Strange fruit

Strange fruit Facebook Twitter
6
Strange fruit Facebook Twitter

Διαβάζω την Κυρία που τραγουδάει τα μπλουζ στην κουζίνα, ενώ θα της ταίριαζε κι ένα μπορντέλο του Nότου, εκεί όπου πρωτοάκουσε τζαζ ως παιδί. Ωστόσο, η Lady Day «δεν είχε αυτό το κάτι που θα την έκανε πραγματική πουτάνα».

Αγοράζω ασυναίσθητα μια κονσέρβα κόκκινα φασόλια∙ για να τα φτιάξω με κρέας και σκόρδο, όπως η Μπίλι, όταν δεν άντεχε το βρετανικό φαγητό, σε δωμάτιο λονδρέζικου ξενοδοχείου. Ακούω ό,τι τραγούδησε και δεν τραγούδησε και το αποκαλώ «έρευνα» – λατρεύω την έρευνα. Ανακατεύω μπαχαρικά χορεύοντας το «All of me» με μια γλυκιά καυτερή θλίψη φτιαγμένη από τσίλι και στίχο: «You took the best, so why not take the rest». Τα δίνει όλα στον μάγκα. Σε κάθε νότα, λίγο από το αίμα της. Το σόλο σαξόφωνο σκίζει το χάραμα. Συνέρχομαι με το χαρούμενο «The way you look tonight». Τρώω τα φασόλια.

Μιλάω με λέξεις της: «Η χώρα ρημάζεται, μας 'φάγαν οι "ασπρουλιάρηδες", θα ξεκουνηθούμε οι "ξεκωλιάρες";». «Ξεκωλιάρες»: Γυναίκες τεμπέλες, φιλάρεσκες, που αράζουν ανάσκελα, μη κουνώντας το δαχτυλάκι τους. «Ασπρουλιάρηδες»: Οι φλώροι που όλα τούς έρχονται εύκολα. Δεν είναι όλοι ασπρουλιάρηδες για την Μπίλι. Μερικοί αξιόλογοι μάγκες είναι «λευκοί». Όταν πέθανε η μαμά της, η Μπίλι έμεινε μόνη, εφόσον οι συγγενείς της εξαφανίστηκαν οριστικά στον «κόσμο των ασπρουλιάρηδων». Στο άλλο σύμπαν, δηλαδή, που εκείνη την εποχή συναντιέται μόνο σε μπαρ όπου ο καλλιτέχνης μπαίνει από άλλη είσοδο και δεν κάθεται ΠΟΤΕ στα τραπέζια των λευκών. Η άλλη αγαπημένη της λέξη είναι «πανάθεμα». Κι έχει λόγους να τη λέει, πανάθεμα.  

Βυθίζομαι στον κλαυσίγελο, στη βαθιά ζωή της – ελπίζω να καταφέρω να βγω. Το να είσαι μαύρη, φτωχιά και παρατημένη από μπαμπά στον αμερικανικό Νότο είναι σαν να σε έχουν πετάξει σε ένα άπατο πηγάδι δίχως σκοινί. Η Μπίλι σχεδόν τα κατάφερε. Μέχρι η φορά της ζωής και οι μπάτσοι να την τραβήξουν πάλι στο σκότος, πάνω που μόλις είχε καταφέρει, στα σαράντα, γδέρνοντας και ξύνοντας με τα νύχια της, να βγει και να ξαποστάσει λίγο στην επιφάνεια, τότε που έβγαζε πια χιλιάδες δολάρια και είχε επιτέλους τον άνθρωπό της. Όμως το πάτωμα της φυλακής είναι σκληρό και κρύο, ακόμα κι αν έχεις μια υπέροχη μινκ για να ξαπλώσεις πάνω της. Κι εκείνη το υφίσταται επανειλημμένα. Τι κι αν έχει άσπρες τουαλέτες, άσπρες γαρδένιες και άσπρη πρέζα; Είναι ακόμα μαύρη.

Strange fruit Facebook Twitter

Η μάνα της τη γέννησε στα δεκατρία – ήταν ένα παιδάκι που προσπαθούσε να μεγαλώσει ένα παιδάκι. Έκανε τα πάντα γι' αυτήν, αλλά έλειπε και πάντα. Ο μπαμπάς τούς εγκατέλειψε για τη ζωή του μουσικού. Η υπέροχη γιαγιά της τη λάτρευε, αλλά πέθανε νωρίς. Η μικρή Μπίλι δούλευε από τα έξι, κοιμόταν με άλλους τρεις σ' ένα δωμάτιο, έτρωγε ξύλο από τη θεία και σεξουαλική παρενόχληση από τον ξάδερφο. Πρωτοάκουσε τζαζ σε μπορντέλο, όπως πολύς κόσμος εκείνη την εποχή: το σφουγγάριζε τσάμπα, πλήρωνε κιόλας για να την αφήνουν ν' ακούει τη μουσική που λάτρευε. Στα δέκα τη βίασε άγρια ένας μαύρος σαραντάρης. Στα δεκατρία έφυγε με ένα κοτόπουλο σε ένα καλάθι για τη Νέα Υόρκη. Εκεί πουλήθηκε για λίγο, παρότι «φοβόταν το σεξ σαν τον θάνατο», με αυστηρό όρο να το κάνει μόνο με λευκούς, διότι δεν άντεχε το μέγεθος των μαύρων: τότε οι μαύροι την έστειλαν φυλακή. Πράγμα που της έμαθε ότι το μεγαλύτερο κακό θα σ' το κάνουν αυτοί που απορρίπτεις.

Να γιατί τραγουδάει σπαραξικάρδια. To «Μy Μan» το τραγούδησε όταν ο man της ήταν στη φυλακή, όπως έκανε αργότερα και η Έιμι, καθώς οι μπάτσοι περίμεναν να τη συλλάβουν: ένας τουλάχιστον του Ηθών εθεάθη να δακρύζει πάνω στο κασμίρ παλτό του καθώς την άκουγε∙ τη συνέλαβε όμως.

Η Μπίλι είναι συμβιβασμένη με τις καταστροφές. «Αν το μόνο που περιμένεις είναι μπλεξίματα, ίσως να έρθουν κι ευτυχισμένες μέρες. Αν περιμένεις ευτυχία – πρόσεχε» λέει, σε αντίθεση με τη new age φιλοσοφία, κατά την όποια το σύμπαν συνωμοτεί υπέρ σου όταν είσαι «αισιόδοξος». Δεν συνωμότησε – μόνο τη χαστούκιζε το παλιοσύμπαν. Τέλος, το παίρνει απόφαση, τραβάει και μια καρέκλα: «Καλημέρα πόνε, κάτσε!» λέει.

Ακούω το «Body and Soul» και σε εκτέλεση Έιμι – που όταν τη ρώτησαν αν έχει την Μπίλι για πρότυπο, είπε, «fuck her», πράγμα που δεν τη γλίτωσε από τη μοίρα που προσπαθούσε να ξορκίσει βρίζοντας: πέθανε τσάμπα κι αυτή. Οι δυο τους χρειάστηκαν τη σκοτεινιά για να παράγουν τέτοιο βάθος. Τι κι αν η Γουάινχαουζ είναι ασπρουλιάρα; Η μόνη μας πατρίδα, η παιδική ηλικία, σε βρίσκει∙ και σου δίνει μια στο κεφάλι. Όπως η Έιμι, η Μπίλι ονειρευόταν ένα δικό της κέντρο γεμάτο κόσμο, όπου θα τραγουδούσε ό,τι ήθελε – δεν τα κατάφεραν. Όπως η Ζοζεφίν Μπέικερ, ονειρευόταν να προσφέρει σπίτι σε αδέσποτα παιδιά, επειδή «οι μεγάλοι τα βγάζουνε πέρα με κάποιον τρόπο – τα παιδιά όμως;». Ήταν ένας τρόπος να θεραπεύσουν τα παιδιά μέσα τους. Οι δυο τους είχαν πορείες Σταχτοπούτας σε μια περίοδο που το να γεννηθείς μαύρη ήταν η πιο δυσμενής μετενσάρκωση – λίγο πάνω απ' τα σαλιγκάρια. Αλλά, ενώ οι «ξεκωλιάρες» κουνάν τις κωλάρες, στο παράλληλο σύμπαν η βαθιά εμπειρία ζωής μαγεύει στον αιώνα τον άπαντα.

Βαριέμαι τις βιογραφίες. Είναι συνήθως κακογραμμένες από άλλον. Αυτή εδώ όμως κυλάει στον ουρανίσκο σαν ψέμα. Και παρότι ζόρικη, σε ζεσταίνει σαν την αλήθεια. Κι ας λένε ότι περιέχει ψέματα. Στον πάτο κάθεται όλη η αλήθεια της τζαζ: μπορείς να τη φας με το κουταλάκι. Η ίδια η Μπίλι σου μιλάει με φωνή που τσακίζει. Επειδή είναι τσακισμένη. «Όταν είσαι φτωχός, μεγαλώνεις γρήγορα». «Χωρίς φίλους δεν πας πουθενά». «Έγινα διάσημη – όταν σας συμβεί κάτι τέτοιο, τον νου σας». «Τι θα πει ο κόσμος; Αυτό είναι πρόβλημα στους κύκλους των ασπρουλιάρηδων». Και: «Δεν είμαι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία γκόμενα που παντρεύτηκε προσπαθώντας ν' αποδείξει κάτι σε κάποιον». Ο γαμπρός, ο Τζίμι Μονρό, λοιπόν, γύριζε σπίτι με κραγιόν στο πουκάμισο και τότε η Μπίλι του έλεγε: «Μη μου εξηγείς». Έτσι, συμπυκνώνοντας την πίκρα ολόκληρου γάμου, έγραψε το «Don't Εxplain (just say you 'll remain)», δείχνοντας αδυναμία στην απομίμηση του πατέρα της που αποτελούσε ο σύζυξ. Αυτός, λοιπόν, και όσοι γυρνάνε σπίτι με κραγιόν στα μούτρα τους ευθύνονται που «ένα σωρό βλαμμένες» κλαίν' με αυτό το τραγούδι. Και κάπως έτσι γράφονται οι τραγουδάρες.

Ο Τζίμι, αλλά και η διάλυση του γάμου τους, έριξαν την Μπίλι στα σκληρά – και στη φυλακή. Ανατριχιάζω όταν δηλώνει: «Κανείς δεν λέει τη λέξη "πείνα" όπως εγώ. Ούτε τη λέξη "αγάπη"... Ίσως γιατί θυμάμαι τι σημαίνουν... Πρέπει να 'χεις φαΐ για να φας, πρέπει να 'χεις λίγη αγάπη στη ζωή». Εκείνη, επειδή τη μοίραζε στο σπίτι της, το κέντρο διερχομένων που μύριζε φαγητό από τα χεράκια της μάμα, είχε λίγη αγάπη. Ευρωπαίοι θαυμαστές, σε εξάρσεις λατρείας, της έστελναν προσκλήσεις φιλοξενίας και χρήματα στη φυλακή. Λένε ότι «το κοινό την αγκάλιασε» – αλλά πόσο να σ' αγκαλιάσει «το κοινό»; Εκλιπαρούσε την αγάπη, όπως τον πατέρα που σ' εγκαταλείπει. Ένιωθε ότι «κανείς στον κόσμο δεν ενδιαφερόταν για 'κείνη». Κι ας ήξερε πια τους πάντες. Sara Vaughan, Έλα Φιτζέραλντ, Τσακ Μπέρι. Παρελαύνουν διάσημοι στο βιβλίο, δεν είναι όμως αυτό το ζουμί. Το ζουμί είναι στη Σταχτοπούτα που της 'κλέψαν το γοβάκι. Εκεί που λες θα γίνει το θαύμα τώρα, πάρ' την κάτω. Και ο πρίγκιπας σκάρτος.

«Ήταν μια τραγική φιγούρα που αισθανόταν, παρά σκεφτόταν», έγραψε συγκαταβατικά μια κριτικός – με δάνειο κι εξοχικό, υποθέτω. Ε, και; Είναι κι αυτός ένας τρόπος να ζήσεις τη ζωή σου. Όχι υποδεέστερος. Πέρα από διεφθαρμένους μπάτσους και άτιμη ζωή, το βιβλίο ξεχύνει στο δωμάτιο τζαζ μαγεία – κολυμπάω μέσα της για μέρες. Πώς οι μουσικοί τζάμαραν και ηχογραφούσαν χωρίς παρτιτούρες; Πώς έστρωναν τους μαύρους κώλους τους και τα πράγματα απλώς γίνονταν –κι ακόμα προσπαθούν να καταλάβουν, οι πιο επιστημονικοί μουσικοί ας πούμε, πώς έβγαινε η ηχογράφηση τόσο τέλεια– πανάθεμα; Υπήρχε ευτυχία στη φωτογραφία της Μπίλι με τους μουσικούς της. Κι όταν είχε στη σκηνή τον αγαπημένο της σαξοφωνίστα, έλαμπε, βρισκόταν σ' ένα ουράνιο μέρος που «θα ψόφαγα» να επισκεφτώ. Και να χορέψω σουίνγκ εκεί που γεννήθηκε, στην 131η Οδό! Μάγκα μου! Παρότι δεν τους επιτρεπόταν να ζήσουν, οι μαύροι ήξεραν να ζουν καλύτερα. Οι ξενέρωτοι ασπρουλιάρηδες συντονίστηκαν επιτέλους στα τέλη της δεκαετίας του '30, όταν «κάνανε σουίνγκ», που το θεωρούσαν το «νέο πράγμα»: αν είχαν κατέβει στην 131η Οδό θα το 'χανε ψυλλιαστεί όχι ένα, αλλά είκοσι χρόνια νωρίτερα. Ώρες-ώρες είναι πολύ ανούσιο να είσαι ασπρουλιάρης!

Επιστρέφω στο βιβλίο συχνά. Η καταγραφή του Γουίλιαμ Ντάφτι δεν είναι κλαψιάρικη, ηθικοπλαστική ή ξεχειλωμένη, είναι γυμνή. Μάγκα μου, μην τη λυπάσαι. Είχε αυτή την καταγωγή. Αυτά τα παιδικά χρόνια. Κι αυτήν τη φωνή. Πήρε και ηρωίνη. Και κράτησε μέχρι τα 44. Έστυψε τη ζωή όσο μπορούσε. Δεν είχε εφευρεθεί και η ψυχοθεραπεία, ώστε να αποβάλει την αδυναμία στους κακοποιητικούς, όπως εμείς – τότε τους έλεγαν αλήτες. Παρ' όλα αυτά, έζησε περισσότερο από πολλούς από εμάς που «στρώσαμε τις κωλάρες». Και ξεχνάμε να τραγουδήσουμε, πανάθεμα.

 

________

BONUS TRACK

6

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η πρώτη αγάπη: Ένας τόπος όπου ζεις πραγματικά

Βιβλίο / Αρρώστια είναι ν’ αγαπάς, αρρώστια που σε λιώνει*

«Ανοίξτε, ουρανοί»: Το queer μυθιστόρημα ενηλικίωσης του Βρετανοϊρλανδού ποιητή Σον Χιούιτ αποτελεί το εντυπωσιακό ντεμπούτο του στην πεζογραφία, προσφέροντας μια πιστή, ποιητική και βαθιά συγκινητική απεικόνιση του πρώτου έρωτα.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Είναι το «Singapore Sling» η πιο παρεξηγημένη ταινία του ελληνικού σινεμά;

Βιβλίο / Είναι το «Singapore Sling» η πιο παρεξηγημένη ταινία του ελληνικού σινεμά;

Μια συζήτηση με τη Μαρί Λουίζ Βαρθολομαίου Νικολαΐδου για την ταινία που αδικήθηκε στην εποχή της, αλλά σήμερα προκαλεί εκ νέου το ενδιαφέρον, και για την «επιστροφή» της μέσα από ένα βιβλίο.
ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΠΑ
Ντόμινικ Αμερένα: «Έκανα το πειραματόζωο σε ιατρικές δοκιμές για να έχω χρόνο να γράφω ελεύθερα»

Βιβλίο / Ντόμινικ Αμερένα: «Έκανα το πειραματόζωο σε ιατρικές δοκιμές για να έχω χρόνο να γράφω ελεύθερα»

Το πρώτο βιβλίο του Αυστραλού συγγραφέα Ντόμινικ Αμερένα, με τίτλο «Τα θέλω όλα», που πήρε διθυραμβικές κριτικές, κυκλοφορεί στα ελληνικά. Βασικό του θέμα είναι πόσο μπορείς να προσποιηθείς ότι είσαι κάποιος άλλος για να καταφέρεις τους στόχους σου.
M. HULOT
ΕΠΕΞ Μπορούμε να αγαπήσουμε ξανά την Πανεπιστημίου;

Βιβλίο / Μπορούμε να αγαπήσουμε ξανά την Πανεπιστημίου;

«Ένας δρόμος που μοιάζει με κοίτη ποταμού και παρασύρει τους πάντες χωρίς περιορισμούς και απαγορεύσεις», όπως γράφουν οι συγγραφείς του βιβλίου «Οδός Πανεπιστημίου (19ος-20ός αιώνας) - Ιστορία και ιστορίες», Θανάσης Γιοχάλας και Ζωή Βαΐου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Γιάννης Σολδάτος: «Ο μεγαλύτερος εχθρός μου είναι ο μικροαστισμός» ή «Το σινεμά ως μαζικό λαϊκό θέαμα έχει σχεδόν τελειώσει»

Βιβλίο / Γιάννης Σολδάτος: «Το σινεμά ως μαζικό λαϊκό θέαμα έχει σχεδόν τελειώσει»

Μια συζήτηση με τον σκηνοθέτη, εκδότη και συγγραφέα της συνοπτικής «Ιστορίας του Ελληνικού Κινηματογράφου» που πρόσφατα επανακυκλοφόρησε εμπλουτισμένη και σε ενιαία μορφή από τις εκδόσεις Αιγόκερως.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Απόστολος Βέττας: «Στο θέατρο οι πιστοί δηλώνουν την πίστη τους με το χειροκρότημα»

Βιβλίο / Απόστολος Βέττας: «Στο θέατρο οι πιστοί δηλώνουν την πίστη τους με το χειροκρότημα»

Ο σπουδαίος σκηνογράφος συγκέντρωσε την πολύτιμη σαραντάχρονη εμπειρία του σε ένα δίτομο λεξικό για τη σκηνογραφία, αναδεικνύοντάς την ως αυτόνομη τέχνη και καταγράφοντας την εξέλιξή της στο ελληνικό θέατρο.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μ. Αναγνωστάκης «Η χαμηλή φωνή»

Το πίσω ράφι / Μανόλης Αναγνωστάκης: «Τι μένει λοιπόν από τον ποιητή, αν μένει τίποτα;»

Τρεις δεκαετίες μετά την πρώτη της δημοσίευση, η προσωπική ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη «Χαμηλή Φωνή» παρουσιάζεται στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, υπενθυμίζοντας τους θεωρούμενους ήσσονες ποιητές μας, όσους έμειναν έξω από κάθε μορφής υψηλή ποίηση.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Το παρασκήνιο της διαγραφής του Αντώνη Σαμαρά και άλλες ιστορίες…

Βιβλίο / Το παρασκήνιο της διαγραφής του Αντώνη Σαμαρά και άλλες ιστορίες

Προδημοσίευση από τα «Αδημοσίευτα», το νέο βιβλίο του Νίκου Χασαπόπουλου, όπου ο έμπειρος πολιτικός συντάκτης αποκαλύπτει ιστορίες και παρασκήνια που διαμόρφωσαν την πολιτική ζωή της χώρας.
THE LIFO TEAM
Δημήτρης Καράμπελας: «Σήμερα κανείς δεν πιστεύει στην αλληγορία»

Βιβλίο / Δημήτρης Καράμπελας: «Σήμερα κανείς δεν πιστεύει στην αλληγορία»

Ένας από τους ελάχιστους διανοούμενους στη χώρα, που υπήρξε προνομιακός συνομιλητής του Παπαγιώργη και του Λορεντζάτου. Το τελευταίο του βιβλίο «Το πνεύμα και το τέρας» συνιστά μια ανανέωση του δοκιμιακού λόγου στην Ελλάδα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Για τον Ομάρ Καγιάμ

Ποίηση / «Πίνε, και μη θαρρείς κουτέ, και συ πως είσαι κάτι»: Τα Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ

Πεθαίνει σαν σήμερα το 1131 ο μεγάλος Ιρανός ποιητής που έγραψε αριστουργηματικά ποιήματα για τη ματαιότητα των πραγμάτων, τη μεγαλοσύνη της στιγμής και το νόμο του εφήμερου.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΝΤΑΜΟΝ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Το πίσω ράφι/ Μαρία Πάουελ «Δεσμά αίματος»

Το πίσω ράφι / «Η ευλογία αλλά και η κατάρα που είναι η οικογένεια»

Η Μαρία Πάουελ, με τη νουβέλα της «Δεσμά αίματος», ζωντάνεψε μια βυθισμένη στη μοναξιά και κυριευμένη από πάθος γυναίκα χωρίς να μαρτυρήσει ούτε ένα από τα εξωτερικά της χαρακτηριστικά, κι εξερεύνησε ένα θέμα που ίσως δεν θα πάψει ποτέ να μας ταλανίζει, την οικογένεια.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
«Από τότε που με έφεραν εδώ, έχω πειστεί ότι έχω πεθάνει»

Βιβλίο / «Από τότε που με έφεραν εδώ, έχω πειστεί ότι έχω πεθάνει»

Το πρωτότυπο science fiction μυθιστόρημα «Οι υπάλληλοι» της Δανής Όλγκα Ράουν κερδίζει υποψηφιότητα για Booker, προβλέποντας εικόνες από τη ζωή αλλόκοτων υπαλλήλων στο μέλλον, βγαλμένες από το πιο ζοφερό παρόν.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ευάρεστος Πιμπλής: «Η ηδονή σήμερα τρομάζει – και αυτό λέει πολλά για εμάς»

Βιβλίο / Ευάρεστος Πιμπλής: «Η ηδονή σήμερα τρομάζει και αυτό λέει πολλά για εμάς»

Ο πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας μιλά στη LiFO με αφορμή το βιβλίο του «Πέρα από τη συναίνεση» για μερικά από τα πιο δύσκολα ζητήματα της εποχής: τη βία μέσα στη φαντασίωση, τον νέο πουριτανισμό, τα όρια της επιθυμίας και την εύθραυστη, συνεχώς μεταβαλλόμενη έννοια του τι σημαίνει να είσαι άνδρας σήμερα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μοντ Ρουαγιέ: «Πού θα βρίσκονται σε δέκα χρόνια όλοι αυτοί που μας επιτίθενται;»

Lgbtqi+ / Μοντ Ρουαγιέ: «Πού θα βρίσκονται σε δέκα χρόνια όλοι αυτοί που μας επιτίθενται;»

Στο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο «Τρανσφοβία» που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά, η τρανσφεμινίστρια Μοντ Ρουαγιέ επιχειρεί να καταγράψει τη νέα πραγματικότητα για την τρανς συνθήκη και τα τρανς δικαιώματα.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
H παλιά Εθνική Βιβλιοθήκη ανοίγει ξανά τις πύλες της

Αποκλειστικές φωτογραφίες / Η παλιά Εθνική Βιβλιοθήκη ανοίγει ξανά τις πόρτες της

Η LiFO μπήκε στο ιστορικό Βαλλιάνειο Μέγαρο το οποίο, μετά την ολοκλήρωση των αναγκαίων εργασιών αποκατάστασης και συντήρησης, θα υποδεχθεί ξανά το κοινό στις αρχές του 2026.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ

σχόλια

6 σχόλια