Τρία καλοκαίρια σερί στην πιο απομονωμένη πρωτεύουσα του κόσμου

Τρία καλοκαίρια σερί στην πιο απομονωμένη πρωτεύουσα του κόσμου Facebook Twitter
Με μια Toyota Corona του ’79. «Την επομένη έτρεξα στην παραλία του Cottesloe και έκανα πρώτη φορά σερφ μετά το ατύχημά μου».
0

Δεν είχε μπει καλά καλά ο Ιούλιος του '12 όταν πάτησα το πόδι μου στη Δυτική Αυστραλία για πρώτη φορά και οι 33 βαθμοί της Αθήνας έδωσαν τη θέση τους στους 18 του Περθ, ή αλλιώς της Πέρθης, όπως επιμένουν να λένε οι παλιότεροι.

Μόλις είχα αφήσει την πατρίδα για να ζήσω το κλισαρισμένο πακέτο του μετανάστη στη χώρα των καγκουρό και των λευκών καρχαριών. Η χρονιά μέχρι τότε δεν μου είχε φερθεί σωστά επί ελληνικού εδάφους και ο συνδυασμός ενός τροχαίου ατυχήματος και της γενικότερης κρίσης με έπεισε να το ρίξω στις αιτήσεις για υποτροφίες στο εξωτερικό. Αυτή που έκατσε έτυχε να είναι σε μέρος που είχα έναν απόδημο θείο, αυτόν που κάθε Έλληνας έχει κάπου ξεχασμένο, οπότε αποφάσισα να φύγω μόλις κυκλοφόρησε το δεύτερο μυθιστόρημά μου.

Περιπέτεια, σκέφτηκα, και μπήκα στο αεροπλάνο. Άφησα το καλοκαίρι για να πάω σε χειμώνα, αλλά, πίστεψέ με, ο καιρός στην Αυστραλία σε κοροϊδεύει, γιατί ποτέ ουσιαστικά δεν έχει κρύο. Η πρώτη επαφή, λοιπόν, ένιωσε γλυκιά, σχεδόν γνώριμη.

Την επομένη έτρεξα στην παραλία του Cottesloe και έκανα πρώτη φορά σερφ μετά το ατύχημά μου. Όσο και να θες να με κράξεις, είχε δελφίνια κι ερχόντουσαν σαν ήμερα αδέσποτα κοντά να τα χαϊδέψεις. Άλλο ένα τιπ στη λίστα με τα πράγματα που πρέπει να κάνεις πριν τα τινάξεις, σκέφτηκα.

Μόλις φτάνεις σε έναν κόσμο 18.000 χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι σου τα πάντα έρχονται άνω-κάτω. Ξεχνάς ότι ξαφνικά πέφτεις πολλά ταξικά επίπεδα, μηδενίζεις το κοντέρ κι ελπίζεις να φτάσεις εκεί που ήσουν πριν τα διαγράψεις όλα. Εγώ, ευτυχώς, από την πρώτη μέρα είχα μια οικογένεια να με προσέξει, και δεν μιλάω για θείους και διασπορές. Δεν μιλάω για τον αυστηρότατο θείο μου, που δεν είχα ζήσει ποτέ, ούτε για τις παράλογες απαιτήσεις του που ένας 30χρονος πλέον δεν σήκωνε. Μιλάω για τους Perth Café Racers. Κοίτα να δεις που το book trailer του Shoot Me (ένα τελευταίο κλικ) έπεσε τυχαία στις οθόνες τους κι ενθουσιάστηκαν. «Έρχεσαι Περθ; Ό,τι θες, εμείς» μου είπε ο Rex Havoc (ναι, όλοι έχουν τέτοια παρατσούκλια) και του έστειλα μια αγγελία για μια μοτοσικλέτα, ένα XJ του '85. Τη μέρα που προσγειώθηκα ήρθε να μου αφήσει τα κλειδιά της στο σπίτι. «Μου τα δίνεις όταν έχεις» είπε.

Τρία καλοκαίρια σερί στην πιο απομονωμένη πρωτεύουσα του κόσμου Facebook Twitter

Μη φανταστείς, το αρχικό κεφάλαιο της κερδισμένης υποτροφίας ξοδεύτηκε πολύ γρήγορα σε μηχανή, ένα κατεστραμμένο (αλλά συνάμα πανέμορφο) Toyota Corona του '79 και σε μια σανίδα σερφ. Την επομένη έτρεξα στην παραλία του Cottesloe και έκανα πρώτη φορά σερφ μετά το ατύχημά μου. Όσο και να θες να με κράξεις, είχε δελφίνια κι ερχόντουσαν σαν ήμερα αδέσποτα κοντά να τα χαϊδέψεις. Άλλο ένα τικ στη λίστα με τα πράγματα που πρέπει να κάνεις πριν τα τινάξεις, σκέφτηκα.

Το φθινόπωρο, δηλαδή η άνοιξη, πέρασε γρήγορα στο Περθ. Η πρωτεύουσα της Δυτικής Αυστραλίας δεσπόζει στον Ινδικό Ωκεανό, με μια ατελείωτη παραλία στα δυτικά και έρημο στα ανατολικά, οπότε καταλαβαίνεις ότι τα πάντα πνιγόντουσαν στην άμμο.

Ο κόσμος χαλαρός, σαν Μεξικανοί τιμούσαν τη σιέστα και δεν πέθαιναν στη δουλειά. Με ρωτούσαν φίλοι, δηλαδή πώς είναι, σαν την Αθήνα; Όχι. Σαν τη Θεσσαλονίκη; Όχι. Ήταν σαν μια Πάτρα με ενάμισι εκατομμύριο πληθυσμό από ζάπλουτους εργάτες και fit ξανθιές. Μια πόλη που βασίζει το 100% της οικονομίας της στα ορυχεία που βρίσκονται διάσπαρτα στην πολιτεία και όπου η υπόλοιπη χώρα στηρίζεται για να παραμένει crisis-free από τις αρχές του 1990 (ας είναι καλά οι Κινέζοι που αγοράζουν αβέρτα πρώτη ύλη).

Οπότε, σε αυτή την πόλη, αν γίνεις οδηγός φορτηγού ή καθαριστής, μπορείς και βγάζεις 120.000 τον χρόνο, άρα γιατί να σπουδάσεις και να γίνεις γιατρός; Ακριβώς. Καλύτερα κηπουρός παρά δικηγόρος, και γι' αυτό τα λεφτά δεν σήμαιναν τίποτα σε αυτούς – όμως πολλά σ' εμένα, που δεν είχα ούτε το κεφάλαιο, ούτε ίσες ευκαιρίες.

Μια πόλη εκ διαμέτρου αντίθετη με τα ανατολικά και τη φουλ ελληνική Μελβούρνη δεν τα πήγαινε πολύ καλά με τους μετανάστες, ειδικά τους Έλληνες, που δεν είχε πολυσυνηθίσει να βλέπει. Μια ελληνική κοινότητα με πολλούς Καστελοριζιούς υπήρχε όλη κι όλη, που είχε μέσα στα κεντρικά τους γραφεία αυτόγραφο του Τζέραρντ Μπάτλερ από τους 300. Τέτοια φάση. Πήγα στον επιτάφιο και προσπάθησαν να με προξενέψουν σε μια 13χρονη, οπότε αποφάσισα να μείνω με τους μηχανόβιους. Καλύτερα!

Τρία καλοκαίρια σερί στην πιο απομονωμένη πρωτεύουσα του κόσμου Facebook Twitter
«Την Πρωτοχρονιά φύγαμε σαράντα μηχανές για να πάμε για μπίρες στο Swan Valley».

Τα καλοκαιρινά φεστιβάλ ξεκινάνε πρώτα εκεί, όταν στον υπόλοιπο κόσμο έχει παγωνιά και στα βουνά άσπρες νιφάδες. Τον Δεκέμβρη ο υδράργυρος χτυπούσε σαραντάρια και όλη η πόλη ήταν από το πρωί ως το βράδυ στο Cottesloe ή σε κάποιο summer festival, όπως το κλασικό Big Day Out ή το φανταστικότατο-σιγά-το-Πριμαβέρα Southbound, με σαγιονάρα και στάμπι, δηλαδή μπιρίτσα, στο χέρι. Στα 'στραλέζικα όλα τελειώνουν σε -ι, βλέπεις. Δεν πήγαινες για μπρέκφαστ στο Λίντερβιλ, αλλά για μπρέκι στο Λίντι.

Εκεί είχε και μια γιγαντιαία δεξαμενή που έδειχνε τα αποθέματα νερού της πόλης και σου υπενθύμιζε ότι απαγορεύεται να ποτίζεις το γκαζόν σου και να κάνεις ντους πάνω από 2 λεπτά. Όταν ζεις στην έρημο, το νερό είναι χρυσός, και ο χρυσός ουσιαστικά άχρηστος. Και από τέτοιον είχε η Δυτική Αυστραλία μπόλικο.

Την Πρωτοχρονιά φύγαμε σαράντα μηχανές για να πάμε για μπίρες στο Swan Valley. Μαύρα κράνη κάτω από ήλιο που άγγιξε τους 47 βαθμούς (και η ΕΜΥ της Αυστραλίας αναγκάστηκε να εισαγάγει νέο χρώμα στους χάρτες θερμοκρασίας) οδήγησαν σε μια αλλαγή του χρόνου με θερμοπληξία και τον Αϊ-Βασίλη να βράζει στον ιδρώτα του. Αλλά το συνηθίζεις, και μάλλον μετά τον Φεβρουάριο, που η θερμοκρασία πέφτει, σου λείπει και λίγο αυτή η αυστραλέζικη κόλαση. Εγώ εκμεταλλεύτηκα το καλοκαίρι και έκανα σερφ το πρωί κι έγραφα το βράδυ – και κάπως έτσι οι εμπειρίες μου στο Περθ συνδυάστηκαν με παλιότερες από την Αμερική και γεννήθηκε το Flat Track.

Τρία καλοκαίρια σερί στην πιο απομονωμένη πρωτεύουσα του κόσμου Facebook Twitter
«Τα καλοκαιρινά φεστιβάλ ξεκινάνε πρώτα εκεί, όταν στον υπόλοιπο κόσμο έχει παγωνιά και στα βουνά άσπρες νιφάδες».

To δεύτερο καλοκαίρι μου έφυγε κάπου τότε, και άφησε όμως πίσω του συντρίμμια: επέστρεψα στο σπίτι μετά από ένα ταξίδι στη Μελβούρνη για το μελλοντικό μου PhD για να βρω τα πράγματά μου στον δρόμο και την πόρτα κλειδωμένη μετά από ώρες προσβολών από άνθρωπο που μοιραζόμουν το ίδιο αίμα – τελικά γίνεται νερό. Άφραγκος και χωρίς σπίτι, έπρεπε να πουλήσω ό,τι κάποτε λεγόταν υποτροφία.

Κοιμήθηκα στο αμάξι, σε καναπέδες, στην παραλία, μέχρι που έβγαλα τα πάντα στο σφυρί και μπήκα σε νέα τροχιά επιβίωσης. Συνεχίζοντας το κλισέ, έπιασα δουλειά λάντζα Τετάρτη και Πέμπτη που δεν είχα πανεπιστήμιο, και κάθε Κυριακή ως pit crew mechanic στους αγώνες στο Barbagallo Racetrack. Το δεύτερο καλοκαίρι είχε τελειώσει και ανυπομονούσα να έρθει το τρίτο, γιατί για μένα θα σήμαινε τέλος σε αυτό το χάος.

Όταν μπήκε ο Ιούνιος κατάλαβα ότι βγήκα μέσα από μια βιβλιοθήκη μετά από πέντε μήνες, πέντε χιλιάδες πλυμένα πιάτα και πενήντα χιλιάδες λέξεις ενός thesis. Ο βαθμός που κυνήγησα έκατσε, το Flat Track κυκλοφόρησε μετά από χίλια μύρια προβλήματα από μια τοπική εκδοτική στο Fremantle και ήμουν έτοιμος να την κάνω από το Περθ.

Οι Perth Café Racers ήταν εκεί από την πρώτη μέρα. Όταν έμεινε η μηχανή, είχαν έρθει με μπουκάλι κρασί και κατσαβίδια στη μέση της South Street, όταν δεν είχα σπίτι να μείνω, πρόσφεραν καναπέ και όταν ήμουν έτοιμος να φύγω, αποφάσισαν να μου δώσουν ό,τι εφόδιο μπορούσαν για να προμοτάρω το βιβλίο ανατολικά αλλά και στην Ευρώπη – ήταν, κατά κάποιον τρόπο, και δικό τους.

Και κάπως έτσι το τρίτο καλοκαίρι είναι εκεί που ξεκίνησαν όλα, στην Αθήνα, με τους Περθιανούς να φαντάζουν ανάμνηση παιδική. Αλλά δεν είναι το τέλος της Αυστραλίας αυτό. Θα ξαναπάω, προφανώς, αν και ανατολικά αυτήν τη φορά. Αλλά όχι ακόμα. Το καλοκαίρι, το τέταρτο σερί καλοκαίρι δηλαδή.

Τρία καλοκαίρια σερί στην πιο απομονωμένη πρωτεύουσα του κόσμου Facebook Twitter
Τρία καλοκαίρια σερί στην πιο απομονωμένη πρωτεύουσα του κόσμου Facebook Twitter
Τρία καλοκαίρια σερί στην πιο απομονωμένη πρωτεύουσα του κόσμου Facebook Twitter

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 31.7.2013

Ταξίδια
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πώς η ανάβαση στο Έβερεστ κατέληξε από ηρωικό κατόρθωμα σε μαζική μπίζνα

Ταξίδια / Πώς η ανάβαση στο Έβερεστ κατέληξε από ηρωικό κατόρθωμα σε μαζική μπίζνα

Η συντριπτική πλειονότητα των αναβατών είναι πελάτες που πληρώνουν εξαψήφια ποσά και μεταξύ αυτών που ανέβηκαν πρόσφατα στην «κορυφή του κόσμου» ήταν κάποιοι τυφλοί, δύο 13χρονοι, αρκετοί εβδομηντάρηδες, ακόμη και άτομα που είχαν υποστεί διπλό ακρωτηριασμό.
THE LIFO TEAM
«Το χωριό μου, ο Δεσύλλας Μεσσηνίας, είναι ένας μικρός κρυφός παράδεισος»

Γειτονιές της Ελλάδας / «Το χωριό μου, ο Δεσύλλας Μεσσηνίας, είναι ένας μικρός κρυφός παράδεισος»

Ο Μάριος Γκρόγκος μιλά για τον τόπο του με την ανεμπόδιστη θέα στον μεσσηνιακό κάμπο, για ένα μέρος που πια έχει όλα κι όλα δύο μαγαζιά – έχει όμως και μια ομάδα κατοίκων που στήνει φεστιβάλ και εκθέσεις φωτογραφίας και ανανεώνει εθελοντικά την όψη του χωριού.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Αβινιόν/Αρλ

Ταξίδια / Ένα road trip στην Αβινιόν των επτά Παπών και στην Αρλ του Βαν Γκογκ

Γοτθική αρχιτεκτονική, μια «δεύτερη Ρώμη», πολλά δωρεάν μουσεία, φοιτητές να πίνουν μπύρες σε ζωντανές πλατείες και φιλότεχνοι που αναζητούν την αύρα που ενέπνευσε τον Ολλανδό ζωγράφο, αλλά και τον Πικάσο και τον Γκογκέν. Δυο πόλεις που σε κάνουν να ξεχνάς με το ιστορικό τους κέντρο όλα τα βάσανα του ταξιδιού.
ΚΟΡΙΝΑ ΦΑΡΜΑΚΟΡΗ
Όλα από την αρχή στο Σκαμνέλι, σε ένα Ζαγοροχώρι 25 κατοίκων

Γειτονιές της Ελλάδας / Όλα από την αρχή στο Σκαμνέλι, ένα Ζαγοροχώρι 25 κατοίκων

Ο Φίλιππος Φραγκούλης άφησε πίσω του μια πολυετή καριέρα στις τράπεζες προκειμένου να επιστρέψει στις ρίζες του, στην Τύμφη. Αντικατέστησε τα meetings με τα πυκνά δάση που αποτελούν πλέον το φόντο της νέας του πορείας στη ζωή, έχοντας όμως να αντιμετωπίσει πια τις δυσκολίες ενός ορεινού τόπου.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Πώς είναι η καθημερινότητα ενός τριαντάρη στο ψηλότερο χωριό των Βαλκανίων;

Γειτονιές της Ελλάδας / Πώς είναι η καθημερινότητα ενός τριαντάρη στο ψηλότερο χωριό των Βαλκανίων;

Ο Άρης Αβέλλας περιγράφει τη ζωή του στη Σαμαρίνα, σε ένα μέρος που τραβάει την προσοχή ξένων αλπινιστών, σε έναν τόπο όπου όταν λιώνουν τα χιόνια μπορεί κανείς να βολτάρει σε καταρράκτες, να θαυμάσει άγρια ζώα, να δροσιστεί σε βάθρες.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Η καθημερινή ρουτίνα ενός πλοίου της γραμμής τον χειμώνα

Ταξίδια / Η καθημερινή ρουτίνα ενός πλοίου της γραμμής τον χειμώνα

Πήραμε το πλοίο της γραμμής για να κάνουμε το δρομολόγιο που κάνουν οι ναυτικοί μετ’ επιστροφής, χωρίς να κατέβουμε σε κάποιο λιμάνι. Η διαδρομή μας ήταν Πειραιάς – Κύθνος – Σέριφος – Σίφνος – Κίμωλος – Μήλος και πίσω, ενώ άλλες μέρες προστίθενται κάποιοι ακόμα προορισμοί, με τερματικό λιμάνι εκείνο της Σαντορίνης. Στις περίπου 17 ώρες προσπαθήσαμε να δούμε και να καταγράψουμε τη ζωή τον χειμώνα μέσα σε ένα από τα πολλά πλοία που ταξιδεύουν αδιάκοπα στις ελληνικές θάλασσες.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΛΑΣΑΚΗΣ
Adrère Amellal: Μια μέρα στο ξενοδοχείο που φωτίζεται με κεριά στην όαση της Σίβα

Ταξίδια / Adrère Amellal: Μια μέρα στο ξενοδοχείο που φωτίζεται με κεριά στην όαση της Σίβα

Σε έναν αλλόκοτο υπερμεγέθη όγκο που ορθώνεται στην έρημο θυμίζοντας σεληνιακό τοπίο λειτουργεί ένα οικολογικό και απόλυτα μίνιμαλ αισθητικής ξενοδοχείο χωρίς ίντερνετ, ούτε τηλέφωνο, ούτε καν ερ-κοντίσιον.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Ο τόπος μου, ο Κάμπος της Χίου

Γειτονιές της Ελλάδας / H ζωή μου στον Κάμπο της Χίου, εκεί που οι λαλάδες κοκκινίζουν τη γη

Η Μάρω Χατζελένη περιγράφει την καθημερινότητά της στον τόπο που μεγάλωσε και επέστρεψε, σε ένα μέρος όπου αρχοντικά, περιβόλια και στέρνες με πηγάδια συνυπάρχουν μαγικά.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Ο τόπος μου, η Καλοσκοπή

Γειτονιές της Ελλάδας / Mπορεί να ξαναζωντανέψει ένα χωριό είκοσι ατόμων στο βουνό της Γκιώνας;

Μια ομάδα κατοίκων φιλοδοξεί να αναζωογονήσει ένα ορεινό χωριό με άπλετο πράσινο, με άφθονα τρεχούμενα νερά και πηγές, την Καλοσκοπή Φωκίδας που βρίσκεται μόλις δυόμιση ώρες μακριά από την Αθήνα. Και δείχνει να τα καταφέρνει!
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Ο τόπος μου, οι Λειψοί

Γειτονιές της Ελλάδας / Η ζωή μου στους ακριτικούς Λειψούς, εκεί που σταματά ο χρόνος

Ο Κωνσταντίνος Μπουράκης μας μιλά για τη ζωή στο νησί που κερδίζει την υπογεννητικότητα και αποτελεί έναν από τους πιο ποιοτικούς οικολογικούς προορισμούς της Ελλάδας.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ