Στη Βρετανία ο Ρίτσαρντ Όσμαν είναι γνωστός ως τηλεπαρουσιαστής, με το τηλεπαιχνίδι του «House of Games» να είναι από τα δημοφιλέστερα του BBC, ειδικά στο νεανικό κοινό. Είναι, επίσης, ο συγγραφέας μιας πολύ αγαπητής σειράς βιβλίων, ευνοημένης εμπορικά (και) από την πρώτη καραντίνα, όπου τέσσερις συνταξιούχοι, δίχως τίποτα καλύτερο να κάνουν –θετικά το λέμε–, συστήνουν το «Thursday Murder Club», με στόχο να εξιχνιάσουν άλυτες υποθέσεις του παρελθόντος, αλλά κάπως τα φέρνει η μοίρα και καταλήγουν να λύνουν πραγματικά αστυνομικά μυστήρια. Το γκρουπ απαρτίζεται από μια πρώην κατάσκοπο, έναν συνταξιούχο συνδικαλιστή, έναν ψυχίατρο και μια πρώην νοσοκόμα, μέλος υπό δοκιμή στο πρώτο βιβλίο, το οποίο διασκευάζει η παρούσα ταινία, διατηρώντας, εύλογα, και τον τίτλο της πηγής.
Τους χαρακτήρες υποδύονται, με σειρά αναφοράς, η Έλεν Μίρεν, ο Πιρς Μπρόσναν, ο Μπεν Κίνγκσλεϊ και η Σίλια Ίμρι. Η πρώτη, πέραν του γενικότερου ειδικού βάρους, έχει προϋπηρεσία στην εξιχνίαση φόνων ως πρωταγωνίστρια του μακροβιότατου «Prime Suspect», ο τέως 007 αφήνει την κοιλίτσα να αναδειχθεί, γενειάδα ατημέλητη και περνάει άνετα για εξέχον και μαχητικό μέλος της εργατικής τάξης, ο Μπεν Κίνγκσλεϊ επαναλαμβάνει τον ρόλο του στο «Shutter Island» –ακόμα και στις ενδυματολογικές επιλογές– αλλά σε πιο ελαφρύ πλαίσιο, και η Σίλια Ίμρι έχει μεν μακρά παρουσία σε θέατρο, σινεμά και τηλεόραση, αλλά όχι ανάλογη αναγνωρισιμότητα με τους συμπρωταγωνιστές της κι έτσι συμπληρώνει ταιριαστά τον ρόλο του αουτσάιντερ που, μοιραία, θα γίνει αναπόσπαστο μέλος της ομάδας – μπορούμε να το γράψουμε, φανταζόμαστε δεν συνιστά spoiler.
Αν και έρχεται υπό τη μορφή ταινίας, το «Thursday Murder Club» αφήνει την εντύπωση του (εκτεταμένου) πιλότου μιας σειράς, δεδομένου ότι υπάρχουν άλλα τρία βιβλία για διασκευή.
Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Κρις Κολόμπους. Στα ’80s ήταν υπό την προστασία του Σπίλμπεργκ, έπειτα άνοιξε τα φτερά του, υπέγραψε κάτι «μικρές» ταινίες σαν το «Home Alone» και το «Harry Potter and the Philosopher’s Stone» –μπορεί να έχετε ακούσει κάπου γι’ αυτές– και λειτούργησε κι αυτός ως μέντορας για άλλους σκηνοθέτες, ανάμεσά τους κι ο Ρόμπερτ Έγκερς – μάλιστα, αυτός ο Ρόμπερτ Έγκερς, ποιος θα το πίστευε, ε; Αν και ποτέ δεν είχε επιδείξει τη βιρτουζιτέ άλλων σπιλμπεργκικών «παραπαιδιών», σαν τον Ρόμπερτ Ζεμέκις ας πούμε, θα περίμενες από τον Κολόμπους λίγη παραπάνω επιμέλεια στη mise en scène. Δυστυχώς, η ταινία σε τίποτα δεν διαφέρει στην όψη από τη μέση παραγωγή Netflix. Η μόνη πινελιά Κολόμπους που εντοπίσαμε είναι στο χτίσιμο του «Cooper’s Change», του πολυτελούς γηροκομείου όπου ζουν οι χαρακτήρες. Δείχνει κατοικήσιμο και εκτός σκηνής, έχει σχεδιαστεί και διακοσμηθεί προσεκτικά και είναι τέτοια η κομψότητά του που, ακόμα κι αν δεν βρίσκεσαι στην τρίτη ηλικία, εύχεσαι να γίνει fast forward και να φτάσεις γρηγορότερα σ’ αυτήν, αν κάποιος θα σου εξασφάλιζε πως θα περνούσες όλες τις υπόλοιπες μέρες της ζωής σου εκεί.

Η γοητεία του είδους του whodunit παραμένει διαχρονική. Οι ορκισμένοι φαν δεν χαίρονται μόνο με τη λύση του μυστηρίου ή την πορεία προς αυτήν, όπως ο μέσος φαν, αλλά λαχταρούν να γνωρίσουν τους ιδιαίτερους χαρακτήρες που συναντά ο εκάστοτε ντετέκτιβ κατά την εξιχνίαση του μυστηρίου και, βέβαια, επειδή το προτιμούν στη βρετανική εκδοχή του, απολαμβάνουν την προφορά ακόμα και του τελευταίου κομπάρσου που έχει μια ατάκα σε ολόκληρο το επεισόδιο.
Δεν κάναμε τυχαία λόγο για επεισόδιο. Αν και έρχεται υπό τη μορφή ταινίας, το «Thursday Murder Club» αφήνει την εντύπωση του (εκτεταμένου) πιλότου μιας σειράς. Υπάρχουν άλλα τρία βιβλία για διασκευή άλλωστε (κι ένα πέμπτο στον δρόμο για το τυπογραφείο). Το διαλεχτό καστ φαίνεται να περνάει καλά και μάλλον θα επιστρέψει μετά χαράς, διάφορα αξιόλογα μέλη της βρετανικής υποκριτικής σκηνής πραγματοποιούν μικρά και μεγάλα περάσματα –ο Ντέιβιντ Τέναντ ως ιδιοτελής, απολαυστικά κακιασμένη φιγούρα, ο Ρίτσαρντ Γκραντ ως σκληρός (;) γκάνγκστερ–, η ίντριγκα παραπέμπει σε ανεκτό επεισόδιο του «Poirot» με τον Ντέιβιντ Σoυσέ, και το μόνο που λείπει είναι η κωμική σπιρτάδα – έντονη στα βιβλία, σύμφωνα με τους φαν, η οποία εδώ αναπληρώνεται από μια (σχετική) ελαφρότητα, υποστηριγμένη με άνεση από τους ηθοποιούς.

Αν πάντως στόχος ήταν να αναπληρωθεί το κενό που αφήνει ο Ράιαν Τζόνσον, ο οποίος χαιρετά το Netflix μετά το τρίτο μυστήριο του Μπενουά Μπλανκ τον ερχόμενο Δεκέμβρη, ή να γεννηθεί ένα αντίπαλο δέος προς το παρεμφερούς διάθεσης (αλλά κλάσεις ανώτερου) «Only murders in the building» του βασικού streaming αντιπάλου, χρειάζεται πολλή δουλειά ακόμη. Ναι, για λίγο μπορείς να στηριχθείς στην καλοσύνη των συνηθισμένων σε second screen περιεχόμενο συνδρομητών σου και στην ικανότητα του καστ να βγάζει το φίδι από την τρύπα, αλλά για να σε ακολουθήσουν οι πρώτοι στη συνέχεια, θα χρειαστεί μεγαλύτερη προσπάθεια σε κάθε τομέα – από το γράψιμο ως την κατασκευή.