 μου, που άρχισε να ακούγεται και λίγο παραπάνω η μουσική μου, έβγαλα κάποια τραγούδια που ακούστηκαν και παραέξω, όχι μόνο έξω απ’ τον κύκλο μου αλλά και έξω από την Κρήτη. Τότε άρχισε να καταλαβαίνει και η οικογένεια ότι έχω πάρει το ραπ πιο σοβαρά. Τη «Χαϊμαλίνα» η μάνα μου τη θεωρεί την καλύτερη δουλειά που έχω κάνει μέχρι τώρα, είναι και πιο κοντά στα ακούσματά της. Σίγουρα το ραπ μου ήταν μια αντίδραση και σ’ εκείνη αλλά και σε όλα τα πρέπει της παραδοσιακής μουσικής, στην οποία ήμουν πάρα πολύ χωμένη οπότε επί χρόνια δεν την άγγιζα, αλλά τώρα σιγά-σιγά άρχισα να χαλαρώνω. Ξέρεις, έχει μεγάλη σημασία το τι απαίτηση έχει ο κόσμος γύρω σου επειδή είσαι η κόρη της τάδε ή μαθήτρια του τάδε. Είχε σημασία για μένα τι θα πει ο περίγυρός μου. Παίζω από πολύ μικρή λύρα, οπότε είχα μια φοβία για τα σχόλια που θα άκουγα αν τη συνδύαζα με το ραπ. Είναι πολύ αυστηρός ο κόσμος της παράδοσης, και ακόμα δεν με έχουν δεχτεί. Μπορεί κάποιοι του άμεσου περιβάλλοντός μου να μου λένε μπράβο, αλλά δεν είναι καθόλου εύκολο να αποδείξω ότι δεν είμαι απλώς μια τύπισσα που γράφει στίχους, έχουμε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μας. Βέβαια, επειδή το ραπ έχει πάρει τόσο πολύ τα πάνω του σε ολόκληρη την Ελλάδα και έχει φτάσει παντού, στα αυτιά όλων, βλέπουμε αρκετούς παραδοσιακούς να έχουν αρχίσει να το πλευρίζουν με κάποιους τρόπους.
— Πιστεύεις ότι είναι πιο δύσκολο να υπάρξει μια γυναίκα στο ελληνικό ραπ απ’ ό,τι σε κάποιο άλλο είδος, το έντεχνο ή το λαϊκό π.χ.;
Θεωρώ πως ναι, ακόμα υπάρχει αυτή η συνθήκη, και θα υπάρχει μέχρι να φτάσουμε στο σημείο που οι γυναίκες θα αναγνωρίζονται και δεν θα αγωνίζονται μονίμως να αποδείξουν ότι αξίζουν με κάθε καινούργια κυκλοφορία τους. Μέχρι να σταματήσουμε να λέμε «για γυναίκα έβγαλε καλό άλμπουμ» ή «η τάδε είναι ο θηλυκός τάδε». Με ενοχλεί αυτή η λογική.
— Πώς προφέρεις το AEON;
«Έιον». Προέκυψε όταν στα 13 μου βρήκα τα σπρέι της αδερφής μου στην αποθήκη και ήθελα να γίνω γκραφιτού, στο χωριό μου, μόνη μου, χωρίς να έχω ιδέα. Μου άρεσαν πολύ τα στρογγυλά γράμματα, και τα α, ε, ο, ήταν τέλεια για να κάνω γκράφιτι, οπότε βρήκα τη λατινική λέξη AEON σε ένα βιβλίο που έψαχνα λέξεις και μου άρεσε. Σημαίνει και αιώνιο, ατέρμονο, οπότε μου άρεσε και το νόημα και το κράτησα. Βέβαια, μου έχει προκαλέσει αρκετές δυσκολίες, γιατί υπάρχει η ταινία, υπάρχει μέταλ μπάντα, εταιρείες, υπάρχουν ένα σωρό πράγματα.
— Βιοπορίζεσαι από τη μουσική;
Είναι πάρα πολύ λίγα αυτά που βγάζω. Πήγα στη Stay Independent για να αρχίσω να πληρώνομαι από το Spotify, αλλά μέχρι τώρα άντε να έπαιρνα κανένα 200άρι το τρίμηνο. Τώρα έχω αρχίσει να παίζω και σε φεστιβάλ επί πληρωμή. Η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι έχω καταφέρει για αρκετά χρόνια να ζω με ελάχιστα λεφτά, τα λιγότερα που θα μπορούσα να ζήσω, να είμαι από πόλη σε πόλη, να μένω σε όσο το δυνατό πιο φτηνά μέρη, να ξοδεύω πολύ λίγα για φαγητό – έχω μάθει να ζω έτσι. Σε καταλήψεις έμενα, όλοι μαζί μαγειρεύαμε, κάπως έτσι ζούσα πάντα, αλλά τα τελευταία χρόνια έχω αρχίσει να ζορίζομαι γιατί κάποια στιγμή σε κουράζει αυτός ο τρόπος ζωής. Αλλά όσο έχω ακόμα το όνειρο της μουσικής και μπορώ να το υποστηρίζω, συνεχίζω να ζω έτσι.
Βρείτε το άλμπουμ της AEON στο Spotify.
Το «Χαϊμαλίνα» της AEON κυκλοφορεί από τη Leap στις ψηφιακές πλατφόρμες.
Το Σάββατο 14 Ιουνίου η AEON εμφανίζεται στο Rudu Fest Αθήνα 2025 - Ανοιχτό Φεστιβάλ μαζί με τον Μικρό Κλέφτη, τον Katohos, Το Σφάλμα και τη MI55T w/ Crashoverride.