Το χέρι μου στο κινηματογραφικό Ευαγγέλιο, αν κάποιος ισχυριστεί ότι το «Ζιλ και Τζιμ» (1962) δεν αποτελεί ταινία-ορόσημο για το ρεύμα της Nouvelle Vague και για το σινεμά γενικότερα ή, ακόμα χειρότερα, ότι πρόκειται για σκουπίδι, θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά του να πάρει την άποψή του και να τη βάλει εκεί που ξέρει. Ωστόσο, η σχέση μας με το σινεμά, με τους δημιουργούς και, προπάντων, με τις δημιουργίες (πρέπει να) είναι δυναμική, αλλιώς θα καταστούν μουσειακό είδος. Και, για να μείνουμε εντός θέματος, θυμόμαστε όλοι από το γκονταρικό «Bande a part» (1964) πώς αντιμετωπίζει η νεολαία τα μουσεία, έτσι;
O Φρανσουά Tριφό, σκηνοθέτης του «Ζιλ και Τζιμ», εισήλθε με κρότο στη διεθνή κινηματογραφική σκηνή με τα αξεπέραστα «400 χτυπήματα» (1959), συνοψίζοντας στο τελικό πλάνο με έναν απλό αλλά ιδιοφυή τρόπο την ακαταμάχητη ροπή του ανθρώπινου πνεύματος προς την ελευθερία. Ξεκίνησε έτσι ένα καταπληκτικό work in progress με τις περιπέτειες του Αντουάν Ντουανέλ, που ενέπνευσε από το «Up» του Μάικλ Άπτεντ ως την τριλογία «Before» του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ. Aπό εκεί και πέρα, ο υπογράφων υποστηρίζει μια αιρετική άποψη, την οποία μπορείτε κάλλιστα να λοιδορήσετε: τον Τριφό τον χάσαμε πάνω στη δημιουργική ωρίμανσή του, όταν αυτός ο άνθρωπος που εμφανέστατα αγαπούσε με πάθος τα κινηματογραφικά είδη σταμάτησε να τα αντιμετωπίζει ως αφορμή για μοντερνισμούς και υιοθέτησε μια πιο κλασικότροπη σκηνοθετική προσέγγισή τους.
Το «Ζιλ και Τζιμ» είναι μια ταινία σε διαρκή κίνηση, μιμείται, θαρρείς, τους ήρωες που τρέχουν στο διάσημο στιγμιότυπο στη γέφυρα και, ευτυχώς, κατά διαστήματα «τρέχει» πιο γρήγορα από τη γλώσσα του αφηγητή – που, είπαμε, έχει πάρα πολλά να πει και δεν ξέρει τι να πρωτοδιαλέξει.
Επίσης, αν και επί της αρχής δεν στηρίζω την αναχρονιστική κριτική αποτίμηση, οφείλω να παραδεχτώ ότι η στάση του σινεμά του προς τις γυναίκες σε ορισμένες περιπτώσεις είναι συζητήσιμη. Δεν θα ήθελα να πω σεξιστική, αν και ο τρόπος που η Κάθριν παρουσιάζεται στην ταινία πρωτίστως ως αυτάρεσκη (και συνειδητή) πηγή βασάνων για τους δύο άρρενες και παραμένει απρόσιτη ακόμα και για τον παντογνώστη αφηγητή ίσως αποτελεί μια σχετική απόδειξη − διάολε, δεν χωράει καν το όνομά της στον τίτλο της ταινίας.

Το «Ζιλ και Τζιμ», λοιπόν, στα κινηματογραφικά εγχειρίδια αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ως ωδή στον amour fou –μα έχει χρόνο και ψυχραιμία για να μιλήσει έτσι γι’ αυτόν εκείνος που χάνεται στη δίνη του;−, ως υπόδειγμα ρομαντισμού –αφενός ο Τριφό αποδομεί τις παραδοσιακές ρομαντικές αφηγήσεις και κάθε άλλο παρά ρομαντικοποιεί το παρελθόν, αφετέρου περισσότερο στη φιλία των Ζιλ και Τζιμ εστιάζει– και, τέλος, ως μια κατάδειξη του πλήγματος που κατάφερε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στη σταθερότητα και στην ψυχική ηρεμία όσων τον έζησαν − μα ο πόλεμος περνάει και δεν ακουμπάει στο έργο και οι Ζιλ και Τζιμ για άλλα πράγματα καίγονται.
Τώρα, αν ζητήσεις από τους σινεφίλ να απαριθμήσουν τα βασικά χαρακτηριστικά του γαλλικού σινεμά, το «Ζιλ και Τζιμ» είναι ένας βασικός λόγος που ελάχιστοι θα παραλείψουν τη φλυαρία και το ménage a trοis.

Ως προς το πρώτο στοιχείο, οι χαρακτήρες στο έργο υπεραναλύουν τα συναισθήματά τους − περισσότερο μιλούν για τον έρωτα, παρά τον κάνουν. Ο δε αφηγητής είναι πανταχού παρών, σχολιάζει, συμπληρώνει, επεξηγεί, συχνά στέκεται εμπόδιο στην απρόσκοπτη απόλαυση της βασικής αρετής της ταινίας, που είναι το διαρκές παιχνίδι με τη φόρμα, οι εμπνεύσεις της στιγμής, η κινηματογραφικώς εννοούμενη αποθέωση της στιγμής μέσω του τρικ του freeze frame και, πάνω από όλα, η κινητικότητά της.
Το «Ζιλ και Τζιμ» είναι μια ταινία σε διαρκή κίνηση, μιμείται, θαρρείς, τους ήρωες που τρέχουν στο διάσημο στιγμιότυπο στη γέφυρα και, ευτυχώς, κατά διαστήματα «τρέχει» πιο γρήγορα από τη γλώσσα του αφηγητή – που, είπαμε, έχει πάρα πολλά να πει και δεν ξέρει τι να πρωτοδιαλέξει. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, η ταινία περιλαμβάνει τη μισή αλφάβητο της γλώσσας του μοντέρνου σινεμά κι αυτό αποτελεί μια αντικειμενική πραγματικότητα που, πιθανότατα, υπερβαίνει τις αναθεωρητικές προσεγγίσεις και απαντά εμφατικά στην αυθάδεια διάφορων γραφιάδων, συμπεριλαμβανομένου του υπογράφοντος.
Ως προς το δεύτερο στοιχείο, είναι, ομολογουμένως, μια ταινία που δεν θα κρίνει ποτέ την απόφαση των ηρώων να συζήσουν για ένα διάστημα στην εξοχή και αρκετά προοδευτική προς ένα μοντέλο σχέσης που σπάνια είχε απασχολήσει τόσο ανοιχτά το σινεμά – αν και ο Λιούμπιτς του Design for Living (1933) θα διαμαρτυρόταν δικαιολογημένα. Ας είμαστε ειλικρινείς, όμως, ο Τριφό μια χαρά θα κρίνει τον τρόπο που η Κάθριν χειραγωγεί τους δυο χαρακτήρες, οι οποίοι, θα επαναλάβουμε, κέρδισαν μια θέση στον τίτλο μόνο για τους ίδιους.

Ευτυχώς, η ιστορία ήρθε για να διορθώσει την αδικία, καθιστώντας τη Ζαν Μορό τη μοναδική ηθοποιό που μπορεί να μνημονεύσει ο μέσος διαβασμένος σινεφίλ −ευπρόσδεκτοι στα σινεφιλικά trivia games μας όσοι μπόρεσαν να επικαλεστούν από μνήμης τους Όσκαρ Βέρνερ και Ανρί Σερ− και χαρίζοντας στο «Le Tourbillon de la Vie» της ηρωίδας της κινηματογραφική και μουσική αθανασία, καθώς και μια δεύτερη ζωή, έξω από το πλαίσιο της ταινίας. Μια Μορό που κατορθώνει με τσαγανό να υπερβεί τον άχαρο ρόλο της «νύφης που φόρεσε μαύρα» στους δύο (για τον Τριφό «αθώους» ώσπου να τη γνωρίσουν) άντρες και διεκδικεί με τσαμπουκά την αυτόνομη θέση της (και την τρίτη διάστασή της) στην ανισόρροπη δυναμική μεταξύ τους. Μια ισορροπία που θα αποκαθιστούσε πλαγίως και πονηρά ο Γκοντάρ δυο χρόνια μετά, σε μια (πολύ) υπόγεια ερωτική, άτυπη «απάντηση» στον συνοδοιπόρο του με το «Bande a part» − ο αθεόφοβος θα έβαζε ακόμα και την τριπλέτα του να τρέξει, στη σκηνή που επικαλεστήκαμε στην εισαγωγή.
Εσείς, πάντως, μην τρέξετε μακριά από τις αίθουσες που παίζουν την ταινία. Είναι από εκείνες που ωφελεί να επισκέπτεσαι σε διαφορετικά στάδια της ζωής σου, για να διαγνώσεις πού στέκεσαι ως προς αυτές, ως προς τον εαυτό σου και τους γύρω σου και, κυρίως, ως προς τα «τραγικά ρομάντζα» και την εξιδανίκευσή τους.
Η ταινία «Ζιλ και Τζιμ» κυκλοφορεί στους κινηματογράφους την Πέμπτη 24 Ιουλίου από τη Summer Classics.