ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΜΑΪΟΥ

TO BLOG ΤΟΥ ΣΤΑΘΗ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΥ
Facebook Twitter

Έκτη επιστολή του Βρασίδα Καραλή σε μένα


Έκτη επιστολή του Βρασίδα Καραλή σε μένα

Όλες μαζί οι επιστολές θα εκδοθούν προσεχώς σε ένα μικρό βιβλίο από τις Εκδόσεις της LIFO

 

Έκτη επιστολή του Βρασίδα Καραλή σε μένα Facebook Twitter
Φωτ.: Σπύρος Στάβερης/ Από το μπλογκ του στη LIFO, Almanac

 

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΕΚΤΗ

Ευστάθιε Ευδαιμόνει,

Τι λέγαμε λοιπόν προχτές; Αν ναι, τι είναι άραγε η ξενιτειά; Σαν την τέχνη είναι κι αυτή λοιπόν, φακός που μεγεθύνει. Μεγεθύνει τα πάντα και σαν φακός που είναι τα διαθλά, κι έτσι σε κάνει να ταλαντεύεσαι ανάμεσα σε διαδρομές και αναδρομές, να συλλογίζεσαι πού και ποιος και γιατί, αυθαίρετα και συνειρμικώς σαν ποίημα του Μαγιακόφκσι που σε συγκίνησε όταν ήσουνα νέος, είχε πέσει η χούντα και η δημοκρατία είχε ανατείλει και όλα έμοιαζαν ρομαντικά ταυτοχρόνως και αισιόδοξα, πλήρη πάθους και μέλλοντος, και ως εκ τούτου έπρεπε να διαβάζουμε Μαγιακόφκσι.

Ζήσαμε αλήθεια με τόσες παραισθήσεις; Πάνυ μεν ουν. Δεν καταλάβαμε ποτέ την πανουργία της Ιστορίας; Ουδόλως. Τρέχαμε από το ένα μικρομάγαζο στο άλλο, ψάχναμε λύτρωση, προοπτική, κοσμοεικόνα και βρίσκαμε πασατέμπο. Τραγικό και άθλιο. Μας έστεφε στέφανος συγκινητικής ηλιθιότητος, που έλεγε και ο ανοικονόμητος Περικλογιαννόπουλος. Είχαμε εθιστεί στην αποτυχία και την αναίδεια από τις εορτές πολεμικής ανδρείας της χούντας, όταν η Βέμπο ψαλμωδούσε από τεράστιο γερανό Παιδιά της Ελλάδος παιδιά, με μεγάλους προβολείς και το κράτος του ζόφου ολούθε.

Ήμασταν καταδικασμένοι να αποτύχουμε εξ αρχής γιατί ο αντίλογος υφίσταται εν αρχή. Προετοιμάζαμε τον δικό μας διαμελισμό, με μια εθελούσια διάλυση κάθε αντίστασης. Οι σπόροι που σπάρθηκαν ήταν άκαρποι και έτσι, ύστερα από τη θητεία στη σύγχυση και στην ασυνεννοησία, ιδού, ψηλαφούμε το μαύρο του κόσμου για να διακρίνουμε σχήματα και να σχηματίσουμε έννοιες και να αποσχηματίσουμε ιερά και όσια, και νάμαστε εδώ με τόσα φώτα, το ίδιο μωροί, όπως και πρώτα. Η ζωή μας συμβαίνει όταν τελειώσει –είναι όντως αποκαρδιωτικό.

Τελικά, μιας και τον θυμήθηκα τον Βλαδίμηρο, ναι, έτσι γίνεται πάντα, η βαρκούλα του έρωτα τσακίζεται πάνω στα βράχια της πραγματικότητας. Θα χαθεί η βαρκούλα, θα χαθούν τα βράχια και θα μείνει ο έρωτας βέβαια, πορεία αρχετυπικά προσδιορισμένη από τον άθλιο Πλάτωνα. Ο θάνατος βέβαια τελειώνει μια ζωή αλλά ποτέ μια σχέση, όπως είπε και ένας ραββίνος. Φεύγει ο ερωμένος και μένει ο έρωτας, σαν αναβαθμός προς την αταραξία και την απροσπάθεια ή τη μόνωση και την απελπισία, είδωλον βαιτυλικόν, επειδή ο οίκος του θείου ήταν πάντα η αμορφία του έρωτα. Μονάχος κανείς πορεύεται στον έρωτα, στην δόξα και το θάνατο, που έλεγε και ο ποιητής όταν ήταν στα καλά του.

Μονάχοι γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο αμετάδοτο, πιο ιδιαστικό, πιο ανείκαστο από τον έρωτα, ό ένας εραστής ψάχνει να βρει τον δικό του αντίτυπο στον άλλο, δεν υπάρχει ο άλλος παρά σαν προσέγγιση σε εκείνο που αμφότεροι επιθυμούν για τον εαυτό τους. Έτσι κοιταζόμαστε σαν να μας λείπει κάτι, που δεν μπορούμε να αδράξουμε, δεν μπορούμε να νιώσουμε κι αδυνατούμε πλέον να φανταστούμε –η λαγνεία της απώλειας μας καταδυναστεύει. Παγιδευμένοι στο καλό που ακούσια πράττουμε και το κακό στο οποίο θέσει βρισκόμαστε, πορευόμαστε στα τυφλά, σαν πλούσιες μονάδες, πλούσιες επειδή έχουν χάσει κάθε βεβαιότητα και ασφάλεια, έτοιμοι να εξατμιστούμε, να γίνουμε σκόνη, σπαταλημένες υποσχέσεις, εαυτών επιλήσμονες.

Α, να που άρχισε να βρέχει σήμερα στο Σύδνεϋ. Όταν βρέχει, μνημονεύω Σολωμό και αναρωτιέμαι: Δεν έχω τίποτ’ άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα; Βέβαια και έχεις. Έχεις την παιδική σου ηλικία, τις αρρώστιες που σε πόνεσαν, τους ανθρώπους που έχασες, τα ευλογημένα πάθη, τις αγιάζουσες επιθυμίες, τις όσιες αναμνήσεις και πάνω απ’ όλα το πολύ απλό ερώτημα που άκουγες συνέχεια από τη μητέρα σου, από την πρώτη μέρα που κατάλαβες τον κόσμο, το προαιώνιο ερώτημα που λένε με αγάπη και θλίψη τα χείλη που σε ανέθρεψαν, τι θέλεις να φάμε σήμερα;

Έχουν πλέον περάσει οι εποχές των παραμυθιών. Είσαι μεσοπέλαγα, νιώθεις ναυτία, αναρωτιέσαι πού να είσαι, πώς βρέθηκες εδώ και γιατί. Κοιτάς τα αστέρια ενώ κείτεσαι κατά γης και οι αστρολάβοι των διαισθήσεων και των παραισθήσεων έχουν χαλάσει, ενώ το μόνο που σκέφτεσαι είναι αυτό που άκουγες συνέχεια από τη μητέρα σου, από την πρώτη μέρα που κατάλαβες τον κόσμο, τι θέλεις να φάμε σήμερα; Ξέρεις, τέτοιες φράσεις σε σώζουν από την αυτοκαταστροφή και την αυτοειδώλευση.

Πώς να ακούσεις όμως τη φωνή σου όταν το μυαλό σου είναι γεμάτο σκουξίματα και σπερμολογίες; Μ’ αρέσουν οι πόλεις! Το μάλε βράσε των χαρακτήρων. Το χάος. Τα μάτια των αγνώστων… Η πόλη με θέλει, η φύση δε με χρειάζεται. Δικό σου αυτό, νομίζω, άσχετο με το προκείμενο αλλά δείχνει τον συνταραγμό μου, την διάσεισιν της ψυχής, τώρα που κατέβηκα σύψυχος και συζώντανος στο άλαλο χώμα των σκιών.

Μελοδράμα θα μου πεις και γλυκανάλατα ξεσπάσματα, αλλά την αλήθεια που υπάρχει στις κοινοτοπίες και τα στερεότυπα, λίγοι θέλουν να παραδεχθούν. Όλοι μας κρύβουμε μέσα μιας πεντάρας ρομάντζο και ίσως εκεί να βρίσκεται το κάλλιστο μέρος του εαυτού μας, το μόνο που αξίζει να μοιραστεί εν κοινωνία. Νοός ενέργεια ζωή, καθώς έλεγε και ο Φιλόσοφος.

Είμαστε παιδάκια γερασμένα, απαλόψυχα μειράκια που θρηνολογούν ενώ κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου, χωρίς τύψεις, χωρίς σαράκι, χωρίς αυτομεμψία. Μουσόφθαρτος, και μουσοχαρής, αφουγκράζομαι τη γλώσσα της πυθαγόρειας φύσης: Δημήτρης Μητρόπουλος, ΤαφήΤέταρτο Κουαρτέτο, Δημήτρης Λιάλος. Μικρασιατική Ραψωδία, Γιάννης Κωνσταντινίδης.

Δεν θα κοιμηθώ απόψε. Παραληρώ αλλά κακόν δυσμάραντον η αγάπη της γλώσσας. Εταπεινοφρόνουν απογεγαλακτισμένος.

Ενωτίζου Ευστάθιε και άκουε.

Εξ αντιπόδων,

β.

_____

♦ Oι επιστολές αυτές δημοσιεύτηκαν πρώτη φορά στο Τεύχος 3 του περιοδικού Φρέαρ.

♦ Αύριο η Έβδομη Επιστολή

Ημερολόγιο

ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΜΑΪΟΥ

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ