Ο 31χρονος Κωστής Χαραμουντάνης είναι μία από τις πιο μεγάλες ελπίδες του ελληνικού σινεμά. Σαφείς ενδείξεις γι’ αυτό υπήρχαν ήδη στις μικρού μήκους ταινίες του, πέντε συνολικά: «Το μάτι και το φρύδι» (2016), «ΤΟ ΤΕΡΑΣ κοιμάται» (2017), «Κιόκου: Πριν έρθει το καλοκαίρι» (2018), «Ο σκύλος του Χαμομήλι» (2019), «Ανθολόγιο μιας πεταλούδας» (2020). Η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία «Κιούκα: Πριν το τέλος του καλοκαιριού», που πρόκειται να βγει στις 15 Μαΐου στα θερινά σινεμά, απλώς το επιβεβαιώνει, καθώς είναι μία από αυτές που θα σημαδέψουν το φετινό ελληνικό καλοκαίρι.
Η «Κιούκα: Πριν το τέλος του καλοκαιριού», που έκανε τον περσινό Μάιο πρεμιέρα στις Κάννες, στο ACID (την ένωση των Γάλλων διανομέων), και έφυγε από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με τρία βραβεία (ανάμεσά τους και το βραβείο κοινού Film Forward), είναι μια «αγαπησιάρικη» ταινία, φτιαγμένη με κόπο, μεράκι και έμπνευση από έναν αυτοδίδακτο σκηνοθέτη που αγαπάει πολύ το αμερικανικό ανεξάρτητο σινεμά αλλά και τη γαλλική νουβέλ βαγκ. Στην «Κιούκα», μια οικογένεια, ο Μπάμπης και τα δίδυμα παιδιά του, ο Κωνσταντίνος και η Έλσα, κάνουν καλοκαιρινές διακοπές στον Πόρο με ένα ιστιοφόρο και ζουν ανέμελα ψαρεύοντας και απολαμβάνοντας την ήλιο και τις γνωριμίες που κάνουν στο νησί. Μια απρόσμενη συνάντηση θα αναγκάσει τα παιδιά να ενηλικιωθούν απότομα και θα αλλάξει τα πάντα και για τους τρεις. Η δύσκολη (αλλά και απολαυστική) διαδικασία δημιουργίας της ταινίας έκανε τον νεαρό auteur να ενηλικιωθεί μαζί με τους χαρακτήρες της και του χάρισε πολύτιμες γνώσεις και εμπειρίες.
«Το να κάνεις κινηματογράφο είναι κάτι πολύ δύσκολο, αλλά μου αρέσει, περνάω ωραία. Όταν γράφω ένα σενάριο, δεν καταλαβαίνω πώς περνάει η ώρα − είναι μια διαδικασία η οποία έχει έναν βαθμό δυσκολίας που την καθιστά πολύ ενδιαφέρουσα και με κάνει να σκέφτομαι, να φαντάζομαι, να μπαίνω σε έναν άλλο κόσμο, να εξερευνώ κάτι καινούργιο».
«Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1994 και μεγάλωσα εδώ», μου λέει ο Κωστής Χαραμουντάνης, ξεκινώντας εμφανώς ευδιάθετος μια μεγάλη συζήτηση για τις ταινίες του. «Τις καλοκαιρινές διακοπές τις πέρναγα στην Κρήτη, γιατί έχω καταγωγή από εκεί».
― Με τον Πόρο τι σχέση έχεις;
Στον Πόρο πηγαίναμε καλοκαιρινές διακοπές για ένα μεγάλο διάστημα, από όταν ήμουν 3-4 μέχρι και το λύκειο. Ο πατέρας μου είχε ένα μικρό ιστιοφόρο και πηγαίναμε οικογενειακώς, υπήρχε και μια άλλη οικογένεια που ερχόταν μαζί μας κάθε καλοκαίρι, κι έχω πολύ ωραίες αναμνήσεις.
― Αυτό που μου έκανε εντύπωση βλέποντας την ταινία είναι ότι έχει τετράγωνο φορμάτ που την κάνει αρκετά ρετρό. Έχετε χρησιμοποιήσει παλιά κάμερα;
Μου άρεσε πολύ η Hi-8 ως υφή, είχα γυρίσει και μια μικρού μήκους ταινία, την «Κιόκου» –η πρώτη αυτής της τριλογίας–, με μια τέτοια κάμερα, και επειδή μου έβγαζε μια νοσταλγία. H «Κιούκα» έχει, επίσης, να κάνει με αναμνήσεις, γι’ αυτό σκέφτηκα να τη γυρίσω με αυτόν τον τρόπο. Είχαν γυριστεί και τα «Μαγνητικά Πεδία» τότε έτσι και μου άρεσε αυτή η ιδέα, αλλά ο Κωνσταντίνος Κουκουλιός, που είχε τη διεύθυνση φωτογραφίας στην ταινία, μου πρότεινε να τη γυρίσουμε με κανονική κάμερα, μια Alexa mini, γιατί είχε σκηνές πάνω στο σκάφος και έπρεπε να είμαστε πολύ γρήγοροι κι ευκίνητοι∙ απλώς έβαλε vintage, παλιούς φακούς. Κι όλο αυτό που είδες, το κάδρο 4:3 που μοιάζει με καρτ-ποστάλ, ήρθε με τον Μάνθο Σάρδη, τον άνθρωπο που έκανε το coloring και που είχε references χρωματικά για το τι θέλω να βγάζει αυτή η ταινία. Μιλάμε για το ελληνικό καλοκαίρι, κάποια πλάνα είναι λίγο πιο θεατρικά, γίνονται πιο φορμαλιστικά, οπότε εκεί περνάει το ρετρό πιο έντονα. Είναι και η μουσική που παίζει ρόλο, τα τραγούδια φτιάχνουν μια ατμόσφαιρα που σε πάει προς το ρετρό. Ο Πόρος δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα από τότε που τον θυμάμαι ως παιδί, οπότε όλη η ταινία εκπέμπει μια νοσταλγία. Οι αναφορές και η αισθητική μάς εξέφραζαν όλους.
Σκηνή από την ταινία «Κιούκα: Πριν το τέλος του καλοκαιριού»
― Τι αισθητικές αναφορές είχες όταν ξεκινούσες να κάνεις αυτή την ταινία;
Δεν είχα κάποια συγκεκριμένη ταινία στο μυαλό μου. Επειδή χρειάστηκαν επτά χρόνια για να ολοκληρωθεί, άλλαξε πολύ το σενάριο, άλλαξα κι εγώ επειδή μεγάλωνα, άλλαζαν και οι αναφορές μου, οπότε συνεχώς μεταλλασσόταν, ώσπου να καταλήξει στην τελική μορφή. Ανακάλυψα πολλά πράγματα αυτά τα επτά χρόνια. Οι αναφορές μου είναι περισσότερο ένα συνονθύλευμα πραγματικών γεγονότων, οι αναμνήσεις που σου είπα στην αρχή. Έπειτα, αισθητικά βασίζεται στον κινηματογράφο που μου αρέσει και κυρίως στις μουσικές που άκουγα όταν έγραφα το σενάριο − το «Sealed with a kiss» στην εκτέλεση των Santo and Johnny, το «Καλοκαίρι» της Silva Grissi ή το τραγούδι του τέλους, το «Και η βάρκα γύρισε μόνη» του Τώνη Μαρούδα, το οποίο το άκουσε τυχαία η κοπέλα μου.
― Ακούγοντας αυτό το τραγούδι στο τέλος συνειδητοποιείς ότι ο μπαμπάς έχει χαθεί, έστω και συμβολικά.
Είναι πιο μεταφορικό. Τη στιγμή που τον βλέπεις να τον σπρώχνει η Έλενα από τη βάρκα και να χάνεται μέσα στα κύματα, εκείνη λέει «μας κατάπιε το καλοκαίρι»… Υπάρχει μια πιο ποιητική, συμβολιστική έννοια που «κουμπώνει» μετά και από το τραγούδι που λέει «και η βάρκα γύρισε μόνη». Η ιδέα είναι ότι ο μπαμπάς χάθηκε στο καλοκαίρι, στην ουσία χάθηκε γιατί κλείστηκε στον εαυτό του. Επιστρέφοντας στις αναφορές, μ’ αρέσει ο κινηματογράφος του Χάρμονι Κορίν, το κιτς που τον διακρίνει, η ταινία του «Julien Donkey-Boy», επίσης οι ταινίες του Βέρνερ Χέρτζογκ πάρα πολύ, μια ταινία του που λέγεται «Land of silence and darkness», το «Burden of Dreams» του Les Blank, αλλά μου αρέσουν και πολλές παιδικές ταινίες. Δεν έχω δει πολύ κινηματογράφο, αλλά αν μου αρέσει ένας σκηνοθέτης ψάχνω να δω όλες τις ταινίες του. Μου αρέσει το «Άλιεν» το πρώτο, μου αρέσει το «To be and to have» του Nicolas Philibert, το «Uncle Yanco» της Ανιές Βαρντά, κυρίως ο art house κινηματογράφος. Έχω αναφορές και από το «Twin Peaks»…
― Γιατί κάνεις σινεμά;
Επειδή μου αρέσει το πώς συνδυάζει πολλές τέχνες και πολλές απόψεις και ανθρώπους και ιδέες. Επειδή το να λες ιστορίες είναι κομμάτι της ανθρωπότητας, από πάρα πολύ παλιά, και ο κινηματογράφος λέει ιστορίες. Το να κάνεις κινηματογράφο είναι κάτι πολύ δύσκολο, αλλά μου αρέσει, περνάω ωραία. Όταν γράφω ένα σενάριο, δεν καταλαβαίνω πώς περνάει η ώρα − είναι μια διαδικασία η οποία έχει έναν βαθμό δυσκολίας που την καθιστά πολύ ενδιαφέρουσα και με κάνει να σκέφτομαι, να φαντάζομαι, να μπαίνω σε έναν άλλο κόσμο, να εξερευνώ κάτι καινούργιο. Είναι πολλά εκείνα που με κάνουν να κάνω σινεμά.

― Τι έχεις σπουδάσει;
Υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Τελείωσα το 2015 και ήμουν συμφοιτητής με τον Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο που παίζει στην ταινία, ενώ η Έλσα Λεκάκου, που επίσης παίζει, ήταν ένα έτος μικρότερη. Με τον Κωνσταντίνο έχουμε κάνει αρκετά πράγματα, με την Έλσα είχαμε κάνει μαζί και τη μικρού μήκους «Κιόκου».
― Πώς ένας ηθοποιός αποφάσισε να φτιάξει ταινίες;
Δεν μου άρεσε να είμαι ηθοποιός, από τη σχολή κιόλας, εγώ ήθελα να παίζω στον κινηματογράφο και σαν παιχνίδι με τους φίλους μου φτιάχναμε ταινίες. Δηλαδή τα καλοκαίρια ερχόντουσαν σπίτι μου και με την κάμερα της αδελφής μου γυρίζαμε ταινίες μικρού μήκους, μετά εγώ τις μόνταρα στον υπολογιστή μου, έφτιαχνα τη μουσική και την αφίσα, την κόλλαγα στο ψυγείο, ερχόντουσαν οι γονείς, έβλεπαν την ταινία∙ οπότε από κει ξεκίνησε. Όταν τελείωσα τη σχολή, είχα αρχίσει να συνθέτω μουσική για ταινίες και για θέατρο, αλλά ούτε αυτό με κάλυπτε. Έγραψα μια ιστορία και ζήτησα βοήθεια από τον Άγγελο Φραντζή, που μας έκανε το μάθημα του κινηματογράφου στο Ωδείο, και άρχισε να με κατευθύνει. Στην αρχή δεν ήθελα να σκηνοθετήσω, φοβόμουν πάρα πολύ, οπότε μου σύστησε σκηνοθέτες, αλλά κανείς δεν ενδιαφερόταν να αναλάβει την ιστορία μου. Εν τέλει έβαλα εγώ τα χρήματα και κάπως έτσι άρχισα να σκηνοθετώ. Η πρώτη μου μικρού μήκους ταινία κόστισε γύρω στα τρία χιλιάρικα. Είχα κάποια χρήματα στην άκρη και ή θα σπούδαζα Σκηνοθεσία ή θα έκανα ταινίες και θα μάθαινα μέσα από τη δουλειά. Επέλεξα να κάνω το δεύτερο. Η δεύτερη μικρού μήκους ταινία μού κόστισε ακόμα περισσότερα, οπότε μου έφυγαν όλα τα λεφτά, αλλά οι επόμενες δεν κόστισαν σχεδόν τίποτα. Μαθαίνοντας να κάνεις ταινίες, καταλαβαίνεις τι είναι σημαντικό και τι όχι.
― Θεωρείς ότι εκπροσωπείς μια γενιά, έστω και αισθητικά;
Δεν σκέφτομαι έτσι, όχι, κάνω απλώς αυτό που θέλω να κάνω και από εκεί και πέρα ο καθένας βάζει τη δική του ματιά και προσπαθεί να εξηγήσει αυτό που βλέπει με τις δικές του αναφορές. Ωστόσο, απευθύνομαι σε όλους, θέλω σε όλους να αρέσει η δουλειά μου. Όταν είχαμε την πρεμιέρα για την ταινία «ΤΟ ΤΕΡΑΣ κοιμάται» στις Νύχτες Πρεμιέρας, καθόταν μπροστά μου μια γιαγιά που ήταν 80-85 χρονών και γέλαγε με την ταινία, της άρεσε και μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση. Θέλω να απευθύνομαι σε όλους και να κρατάω μια ισορροπία μεταξύ του art house και του εμπορικού, να έχει πολλά πράγματα μέσα η ταινία μου και να μη σ’ αφήνει να βαρεθείς.
― Πες μου για τον τίτλο, τι είναι το «Κιούκα»;
Εμένα μου αρέσει να λένε την ταινία «Πριν το τέλος του καλοκαιριού», απλώς υπάρχει και το «Κιούκα» μπροστά, επειδή η μικρού μήκους λέγεται «Κιόκου: Πριν έρθει το καλοκαίρι». «Κιόκου» σημαίνει αναμνήσεις στα ιαπωνικά, κι αυτό γιατί η μικρού μήκους είχε να κάνει με αναμνήσεις, ήταν ένα κολάζ αναμνήσεων δυο παιδιών που περιμένουν να έρθει το καλοκαίρι. «Κιούκα» σημαίνει διακοπές – όλως παραδόξως αυτές οι λέξεις μοιάζουν μεταξύ τους. Θέλω να κάνω κι άλλη μια ταινία, την «Κιέρου»· δεν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος δραματουργικός λόγος που είναι στα ιαπωνικά, είναι ένα παιχνίδι, όπως και οι αφέλειες των παιδιών. Το έκανα επειδή έχει πλάκα.



― Το βασικό θέμα της ταινίας είναι η ενηλικίωση. Με τι άλλο έχει να κάνει;
Με την αγάπη, με τις οικογενειακές σχέσεις, με το πώς η αγάπη καμιά φορά μπορεί να γίνει τοξική· με την ενηλικίωση ως ευρύτερη έννοια, ανεξάρτητα από τη βιολογική σου ηλικία − όλοι οι χαρακτήρες στην ταινία, ανεξαρτήτως ηλικίας, ενηλικιώνονται. Έχει να κάνει και με τις αναμνήσεις, με την αδελφική και τη γονεϊκή αγάπη, με την ταυτότητα, με τη συγχώρεση, με την αναθεώρηση, με τον εαυτό. Έχει να κάνει με αρκετά πράγματα.
― Πόσο σε άλλαξε η διαδικασία της δημιουργίας της ταινίας;
Μετά από τα επτά αυτά χρόνια που κράτησε, ήμουν εξουθενωμένος. Ήταν σαν να έχει φύγει η ζωή από μέσα μου, ήταν πάρα πολύ δύσκολο όλο αυτό, ενηλικιώθηκα μέσα από αυτή την ταινία κατά κάποιον τρόπο. Έμαθα πολλά πράγματα.
― Πιστεύεις ότι ενηλικιώνονται όλο και πιο αργά οι νέες γενιές;
Επειδή το παρατηρώ και από τον εαυτό μου, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ενηλικιωθείς. Νιώθω ότι η ίδια η κοινωνία και το περιβάλλον δεν σε αφήνουν να ανεξαρτητοποιηθείς και να πατήσεις στα πόδια σου, ώστε να θεωρήσεις ότι είσαι πια ενήλικας. Αυτό είναι το δικό μου βίωμα, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν είναι πιο πρακτικό ή πιο συναισθηματικό. Νομίζω ότι θα μπορούσαν να υπάρχουν και δύο ενηλικιώσεις. Το πιο δύσκολο στη δική μου ενηλικίωση ήταν να κρατήσω τις ισορροπίες γενικότερα, επειδή ως σκηνοθέτης πρέπει μέσα σε όλο τον χαμό να καταφέρεις να είσαι κι εσύ καλά, να είναι και οι άλλοι καλά, να γίνει και η δουλειά, αλλά ταυτόχρονα να είσαι εκεί και να το ευχαριστηθείς, γιατί την ξεχνάς την ευχαρίστηση μέσα στις δυσκολίες. Ήταν μια πολύ προσωπική ταινία και ταυτόχρονα περνούσα και προσωπικά πολύ δύσκολα, επειδή για να κάνω σινεμά μένω ακόμα στο πατρικό μου.
― Άρα είχε μεγάλο κόστος, και προσωπικό, το να κάνεις μια μεγάλου μήκους ταινία.
Τεράστιο, γιατί δεν έχω καταφέρει ακόμα να ζήσω μόνος μου. Μου αρέσει ο κινηματογράφος και θέλω να κάνω μόνο αυτό. Για να κάνω την ταινία έτσι όπως την έχω φανταστεί πρέπει να τη δουλεύω όλη μέρα, έτσι δεν έχω περιθώριο να κάνω κάποια άλλη δουλειά. Στην ουσία είναι μόνο συμβιβασμοί, συμβιβάζεσαι και προσπαθείς να κάνεις το καλύτερο δυνατό με όσα μέσα έχεις. Αλλά είναι μόνο θυσίες… Βέβαια, υπάρχουν πολύ πιο δύσκολες δουλειές από αυτή.



― Πόσο αυτοβιογραφικά είναι τα περιστατικά που υπάρχουν στην ταινία;
Είναι σε μεγάλο βαθμό. Κάποια πράγματα έχουν όντως συμβεί, ακόμα και τα πιο απλά, από το ότι ψαρεύουν μέχρι και κάποιες σχέσεις. 'Ηρθαν οι γονείς μου και η αδελφή μου όταν έγινε η προβολή της ταινίας στη Θεσσαλονίκη και τους φάνηκε πολύ περίεργο, γιατί έβλεπαν τον εαυτό τους, έβλεπαν και δικές τους αναμνήσεις, και τους άρεσε, τους συγκινούσε, τους θύμωνε… Έχει αρκετά αληθινά περιστατικά η ταινία και δίνει μεγάλη βάση στην πραγματικότητα, αλλά τελικά είναι μια ταινία μυθοπλασίας, οπότε κάποια πράγματα έχουν αλλάξει, έτσι ώστε να πάει η ιστορία εκεί που θέλαμε. Τώρα που γράφω την επόμενη, που δεν έχει τόσο πολύ βάση στην πραγματικότητα, μου φαίνεται περίεργο.
― Σε ποιο βαθμό είναι αυτοσχεδιαστικοί οι διάλογοι των πρωταγωνιστών;
Η ταινία έχει 160 σελίδες σενάριο, αλλά υπάρχουν δυο-τρεις σκηνές που ο Κωνσταντίνος και η Έλσα αυτοσχεδιάζουν, το ίδιο και η Αφροδίτη Καποκάκη, κυρίως όπου υπήρχε η Ιόλη, που είναι το μικρό κοριτσάκι, γιατί δεν μπορούσε να ακολουθήσει το σενάριο. Ντρεπόταν πάρα πολύ, οπότε αυτοσχεδιάζαμε και η Αφροδίτη προσπαθούσε να την καθοδηγήσει με τρόπο που να μην κομπλάρει, να μη φαίνεται ότι εδώ πέρα κάτι κάνουμε. Υπήρχε όμως σενάριο και πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Έχουν γίνει πάρα πολλές συζητήσεις με τους ηθοποιούς κι έχει γραφτεί πάνω τους όλη η δραματουργία της ταινίας, η αρχή, η μέση και το τέλος. Μπορείς να διακρίνεις τα κεφάλαια.
― Τα παιδιά δεν γνώριζαν τίποτα για τη μαμά τους μέχρι να τη συναντήσουν;
Στο σενάριο η μαμά έχει φύγει όταν τα παιδιά ήταν μωρά, τα μεγάλωσε ο μπαμπάς και δεν τους αποκάλυψε ποτέ ποια είναι η μαμά τους. Δεν είχαν δει καν φωτογραφίες της. Επομένως, όταν τη συναντάνε στην αρχή της ταινίας δεν καταλαβαίνουν ποια είναι, αλλά όταν τη συναντάει ξανά ο μπαμπάς καταλαβαίνουν ότι είναι αυτή, και κάπως αρχίζει να αποκαλύπτεται η πλεκτάνη που έχει στήσει ο Μπάμπης. Τα παιδιά δεν έχουν ιδέα, αλλά προσπάθησα να φανεί η σχέση τους μέσα από λεπτά πράγματα, όπως είναι το μπαλέτο που βλέπουμε να χορεύουν στην αρχή. Επίσης, αν δεις τον Κωνσταντίνο, μοιάζει πολύ με την Έλενα Τοπαλίδου φυσιογνωμικά – στο τέλος που ανεβαίνει η Έλενα στο σκάφος και κοιτιούνται, βλέπεις μεγάλη ομοιότητα. Και η Έλσα μοιάζει πολύ με την Έλενα. Ή βλέπεις το κοριτσάκι, την Ιόλη, να το σκάει και να δραπετεύει όπως και η μαμά της.

― Πες μου και για τον μπαμπά μερικά πράγματα.
Γενικά, είναι ο αγαπημένος μου χαρακτήρας στην ταινία. Ερχόταν ο Συμεών Τσακίρης να κάνουμε πρόβα, μιλάγαμε μια-δυο ώρες και έφευγε 30 κιλά βαρύτερος γιατί του μιλούσα γι’ αυτόν τον ρόλο. Θέλαμε να είναι ένας άνθρωπος πάρα πολύ μαλακός και τρυφερός και γλυκός μέσα του, και από κει και πέρα να υπάρχουν πολλές στρώσεις μέχρι να «σπάσει». Στόχος μου ήταν στο τέλος της ταινίας αυτόν τον άνθρωπο να μην τον μισείς αλλά να θέλεις να τον πάρεις μια αγκαλιά. Μιλήσαμε πολύ με τον Συμεών για τις σχέσεις, πώς πρέπει να είναι, πώς πρέπει να φέρεται, για τα δικά του κόμπλεξ και γενικά για τη διαδρομή του μέχρι να φτάσουμε στο σημείο να πούμε ότι τον κατάπιε το καλοκαίρι και χάθηκε. Ο Συμεών έχει κάνει φανταστική δουλειά γενικότερα.
― Τώρα τι ετοιμάζεις;
Γράφω το σενάριο για μια ταινία που λέγεται «Η εκστατική παραφροσύνη του θλιμμένου βοσκού» που είναι folk horror, μαύρη κωμωδία, για την οποία πήρα πολλή έμπνευση από τη νέα ελληνική λογοτεχνία, από δημοτικά τραγούδια (βουρκόλακες και τέτοια). Έχει και στοιχεία μιούζικαλ, γιατί έχω σκεφτεί κάτι πιο αβανγκάρντ σε σχέση με την «Κιούκα». Αν σε κάτι μοιάζει με την «Κιούκα», είναι στη διάθεση για πειραματισμό και στην εξερεύνηση για κάτι καινούργιο. Κατά τ’ άλλα δεν έχει καμία σχέση, είναι κάτι πολύ διαφορετικό.
― Η μικρού μήκους που ολοκληρώνει την τριλογία τι θα είναι;
Είναι πάνω στη μαμά και λίγο στον μπαμπά.
― Πότε θα βγει στις αίθουσες η «Κιούκα»;
Στις 15 Μαΐου στα θερινά Cinobo. Θα προβληθεί και στο «New Directors/New Films Festival» του MoMa στη Νέα Υόρκη. Έχει πάει και σε αρκετά φεστιβάλ, στις Κάννες, στην Ταραγόνα, στο Ελσίνκι, στη Σιγκαπούρη, και έχει πάρει διάφορα βραβεία. Κατά βάση έχω ακούσει πολύ καλά σχόλια για την ταινία. Στη Θεσσαλονίκη πήρε το Βραβείο Κοινού, μας σταματάγανε στον δρόμο και μας έλεγαν «τι ωραία που είναι». Είμαι πάρα πολύ χαρούμενος από την αποδοχή και έχω την αίσθηση ότι θα πάει καλά, είμαι αισιόδοξος γενικά.
«Κιούκα - Πριν έρθει το καλοκαίρι» - Τρέιλερ
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Κωστή Χαραμουντάνη «Κιούκα: Πριν το τέλος του καλοκαιριού» θα προβληθεί στις 15 Μαΐου στα θερινά σινεμά.