«ΑΠΙΣΤΕΥΤΟΥ ΘΡΑΣΥΤΗΤΟΣ ΠΡΑΞΙΣ συνέβη προχθές την νύκτα εις τας φυλακάς Συγγρού. Κάτι το σπάνιον εις τα χρονικά των φυλακών της χώρας, κάτι που ενθυμίζει απιθάνους αφηγήσεις τρομακτικών αστυνομικών μυθιστορημάτων. Κράμα πνεύματος εκ της φανταστικής αφηγήσεως της αποδράσεως εκ του φρουρίου Ιφ του Μοντεχρήστου και της αρπαγής της βασιλίσσης, απετέλεσε το πλαίσιον εις το οποίον εμελετήθη και εξετελέσθη το θρασύ πραξικόπημα. Πριόνισμα και γκρατσάνισμα του καγκελοφράκτου παραθύρου, αρπαγή και φίμωσις του σκοπού στρατιώτου, στιλπνά περίστροφα μέσα εις την ψυχρή απριλιάτικη νύκτα».
Με αυτά τα λόγια ξεκινάει ο συντάκτης της «Ακρόπολις» το ρεπορτάζ του για την πρώτη μαζική απόδραση στα ελληνικά χρονικά τον Απρίλιο του 1931, στην οποία πρωταγωνίστησαν 8 κομμουνιστές κρατούμενοι.
Οι Ανδρόνικος Χάιτας, Λευτέρης Αποστόλου, Περικλής Καρασκόγιας, Κωνσταντίνος Ευτυχίδης, Δημήτρης Παπαρήγας, Ορφέας Οικονομίδης, Βασίλειος Ασίκης και Μάρκος Μαρκοβίτης ήταν έγκλειστοι στον δεύτερο θάλαμο των φυλακών Συγγρού, στην πλευρά που βλέπει προς το εξωτερικό προαύλιο, μαζί με τους υπόλοιπους είκοσι πέντε υποδικοκατάδικους κομμουνιστές, καθώς η έλλειψη επαρκούς αριθμού κελιών παρεμπόδιζε την «κατά μόνας εγκάθειρξιν αυτών».
Ο κυριότερος «παράγων του πραξικοπήματος» ήταν ο δεκανέας Γρηγόρης Γρηγοριάδης που είχε τοποθετηθεί στις φυλακές Συγγρού δύο μέρες πριν από την απόδραση ως δεκανέας «αλλαγής», θέση που του έδωσε την ευχέρεια να «συντελέση κατά το πλείστον εις την απόδρασιν των κρατουμένων ομοϊδεατών του».
Κατάπληκτοι, σύμφωνα με τον συντάκτη της «Ακροπόλεως», έμειναν και η υπηρεσία των φυλακών και όλοι οι ανώτεροι υπάλληλοι του υπουργείου Δικαιοσύνης, οι οποίοι διεξήγαγαν τις ανακρίσεις, από τις οποίες προέκυψε και η σειρά των γεγονότων.
Τα γεγονότα
Ο «κυριότερος παράγων του θρασυτάτου πραξικοπήματος» ήταν ο δεκανέας Γρηγόρης Γρηγοριάδης. «Άνευ αυτού τίποτε και με αυτόν όλα», σημειώνει ο συντάκτης. Ο Γρηγοριάδης είχε τοποθετηθεί στις φυλακές Συγγρού δύο μέρες πριν από την απόδραση ως δεκανέας «αλλαγής», υπηρεσία που συνίστατο στο να τοποθετεί και να αλλάζει κατά τα ορισμένα χρονικά διαστήματα τους σκοπούς στις θέσεις τους. Η ειδική αυτή υπηρεσία τού έδωσε την ευχέρεια να «συντελέση κατά το πλείστον εις την απόδρασιν των κρατουμένων ομοϊδεατών του».
Ο Γρηγοριάδης τις δύο προηγούμενες μέρες ενεργούσε για να επιτευχθεί η απόδραση. Αρχικά αποπειράθηκε να ναρκώσει όλους τους φρουρούς δίνοντάς του κοκ, στα οποία υπήρχε υπνωτική σκόνη. Κατά περίεργη σύμπτωση, οι στρατιώτες, εκτός από δύο που τα δοκίμασαν ελαφρά, δεν τα έφαγαν. Ο Γρηγοριάδης δεν απελπίστηκε από την αποτυχία του αυτή και αποφάσισε να ενεργήσει δραστικότερα.
Δεξιά του ορόφου των φυλακών και προς το μέρος του κελιού της αποδράσεως υπήρχε μία υπερώος σκοπιά. Ένας ειδικός διάδρομος επί του ορόφου επέτρεπε στον σκοπό να αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει στην μπροστά πλευρά των φυλακών. Με αυτόν τον τρόπο, αν ο στρατιώτης της σκοπιάς περπατούσε σύμφωνα με τους κανονισμούς κατά μήκος του υπερώου, θα έβλεπε την απόδραση από τον διάδρομο.
Ο Γρηγοριάδης, κατά τη νυκτερινή αλλαγή, είπε στον στρατιώτη που θα έπαιρνει θέση να μη μεταβεί στη σκοπιά.
«Δεν υπάρχει λόγος να κάνεις τέτοιο περίπατο εκεί πάνω και να πουντιάσεις μέσα στη νύχτα».
«Μα αν το μάθει ο ανθυπολοχαγός;»
«Πού θα το μάθει; Αφού εγώ δεν θα σε αναφέρω. Άλλωστε όλοι κοιμούνται».
Ο στρατιώτης δεν υπέκυψε στον πειρασμό του ύπνου και πήγε στη σκοπιά, όμως, αντί να κάνει τη διαδρομή, κλείστηκε στο πλινθόκτιστο υπερώο, από όπου του ήταν αδύνατον να βλέπει τι συνέβαινε στην πρόσοψη και προπαντός στο μέρος του κελιού των δραπετών.
Υπολειπόταν τώρα η απομάκρυνση του φαντάρου που ήταν εγκατεστημένος στη σκοπιά της αυλής και έβλεπε κατευθείαν στο κελί της απόδρασης.
«Σατανικότατα ενεργών ο Γρηγοριάδης είχεν εγκαταστήσει εις αυτήν έναν τύπον αγαθούλη φαντάρου. Τον αφελή Σουλιώτην», ο οποίος αφηγήθηκε αργότερα, τρέμοντας για τις πειθαρχικές συνέπειες του παθήματος, στους δημοσιογράφους:
«Λίγο μετά τα μεσάνυχτα χθες με πλησίασε ο δεκανέας Γρηγοριάδης και μου είπε ότι του πονούσε το κεφάλι και έπρεπε να πάω να του αγοράσω ασπιρίνη στη στάση Χαροκόπου. Εγώ κατ' αρχάς αρνήθηκα κατηγορηματικά. Ο Γρηγοριάδης όμως άρχισε να μου λέει ότι αν έφευγα δεν είχε καμία σημασία, αφού αυτός ήταν δεκανέας παραλαβής. Τι να κάνω; Δέχτηκα. Είναι αλήθεια ότι καθ' όλο το διάστημα από τις φυλακές μέχρι τη στάση Χαροκόπου δεν μου πέρασε από το μυαλό καμία υποψία για το προμελετημένο σχέδιο του Γρηγοριάδη και των οκτώ κομμουνιστών που είχαν αποδράσει, με τους οποίους, σας λέγω εντίμως, δεν με συνέδεε τίποτα.
«Όταν γύριζα», συνέχισε ο στρατιώτης Σουλιώτης, «με την ασπιρίνη και τα τσιγάρα, σκέφτηκα αμέσως τον δεκανέα, τον οποίο, όπως σας είπα, εγκατέλειψα υποφέροντας από μεγάλο πονοκέφαλο, και έτσι επιτάχυνα το βήμα μου για να τον ανακουφίσω το ταχύτερο δυνατό. Αλλά τη στιγμή που περνούσα τη γέφυρα του ηλεκτρικού, κατευθυνόμενος προς τις φυλακές, με σταμάτησε ο δεκανέας Γρηγοριάδης με δύο άλλους κομμουνιστές, οι οποίοι κρατούσαν περίστροφα στα χέρια τους.
Δεν πρόφθασα να αρθρώσω λέξη γιατί και οι τρεις μαζί με μία φωνή με απείλησαν ότι θα με σκότωναν αν άνοιγα το στόμα μου και παραδόθηκα σ’ αυτούς, για να με φιμώσουν και κατόπιν να με δέσουν.
Τότε προσπάθησα να δραπετεύσω, αλλά με αντελήφθησαν και το ξύλο που έφαγα δεν περιγράφεται. Διατάχτηκα να τους ακολουθήσω και πάλι, και παρακάτω συναντήσαμε και τους άλλους δραπέτες, και λίγο πιο μακριά άλλους δέκα κομμουνιστές που τους περίμεναν. Και τώρα όλοι μαζί προχωρούμε και φτάνουμε στο ηλεκτρικό εργοστάσιο “Φως” κοντά στα Πετράλωνα. Εδώ και πάλι μου πρότειναν να τους ακολουθήσω και όταν αρνήθηκα, με υποχρέωσαν να παραμείνω εκεί μέχρι να διαβούν τα σίδερα του ηλεκτρικού, περνώντας από ένα μικρό γεφυράκι, που βρίσκεται ακριβώς στα Κάτω Πετράλωνα. Από εκεί διακρίνω ότι ακολούθησαν τον δρόμο που οδηγεί στο μνημείο του Φιλοπάππου. Πώς δεν με σκότωσαν; Και τώρα θα βρω και τον μπελά μου».
Οπωσδήποτε σε πολύ κακό χάλι, ο αγαθός φανταράκος επέστρεψε στις φυλακές Συγγρού. Ο Σουλιώτης διηγήθηκε τι του συνέβη και ο ανθυπολοχαγός της φρουράς άρχισε συστηματική έρευνα.
Από το κελί είχε κοπεί ένα από τα σίδερα του παραθύρου, αφήνοντας κενό από το οποίο θα μπορούσε να χωρέσει, με ελαφρά πίεση, ανθρώπινο σώμα. Από το περβάζι κρέμονταν μακριές λουρίδες κουβερτών, περιπλεγμένες εν είδει σχοινιού. Στη βάση του τοιχώματος βρέθηκε και ένα μικρό οδοντωτό δρεπάνι, με το οποίο οι δραπέτες είχαν αποκόψει το σίδερο.
Ο υπαστυνόμος Ι. Γιαννόπουλος και ένας ακόμα διπλός πράκτορας
Η οικία του Δ. Φωτόπουλου, πρώην μηχανικού του υπουργείου Γεωργίας που είχε αποβληθεί από την υπηρεσία λόγω της κομμουνιστικής του ιδεολογίας, βρισκόταν στη διασταύρωση Μενάνδρου και Σαπφώς. Εκεί είχαν διαμείνει οι δραπέτες μερικές ημέρες μέχρι το Σάββατο 16 Μαΐου 1931.
Την τελευταία νύχτα της διαμονής τους, συναντήθηκε στην εν λόγω οικία και συνομίλησε μαζί τους επί μακρόν ο υπαστυνόμος Ι. Γιαννόπουλος, που ήταν κουνιάδος του Φωτόπουλου. Κάποια στιγμή ο Γιαννόπουλος αντελήφθη ότι ένα πρόσωπο εκ των γνωριζόντων το καταφύγιό τους στην οικία του Φωτόπουλου ερχόταν σε επαφή με την Αστυνομία. Παρέμεινε ωστόσο μαζί τους μέχρι τις πρωινές ώρες.
Το απόγευμα της Κυριακής 17 Μαΐου 1931 ένα μικρό αυτοκίνητο της σοβιετικής πρεσβείας, «άνευ της ερυθράς σημαίας», κινούνταν κατά μήκος των ακτών της Βούλας και της Βουλιαγμένης και περιφερόταν επί ώρες στα σημεία εκείνα.
«Του μικρού τούτου αυτοκινήτου επέβαινεν γνωστός υπάλληλος της πρεσβείας, όστις, κατά τας πληροφορίας ταύτας, επέβλεπε εις την πιστήν εφαρμογήν και εκτέλεσιν του συνωμοτικού σχεδίου…»
Την ίδια ώρα είκοσι περίπου άτομα έφτασαν σε ένα ερημικό σημείο της Βουλιαγμένης. Ήταν πέντε γυναίκες και οι άλλοι άνδρες μέτριας εμφάνισης. Είχαν φέρει μαζί τους κρύα φαγητά και κρατούσαν μαντολίνα και μια κιθάρα. Επιπλέον, άλλοι κρατούσαν στάμνες, στις οποίες υπήρχε κρασί και νερό. Κάθισαν όλοι κι έφαγαν με κέφι και όρεξη. Κανείς ασφαλώς δεν μπορούσε να υποψιαστεί ότι αυτό το πρόσχαρο σύνολο που γλεντούσε αθωότατα ήταν η ομάδα των καταζητούμενων δραπετών και οι άλλοι ομοϊδεάτες τους.
Η εικοσάδα αυτών των γλεντζέδων έμεινε σε εκείνη τη θέση γλεντώντας και τραγουδώντας μέχρι τις έξι το απόγευμα. Οι περαστικοί που τους είδαν και οι οποίοι κλήθηκαν αργότερα στην αστυνομία αφηγούνται ότι δεν διέκριναν κανένα σημάδι ανησυχίας στα πρόσωπά τους. Είχε αρχίσει να πέφτει το σούρουπο, όταν δύο άτομα κατέφθασαν και συνομίλησαν με δύο άτομα της χαρούμενης παρέας. Κατόπιν οι νεοφερμένοι αναχώρησαν.
Λίγο μετά, ο υπαστυνόμος Ι. Γιαννόπουλος, πρόσωπο της απολύτου εμπιστοσύνης του αστυνομικού υποδιευθυντή Πολυχρονόπουλου, σύμφωνα με σχετική δήλωση του ίδιου, έφτασε στο σπίτι του και του γνωστοποίησε ότι οι οκτώ κομμουνιστές απέπλεαν εκείνο το βράδυ για τη Ρωσία με το μπολσεβικικό σκάφος «Ίλλιτς». Δεν γνώριζε όμως περισσότερες λεπτομέρειες.
Στο σοβιετικό πλοίο «Ίλλιτς»
Ο αστυνομικός υποδιευθυντής Πολυχρονόπουλος ανέπτυξε τη δραστηριότητα που επιβαλλόταν στην περίπτωση αυτή. Ενώ έβαζε τον λαιμοδέτη του, τηλεφώνησε στο Λιμεναρχείο, ζητώντας πληροφορίες για το αν απέπλευσε το «Ίλλιτς». Του απάντησαν ότι μόλις πριν από δέκα λεπτά είχε παραλάβει θεωρημένα τα χαρτιά του και είχε τεθεί «υπ’ ατμόν». Ήταν μόλις μετά τις οκτώ, όταν συνέβαιναν αυτά. Στο μεταξύ οι είκοσι γλεντζέδες τα μάζεψαν από τη Βούλα και βάδισαν προς το Καβούρι. Δύο αυτοκίνητα που περνούσαν τυχαία τους μετέφεραν προς τα εκεί, χωρίς οι σοφέρ να γνωρίζουν την ταυτότητα των επιβατών τους.
Ο αστυνομικός υποδιευθυντής παράλληλα, και αγνοώντας μέχρι εκείνη την ώρα τα παραπάνω, έσπευσε στο Λιμεναρχείο και παίρνοντας τον υπολιμενάρχη έφτασε στο «Ίλλιτς» με μια βενζινάκατο. Το πρόλαβαν τη στιγμή που σήκωνε τις άγκυρές του.
Στην πόρτα της ανεμόσκαλας ο πλοίαρχος του «Ίλλιτς» υποδέχθηκε τον αστυνομικό και τον λιμενικό αξιωματικό. Ήταν ένας τύπος εύσωμου ανθρώπου, ξυρισμένος τελείως και με ζωηρά μάτια. Στο πλευρό του στεκόταν ο σύντροφος Σκουρινίν που υπηρετούσε στη σοβιετική πρεσβεία της Αθήνας ως διπλωματικός ακόλουθος, στην ουσία όμως ήταν ο αρχηγός του τμήματος της Γκεπεού (μυστικής αστυνομίας) στη χώρα μας. Παρευρίσκονταν ακόμη κι άλλοι αξιωματικοί του πλοίου και τρεις ογκώδεις Ρώσοι ναύτες, οι οποίοι φαίνονταν περισσότερο εξαγριωμένοι από τους άλλους.
Ο πλοίαρχος του «Ίλλιτς» δεν έκρυψε την οργή του από την πρώτη στιγμή. Αποκάλεσε τον Πολυχρονόπουλο βάναυσο και απρεπή, διότι του έθιγε τον σεβασμό του προς τους ελληνικούς νόμους.
«Εγώ», είπε, «ουδέποτε παρέβηκα τους νόμους της χώρας σας. Ποτέ μου δεν πήρα λαθρεπιβάτη, αν και μπορούσα να το κάνω επανειλημμένως. Ιδού μια απόδειξη ότι σέβομαι τους νόμους της χώρας σας».
Και διέταξε και του έφεραν το ημερολόγιο του πλοίου, σε μια σελίδα του οποίου αναφερόταν ότι παρέδωσε έναν λαθρεπιβάτη πριν από δύο μήνες στο λιμεναρχείο Πειραιά.
«Τον συνάντησα», είπε, «πέντε ώρες έξω από τον Πειραιά και με παρακαλούσε να τον μεταφέρω με το πλοίο μου στη Ρωσία. Τον πήρα επάνω και γύρισα και τον παρέδωσα».
Ο Πολυχρονόπουλος τον παρατήρησε αυστηρά ότι είχε σαφείς πληροφορίες περί της φυγής οκτώ λαθρεπιβατών και τον ρώτησε πώς, αφού το κανονικό του δρομολόγιο ήταν να αναχωρήσει για Κωνσταντινούπολη και Ρωσία το βράδυ της Δευτέρας, αναχωρούσε την Κυριακή. Ο πλοίαρχος, αφού θορυβήθηκε λίγο, απάντησε ότι επείγουσες διαμετακομιστικές ανάγκες απαιτούσαν την παρουσία του πλοίου του στην Κωνσταντινούπολη το επόμενο βράδυ. Και προς ενίσχυση των ισχυρισμών του έδωσε την άδεια να ερευνηθεί το πλοίο του σε όλα τα σημεία. Αυτό έγινε χωρίς να ανακαλυφθεί τίποτε.
Κατόπιν ο μπολσεβίκος πλοίαρχος, ενώ ο σύντροφος Σκουρινίν επιδοκίμαζε χαμογελώντας, πήρε ένα χαρτί και έγραψε στη ρωσική γλώσσα μακροσκελή διαμαρτυρία και βεβαίωση ότι ουδέποτε παρέλαβε ή θα παραλάβει λαθρεπιβάτες.
Μετά τις εξηγήσεις αυτές ο Πολυχρονόπουλος, μαζί με τον υπολιμενάρχη, γύρισαν στον Πειραιά. Κανένα μέσο παρακολούθησης του «Ίλλιτς» δεν κατέστη δυνατό να βρεθεί εκείνη την ώρα, ώστε να παρεμποδιστεί η επιβίβαση των φυγάδων στην ανοιχτή θάλασσα. Πολυάριθμοι αστυνομικοί είχαν διασκορπιστεί κατά μήκος της ακτής του Φαλήρου μέχρι τα πλέον απομακρυσμένα σημεία και παρακολούθησαν τον πλου του «Ίλλιτς». Αυτό ανοίχτηκε προς τις Φλέβες και από εκεί εξαφανίστηκε προς το ανοιχτό πέλαγος. Έτσι οι αστυνομικοί που έστησαν ενέδρα ως τα ξημερώματα αποχώρησαν περίπου στις πέντε το πρωί με τη βεβαιότητα ότι οι δραπέτες δεν επιβιβάστηκαν στο «Ίλλιτς».
Η εξιστόρηση της φυγής
Αλλά τα πράγματα δεν συνέβησαν έτσι. Οι πληροφοριοδότες του Πολυχρονόπουλου, εκ των οποίων ο ένας ήταν ναυτικός και ο άλλος βρισκόταν σε επαφή με τους δραπέτες, συνέπεσαν στην ακόλουθη εξιστόρηση της φυγής:
Περίπου στις 8:30 μ.μ., δηλαδή όταν διαπληκτίζονταν οι Έλληνες αξιωματούχοι με τους μπολσεβίκους ναυτικούς, στο μικρό ακρωτήρι του Καβουριού εμφανίστηκε μια βενζινάκατος. Ήταν γκρίζου χρώματος ψαροκάικο, από εκείνα που τοποθετούν μια βενζινομηχανή για τους ταχείς πλόες τους. Σε αυτό επιβιβάστηκαν τα δεκατρία άτομα από την προαναφερθείσα ομάδα των γλεντζέδων.
Πριν από την επιβίβασή τους, και επειδή λίγο πιο μακριά από αυτούς βρίσκονταν μερικοί ψαράδες, ανάμεσά τους και ο πληροφοριοδότης του Πολυχρονόπουλου, αστειευόμενοι, φιλήθηκαν με τις γυναίκες, οι οποίες επιπλέον φώναζαν ότι «ήταν τρέλα να κάνουν περίπατο με τη βενζίνα (βενζινάκατο) σε τέτοια φουσκοθαλασσιά».
Τρεις από τους επιβάτες σπρώχνονταν από τους άλλους για να ανέβουν στη βενζινάκατο, ενώ άλλοι δύο φαίνονταν δυσαρεστημένοι από την όλη συμπεριφορά των άλλων. Το σκοτάδι εμπόδιζε τον πληροφοριοδότη να αντιληφθεί την ακριβή ψυχολογική διάθεση των φυγάδων. Εν πάση περιπτώσει, η βενζινάκατος, μετά την επιβίβαση των δεκατριών ατόμων, έπλευσε ολοταχώς προς το ανοιχτό πέλαγος και αφού απομακρύνθηκε από το Καβούρι, κατευθύνθηκε, ανοιχτά πάντοτε, προς τις Φλέβες.
Άλλος πληροφοριοδότης είδε τη βενζινάκατο περίπου στις 11 τη νύχτα να συναντιέται με το «Ίλλιτς», το οποίο έκοψε ταχύτητα για πέντε περίπου λεπτά. Ο πληροφοριοδότης αυτός έπλεε επίσης με ψαροκάικο, χωρίς βενζινομηχανή όμως, και λέει ότι λόγω της τρικυμίας δεν κατόρθωσε, όπως ήθελε, να προσεγγίσει το «Ίλλιτς». Αντιλήφθηκε όμως θόρυβο και άκουσε φωνές, υπέθεσε δε ότι επιβιβάστηκαν στο «Ίλλιτς» λαθραία εμπορεύματα.
Μετά από λίγα λεπτά συνάντησε εξάλλου τη βενζινάκατο άδεια να πλέει ολοταχώς προς τον Πειραιά. Από την άλλη, ο πρώτος πληροφοριοδότης βεβαιώνει ότι η γυναίκα και οι τρεις εναπομείναντες άνδρες από την εικοσαμελή παρέα, αντί να περιμένουν τη βενζινάκατο να επιστρέψει, αναχώρησαν μετά από μερικά λεπτά, κατευθυνόμενοι προς την Αθήνα, τραγουδώντας πάντα.
Τα «προγραφόμενα άτομα»
Στις 22 Μαΐου 1931 η «Ακρόπολις» θα γράψει πως «πρόβλημα καθίσταται διά τας καταδιωκτικάς αρχάς πώς τα εν λόγω άτομα απήχθησαν μέχρι του πλοίου “Ίλλιτς”. Ως παλαιότερον είχε διαπιστωθή από προηγουμένας εξαφανίσεις, τα προγραφόμενα άτομα μεταφέρονται επί του ατμοπλοίου με τη βεβαίωσιν ότι πρόκειται να τους γίνουν εμπιστευτικοί ανακοινώσεις διά τα κομμουνιστικά πράγματα. Τούτο γίνεται αν οι απαγόμενοι είναι πρόσωπα προσκείμενα φαινομενικώς τουλάχιστον εις την κομμουνιστικήν ιδεολογίαν και έχουν περιπέσει εις δυσμένειαν χωρίς να το έχουν αντιληφθή. […] Κατά τας υπονοίας αυτάς, ως και άλλοτε έχει καταγγελθή, οι ατυχείς ούτοι ή θα τυφεκισθούν επί του πλοίου, των πτωμάτων των ριπτομένων κατόπιν εις την θάλασσαν, ή θα μεταφερθούν εις Ρωσσίαν, όπου θα καταδικασθούν ή εις θάνατον ή εις εξορίαν εις την Σιβηρίαν»¹.
Στις 3 Ιουνίου 1931 η εφημερίδα «Ακρόπολις» θα επανέλθει με ένα ακόμα σχετικό ρεπορτάζ σύμφωνα με το οποίο: «Ταύτης κατέστη ενήμερος από προχθές και ο κ. Πρωθυπουργός από στόματος πρεσβευτού ξένης Δυνάμεως. Ο εν λόγω πρεσβευτής εβεβαίωσεν ότι όργανα του κράτους του εις Οδησσόν είδον αυτοπροσώπως τους 11 Έλληνας κομμουνιστάς αποβιβαζομένους. Επεξηγείται σχετικώς ότι τα εν λόγω όργανα ανήκουν εις μεγάλην οργάνωσιν αντικατασκοπείας, η οποία ενεργείται εις την Μεσόγειο, διά λογαριασμόν της εν λόγω δυνάμεως, παρακολουθούσης αγρύπνως εν συνεννοήσει με άλλας αστικάς δυνάμεις τας ενεργείας της σοβιετικής προπαγάνδας εις την Ανατολήν. Το αντικατασκοπευτικόν τμήμα της Οδησσού, διά τας επιτυχείς ενεργείας του οποίου δεν δύναται να υπάρξη αμφιβολία, κατά τους αρμοδίους, επισήμως ανέφερεν ήδη εις τον ενταύθα πρεσβευτήν την αποβίβασιν των Ελλήνων ερυθρών ιδεολόγων.
Θεωρείται εξ άλλου βέβαιον ότι και τα εις Οδησσόν όργανα της “Γκεπεού” αντελήφθησαν την παρουσίαν των οργάνων της ξένης αντικατασκοπείας.
Απομένει όμως αδιευκρίνιστον ένα σημαντικόν πρόβλημα. Τι απέγιναν οι άλλοι δύο, οι οποίοι, κατά τας δοθείσας αρχικώς πληροφορίας, διά της βίας περίπου επέβησαν της βενζινακάτου; Κατά τας πληροφορίας εκείνας, δεκατρείς ήσαν οι επιβιβασθέντες της βενζινακάτου. Ένδεκα όμως άτομα αντελήφθη και ο επιβάτης πληροφοριοδότης της πρεσβείας μας, ένδεκα δε επίσης είδον και τα όργανα της Ξένης αντικομμουνιστικής οργανώσεως εις Οδησσόν. Ήδη δύο περιπτώσεις αντιμετωπίζει η ελληνική αστυνομία. Κατά την πρώτην, οι δύο ούτοι εσφάγησαν επί του “Ίλλιτς” και ερρίφθησαν εις την θάλασσαν ως προδόται του ελληνικού κομμουνισμού. Κατά την δευτέραν, δεν επεβιβάσθησαν εις το μπολσεβικικόν πλοίον, παραμείναντες επί της βενζινακάτου και επιστρέψαντες εις Αθήνας και Πειραιά. Αμφότεραι αι περιπτώσεις θα εξετασθούν ευρέως, κατά τας πληροφορίας μας δε, θα ενεργηθούν εντός των ημερών πολλαί συλλήψεις. Απομένει να εξετασθή από μέρους των αρμοδίων η περίπτωσις πειθαρχικών ευθυνών διά την μη παρακώλυσιν της φυγής την νύκτα της παρελθούσης Κυριακής…»
¹ Τον Μάρτιο και Απρίλιο του 1931 κλήθηκαν και πήγαν στη Μόσχα για να λογοδοτήσουν γύρω στα 38 στελέχη του ΚΚΕ που μετείχαν στην «φραξιονιστική πάλη χωρίς αρχές» από λίστα που συνέταξε το στέλεχος Γιάννης Ιωαννίδης με εντολή του Νίκου Ζαχαριάδη που τότε βρισκόταν στη Μόσχα. Ανάμεσά τους και οι 8 δραπέτες των οποίων η απόδραση έγινε μετά από αυτή την κλήση.
Στις 12 Ιουλίου του 2011 ο παιδοψυχίατρος Μάριος Μαρκοβίτης, που ζει στη Θεσσαλονίκη, έλαβε ένα e-mail, μεταφρασμένο από τα ρωσικά σε αγγλικά του Google. Μεταξύ άλλων έγραφε:
«Αγαπητέ Μάριε, ο παππούς μου λεγόταν Μαρκοβίτης. Αναζητώ πληροφορίες για την οικογένειά του. Δεν γνωρίζω το πραγματικό του όνομα. Στην ΕΣΣΔ είχε το όνομα Ατσάλις Κονσταντίν. Τον Απρίλιο του 1931 είχε αποδράσει από τη φυλακή και κατέφυγε στην ΕΣΣΔ σαν πολιτικός πρόσφυγας. Παντρεύτηκε στη Μόσχα και απόκτησε το 1933 μια κόρη, τη Στέλλα. Το 1938 εκτελέστηκε για άδικους λόγους. Αποκαταστάθηκε το 1957. Το μόνο που έχω από τον παππού μου είναι μια φωτογραφία του 1938».
Αποστολέας: Ντμίτρι Αρακελιάν (Dmitri Arakelyants).
Το μήνυμα έπεσε σαν «κεραυνός» στην οικογένεια Μαρκοβίτη, που επί 90 χρόνια έψαχνε να μάθει τι απέγινε ο Μάρκος, τα ίχνη του οποίου είχαν χαθεί από το 1931, όταν απέδρασε μαζί με άλλους συντρόφους του από τις φυλακές Συγγρού και διέφυγε στη «μεγάλη πατρίδα του σοσιαλισμού», τη Σοβιετική Ένωση.
Ο Μάριος Μαρκοβίτης επικοινώνησε με τον Ντμίτρι Αρακελιάν, εγγονό (από την κόρη) του θείου του και επιβεβαίωσε ότι όντως ο Μάρκος ήταν μέλος της οικογένειας Μαρκοβίτη. Μαζί άρχισαν να ερευνούν τη διαδρομή του από τη Νάουσα ίσαμε τη Μόσχα και κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Σιβηρία, όπου έκλεισε πρόωρα και βίαια ο κύκλος της ζωής του.
Απόσπασμα από το γράμμα του Μάρκου Μαρκοβίτη:
«Αγαπητέ σύντροφε Στάλιν, … ξαφνικά, στις 2:00 τη νύχτα στις 3 Ιανουαρίου 1938 συνελήφθηκα και άρχισε η τραγωδία μου. Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω πώς θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, και στην αρχή σκεφτόμουν ότι ίσως να θέλουν να με χρησιμοποιήσουν σε κάποιο πολύ υπεύθυνο έργο, και να θέλουν έτσι να μάθουν περισσότερα για μένα και να με ελέγξουν. Αλλά δεν φαντάζεστε τη μεγάλη μου έκπληξη όταν ο ανακριτής μου είπε ότι συνελήφθηκα ως «πράκτορας» της ελληνικής κατασκοπίας. Δεν θυμάμαι ποτέ μου να έχω κλάψει, όμως εδώ έκλαψα. Έκλαψα σαν μικρό παιδί. Θα προτιμούσα χίλιες φορές να είχα πεθάνει.
Ονειρευόμουν και αγωνιζόμουν ενεργά σε ολόκληρη την ενήλικη ζωή μου για να εφαρμοστούν οι μεγάλες ιδέες του κομμουνισμού, και γι' αυτόν τον λόγο έκοψα όλους τους δεσμούς μου με την παλιά μου οικογένεια, αρνήθηκα την κοινωνική μου τάξη και ήμουν πάντα έτοιμος να θυσιαστώ. Πώς μπορούν να με αποκαλούν "εχθρό του έθνους", αυτού του έθνους που τόσο βαθιά αγάπησα, ή "προδότη της πατρίδας", της οποίας ήμουν ένθερμος πατριώτης. Τι έκανα; Τι έγκλημα έχω διαπράξει; Βασάνισα πολύ τον εαυτό μου να σκεφτεί έστω και ένα βλαβερό λάθος που μπορεί να είχα διαπράξει, οποιεσδήποτε ασυνείδητες πράξεις ή, έστω, κάποια ατυχή έκφραση. Όλη μου η δουλειά ήταν απολύτως καθαρή και μέσα στα πλαίσια της κομματικότητας.
Ήμουν ευτυχισμένος που ζούσα και εργαζόμουν σε μια φανταστική χώρα, όπου όλα αυτά τα χρόνια, υπό την ηγεσία Σας, κτίσθηκε το υπέροχο οικοδόμημα του Σοσιαλισμού. Και τώρα βρίσκομαι εδώ, μαζί με τους εχθρούς του λαού! Είμαι βέβαιος ότι η περίπτωσή μου θα διαλευκανθεί και θα είμαι και πάλι ελεύθερος να επιστρέψω στη δουλειά που θα με διατάξει να κάνω το Κόμμα. Σας παρακαλώ, αγαπητέ Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς, να συμβάλετε στην επιτάχυνση της διερεύνησης του προβλήματος μου και την αποκατάστασή μου στο Κόμμα. Με κομμουνιστικούς χαιρετισμούς Ochalis K.V. (Ατσάλις Κ.Β.)»
Περίπου την ίδια τύχη είχαν και οι Χαϊτάς, Ευτυχιάδης και Κολοζώφ οι οποίοι επίσης μόλις έφτασαν στην Σοβιετική Ένωση λογοδότησαν στην Εκτελεστική Επιτροπή της ΚΔ για τη φραξιονιστική πάλη στην οποία είχαν πρωτοστατήσει, κρίθηκαν ένοχοι και καθαιρέθηκαν από την ΚΕ του ΚΚΕ.
Η 10η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ το Γενάρη του 1967 αποφάσισε να αποκαταστήσει ηθικά και κομματικά 13 μέλη του ΚΚΕ που έπεσαν θύματα την περίοδο της προσωπολατρίας στη Σοβιετική Ένωση. Ανάμεσά τους ήταν και ο Γιώργος Κολοζώφ.
Ο Γρηγοριάδης στη Σοβιετική Ένωση πήρε το όνομα Τράντος Μιχαήλ Κοσταντίνοβιτς και φυλακίστηκε στις φυλακές του Σοχούμ ως κατάσκοπος της ελληνικής κυβέρνησης. Αποφυλακίστηκε ύστερα από δύο χρόνια.
Οι Λευτέρης Αποστόλου, Ορφέας Οικονομίδης, Δημήτρης Παπαρήγας (μέλη της άλλης φράξιας) επέστρεψαν ο καθένας σε διαφορετικές φάσεις στην Ελλάδα. όπου εντάχτηκαν ξανά στο ΚΚΕ και ήταν όλοι τους ιδρυτικά μέλη του ΕΑΜ.