Απεργία την Πρωτομαγιά

«Οι μαζικοί θάνατοι Ποντίων μεταξύ 1914 και 1922 αποτελούν γεγονός αδιαμφισβήτητο, και οπωσδήποτε υπερβαίνουν κατά πολύ τον αριθμό των 40.000 νεκρών που δίνει για όλη την οκταετία 1914-22 η επίσημη τουρκική ιστοριογραφία. Εξίσου εξωπραγματικός είναι, ωστόσο, ο αριθμός των 353.000 θυμάτων που έχει θεσπιστεί επίσημα στην Ελλάδα ως απολογισμός της «γενοκτονίας». Ο αριθμός αυτός περιλαμβανόταν στην εισηγητική έκθεση του σχετικού νομοσχεδίου και στην αρχική πρόταση των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ το 1992, υιοθετήθηκε από πολλούς ομιλητές κατά την ψήφιση του στη Βουλή, αναπαράγεται στην επίσημη έκδοση της τελευταίας και στα σχολικά βιβλία του Λυκείου, προβάλλεται δε σταθερά σε επετειακές εκδηλώσεις και δημοσιεύματα. Ότι πρόκειται για νούμερο φανταστικό και κάθε άλλο παρά ανταποκρινόμενο στα πράγματα το διαπιστώνουμε συγκρίνοντας τα διαθέσιμα στατιστικά δεδομένα που αφορούν το μέγεθος του ποντιακού πληθυσμού πριν και μετά την καταστροφή: η επίσημη (και απόρρητη) απογραφή του 1910-12 από τους μητροπολίτες και τα ελληνικά προξενεία είχε καταγράψει στην περιοχή λιγότερους από 400.000 Έλληνες, αριθμό που επαναλαμβάνεται (με αμελητέες αποκλίσεις) και στην πατριαρχική Μαύρη Βίβλο του 1919· η απογραφή πάλι του 1928 εντόπισε στην Ελλάδα τουλάχιστον 182.000 πρόσφυγες γεννημένους στον Πόντο, στους οποίους θα πρέπει να προστεθούν όσοι πέθαναν μετά την άφιξη τους στην Κωνσταντινούπολη και την Ελλάδα (που δεν ήταν λίγοι) κι όσοι έφυγαν στη Ρωσία (τουλάχιστον 85.000 το 1917-18, συν ένας άγνωστος -αλλά όχι αμελητέος-αριθμός αργότερα) ή απευθείας στην Αμερική και τη Δυτική Ευρώπη. Το απλό αυτό πρόβλημα αριθμητικής «επιλύεται» από τους επίσημους ιστορικούς της ποντιακής «γενοκτονίας» με την αυθαίρετη προβολή εξαιρετικά μεγαλύτερων αριθμών για τον πληθυσμό των Ποντίων πριν από το 1914: τα κείμενα του Φωτιάδη που διδάσκονται στους μαθητές των ελληνικών σχολείων φουσκώνουν έτσι τους Έλληνες του Πόντου πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο σε 697.000, νούμερο που αντλείται από τις εντελώς φανταστικές επεξεργασίες ενός στελέχους της ποντιακής διασποράς του 1918-20 (του πάλαι ποτέ ηγουμένου της μονής Βαζελώνος κι εν συνεχεία «αντιπροσώπου του εν Ν. Ρωσσία Ελληνισμού», αρχιμανδρίτη Πανάρετου Τοπαλίδη). Κάποιοι άλλοι επίσημοι ιστορικοί, όπως ο Βλάσης Αγτζίδης (μέλος της «συνοδικής επιτροπής εθνικής ταυτότητος» της Εκκλησίας της Ελλάδος), αμφισβητούν ευθέως τη φερεγγυότητα της απόρρητης πατριαρχικής απογραφής του 1910-12, προκρίνοντας στη θέση της τους οφθαλμοφανώς εξογκωμένους ισχυρισμούς των ελληνικών προπαγανδιστικών εκδόσεων του 1918-19 και κάποιων «ελληνοτουρκικών site» στο Διαδίκτυο. Η εισηγητική έκθεση του Ν. 2193 προς τη Βουλή, που υπέγραφε ο τότε υπουργός Εσωτερικών Άκης Τσοχατζόπουλος, ανεβάζει πάλι αυθαίρετα τον αριθμό των Ποντίων του 1914 σε «ένα σύνολο επτακοσίων πενήντα χιλιάδων (750.000)», χωρίς να παραπέμπει φυσικά σε οποιαδήποτε πηγή. Ας σημειωθεί, τέλος, ότι ακόμη και το διεκδικητικό υπόμνημα του Βενιζέλου προς τη Διάσκεψη του Παρισιού το 1919, οι αριθμοί του οποίου για τους Έλληνες της Μ. Ασίας ήταν επίσης διογκωμένοι (όπως δείχνει η σύγκριση τους με τα νούμερα της απόρρητης υπηρεσιακής απογραφής του 1921), εκτιμά τους ελληνορθόδοξους Ποντίους του 1914 σε 477.828, ενώ ο ημιεπίσημος Έλληνας στατιστικολόγος της εποχής -ο Αλέξανδρος Πάλλης- περιορίζει τον αριθμό τους σε μόλις 230.000.» Τάσος Κωστόπουλος: Πόλεμος και εθνοκάθαρση 1912 1922 Αθήνα 2007 Βιβλιόραμα
Σχολιάζει ο/η