Ἡ Διονυσία ἀκολουθεῖ τὸν ἑαυτό της στὴ βασανιστική του ἀποδυνάμωση. Διχασμένη στὸ βαθμὸ ποὺ οἱ ἐσωτερικὲς φωνές της τήν κατευθύνουν νὰ γευθεῖ ὁπωσδήποτε τὰ δῶρα τῆς ζωῆς, ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμὴ βρίσκεται ἀντιμέτωπη μὲ ὑποχρεώσεις πού ἐπιβάλλουν οἱ ἄλλοι μὲ ἐπίμονη βία. Ἡ βία ἐναντίον της κυριαρχεῖ: λεκτική, σωματική, ψυχολογικὴ ἀπό διογκωμένα, ἰσχυρὰ πάθη καὶ ἐγωκεντρισμοὺς πού μόνο κραυγάζουν καὶ βιαιοπραγοῦν αὐτάρεσκα καὶ ἀσύδοτα. Ἡ ἄμυνά της εἶναι ἐλάχιστη καὶ στοιχειώδης. Ὁ Νικολὴς δίνει μιὰ Διονυσία ἀρκετὰ ἀπορημένη ἀλλὰ ἀθώα, μὲ τὴν ὑπεράσπισή της νὰ παραμένει σὲ διαρκὴ ἐκκρεμότητα. Ἡ πορεία της σημαδεύεται ἀπὸ κρίσεις καὶ κορυφώσεις ποὺ στὴν ἀφηγηματικὴ δομὴ βρίσκουν τὴν ἔκφρασή τους στὴ σταδιακὴ ἀποκάλυψη σκέψεων καὶ συναισθημάτων. Αὐτὴ εἶναι μιὰ βασικὴ ὁδὸς ὅπου βαδίζει ὁ Νικολὴς γιὰ νὰ περάσει ἀπὸ τὸ ἕνα στάδιο τῆς ζωῆς τῆς Διονυσίας σ᾽ ἕνα ἄλλο, εἴτε ἀπὸ μία κατάσταση, σχέση, γνωριμία, φάση σὲ μία ἄλλη. Ἡ αἴσθηση ποὺ ἀποκομίζει ὁ ἀναγνώστης εἶναι ἡ ἰλιγγιώδης καὶ στενόχωρη κατηφόρα. Ὅσο κι ἄν ἁγιοποιείται ἡ Διονυσία (αὐτὴ εἶναι ἡ βασικὴ ἐπιδίωξη τοῦ Νικολὴ – ἡ ἁγιοποίηση) τὸ κυρίαρχο συναίσθημα εἶναι ἡ ἄδικη κάθοδος ἑνὸς ἄκακου πλάσματος καὶ ὄχι ἡ τελικὴ ἁγιοποίηση-δικαίωση. Ἄλλωστε γιατί ἡ ἁγιοποίηση νὰ συνιστᾶ δικαίωση;Ὁ ἀναγνώστης αἰσθάνεται ἔντονα ὅτι ὁ ἀφηγητὴς μεροληπτεῖ ὑπὲρ τῆς ἡρωίδας. Σκιαγραφεῖ μιὰ σειρὰ ἀπὸ ζοφερὰ καὶ ἐχθρικὰ περιβάλλοντα ὅπου εἰσέρχεται καὶ ἐξέρχεται ἐκείνη βγαίνοντας πάντοτε λαβωμένη: παρουσιάζει πρόσωπα καὶ χαρακτῆρες δίνοντας ἔμφαση στὰ ἀρνητικὰ χαρακτηριστικά τους, συχνὰ μὲ στερεότυπα πού μαρτυροῦν καὶ προκαλοῦν κόπωση: ἄνδρες μὲ λευκὴ φανέλα καὶ σλὶπ, βρώμικα νύχια, ἄπλυτοι, μὲ χυδαίους προσβλητικοὺς τρόπους. Ὁ ὠμὸς ρεαλισμὸς ἐξεγείρει τὸ θυμικό, ὅμως ἡ στερεότυπη ἐπανάληψή του ὑπονομεύει τὸ στόχο του. Ὅπως καὶ τὸ μοτίβο τῆς τσιγγάνας ποὺ “βλέπει” κάτι στὴ μικρὴ Διονυσία, ἢ ἡ μὲ εἰδικὲς ἀνάγκες Νεκταρία ποὺ ἠρεμεῖ στὴν παρουσία της (ὄχι ὅμως ὅταν προηγουμένως ἡ Διονυσία ἔχει κάνει σέξ), ἢ ἄλλοι ἐλάσσονες χαρακτῆρες ποὺ κι αὐτοὶ “βλέπουν” “κάτι” ἀπροσδιόριστο καὶ τὸ ὁποῖο ὁ ἀφηγητὴς μᾶς τονίζει μὲ τρόπο ὅμως ποὺ κινεῖται στὰ ὅρια τῆς ἀφέλειας. Ἡ Διονυσία λοιπὸν ἁγιοποιείται ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων; Ὄχι ἀκριβῶς: εἶναι γεννημένη ἁγία. Μοιάζει μὲ θηλυκὸ Ἰησοῦ χωρὶς ἡ ἴδια νὰ τὸ γνωρίζει. Τὸ βλέπουν οἱ ἄλλοι…Κορυφαῖες στὴν ἀφήγηση εἶναι οἱ στιγμὲς κρίσης μὲ τὶς ἀκραῖες σκηνὲς βίας καὶ ἐρωτισμοῦ καὶ ἔντονο, ἁδρὸ ρεαλισμό: ἡ πρώτη σεξουαλικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸν Μάκη, ἡ παρτούζα Μάκη-Στελάκη-Διονυσίας, ἡ ἀποκάλυψη τῆς παρτούζας ἀπὸ τὰ παιδιὰ καὶ τὸν σύζυγο: πρῶτος ἐξευτελισμός, ὁ ξυλοδαρμός-κακοποίηση-βιασμὸς ἀπὸ τὸν σύζυγο, ἡ παθιασμένη παρτούζα μὲ Νίκο-Μάκη-Διονυσία, ἡ ἀπόρριψη ἀπὸ τὸν Μάκη λόγω ναρκωτικῶν, ὁ διωγμὸς ἀπὸ τὴν κρεβατοκάμαρα ἀπὸ τὴν παρτούζα Νίκου-Στράτου-Διονυσίας.Ἡ σκηνὴ τῆς κακοποίησης καὶ ξυλοδαρμοῦ ἀπὸ τὸν ἐκδικητικὸ σύζυγο δημιουργεῖ ρίγος. Ἀπὸ τὴν πρώτη φράση κιόλας δημιουργεῖ ἕνα φοβικὸ αἴσθημα σαδιστικῆς ἀναμονῆς ἑνὸς ἐπερχόμενου καταστροφικοῦ συμβάντος: “ Ἦταν μιὰ Τρίτη μὲ συννεφιά, 21 Ὀκτωβρίου: ἡ ἀποφράδα μέρα, καὶ ἡ ὥρα περασμένες δώδεκα τὸ μεσημέρι…” Ἡ ἀφήγηση προχωράει ἀργά, χωρὶς βιασύνη, περιγραφικά. Παρακολουθοῦμε τὸ θύμα στὰ χέρια τοῦ θύτη, ἐγκλωβισμένο, βέβαιοι ὅτι ἀνίσχυρο μπορεῖ νὰ γίνει πανεύκολη λεία γιὰ ἐκεῖνον. Ἀπὸ τὰ ὅσα εἶχε περιγράψει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ μυθιστορήματος ὁ συγγραφέας, γνωρίζουμε τὸ ποιὸν τοῦ συζύγου, ἐπομένως γνωρίζουμε ἀπόλυτα ποῦ μπορεῖ νὰ φτάσει. Καὶ προχωρῶντας τόσο ἀργὰ στὸ κείμενο, λέξη μὲ λέξη, φράση μὲ φράση, ἡ ἀγωνία μας γιὰ τὴν τύχη τῆς Διονυσίας γίνεται πυρετικὴ καὶ καθηλωτική. Καὶ σὰν γροθιὰ ξαφνικὴ βλέπουμε τὴν ἐπίθεση ἐναντίον της σὲ μιὰ δραστικὴ ἐναλλαγὴ τῆς εἰκόνας ἀπὸ διάλογο σὲ πράξεις φρικαλεότητας.Ἡ ἴδια δυναμικότητα ἰσχύει σὲ ὅλες τὶς σκηνὲς ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Νικολὴς γιὰ νὰ ἀποδώσει τὴ φορὰ τῆς Διονυσίας στὴν κλίμακα τῆς «καθόδου» της. Ταυτόχρονα χρησιμοποιεῖ ἐμβόλιμα ἀναδρομὲς στὸ παρελθὸν τῆς παιδικῆς ἡλικίας της, ἢ σταματᾶ τὸ χρόνο παρεμβάλλοντας εἰκόνες ποὺ ἀντανακλοῦν τὸν ψυχισμὸ τῆς στιγμῆς προκειμένου νὰ τονίσει καὶ νὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν ἁγιότητά της. Παράλληλα ὅμως τονίζει ὅτι ἡ Διονυσία λειτουργεῖ ἀνθρώπινα καὶ ὅτι ἡ παθητικότητά της ὀφείλεται στὴν ἀπορία καὶ τὴν ἀποστέρηση ποὺ εἶχε βιώσει σὲ βασικὰ ἀγαθά. Ἀγαθὰ ὅπως ἡ ἀναγνώριση, ὁ σεβασμὸς τῆς αὐτονομίας της, τῆς προσωπικότητάς της.Ἡ Διονυσία εἶναι ἡ ἀδιαμφισβήτητη πρωταγωνίστρια. Ὁ Νικολὴς εἶναι ἀπόλυτος καὶ συνεπὴς ὡς πρὸς τὴν ἐπιλογή του, ἀπὸ τὸν τίτλο τοῦ ἔργου ἕως τὶς ἀφηγηματικές του μεθόδους καὶ τεχνικές. Τὰ πρόσωπα ποὺ τήν πλαισιώνουν ἔχουν μια ἐλλειπτικότητα ὡς χαρακτῆρες μέσα στὴν ἀφηγηματικὴ δομή. Ἡ δράση τους, οἱ ἐνέργειές τους εἶναι προσανατολισμένες ὥστε νὰ ἔλκουν ἤ νὰ ὠθοῦν τὴ Διονυσία κάπου ἀλλοῦ, πρὸς κάποιο σημεῖο τὸ ὁποῖο δὲν γίνεται ἄμεσα γνωστό, ὄχι τουλάχιστον ἀπὸ τὸ πρῶτο κεφάλαιο. Τὰ πρόσωπα αὐτὰ οὐσιαστικά μοιράζονται εὐθύνες καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του συγγραφέα ἐπικεντρώνεται στὸ ἀπόσπασμα τῆς ποιότητάς τους, ἐκεῖνο ποὺ ἀσκεῖ τὴν ἐπιρροή του στὴ δράση καὶ ποὺ τελικά θὰ εἶναι αυτὸ πού συγκρατεῖ ὁ ἀναγνώστης καὶ πού θὰ θυμᾶται.Ἡ Διονυσία ὑποφέρει ἀπὸ μεγάλα συγκινησιακά φορτία. Οἱ ἀρτηρίες της σιγοκαίγονται στὰ ὅρια τῆς ἀντοχῆς τους ἀπὸ παλλόμενη, ὁρμητικὴ ζωή. Ἡ ἀφήγηση τυλίγεται ἀπὸ τὴν κυτταρικὴ μεμβράνη συγκρούσεων, κυρίως ἐσωτερικῶν-αὐτὲς κυριαρχοῦν-χωρὶς ὅμως νὰ μολύνεται ἀπὸ τὸ ἀπόλυτο τῆς ὁπτικῆς γωνίας ἑνὸς ψυχογραφήματος. Ὁ στόχος τοῦ Νικολὴ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ διασώζεται ἀπὸ ἐπικίνδυνες παρεκκλίσεις καὶ τὸν βοηθᾶ νὰ μᾶς κρατήσει στὸ γεγονὸς τῆς ὁριστικῆς καταδίκης ἑνὸς πράου καὶ δημιουργικοῦ ἀτόμου ἀπὸ τὸν παράλογο κόσμο τῆς βίας. http://blog.books.gr/kostastapeinos/?p=22
Σχολιάζει ο/η