Το αυτοβιογραφικό κείμενο του Νίκου Εγγονόπουλου, που διαβάζεται και ως κανόνας πνευματικής ζωής

Το αυτοβιογραφικό κείμενο του Νίκου Εγγονόπουλου, που διαβάζεται και ως κανόνας πνευματικής ζωής Facebook Twitter
Νίκος Εγγονόπουλος
0

Ως είμαι ζωγράφος το επάγγελμα, και θεωρώ άλλωστε την ποίηση σαν ζήτημα εντελώς προσωπικό, δεν ένοιωσα ποτέ κανενός είδους επιθυμία να ιδώ τα ποιήματά μου δημοσιευμένα. Μου αρκούσε, κυρίως, που τα έγραφα. Κατόπιν, βέβαια, δεν είχα καμιάν αντίρρηση ναν τα διαβάσω σε κάναν φίλο, ενίοτε σε μικρό κύκλο ακροατών, δυο-τρεις το πολύ, που μου το ζητούσαν. Πάντως δε θα έστεργα ποτέ ναν τα δώσω για τύπωμα πριν από τα μέσα του 1938. Ήταν η χρονιά όπου ετελείωνα τις εργαστηριακές μου σπουδές στη ζωγραφική. Μαθήτευα πλησίον του Κωνσταντίνου Παρθένη, και το εύρισκα άπρεπο απέναντι στον σεβαστό κι αγαπητό δάσκαλο να θέλω να εκδηλωθώ προσωπικά, και μάλιστα σε διαφορετική «σχολή», τον υπερρεαλισμό, την στιγμή που καταρτιζόμουνα κοντά του για το μελλούμενο καλλιτεχνικό μου στάδιο. Δεν πιστεύω να ήτανε και αντίθετο στην επιθυμία του μεγάλου Παρθένη να βλέπη τους μαθητάς του, μετά το πέρας, όμως, των σπουδών τους, να παίρνουν τον δικό τους δρόμο, σύμφωνα με την ιδιαίτερή τους διάθεση και τις ιδιαίτερές τους κλίσεις.

Όταν ο χαριτωμένος ποιητής Απόστολος Μελαχρινός,προχωρημένο πια το καλοκαίρι του 1938, μου εζήτησε ποιήματα για ναν τα περιλάβη σε τεύχος του περιοδικού του Κύκλος, τότε το μπορούσα, και του έδωσα αρκετά της παραγωγής μου εκείνης της χρονιάς, να διαλέξη όσα ήθελε. Του ήρεσαν τόσο («Τα αρέσω», μου είπεν αυτολεξεί), όπου, όχι μόνο δημοσίεψε πολλά στο αμέσως επόμενο τεύχος του Κύκλου, αλλά προσφέρθηκε και επέμεινε και να βγάλη σε βιβλίο, πάλι στις εκδόσεις του Κύκλου, όλα όσα του είχα δώσει.


Ο ευγενής αυτός άνθρωπος κάθησε μαζί μουκαι κάναμε τη σελιδοποίηση. Ύστερα φρόντισε τη στοιχειοθέτηση. Αρκετά στοιχειοθέτησε και με το ίδιο του το χέρι ― δεν θα την ξεχάσω ποτέ αυτή τη μεγάλη τιμή που μου έγινε ― καθώς είχε εγκατεστημένο το τυπογραφείο του Κύκλου σ' ένα δωμάτιο της τότε κατοικίας του, στην οδό Δαιδάλου. Ο αλησμόνητος Μελαχρινός φρόντισε ιδιαιτέρως το τύπωμα: μετά από τον διορθωτή, διάλεξε και τον καλύτερο πιεστή που μπορούσε να βρεθή στην Αθήνα εκείνο τον καιρό. Επέμενε, μάλιστα, για το εξώφυλλο και για την εσωτερική πρώτη σελίδα του τίτλου να χρησιμοποιηθούν δυο χρωμάτων μελάνια. Και το βιβλίο παρουσιάστηκε, ένα, ή το πολύ, δυο μήνες ύστερ' από το περιοδικό.

Το αυτοβιογραφικό κείμενο του Νίκου Εγγονόπουλου, που διαβάζεται και ως κανόνας πνευματικής ζωής Facebook Twitter
Το 1948 ο Εγγονόπουλος ζωγράφισε το πορτρέτο του Καβάφη, με βάση μια φωτογραφία του 1932.


Ήδη είχαμε προανακρούσματα από την κυκλοφορία του περιοδικού. Αλλά, με την εμφάνιση του βιβλίου, το «σκάνδαλο» το εκσπάσαν υπερέβαινε όχι μόνο κάθε τι το ανάλογο που είχε ποτέ φανερωθή στα ελληνικά γράμματα, αλλά και τις προβλέψεις της πιο τολμηρής φαντασίας. Αστραπιαίως έλαβε τέτοιαν ένταση και τέτοιες διαστάσεις, που κι ο ίδιος ο «ανάδοχός» μου, ο Μελαχρινός, τα έχασε. Αυτός, όπου με κανένα τρόπο δεν μπορούμε να πούμε ότι του έλειψε ποτέ η λεβεντιά. Δεν ανήγγειλε την έκδοση ούτε, ποτέ, περιέλαβε το βιβλίο στους καταλόγους των εκδόσεων του Κύκλου, που δημοσίευε τακτικά, πίσω, στο εξώφυλλο του περιοδικού.

Πάντως το πλέον οδυνηρό της όλης προπολεμικής μου αυτής περιπέτειας ήταν άλλο. Η στάσις των «ανθρώπων του πνεύματος» και των «συναδέλφων» γύρω μου. Από τους αδιάφορους προς την ποίηση, ή μάλλον τους ξεκάθαρα εχθρούς της ποιήσεως, οι λοιδωρίες κι οι επιθέσεις σ' έναν γνήσιο εκπρόσωπό της. Χαρά τους να τον βρίσουν, να προσπαθήσουν να τον εξοντώσουν.


Το δημιουργηθέν σκάνδαλο κι η επακολουθήσασα κατακραυγή εναντίον μου δεν μπορώ να πω πως δεν με έθιξαν, βαθύτατα. Η βίαιη κακομεταχείρισις σαν υποδοχή μιας γνήσιας προσφοράς είναι, το λιγώτερο, σκληρά άδικη. Περιοδικά, εφημερίδες, le premier chien coiffé venu, παρωδούσαν και αναδημοσίευαν, κοροϊδευτικά, τα ποιήματά μου. Μια δε εφημερίδα, από τις μεγάλες, δεν θυμούμαι τώρα ποια, αυθαδέστατα, ποδοπατώντας κάθε ιδέα πνευματικής, τέλος πάντων, ιδιοκτησίας, αναδημοσίευσε, σε μια ή δυο συνέχειες... ολόκληρο το βιβλίο! Συνοδεία, πάντοτε, χλευαστικών και κακεντρεχών, όσο κι επιπόλαιων, σχολίων.
Ποτέ δεν μ' ενδιέφεραν η φήμη, η δόξα. Μόνος πόθος μου: να περνώ πάντα απαρατήρητος, αν δεν το μπορούσα ευχάριστος, ανάμεσα στους συγκαιρινούς μου «συνοδίτας». Κι όμως άκουσα κι αυτή την κουβέντα, που μου εξετόξευσε, δεν ξέρω πια σε τι φύλλο, αγανακτισμένος «φιλολογικός» του συνεργάτης: «Εγγονόπουλε, πάψε πια να βασανίζεσαι και να μας βασανίζης!»


Αν η ζωή μου είναι αφιερωμένη στη ζωγραφική και στην ποίηση, είναι γιατί η ζωγραφική και η ποίησις με παρηγορούν και με διασκεδάζουν. Έτσι και τότε, παρ' όλη την απογοήτευσή μου, εξακολουθούσα ανελλιπώς να ζωγραφίζω, «να γράφω»1 ποιήματα. Κι όταν, μεσούντος του 1939, ο μακαρίτης Τάσος Βακαλόπουλος, Ναυπλιεύς, μου πρότεινε να μου δημοσιεύση συλλογή, του παρέδωσα τα ποιήματα των Κλειδοκυμβάλων της Σιωπής, που κυκλοφόρησαν στο τέλος της ίδιας εκείνης χρονιάς.
Εδώ πρέπει να πω πως, αν δεν εδαπάνησα ποτέ τίποτα για τη δημοσίευση των ποιημάτων μου, δεν απεκόμισα και ποτέ κανένα απολύτως υλικό όφελος απ' αυτά.


Με τις ίδιες, αν όχι κι εντονώτερες αντιδράσεις, υπεδέχθησαν, τη νέα μου συλλογή, οι «πνευματικοί» κύκλοι των συμπολιτών. Γεγονός άξιο να εξαρθή όλως ιδιαίτερα, αν ληφθή υπ' όψη ότι οι καιροί, τώρα, ήσαν μάλλον δύσκολοι: στη Δύση ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ήδη αρχινισμένος, και, στον αττικόν ορίζοντα, είχαν μαζευτεί απελπιστικά μαύρα σύννεφα, που μηνούσαν πολύ προσεγγίζουσες συμφορές.

Το αυτοβιογραφικό κείμενο του Νίκου Εγγονόπουλου, που διαβάζεται και ως κανόνας πνευματικής ζωής Facebook Twitter
Ποιητής και Μούσα

Τώρα, ποιοι οι αποτελούντες τ' οργισμένο πλήθος, που με καταδίκαζε κι εμένα; Οι αιώνιοι, οι γνωστοί, οι συνηθισμένοι. Πριν απ' όλα οι αδιάφοροι, που οι συνήθεις ασχολίες τους είναι τελείως άλλες και για τους οποίους: πνεύμα, ποίησις, τέχνες, είναι άφραγο χωράφι, όπου πιστεύουν ότι δικαιούνται να μπαίνουν ως το κρίνει το κέφι τους, ν' ανοηταίνουν, να «σπαν πλάκα» κατά το δη λεγόμενο. Μάλιστα όταν βρεθούν και καλοθελητές να τους εμπνεύσουν και ναν τους κάμουν την αρχή!... Γιατί από μόνοι τους δεν θα «επεσήμαιναν» τα αξιοκατάκριτα, τ' αξιογέλαστα: δε θα μπορούσαν, ίσως και δεν θα τολμούσαν2. Ύστερα οι «νερόβραστοι»,3 αυτοί που πιθανόν να έχουν κάποιο μικρό ενδιαφέρον για μιαν ελάχιστη περιοχή της τέχνης και που, μέσ' στην άγνοια και την αμάθειά τους, την ημιμάθειά τους έστω, παίρνουν κι αυτοί το δικαίωμα να επιτίθενται και να βρίζουν μ' όσους διαφωνούν. Έπειτα οι καθαρώς κακοί, που απονέμουν εις εαυτούς, έτσι, το δικαίωμα να βλάπτουν τους συνανθρώπους με κάθε πρόφαση. Αλήθεια, οι αναγνωρίζοντες εις εαυτούς δικαιώματα δεν αξίζουν και πολλά πράγματα: ο πραγματικά πνευματικός άνθρωπος καθήκοντα, και μόνο, παραδέχεται κι αναγνωρίζει στον εαυτό του.


Για να δώσω μια σαφή εικόνα της όλης καταστάσεως, αντιγράφω από άρθρο γνωστού κριτικού, σχετικά με τον καιρό που λέω: «Την εποχή εκείνη των ακαθόριστων ακόμη αισθητικά και κριτικά όρων και αποχρώσεων της νέας ποίησης, οι δύο συλλογές του Εγγονόπουλου συμβάλανε αποφασιστικά για την τελειωτική αποκρυστάλλωση της έννοιας υπερρεαλισμός στην αντίληψη πολλών, σαν πνευματικό σκάνδαλο, δίχως προηγούμενο στην ιστορία της λογοτεχνίας μας. Ο Εγγονόπουλος έγινε από τότε στόχος μιας παράφορης κι αντιπνευματικής, στο βάθος, καταδρομής από χρονογράφους, επιθεωρησιογράφους, λόγιους, κριτικούς και ποιητές, που γρήγορα γενικεύτηκε σε τυφλή επίθεση κατά της νέας μας ποίησης και λογοτεχνίας. Μα ενώ σιγά-σιγά το έργο των άλλων άρχισε να γίνεται δεκτό "κατά δόσεις' σαν αληθινή και νέα ποίηση, στον Εγγονόπουλο δε δόθηκε ακόμη χάρη και τ' όνομά του, στημένο στην πιο απλησίαστη περιοχή της λογοτεχνίας μας σαν κατηγορηματική απαγόρευση,...» κλπ. Και πρέπει να γίνη απόλυτα πιστευτός ο κριτικός μας, γιατί έχει τις πληροφορίες του από θετική πηγή. Ενώ, σήμερα, έχω την τιμή να τον συγκαταλέγω ανάμεσα στους πιο χαριτωμένους μου φίλους, φίλους και του προσώπου μου και της δουλειάς μου, πρέπει να ομολογήσω πως, τότε, μετριόνταν ανάμεσα στους πιο ανελέητους, στους πιο αδυσώπητους επιτιμητάς κι επικριτάς μου.


Η κυρία Μ. Κρανάκη, μετά την έκδοση του Domaine Grec, δηλαδή μετά το 1947, περιγράφει αυτή την «ηρωική εποχή» στον τόπο μας, στο παρισινό περιοδικό Critique: «...la réaction du public fut beaucoup plus violente qu'ailleurs. Le seul titre assez peu provocant de Clavecins du Silence, recueil de vers d'Engonopoulos, souleva des vagues d'hystérie»4.


Σημειωτέον ότι στο μεταξύ ο πόλεμος είχε φτάσει πια ως εδώ. Στρατεύθηκα και με έστειλαν στην πρώτη γραμμή, στην «γραμμή πυρός», όπου με βαστήξανε πεισματάρικα, μέχρι το τέλος των επιχειρήσεων. Δίχως καμιάν ανάπαυλα, αν εξαιρέσω ένα αρκετά βασανιστικό «ιντερμέδιο» στη «Διλοχία Πειραιώς», απλούν «πειθαρχικόν λόχον». Γιατί κανείς δεν αγνοεί ότι, ιδιαίτερα στην περίοδο της όντως αλησμονήτου «4ης Αυγούστου», ο όρος «διανοούμενος» συνεπήγετο και την έννοια του «υπόπτου». Ύστερα από φονικότατη μάχη, στις 13 Απριλίου 1941, συνελήφθην αιχμάλωτος, κρατήθηκα, με τους συναδέλφους μου, παρανόμως, από τους Γερμανούς, σε στρατόπεδα «εργασίας αιχμαλώτων», δραπέτευσα, αλώνισα, με τα πόδια, πάνω από την μισήν Ελλάδα, και τέλος επέστρεψα εις τα ίδια. Η εχθρότης και τα «rires jaunes» διατηρόνταν ακόμη αναλλοίωτα, και διετηρήθησαν μέχρι την εποχή του «Μπολιβάρ». Το ποίημα άρεσε στην τότε νεολαία και, σιγά-σιγά, η κατάσταση άρχισε να μαλακώνη. Ίσαμε το σημείο να μου απονεμηθή, το 1958, από το Υπουργείο Παιδείας, το «Α´ βραβείο ποιήσεως» για την εκδοθείσα τον προηγούμενο χρόνο συλλογή μου, αλλά και «διά την προτέραν ποιητικήν προσφοράν» μου. Είναι η μόνη τιμή που μου έγινε ποτέ από το επίσημο κράτος. Με ξάφνιασε δε διπλά, γιατί πρώτον δεν είχα κάμει καμιάν αίτηση και, ως το συνηθίζω, κανένα διάβημα, γι' αυτό το σκοπό, αλλά και γιατί τα περισσότερα μέλη της Επιτροπής δεν ήσαν φίλοι της δουλειάς μου, και πολλά εξακολουθούν να μην είναι και σήμερα.

Το αυτοβιογραφικό κείμενο του Νίκου Εγγονόπουλου, που διαβάζεται και ως κανόνας πνευματικής ζωής Facebook Twitter


Είπα, πιο πάνω, ότι οι βιαιότητες των εναντίον μου επιθέσεων δεν με σταματήσανε ποσώς από του να ζωγραφίζω και να «γράφω» ποιήματα. Δεν μπορώ όμως να πω ότι δεν με δυσκόλεψαν, και πολύ μάλιστα, στη ζωή μου5. Καθώς δεν είμαι «οικονομικώς ανεξάρτητος», και μη έχοντας ικανότητα καμιά γι' αυτά που λεν «διπλωματίες», εργάστηκα συνεχώς, σκληρά, ως υπάλληλος, χωρίς να λείψω ούτε στιγμή. Για να εξασφαλίσω και την ελευθερία μου, και τον λίγο καιρό, και τα ακόμη λιγώτερα μέσα που μου επέτρεψαν να εργαστώ καλλιτεχνικά. Ένας Θεός ξέρει τι απαιτητική, τι πολυδάπανη είναι η ζωγραφική επιστήμη. Τον Μαικήνα δεν τον συνήντησα ποτέ. Υπήρξα καλός υπάλληλος κι αυτό μου το επιτρέπουν ναν το πω τα διάφορα πιστοποιητικά «ικανοποιήσεως» των κατά καιρούς, λίγων ευτυχώς, εργοδοτών μου. Εύκολο να φανταστή κανείς με τι επιεική διάθεση οι διάφοροι εργοδόται είχαν την όρεξη να του εξασφαλίσουν «τα προς το ζην», σε υφιστάμενο που είχε την φήμη του ποιητού, και μάλιστα του «σκανδαλώδους ποιητού»! Ένας-δυο μού εφέρθηκαν και αφάνταστα σκληρά. Σήμερα, η πείρα μου μού επιτρέπει ναν το πω, με απόλυτη ευθύνη, πως, στον τόπο μας, και μάλιστα στα χρόνια τα δικά μας, η εκτίμησις εκδηλώνεται με αμείλικτη καταδίωξη. Πιστεύω πως, παλαιότερα, τον πνευματικό άνθρωπο, η νεο-ελληνική κοινωνία τον περιέβαλλε μόνο μ' απόλυτη αδιαφορία, δίχως μίσος.


Πάντως το πλέον οδυνηρό της όλης προπολεμικής μου αυτής περιπέτειας ήταν άλλο. Η στάσις των «ανθρώπων του πνεύματος» και των «συναδέλφων» γύρω μου. Από τους αδιάφορους προς την ποίηση, ή μάλλον τους ξεκάθαρα εχθρούς της ποιήσεως, οι λοιδωρίες κι οι επιθέσεις σ' έναν γνήσιο εκπρόσωπό της. Χαρά τους να τον βρίσουν, να προσπαθήσουν να τον εξοντώσουν. Μέχρις εκείνων που μπορούσανε να καταλάβουν τι έλεγα, και να προσπαθήσουν να απαλύνουν, να κατευνάσουν το άνομο φέρσιμο, αλλά δεν το έκαμαν, ωθούμενοι είτε από συμφέρον, είτε από σκέτη ζήλεια. Μιαν απέραντη κλίμακα, απαισία τη θέα, ανθρωπίνων αδυναμιών και ανανδρίας. Μπροστά μου, άλλοι μου έκαναν τον φίλο, άλλοι τον επιεική, πίσω μου όλοι τους συνένωναν τις φωνές τους με το σκυλολόι. Να μη λείψουν να εκδικηθούν, με τον τρόπο τους, εκείνον που έκανε αυτό που κι οι ίδιοι θα ποθούσαν να έκαναν, αλλά δεν είχαν την ικανότητα.


Κι οι Θεοί ηττώνται όταν τα βάλουν με τη βλακεία (Dummheit), λέει ο Γερμανός ποιητής. Πού θα βρισκόμουν καταβαραθρωμένος, που δεν είμαι, απλώς, παρά ένας ζωγράφος και ποιητής με σώμα θνητό; Αν εσώθηκα, αυτό το χρωστώ στους ελάχιστους φίλους που μου παραστάθηκαν. Και, προ πάντων, σε δύο μεγάλους που μ' ευεργετήσανε ποικιλοτρόπως, και για τους οποίους πρέπει να πω εδώ την μεγάλη μου ευγνωμοσύνη. Εννοώ τον μεγάλο ζωγράφο Κωνσταντίνο Παρθένη και τον μεγάλο ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο.


Ο Κωνσταντίνος Παρθένης είναι ένας πραγματικά μεγάλος ζωγράφος. Ένας από τους πιο μεγάλους της εποχής μας και συνεπώς όλων των εποχών. Ευτύχησα να σπουδάσω κοντά του. Έτσι, όχι μόνο επωφελήθηκα της υπέροχης διδασκαλίας του: ό,τι γνωρίζω στη ζωγραφική το οφείλω, αποκλειστικά, σ' αυτόν. Αλλά, ταυτόχρονα, μου επετράπη να γνωρίσω τον άνδρα και να εμψυχωθώ, για όλη μου τη ζωή, έναν άνθρωπο υψηλόφρονα, ευθύ, άτεγκτο και ανεπηρέαστο στο δρόμο της αρετής, μεγάλης καλλιεργείας, αφάνταστου ψυχικού πλούτου και μεγαλείου, κομψότατο, απέραντο καλό6, έναν αληθινό αριστοκράτη του πνεύματος και της ζωής.


Τα ίδια έχω να πω και για τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Ευτύχησα, επίσης, να γνωρίσω κάπως από κοντά τον μεγάλο ποιητή. Πάντοτε με έθελξαν και με γοήτευσαν και με παρηγόρησαν στη ζωή (νά η αποστολή της ποιήσεως!), τα υπέροχα έργα του. Τα ποιήματά του, καθώς και όλα του τα γραπτά, είναι προϊόντα μιας μεγάλης φαντασίας, ενός πάρα πολύ πλουσίου πνευματικού και ψυχικού κόσμου, μιας άψογης όσο και βαθειάς γνώσης του ωραίου και του καλού. Τα έργα του και η ζωή του τοποθετούν τον Ανδρέα Εμπειρίκο, ισάξιο, πλάι σ' έναν Σολωμό, σ' έναν Baudelaire, σ' έναν Lautréamont, σ' έναν Δάντη. Ο άνδρας, ακριβώς όπως ο Παρθένης: υπέροχος. Πρέπει να ειπωθή το ίδιο και γι' αυτόν όπως και για τον μεγάλο ζωγράφο: ένας αριστοκράτης του πνεύματος και της ζωής.

Το αυτοβιογραφικό κείμενο του Νίκου Εγγονόπουλου, που διαβάζεται και ως κανόνας πνευματικής ζωής Facebook Twitter


Τον Εμπειρίκο ευγνωμονώ και γι' άλλο κάτι: είναι ο πρώτος που, στο μεγάλο σάλο, σήκωσε θαρραλέα τη φωνή και διαμαρτυρήθηκε για τον άδικο κατατρεγμό μου. Και επέβαλε σιωπή. Γιατί ποτέ δεν έστερξε την ψευτιά και την αδικία. Πάντοτε στάθηκε έτοιμος να υπερασπίση ό,τι θεωρούσε σωστό και δίκαιο, και να στηλιτεύση κάθε τι που έβλεπε άδικο, ή απλώς κακό. Απίστευτα ανιδιοτελής, ποτέ ο ίδιος δεν καταδέχτηκε μικροσυμφέροντα και μικροπολιτικές, όπως συνηθίζεται, ευρύτατα, εδώ κι αλλού. Όμοια με τον Παρθένη, δουλεύει μέσ' στην καθαρή χαρά, κι είναι το έργο τους, το έργο τους και μόνο, και των δυονώ, που θαν τους τοποθετήσει, ασφαλώς και ακόπως, στη θέση που κατέχει δικαιωματικά ο καθείς τους και στον ελληνικό ορίζοντα και στον παγκόσμιο: μια από τις πρώτες.


Το σημείωμα αυτό, που πρέπει να είναι όσο το δυνατό συντομώτερο, δεν μου επιτρέπει να επεκταθώ και στο ποιητικό μου «πιστεύω». Άλλωστε ενυπάρχει μέσα στις γραμμές των ποιημάτων των συλλογών. Τον καλό μου αναγνώστη, αν θέλη, θα τον παραπέμψω στα άρθρα, διαλέξεις, κεφάλαια βιβλίων, με τα οποία ετίμησαν το ποιητικό μου έργο οι κύριοι Ανδρέας Εμπειρίκος, Robert Levesque, René Etiemble, Ανδρέας Καραντώνης και Γεώργιος Θέμελης. Εκεί εξηγούν και τις προθέσεις μου και τα επιτεύγματά μου.


Θα περιοριστώ σε μερικές γραμμές μόνο για τη γλώσσα που χρησιμοποιώ. Κι η οποία δέχτηκε συχνά τον χαρακτηρισμό, σαν ψόγο, της «μικτής». Πρέπει να πω πως είναι απλούστατα η γλώσσα που μιλώ. Άλλωστε πρωτεύουσα σημασία δεν έχει το να γίνεται κανείς αντιληπτός από κείνους που επιθυμούν, πραγματικά, να τον καταλάβουν; Νόμιμη γλώσσα, για μας, είναι η γλώσσα η ελληνική. Δεν έχουν κανένα νόημα απολύτως αυτές οι γνώμες οι φανατικές για «μικτή», «καθαρεύουσα», «δημοτική». Πρέπει ν' αντιμετωπίζονται με απόλυτη αδιαφορία ή, αν το θεωρούμε σκόπιμο, μ' αυτόν τον μόνον επιτρεπόμενο φανατισμό: εκείνον που εμπνέει τον πόλεμο εναντίον κάθε είδους φανατισμού.


Τις γνώσεις μου στη γλώσσα την ελληνική πιστεύω πως τις βοήθησε η απέραντη αγάπη που έχω για την ανάγνωση αρχαίων, βυζαντινών και μεταβυζαντινών κειμένων. Τα βιβλία μου με τ' αρχαία και τα βυζαντινά κείμενα ήτανε, τα περισσότερα, σ' «ευρωπαϊκές» εκδόσεις, με τις εξηγήσεις και τα σχόλια γραμμένα στα γαλλικά ή τα λατινικά. Πολλά βυζαντινά και, σχεδόν, τα πιο πολλά μεταβυζαντινά, ήσαν δικών μας εκδόσεων. Η καθαρεύουσα (και καμιά φορά υπέρ-καθαρεύουσα) των Σάθα, Λάμπρου, Ξανθουδίδη, και των σημερινών ακόμη7, στις σημειώσεις και τις μελέτες που συνόδευαν τα κείμενα, όχι μόνο δεν μ' εξένιζε, σαν τις γαλλικές και τις λατινικές που είπα, αλλ' αντίθετα μ' έκανε να παρατηρήσω πώς συνδέονταν και, στο τέλος, συγχέονταν με τη γλώσσα του μελετούμενου γραπτού. Έτσι κατάλαβα πως η γλώσσα η ελληνική είναι μία. Κι ότι είναι μάλλον έλλειψη σοφίας να προσηλώνεται κανείς πεισματάρικα σε μια και μόνο, αποκλειστικά, μορφή της, να περιφρονή αυτόν τον αμύθητο πλούτο, το θησαυρό, που έχει στη διάθεσή του. Και να μην αντλή, ελεύθερα, με σεβασμό και προσοχή φυσικά, για να λαμπρύνη το στίχο του, να ενισχύση το νόημά του. Ακριβώς όπως μας διδάσκουν τ' αθάνατα γραπτά του Παπαδιαμάντη και του Καβάφη. Όπως κάμω στη ζωγραφική μου. Όπου δεν αποκλείω κανένα χρώμα να βρη την κατάλληλη θέση του και να συμβάλη, κι αυτό, στην γενική αρμονία του πίνακος. Όπως, πλάι από τα διδάγματα του Πολυτεχνείου, πάλι στη ζωγραφική μου, προσθέτω, και συνθέτω, τα διδάγματα των Βυζαντινών, των Αρχαίων και των «λαϊκών», σαν τον Θεόφιλο και τους άλλους.


Θα ήταν ασυχώρετη παράλειψις να μην πω, εδώ, για τα λίγα, φευ, χρόνια που πέρασα κοντά στον Μενέλαο Φιλήντα. Πράγματι, πρόλαβα τον μεγάλο γέροντα, και είχα την μεγάλη τύχη ν' ακούσω τα σοφά και πολύτιμα λόγια του μεγαλοφυούς γλωσσολόγου.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1.Τα ποιήματα τα ζει κανείς, δεν τα «γράφει».

2. Άλλωστε, γι' αυτούς κάθε τι που δεν έχει άμεση ωφελιμότητα είναι, κατ' αρχήν, ασυζήτητα «γελοίο».

3. Το μεταχειρίζομαι αντί του «ερασιτέχναι» γιατί, τι σχέση μπορεί να 'χη μ' αυτούς η ωραία λέξη που περιέχη τον έρωτα!

4. Με ικανοποίηση διεπίστωσα ότι αυτή η αρετή τού να προκαλεί «des vagues d'hystérie» δεν εξαντλήθηκε ακόμη. Προ καιρού μού έφεραν γραπτό (με ημερομηνία 9ης Φεβρουαρίου 1962!) όπου γέρων χρονογράφος εφημερίδων εκθέτει την αγανάκτηση που αισθάνθηκε, ύστερα από 24 (είκοσι τέσσερα) ολόκληρα χρόνια, στην ανάγνωση του βιβλίου μου. Αφού, απροκάλυπτα εξοργισμένος, σχολιάζει τους στίχους μου με χοντροκομμένη «λεπτότητα», στο τέλος εκφράζει και τη λύπη του (τι κομψότης!) ότι δεν έχει... φόλα να μου πετάξη, ή «βρεμένη σανίδα». Ακόμη και την αμάθειά του επιστρατεύει εναντίον μου: αγνοών λέξεις που μεταχειρίζομαι, μου προσάπτει τη χρήση τους ως ψόγο!

5. Πρέπει όμως να πω πως την «horrible misère» δεν την εγνώρισα ποτέ. Παρ' ό,τι λέει στο βιογραφικό του σημείωμα, που συνοδεύει γαλλικό ποίημά μου στα Cahiers du Sud (αριθ. 303, 1950), αρκετά «fantaisiste» όσο και άγνωστός μου σχολιαστής! Αλλά μια σχετική άνεση;...

6. Η καλωσύνη, έλεγε ο Τολστόι, είναι η πρώτη βαθμίς της πραγματικής αριστοκρατίας.

7. Εξαιρέσει του σοφού καθηγητού Νίκου Βέη. Δεν εκατάλαβα ποτέ πώς ο μεγάλος αυτός επιστήμων χρησιμοποιούσε αυτήν την περίεργη, κι εξεζητημένη, γλώσσα, που θα ξάφνιαζε κι αυτόν τον ίδιο τον Ψυχάρη αν τον διάβαζε.

Εικαστικά
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μέσα στο εργαστήριο του Χριστόφορου Κατσαδιώτη 

Εικαστικά / Ο Χριστόφορος Κατσαδιώτης αναδεικνύει το άχρηστο σε τέχνη

Το εργαστήριο του χαράκτη, όπου ξεδιπλώνεται ένα σύμπαν βγαλμένο από κάποιο σκοτεινό παραμύθι, μεταφέρεται προσωρινά σε μια σχεδόν κρυμμένη αίθουσα του μουσείου Μπενάκη, στην οδό Πειραιώς.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Άνοιξε το πολυαναμενόμενο πρώτο μουσείο μετανάστευσης

Εικαστικά / Fenix: Το πρώτο μουσείο μετανάστευσης άνοιξε στο Ρότερνταμ

Τι κοινό έχουν ένα πλοίο που κατασχέθηκε από τη Λαμπεντούζα, ένα κομμάτι του Τείχους του Βερολίνου και δύο γιγάντιες φωτεινές μπλε παντόφλες; Όλα βρίσκουν τη θέση τους στο νέο μουσείο της Ολλανδίας που επικεντρώνεται εξ ολοκλήρου στη μετανάστευση.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
O Χρήστος Οικονόμου και ο Ζώης Γέρος ξέρουν περισσότερα απ’ όσα περίμενα για την Τζένη Χειλουδάκη

Εικαστικά / O Χρήστος Οικονόμου και ο Ζώης Γέρος ξέρουν περισσότερα απ’ όσα περίμενα για την Τζένη Χειλουδάκη

O Χρήστος Οικονόμου και ο Ζώης Γέρος είναι δυο νεαροί ζωγράφοι και δυο πολύ καλοί φίλοι. Τους έφερε κοντά η αγάπη για τη μυθολογία, την τέχνη και μια ανεξήγητη εμμονή με την Τζένη Χειλουδάκη. Τα έργα τους πραγματεύονται το τραύμα με τρόπο ωμό και βαθύ. Παρά τα όσα θα πίστευαν πολλοί, διαψεύδουν τις φήμες που τους θέλουν ζευγάρι…
ΙΩΝΑΣ ΚΑΛΛΙΜΑΝΗΣ
Μυστήρια του σύμπαντος και σύγχρονα έργα τέχνης σε μια έκθεση στο Αστεροσκοπείο Αθηνών

Εικαστικά / Μυστήρια του σύμπαντος και σύγχρονα έργα τέχνης σε μια έκθεση στο Αστεροσκοπείο Αθηνών

Η έκθεση με τίτλο «Κοσμική Σκόνη/Άγνωστες Γαίες» αντλεί έμπνευση από την προσωπικότητα και το έργο του Γερμανού αστρονόμου Ιούλιου Σμιτ, διευθυντή του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών κατά τον 19ο αι., και μας προσκαλεί να περιηγηθούμε ανάμεσα σε μακρινούς πλανήτες και σε γήινα, απτά υλικά.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Καραβάτζιο: Κανείς δεν είχε ζωγραφίσει έτσι πριν από αυτόν

Guest Editors / Καραβάτζιο: Κανείς δεν είχε ζωγραφίσει έτσι πριν από αυτόν

Η έκθεση «Caravaggio 2025» αποτελεί μια σπάνια ευκαιρία για τους λάτρεις της τέχνης να έρθουν σε επαφή με τον ρεαλισμό και τη συναισθηματική δύναμη του ανυπέρβλητου καλλιτέχνη του μπαρόκ, ο οποίος επαναπροσδιόρισε την εικαστική αφήγηση και έθεσε τα θεμέλια της σύγχρονης ζωγραφικής.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
Ο Άγγελος Παπαδημητρίου ανάγει το κοινό γούστο σε καλλιτεχνική χειρονομία μεγάλης δυναμικής 

Εικαστικά / Το νέο έργο του Άγγελου Παπαδημητρίου είναι ένα εικονοστάσι για τα όνειρά μας

Ο αγαπημένος καλλιτέχνης επιστρέφει με ένα νέο έργο-εγκατάσταση στην Πινακοθήκη του Μουσείου Βορρέ, έναν χαιρετισμό στην Ελλάδα της Κάλλας και του Καβάφη, του Αττίκ και της Στέλλας Γκρέκα· μιας εποχής μεγάλης ευαισθησίας που έχει πια χαθεί.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Γιατί να κοιτάμε τα ζώα; Δικαιοσύνη για τη μη ανθρώπινη ζωή

Εικαστικά / Η πρώτη μεγάλη έκθεση για τα δικαιώματα των ζώων στο ΕΜΣΤ

Πρόκειται για τη μεγαλύτερη έκθεση που έχει διοργανώσει το ΕΜΣΤ και για την πρώτη μεγάλη έκθεση με θέμα την ευημερία των ζώων διεθνώς, στην οποία συμμετέχουν περισσότεροι από 60 καλλιτέχνες από 25 χώρες (από Ευρώπη, Ασία, Αφρική και Αμερική) – πάνω από 200 έργα καταλαμβάνουν όλους τους ορόφους του μουσείου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Romaine Brooks: Συμφωνία σε γκρι από μια ξεχασμένη κυρία της ζωγραφικής

Εικαστικά / Romaine Brooks: Η ζωγράφος με το ανδρόγυνο στυλ που έσπασε όλα τα ταμπού της εποχής της

Μια πρωτοπόρος καλλιτέχνιδα που έζησε μια συναρπαστική και αντισυμβατική ζωή, μέσα στη δίνη των «Roaring Twenties», δημιουργώντας τέχνη πέρα από τα κυρίαρχα ρεύματα του καιρού της.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Allspice» στο Μουσείο Ακρόπολης: Mια έκθεση για τις αρπαγές, τις λεηλασίες, τις διώξεις των πολιτισμών

Εικαστικά / «Allspice» στο Μουσείο Ακρόπολης: Mια έκθεση για τις αρπαγές, τις λεηλασίες, τις διώξεις των πολιτισμών

Ο Michael Rakowitz, χρησιμοποιώντας αντισυμβατικές προσεγγίσεις, ανοίγει έναν διάλογο με έργα συγκινητικά, φανερά πολιτικά, υπενθυμίζοντάς μας την επανάληψη οδυνηρών γεγονότων της Ιστορίας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Κατερίνα Βαγενά: «Δεν καταλαβαίνω γιατί φερόμαστε λες και το να μεγαλώνεις είναι αρρώστια»

Οι Αθηναίοι / «Δεν έκανα την Κιμωλία για τα λεφτά αλλά για να δείξω αυτό που είμαι»

Eίναι η ιδιοκτήτρια της Κιμωλίας, του art café που έγινε σημείο αναφοράς στην Πλάκα. Δηλώνει αυτοδίδακτη στα πάντα και πιστεύει στη δύναμη των ανθρώπων να ξαναγεννιούνται. Η Κατερίνα Βαγενά είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΛΑΣΚΑΡΙΝΑ ΛΙΑΚΑΚΟΥ
CHECK ANTISOCIAL

Εικαστικά / Antisocial: Η Φρόσω Πίνη έφερε την τέχνη σε ένα θρυλικό αθηναϊκό αφτεράδικο

Στη στοά της Λεωκορίου, στου Ψυρρή, η Φρόσω με αφοσίωση δίνει ζωή σε έναν χώρο τέχνης που κάνει τους Αθηναίους να φτάνουν στην Cantina Social πιο νωρίς απ’ ό,τι είχαν συνηθίσει — και έτσι, τουλάχιστον, έχουν μαζί τους τα γυαλιά ηλίου· just in case.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Ximena Maldonado Sánchez: «cardón, carmín y ola»

Εικαστικά / «Τα έργα μου δεν είναι φωτογραφίες, ούτε καρτ ποστάλ»

Η 26χρονη Μεξικανή ζωγράφος Ximena Maldonado Sánchez παρουσιάζει σε μία νέα έκθεση στην γκαλερί Bernier/Eliades στην Αθήνα μια τοπιογραφία με κάκτους, υπόγεια νερά και το κόκκινο του πάθους, που θυμίζει έντονα την πατρίδα της.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Ένας Μάιος γεμάτος τέχνη: Όλες οι εκθέσεις που δεν πρέπει να χάσεις

Εικαστικά / Ένας Μάιος γεμάτος τέχνη: 24 εκθέσεις που αξίζει να δείτε

Οικολογία, αποικιοκρατία, εξουσία, η σχέση μας με τα ζώα, μετανάστευση, ρατσισμός: Η εικαστική κίνηση της Αθήνας σήμερα αναδεικνύει τα φλέγοντα και επίκαιρα θέματα που απασχολούν τους σύγχρονους εικαστικούς.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Μπάμπης Ρετζεπόπουλος: Ένας ανένταχτος, εκλεκτικός και ασυμβίβαστος καλλιτέχνης

Εικαστικά / Η αθώα, ανόθευτη, παιδική ματιά στο έργο του Μπάμπη Ρετζεπόπουλου

Η Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων τιμά με μία αναδρομική έκθεση τον, γνωστό και ως Babis R., ζωγράφο και χαράκτη, έναν ανένταχτο καλλιτέχνη που, πέρα από το πολύτιμο εικαστικό του έργο, μάς άφησε παρακαταθήκη την ακεραιότητά του και την απροκατάληπτη στάση του απέναντι στην τέχνη.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
H εκρηκτική συνάντηση του Francis Bacon με τον Peter Beard

Σαν σήμερα / Φράνσις Μπέικον: «Σιχαίνομαι εννιά στις δέκα ζωγραφιές που βλέπω, ανάμεσά τους και τις δικές μου»

Σαν σήμερα το 1992 πεθαίνει ο σπουδαίος αιρετικός Βρετανός ζωγράφος και ανατόμος της ανθρώπινης υπαρξιακής αγωνίας. Ο Βασίλης Κιμούλης είχε μεταφράσει αποκλειστικά για τη LIFO αποσπάσματα από τις εκρηκτικές συνομιλίες του Μπέικον με τον φωτογράφο Peter Beard.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΙΜΟΥΛΗΣ
Η Κιμώνα τα μεσάνυχτα γίνεται γάτα

Εικαστικά / Όταν η Κιμώνα ήταν μικρή έκλεβε τους μαγνήτες του παππού της, του γλύπτη Takis

Η τοσοδούλα γκαλερί Red Carpet, με το τέλειο γκράφιτι στον τοίχο, ξεχωρίζει από μακριά στην οδό Σολωμού. Κόρη της εικαστικού Λυδίας Βενιέρη και εγγονή του γλύπτη Takis, η ιδιοκτήτριά της, η Κιμώνα, φιλοξενεί 7 καλλιτέχνες σε 15 τετραγωνικά. Όταν της μιλούν για τα Eξάρχεια τα μάτια της βγάζουν καρδούλες.
ΤΖΟΥΛΗ ΑΓΟΡΑΚΗ
Άγγελος Μεργές: Οff season παραθεριστές με χρώματα που εκπέμπουν ηλεκτρισμένη ενέργεια

Εικαστικά / Παραθεριστές ή πρόσφυγες; Οι αινιγματικές φιγούρες του Άγγελου Μεργέ

Ο 36χρονος Έλληνας ζωγράφος, με έδρα τη Ζυρίχη, εκθέτει στην γκαλερί Καλφαγιάν έργα του με διφορούμενες –έντονα χρωματισμένες και ηλεκτρισμένες– ανθρώπινες φιγούρες σε off season παραλίες, που θυμίζουν ήρωες του Αντονιόνι.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ