Oι γιορτές μου στα Πομακοχώρια

Oι γιορτές μου στα Πομακοχώρια Facebook Twitter
Ο Τζεμίλ και η Μουτζέν στην ταβέρνα τους. Φωτο: M. Hulot/ LifO
0

Ο δρόμος μέχρι την Κοττάνη είναι κακοτράχαλος και σε κάποια σημεία δύσκολος να τον διασχίσεις, ειδικά τον χειμώνα. Η άσφαλτος σταματάει λίγο μετά τη Μέδουσα και ελάχιστοι ανυποψίαστοι τολμούν να προχωρήσουν στις λάσπες και τις πέτρες. Ωστόσο, αξίζει να το επιχειρήσεις. Σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, η Κοττάνη είναι ένας παραδοσιακός οικισμός Πομάκων, από τους πιο όμορφους, που πλέον είναι ένα χωριό-φάντασμα. Από τα πέτρινα σπίτια ηλικίας τουλάχιστον τριακοσίων χρόνων, εξαιρετικά δείγματα της ντόπιας αρχιτεκτονικής, ελάχιστα κατοικούνται. Το μοναδικό σχολείο έκλεισε το 1980 λόγω έλλειψης μαθητών και οι περισσότεροι κάτοικοι μετανάστευσαν στη Γερμανία ή σε διάφορα μέρη της Ελλάδας για να βρουν δουλειά. Η Κοττάνη είναι το τελευταίο χωριό της διαδρομής που ξεκινάει από την πόλη της Ξάνθης, περνάει από τη Σμίνθη (όπου είναι απαραίτητη μια στάση στο γλυκοπωλείο του Τσάλα για σιροπιαστά γλυκά και καζάν ντιπί) και συνεχίζει κατά μήκος του ποταμού Κόσυνθου, μέσα από τα βουνά.

Η δεύτερη στάση είναι έξω από το χωριό Μύκη, όπου υπάρχει το ανάγλυφο του θεού Μίθρα να σκοτώνει τον ιερό ταύρο, σκαλισμένο πάνω στον βράχο, ένα μνημείο από τη ρωμαϊκή περίοδο, του τέλους του 2ου μ.Χ. αιώνα και των αρχών του 3ου, που δείχνει ότι στο ύψωμα υπήρχε ρωμαϊκό φρούριο. Μετά σταματάμε στις Θέρμες, στον αλεβίτικο τεκέ του Μπουνταλά Χότζα, του Αλεβίτη σεΐχη που ήρθε από τη Βουλγαρία και διέδωσε το αλεβιτικό ισλάμ στην περιοχή. Ο σεΐχης, που το πραγματικό του όνομα ήταν Οσμάν, και ο γιος του Ιζέτ είναι οι δύο από τους τρεις αγίους που είναι θαμμένοι μέσα στον τεκέ – το όνομα του τρίτου δεν είναι γνωστό. Με τη βουλγαρική κατοχή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Βούλγαροι κατακτητές πήραν το αρχείο του τεκέ και χάθηκαν πολύτιμα στοιχεία για την ιστορία του. Τα έθιμα της λατρείας των Αλεβιτών –που είχαν κοινά στοιχεία με τον χριστιανισμό– απαγορεύτηκαν μετά τη βίαιη επιβολή του τουρκικού σουνιτισμού. Σήμερα ο τεκές (που έχει ανακαινιστεί πρόσφατα) λειτουργεί, αλλά οι τάφοι των αγίων είναι σφραγισμένοι και δεν είναι επισκέψιμοι.

Το ζεστό νερό έρχεται από τα σπλάχνα του βουνού και έχει ιαματικές ιδιότητες, αλλά πολύ πιο σημαντική είναι η χαλάρωση –ψυχική και σωματική– που προσφέρει το χαμάμ, χωμένο μέσα στο ειδυλλιακό περιβάλλον της χαράδρας.

Ακριβώς κάτω από τον τεκέ των Θερμών, δίπλα στο ποτάμι, βρίσκεται το πιο παλιό λουτρό της περιοχής, ενεργό από την εποχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η ατμόσφαιρα είναι μυσταγωγική, με το λιγοστό φως να περνάει μέσα από τις τρύπες της οροφής και να αιωρείται μέσα στους ατμούς της «πισίνας». Το ζεστό νερό έρχεται από τα σπλάχνα του βουνού και έχει ιαματικές ιδιότητες, αλλά πολύ πιο σημαντική είναι η χαλάρωση –ψυχική και σωματική– που προσφέρει το χαμάμ, χωμένο μέσα στο ειδυλλιακό περιβάλλον της χαράδρας. Μακριά από ανθρώπινους θορύβους, επικρατεί μια ηρεμία ανεκτίμητη, το μόνο που ακούς είναι το κελάρυσμα του νερού και το κελάηδημα των πουλιών. Αν αφήσεις την πόρτα ανοιχτή την ώρα που είσαι μέσα στο λουτρό, βλέπεις τη ροή του ποταμού που κυλάει με ορμή παρασύροντας πλαστικές σακούλες, πανιά, όλα τα σκουπίδια που οι άνθρωποι ξεφορτώνονται στον Κόσυνθο. Και είναι πάρα πολλά, σε όλο το μήκος του, πλήθος σκουπιδιών που χαλάνε την εικόνα του απίστευτης ομορφιάς φυσικού τοπίου. Είναι άγραφος κανόνας ότι στο χαμάμ δεν μπαίνει κανείς όσο κάνεις το μπάνιο σου, περιμένει καρτερικά απ’ έξω και δεν σε ενοχλεί μέχρι να βγεις, αυτό ισχύει σε όλα τα λουτρά της περιοχής. Ο χρόνος που είναι επιτρεπτός για να μείνεις μέσα στο χαμάμ δεν ξεπερνάει το μισάωρο, εκτός και αν είναι αργά το βράδυ ή νωρίς το πρωί, όταν δεν υπάρχει ψυχή, οπότε μπορείς να καθίσει όσο αντέξεις. Τα λουτρά είναι ανοιχτά όλο το 24ωρο. 

Κλιν ΠΟΜΑΚΟΙ Facebook Twitter
Το χαμάμ στις Θέρμες. Φωτο: M. Hulot/ LifO

Στα δέντρα έξω από το λουτρό υπάρχουν δεμένες κάλτσες και μικρά πανιά, σαν στολίδια χριστουγεννιάτικα, κι ο Βενιαμίν που μας συνοδεύει και μας ξεναγεί στα Πομακοχώρια μάς εξηγεί ότι είναι τάματα των ανθρώπων που έρχονται για να τους προστατέψουν οι τρεις άγιοι. Την ημέρα του Αδραλέζ, της πομάκικης γιορτής που συμβολίζει την αρχή του καλοκαιριού και θεωρείται και η ημέρα γιορτής του βοσκού, στα Λουτρά Θερμών οι πιστοί περνούν τρεις φορές από την τρύπα του βράχου και αφήνουν ένα κομμάτι πανί από τα ρούχα τους, δένοντάς το στη συκιά. Έτσι αυξάνουν τις πιθανότητες να ζουν μέχρι τον επόμενο χρόνο. Ο Βενιαμίν προσπαθεί να πιάσει μια παραδοσιακή μπλε μαντίλα που έχει παρασύρει ο χείμαρρος με ένα μακρύ κλαδί, αλλά το νερό είναι πολύ και τον εμποδίζει να τη φτάσει. Είναι γιος της Εμινέ, μιας γυναίκας-σύμβολο για τους Πομάκους, προέδρου του Πολιτιστικού Συλλόγου Πομάκων Ξάνθης και τραγουδίστριας –η μόνη Πομάκα τραγουδίστρια– που αγωνίζεται για τη διάσωση και διάδοση της ιστορίας και της πολιτιστικής κληρονομιάς τους. Η ζωή της είναι μυθιστορηματική και όσο ξετυλίγεται το στόρι της τόσο περισσότερο θαυμάζουμε το θάρρος και τη δύναμη αυτής της γυναίκας. Το προηγούμενο βράδυ μας είχε καλέσει στο σπίτι της, σε ένα οικογενειακό τραπέζι με μεζέδες και κρασί, και με μεγάλη δόση χιούμορ μας είχε αφηγηθεί ιστορίες από τη ζωή της. Η Εμινέ είναι πάντα γελαστή και αστειεύεται με κάθε ευκαιρία, αλλά σοβαρεύει απότομα όταν μιλάει για του Πομάκους και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν –και αντιμετώπιζαν πάντα– ως κατώτερης κατηγορίας πολίτες για το ελληνικό κράτος. Τα τρία παιδιά της, ένα κορίτσι και δύο αγόρια, που σπουδάζει με θυσίες και κάνοντας πολλές φορές δύο δουλειές, είναι το πιο σπουδαίο έργο της ζωής της, γιατί είναι τρεις θαυμάσιοι νέοι άνθρωποι, καλλιεργημένοι, με βαθιά γνώση της ιστορίας τους, παρά το νεαρό της ηλικίας τους. 

Κλιν ΠΟΜΑΚΟΙ Facebook Twitter
Ο Αλεβίτικος τεκές στις Θέρμες. Φωτο: M. Hulot/ LifO

«Εδώ και μία τετραετία προσέχω ηλικιωμένους που έχουν Αλτσχάιμερ και άνοια» μας λέει. «Δεν θα ήθελα να κάνω κάποια άλλη δουλειά γιατί θεωρώ ότι είμαι γεννημένη για τη συγκεκριμένη. Οι άνθρωποι που είναι καλοί στη δουλειά τους, είτε την αγαπάνε πάρα πολύ είτε έχουν χάρισμα. Κι εγώ τη λατρεύω τη δική μου». 

Η «πηγή των ζώων» που μας πηγαίνει ο Βενιαμίν μετά τα λουτρά είναι μια πηγή με θερμό νερό που η θερμοκρασία του φτάνει στους 51ο C, τόσο καυτό που δύσκολα αντέχεις να βουτήξεις ακόμα και το χέρι σου. Τα παλιότερα χρόνια έριχναν εδώ μέσα τα ζώα που ήταν άρρωστα για να θεραπευτούν, ενώ πολλοί πιστεύουν ότι τα νερά είναι ιερά και ρίχνουν σε αυτά λεφτά, κέρματα αλλά και χαρτονομίσματα – στην επιφάνεια της τσιμεντένιας πισίνας έπλεαν τα απομεινάρια από ένα σκισμένο τούρκικο χαρτονόμισμα. Στα πομάκικα η πηγή ονομάζεται «Κράσταβα Βόντα», δηλαδή ζωηρό νερό, και πιστεύεται ότι –εκτός από την ψωρίαση στα πρόβατα– θεραπεύει και οποιαδήποτε ανθρώπινη ασθένεια. Το καυτό νερό που κυλάει στην πλαγιά του λόφου και φτάνει μέχρι το ποτάμι δημιουργεί ένα παράξενο «χαλί», μπεζ και πράσινο από τα φύκια και το χρώμα του ξεπλυμένου χώματος.

Κλιν ΠΟΜΑΚΟΙ Facebook Twitter
Η καυτή πηγή. Φωτο: M. Hulot/ LifO

Το πιο δημοφιλές σημείο στις Θέρμες –που αποτελούνται από τρεις οικισμούς, τις Άνω Θέρμες, τις Μέσες και τις Κάτω– είναι τα ιαματικά λουτρά που βρίσκονται στις Κάτω Θέρμες, δίπλα στην ταβέρνα του Κεμάλ. Μετά τις Θέρμες ξεκινάει το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της διαδρομής, με πολλές στροφές που την κάνουν αρκετά επεισοδιακή, αλλά, αν εξαιρέσεις τα σκουπίδια, είναι μαγευτική. Δάση, νερά, γραφικά χωριά όπως η Μέδουσα με τα πέτρινα γεφυράκια να συνδέουν τις δύο όχθες του ποταμού που διασχίζει το χωριό και τον μιναρέ να κυριαρχεί στον ορίζοντα, κι άγρια τοπία με πέτρινα σπίτια ερημωμένα και εγκαταλειμμένα, όπου ο χρόνος έχει σταματήσει πριν από δεκαετίες. Ο χωματόδρομος είναι της υπομονής, πρέπει να οδηγήσεις με ταχύτητα χελώνας σε απότομες πλαγιές και χαράδρες, χωρίς κανένα προστατευτικό, αλλά φτάνοντας στην Κοττάνη αποζημιώνεσαι με το παραπάνω. Το τοπίο είναι συγκλονιστικό, με τη χαράδρα που διασχίζει ο Κομψάτος ποταμός φιδωτά, σε ελικοειδές σχήμα, να κρέμεται από τη μία πλευρά της ταβέρνας του Τζεμίλ (ο λόγος που ήρθαμε μέχρι εδώ), και από την άλλη την κορυφή του βουνού, που βλέπει στον οικισμό της Κοττάνης. «Αν είσαι τυχερός, θα δεις να πετούν γύπες» μας λέει ο Τζεμίλ Χαλίλογλου, ο «τρελός» Πομάκος που τόλμησε να ανοίξει μια ταβέρνα στην ερημιά, «στην άκρη του κόσμου». Ο οικισμός της Κοττάνης απέχει τρία χιλιόμετρα από το μαγαζί του και η θέα που αντικρίζεις στην αρχή του χωριού είναι μοναδική: άγριο ορεινό τοπίο στην καρδιά του δάσους της Ροδόπης, με τα σπίτια χωμένα μέσα στο βουνό. Την ώρα που φτάνουμε στο χωριό ο (ηχογραφημένος) ιμάμης τραγουδάει ανατριχιαστικά από τα ηχεία του μιναρέ και η φωνή του αντηχεί σε όλη την κοιλάδα.     

Κλιν ΠΟΜΑΚΟΙ Facebook Twitter
Η Μέδουσα και ο ποταμός Κόσυνθος. Φωτο: M. Hulot/ LifO

Η ταβέρνα του Τζεμίλ είναι μια εμπειρία αξέχαστη, δεν είναι τυχαίο που θεωρείται μία από τις δυο-τρεις κορυφαίες παραδοσιακές ταβέρνες της Ελλάδας. Είναι ένα παλιό πέτρινο σπίτι χτισμένο στην άκρη του γκρεμού, ακριβώς πάνω από τον Κομψάτο ποταμό, με θέα στο ερημωμένο χωριό, που είναι ταυτόχρονα και λαογραφικό μουσείο, με την ιστορία των Πομάκων εκτεθειμένη σε δύο ορόφους. Ο Τζεμίλ με τη γυναίκα του τη Μουτζέν αποφάσισαν να αφήσουν την πόλη της Ξάνθης και να μετακομίσουν στο χωριό, να ανακαινίσουν το σπίτι του παππού του και να το κάνουν μια ταβέρνα-κιβωτό της πομάκικης παράδοσης. Το μαγαζί άνοιξε μετά από πολλές δυσκολίες την Πρωτομαγιά του 2008, και για να ολοκληρωθεί χρειάστηκαν πέντε χρόνια σκληρής δουλειάς. Το κτίριο ήταν μισογκρεμισμένο και ο Τζεμίλ το επιδιόρθωσε με τη βοήθεια ενός τσοπάνου, με πέτρες που μάζεψαν από τον δρόμο.

Κλιν ΠΟΜΑΚΟΙ Facebook Twitter
Ο Βενιαμίν στην ταβέρνα του Τζεμίλ. Φωτο: M. Hulot/ LifO

Ο Τζεμίλ δούλευε χρόνια σε ταβέρνες της Ξάνθης με αρχαία ονόματα, «Ξανθίππη», «Ραμόνα», «Νεφέλη», και ήξερε πώς να τρέξει ένα μαγαζί, αλλά ένα δικό του μαγαζί στη μέση του πουθενά, με χωματόδρομο σκαρφαλωμένο στα κατσάβραχα που κλείνει τον μισό χρόνο από τις κατολισθήσεις, τις φθορές που προκαλεί η βροχή και τις λάσπες, ήταν σκέτη τρέλα την εποχή που το σκέφτηκε. «Όταν ξεκίνησα, μου έλεγαν όλοι “είσαι στα καλά σου; Πού πας να πετάξεις τα λεφτά σου;”» λέει. «Ήμουν όμως αποφασισμένος και απαντούσα “θα το κάνω, κι αν δεν πατήσει κανείς, τουλάχιστον θα μου μείνει το σπίτι”». Το σπίτι-μουσείο, ρέπλικα των πομάκικων σπιτιών που θυμόταν από τα παιδικά του χρόνια, και η ποιότητα του φαγητού, ωστόσο, έκαναν την ταβέρνα του προορισμό από την αρχή, και κάθε Σαββατοκύριακο γέμιζε από κόσμο. Τον χειμώνα το μαγαζί λειτουργεί κυρίως τα Σαββατοκύριακα και τις γιορτές, αλλά το καλοκαίρι ανοίγει πιο συχνά, γιατί η περιοχή έχει όλο και περισσότερους τουρίστες, Έλληνες και ξένους. Κι όσο εξουθενωτική και αν είναι η δουλειά της ταβέρνας, το μαγαζί το δουλεύουν οι δυο τους, ο ίδιος και η γυναίκα του, οι οποίοι φτιάχνουν μόνοι τους τα πάντα: τα ψωμιά και τις πίτες που σερβίρουν, το γιαούρτι, τα τουρσιά και τα γλυκά κουταλιού, ψήνουν τα κρέατα και ετοιμάζουν όλα τα πιάτα. Με τα χρόνια η φήμη του μαγαζιού ξεπέρασε τα σύνορα της περιοχής της Ξάνθης και έφτασε σε όλη την Ελλάδα και τη Βουλγαρία, και δεν υπάρχει επισκέπτης που να έφαγε εκεί και να μην έφυγε με τις καλύτερες εντυπώσεις.

Κλιν ΠΟΜΑΚΟΙ Facebook Twitter
Η ταβέρνα του Τζεμίλ. Φωτο: M. Hulot/ LifO
Κλιν ΠΟΜΑΚΟΙ Facebook Twitter
Κατσαμάκι και κλιν. Φωτο: M. Hulot/ LifO

Ο Τζεμίλ και η Μουτζέν είναι οι τελευταίοι φύλακες της Κοττάνης, αλλά η ζωή τους δεν είναι καθόλου εύκολη. Ο δρόμος –που είναι στο έλεος των στοιχείων της φύσης– είναι το πιο μεγάλο τους πρόβλημα, «με την παραμικρή βροχή ή με τα χιόνια είμαστε αποκλεισμένοι» λέει ο Τζεμίλ, «κινητό και Internet δεν πιάνουν, τηλεόραση βλέπουμε μέσω δορυφόρου και ενώ στο λογαριασμό της ΔΕΗ μας βάζουν να πληρώνουμε για την ΕΡΤ, δεν τη βλέπουμε. Δεν υπάρχει καμία υποδομή και οι τρεις οικογένειες ηλικιωμένων που μένουν εδώ κινδυνεύουν μέρα-νύχτα, αν τύχει και πάθουν κάτι».  

Ο Τζεμίλ και η Μουτζέν μαγειρεύουν κυρίως κρέατα, ψητά ή βραστά, κι ο Μπέντζαμιν τους ζητάει να δοκιμάσουμε πομάκικα πιάτα, πατέτνικ και κατσαμάκι (δυο πομάκικες πίτες που έρχονται σε ένα πιάτο για καλωσόρισμα), πεκάν πατλατζάν (μια καταληκτική ψητή μελιτζάνα με καπνιστή γεύση με τυρί και ντομάτα) και πάρενικ. Μαζί με το καλωσόρισμα, η Μουτζέν μάς φέρνει ημίγλυκο ροζέ κρασί και αρχίζει να απαγγέλλει τα φαγητά της: σπιτικό τουρσί, φασολάδα, ορμάν κεμπάπ, χουνκιάρ μπεγεντί, σις κεμπάπ, γιαουρτλού και μια εξαιρετική ποικιλία από ψητά κρέατα, σουτζουκάκια του Τζεμίλ και γλυκάδια –η πιατέλα που έκανε ξακουστή την ταβέρνα του.

Κλιν ΠΟΜΑΚΟΙ Facebook Twitter
Το σπίτι του Τζεμίλ. Φωτο: M. Hulot/ LifO

Η Εμινέ μάς μιλάει για την πρασόπιτα με καλαμποκίσιο αλεύρι, πράσο και γιαούρτι που αξίζει να δοκιμάσουμε κι ένα ψωμί που φτιάχνεται με κολοκύθα (το οποίο μας έχει προτείνει και η Αρετή στον Pleteno, τον συνεταιρισμό γυναικών πομακικής καταγωγής στο χωριό Κένταυρος) και μας εξηγεί πως όλες οι πομάκικες πίτες λέγονται κλιν, απλά σε κάθε χωριό τις φτιάχνουν διαφορετικά. «Στο χωριό μας, το Δημάριο, βάζουν στην πίτα πατάτες, ρύζι, αυγό, κρεμμύδι και φέτα, στην Κοτύλη κάνουν το κλιν με πατάτα, ρίγανη, αυγό και τυρί, στη Μελίβοια το κάνουν με αυγά και γιαούρτι, στο Ωραίο το κάνουν με ρύζι, κιμά και φύλλο. Το πατέτνικ το φτιάχνουν μόνο στην Κοτύλη και στην Κοττάνη και γίνεται με πατάτα, αυγό και φέτα».

Η Εμινέ Μπουρουτζή μεγάλωσε στο Δημάριο, σε μια οικογένεια με τέσσερα παιδιά, και στην Ξάνθη βρέθηκε το 1992, στα 13 της, όταν αρραβωνιάστηκε. «Δεν ήξερα καθόλου ελληνικά», λέει, «παντρεύτηκα τον Νοέμβριο του 1994, ο άντρας μου ήταν 19 και πριν παντρευτούμε μού έλεγαν ότι “στην πόλη δεν θα πηγαίνεις στα χωράφια, δεν θα χρειάζεται να δουλεύεις”, δεν ήξερα ότι έχει και στην Ξάνθη χωράφια. Πήγαινα να μαζέψω βαμβάκι, καπνό, πιπέρια, ρεβίθια, ντομάτες, κάναμε μεροκάματο. Κατάλαβα ότι οπουδήποτε και να πας, πρέπει να δουλέψεις. Δεν με πείραζε η δουλειά, είναι πολύ σημαντικό να δουλεύεις, γιατί έχεις αυτοδυναμία και καταλαβαίνεις ότι είσαι ανεξάρτητη. Εγώ, όμως, δούλευα επειδή έπρεπε, έχει διαφορά από το να εργάζεσαι για να στέκεσαι στα πόδια σου. Εργαζόμασταν όλοι και όταν ερχόταν η μέρα της πληρωμής έπαιρνε το ποσό η πεθερά ή ο πεθερός μου, δεν ρωτούσαν αν χρειαζόμαστε κι εμείς κάτι, γιατί θεωρούσαν ότι αφού υπήρχε ένα πιάτο φαγητό ήμασταν καλυμμένοι.

Δυστυχώς έτσι γινόταν παλιά. Χώρισα το 2017 μετά από είκοσι τρία χρόνια γάμου, γιατί όταν δεν ταιριάζει ένα ζευγάρι είναι καλύτερα να είναι χώρια και να είναι δύο καλοί γονείς για τα παιδιά τους. Αυτό μου πήρε είκοσι χρόνια για να το καταλάβω. Πήγα στις Βρυξέλλες και μίλησα για την εμπειρία μου και πλέον έχει ψηφιστεί ένας νόμος να μην παντρεύονται οι νέοι κάτω των 18 ετών. Πρέπει να είναι ενήλικα τα παιδιά όταν θα αρραβωνιάζονται ή για να κάνουν γάμο, διαφορετικά έχει ποινικές κυρώσεις. Ούτε με συναίνεση των γονέων δεν γίνεται πλέον γάμος κάτω των 18.

Κλιν ΠΟΜΑΚΟΙ Facebook Twitter
Η Εμινέ με τα τρία παιδιά της. Φωτο: M. Hulot/ LifO

Υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα πάνω στα χωριά, που χειροτερεύει όσο περνάει ο καιρός: η ανεργία, που έχει αναγκάσει τους άντρες να φύγουν. Στα Πομακοχώρια καλλιεργούσαμε μόνο καπνό και είχε και κτηνοτροφία, αλλά οι νέοι άνθρωποι σε μεγάλο ποσοστό (85%) έχουν σταματήσει να καλλιεργούν καπνό. Με τη συμφωνία της εταιρεία Philip Morris που δίνει την επιδότηση, το πριμ που λέμε, κάποιοι καλλιεργούν για να μη χάσουν την άδεια σαν αγρότες, αλλά οι περισσότεροι φεύγουν στο εξωτερικό, κυρίως στη Γερμανία, για να δουλέψουν στα ναυπηγεία, παρότι είναι ανθυγιεινή δουλειά. Βγάζουν ένα τεράστιο ποσό, αλλά υπάρχει ένα θέμα: της εξωσυζυγικής σχέσης. Γιατί οι άντρες μπορεί να δουλεύουν στο εξωτερικό, αλλά το 30% από αυτούς, μπορεί και το 50%, έχουν τη γυναίκα τους στο χωριό, κι εκείνοι, εκεί που δουλεύουν, έχουν και τη σχέση τους. Η σύζυγος δεν γνωρίζει πόσο πληρώνεται ο άντρας της, ούτε τι ζωή κάνει, απλά της καλύπτει τα βασικά έξοδα, που είναι από 300 μέχρι 500 ευρώ, κι αυτός μπορεί να βγάζει και πέντε και δέκα χιλιάδες ευρώ τον μήνα. Θεωρώ ότι είναι άδικο να συμβαίνει αυτό σε ένα ζευγάρι, να παραμένει παντρεμένο εάν δεν ταιριάζει, επειδή σκέφτεται τι θα πει το χωριό. Οι γυναίκες είναι κλεισμένες μέσα στα σπίτια τους και απλά περιμένουν να στείλει τα λεφτά ο σύζυγός τους. Μέχρι πριν από μία πενταετία η κατάσταση με τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα στα Πομακοχώρια ήταν απελπιστική, το ποσοστό των γυναικών που κατέφευγαν σε αυτά είχε αγγίξει το 100%. Και δεν είχε σημασία η ηλικία, τα έπαιρναν από 15 χρονών κορίτσια γιατί έλεγαν ότι τα είχαν ανάγκη για να μην κλαίνε, για να μη σκέφτονται, για να μπορούν να γελάσουν. Και έγινε μια πολύ μεγάλη προσπάθεια από μια κινητή ομάδα γιατρών σε συνεργασία με διάφορους φορείς για να αλλάξει κάπως αυτό.

Όταν αποφάσισα να βγάλω τη μαντίλα, το 2008, ήταν για μένα η πιο δύσκολη απόφαση της ζωής μου και το χειρότερο ήταν ότι δεν είχα καμία συμπαράσταση από κανέναν γονέα, ούτε απ’ του συζύγου μου, ούτε απ’ τους δικούς μου. Θεωρούσαν ότι είναι πολύ μεγάλη προσβολή κι απλά απομακρύνθηκαν, κι όταν αποφάσισα να ασχοληθώ με τον Πολιτιστικό Σύλλογο Πομάκων Ξάνθης με απομόνωσαν, γιατί θεωρούσαν ότι προδίδουμε το τουρκικό έθνος στη Θράκη, ενώ οι γονείς μου πάντα έλεγαν ότι είμαστε Έλληνες πολίτες. Αυτό μου έμαθαν. Μουσουλμάνοι μεν στο θρήσκευμα, αλλά Έλληνες πολίτες. Υπήρχαν όμως κάποιοι άνθρωποι που τους καταπίεσαν και τους επιβάλανε να με απομονώσουν και να μην έχω καμία επαφή μαζί τους. Μέχρι και πρόπερσι με έτρωγε αυτό το “γιατί”, αλλά όταν τα βρήκα με τον εαυτό μου, σταμάτησα πλέον να το ψάχνω. Εγώ ήμουν πάντα εδώ και θα είμαι εδώ, όποια στιγμή και αν θέλουν να έρθουν.

Είμαι πολύ περήφανη που ήμουν ένα παράδειγμα, γιατί κι εγώ κάποια στιγμή κατέληξα να πάω σε ψυχολόγο, έναν πολύ καλό άνθρωπο, που μου είπε “κοριτσάκι μου, δεν θα σου γράψω τίποτα, γιατί είσαι 20 χρονών, τι θα κάνεις στα 40 σου; Θα τα συνηθίσει ο οργανισμός σου και δεν θα σε πιάνει τίποτα. Είναι προσωπικό σου το πρόβλημα και πρέπει μόνη σου να το αντιμετωπίσεις. Όταν νιώθεις άβολα και θέλεις να κλάψεις, κλάψε, όταν νιώσεις να γελάσεις, γέλα, δεν είναι κάτι κακό”. Έκανα δυο τρεις επισκέψεις τότε και μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση, κι αναρωτιόμουν “γιατί σε όλες τις γυναίκες γράφουν φάρμακα και σε μένα δεν γράφει;”. Γιατί όταν με είχε ρωτήσει τι θέλω να κάνω, παρόλο που δεν ήξερα τα ελληνικά, προσπάθησα να του εξηγήσω ότι δεν θέλω να χαπακώνομαι, θέλω να μπορέσω να αλλάξω κάτι. Και τα κατάφερα επειδή είχα καλούς φίλους δίπλα μου που με βοήθησαν, κι επίσης βοηθήθηκα πολύ από τα σεμινάρια που παρακολούθησα. Έτσι, κάποια στιγμή αποφάσισα να σταθώ στα πόδια μου, να σπουδάσω τα παιδιά μου, να συνεχίζω το όνειρό μου να πηγαίνω κι εγώ σχολείο. Φέτος είμαι στη Β’ λυκείου κι αν πάνε όλα καλά, πολύ πιθανό να δώσω και πανελλήνιες. Φαντάσου ότι μέχρι το 2007 δεν μιλούσα καθόλου ελληνικά, τίποτα άλλο εκτός από τα πομάκικα». 

Κλιν ΠΟΜΑΚΟΙ Facebook Twitter
Ανοίγοντας φύλλο. Φωτο: M. Hulot/ LifO

Η Εμινέ, εκτός από μαχήτρια, που οι αγώνες της για τα δικαιώματα των γυναικών και για τα γλωσσικά δικαιώματα των Πομάκων αναγνωρίστηκαν μέχρι και από τους Αμερικάνους (το 2016 συνάντησε τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα στην Αμερική και το 2021, με αφορμή την Ημέρα της Γυναίκας, βραβεύτηκε από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ), είναι και εξαιρετική και καταξιωμένη τραγουδίστρια.

«Όταν ήμασταν στα χωριά και είχαμε το νυχτέρι, ειδοποιούσαμε πού είναι τραγουδώντας», λέει, «κι υπήρχε ένας διάλογος τραγουδιών, τραγουδούσαν τα κορίτσια, απαντούσαν τα αγόρια, κι αντίστροφα. Κι επειδή μου έχει μείνει αυτή η παράδοση, όταν δεν ήμουν καλά, τραγούδαγα. Τότε που έτυχε να με ακούσει ο Νίκος ο Κόκκας (εκπαιδευτικός στη Θράκη και μελετητής της παράδοσης των Πομάκων) δούλευα σε ένα μαγαζί, στη λάντζα, έπλενα τα ταψιά, κι επειδή ήμουν στεναχωρημένη, τραγουδούσα. Ο πρώην σύζυγός μου είχε ένα μαγαζί και επειδή έφευγε απ’ τη δουλειά και πήγαινε έξω για δημόσιες σχέσεις, έμενα στο μαγαζί για να καθαρίζω. Τέλος πάντων, με ηχογράφησε και μετά από δυο τρεις μέρες έρχεται στο μαγαζί ο Χασάν από τα Μάνταινα, βάζει το τραγούδι που είχε ηχογραφήσει ο Κόκκας και μου λέει “αναγνωρίζεις αυτήν τη φωνή; Είναι η δική σου”, και δεν το πίστευα γιατί ακουγόμουν σαν κάποια άλλη. Ο Χασάν είχε βοηθήσει πολύ τότε στο ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Κιτσικούδη “Πολύ μιλάς, πολύ κλαις” που πήρε το δεύτερο βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και μου λέει “θα κάνουμε δίσκο”, αλλά φοβόμουν τι θα πει το χωριό μου, οι συγγενείς μου, ήδη ήταν πολύ φρέσκο που είχα βγάλει τη μαντίλα, έτσι το πρώτο CD το βγάλαμε με το ψευδώνυμο Νερμάν Μολλά. Τα τραγούδια τα έχω κρατημένα από τότε που ήμουνα δέκα χρονών κοριτσάκι από τη γιαγιά μου και τις άλλες γυναίκες γύρω μου, γιατί τραγουδούσαμε στα χωράφια, όταν βελονιάζαμε καπνό, μέρα-νύχτα, ήταν μια καθημερινότητα, όπως έχει γίνει αυτήν τη στιγμή το κινητό. Το τραγούδι ήταν η επικοινωνία. Οι Πομάκοι τραγουδάνε όταν πάνε τα αγόρια στο στρατό, όταν έχουν δώσει κάπου μια κοπέλα με το ζόρι με προξενιό, όταν γυρνάει το αγόρι από την ξενιτιά και έχουν παντρέψει την αγαπημένη του με κάποιον άλλο, όλα εκφράζονται με το τραγούδι. Ήταν στη ζωή μας, στην καθημερινότητά μας το τραγούδι, κι έτσι αποφάσισα τελικά να είμαι η μοναδική που τραγουδάει τα παραδοσιακά πομάκικα τραγούδια. Και είμαι πολύ περήφανη που μπορώ και το κάνω. Και θα το κάνω όσο υπάρχω και όσο ζω».

Η Εμινέ έχει κυκλοφορήσει τρία CD, κι έχει τραγουδήσει σε πολλά μέρη της Ελλάδας και του κόσμου. «Τραγούδησα πριν από τρία χρόνια με τον Νίκο τον Κυπουργό στο Ηρώδειο, στην Πάτρα, στον δήμο Πατρών, κι έχω ταξιδέψει πολύ με τα τραγούδια μου, τραγούδησα στη Γαλλία, στη Μασσαλία όταν παρουσιάσαμε το ντοκιμαντέρ, στην Πολωνία όπου είχε γίνει μια εκδήλωση από Έλληνες όλης της Ελλάδας» λέει. «Έχω πάει σε πάρα πολλά μέρη και νιώθω και πάρα πολύ ωραία. Το πρώτο CD, που είναι a capella, το βγάλαμε με το Πανεπιστημιακό Κέντρο Θράκης, το δεύτερο βγήκε μέσω Ιδρύματος Σταύρου Νιάρχου και το τρίτο μέσω του συλλόγου, με κάποιους φορείς ιδιώτες από τη Θράκη».

Κλιν ΠΟΜΑΚΟΙ Facebook Twitter
Η Εμινέ τραγουδάει σε παραδοσιακή γιορτή. Φωτο: Πηγή:http://pomakohoria.blogspot.com

Το βράδυ που είμαστε καλεσμένοι στο σπίτι της με τα τρία παιδιά της και τις φίλες της –η Δήμητρα που μας υποδέχεται είναι αυτή που τη βοήθησε να μάθει τα ελληνικά– μάς μιλάει για τους Πομάκους, που είναι μια πονεμένη και παρεξηγημένη φυλή, η οποία έχει υποφέρει πολύ από τους Βούλγαρους, τους Οθωμανούς, αλλά και από τους Έλληνες, οι οποίοι ποτέ δεν τους αντιμετώπισαν ως ισότιμους πολίτες. Υπάρχει πολύς κόσμος που πιστεύει ότι οι Πομάκοι είναι Τούρκοι, αλλά είναι το αρχαιότερο φύλο της Θράκης, που είχε ανέκαθεν ελληνική συνείδηση.  

«Ήταν οι αρχαίοι Αγριάνες, οι απόμαχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου», εξηγεί η Εμινέ. «Οι Πομάκοι ήταν οι πιστοί του άνθρωποι, ο λαός του, και όταν τραυματίζονταν τους άφηνε στα βουνά για να μένει εκεί η ρίζα του. Οι Πομάκοι δεν έχουν έρθει από πουθενά, ήταν πάντα στα βουνά της Ροδόπης, Έλληνες της Θράκης που έχουν εξισλαμιστεί και προσπαθούν να τους εκτουρκίσουν εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Αυτό όμως δεν γίνεται, γιατί ο Πομάκος έχει γεννηθεί Έλληνας και Έλληνας θα πεθάνει. Όταν έγινε η ανταλλαγή πληθυσμών Ελλάδας και Τουρκίας το 1923, η συμφωνία της συνθήκης της Λωζάνης ανέφερε “μουσουλμανική μειονότητα” και όχι “τουρκική”, και επίσης, όταν έφτασαν οι Τούρκοι στα χωριά, οι γυναίκες έπλεκαν τα μαλλιά τους και χόρευαν όπως στον χορό του Ζαλόγγου, πέφτοντας από το βουνό των κοριτσιών, το Μοντ Κεντκάμεν. Θυσιάστηκαν για να μην τις εκτουρκίσουν. Οι Πομάκοι ήταν χριστιανοί, δεν ήταν μουσουλμάνοι, εξισλαμίστηκαν την εποχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η συνθήκη της Λωζάνης μιλάει για θέμα θρησκείας, όχι εθνικότητας».

Κλιν ΠΟΜΑΚΟΙ Facebook Twitter
Κοττάνη. Φωτο: M. Hulot/ LifO

Οι Πομάκοι, που κατοικούν σε όλο το μήκος της οροσειράς της Ροδόπης, έχουν υποφέρει τα πάνδεινα για αιώνες. Οι Βούλγαροι από τα χρόνια του Κρούμου στις αρχές του 9ου αιώνα μέχρι και την εποχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας προσπαθούσαν να τους «εκβουλγαρίσουν», και παρότι «εκβουλγάρισαν» τη γλώσσα τους, η συνείδηση των Πομάκων παρέμεινε ελληνική.

Στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, οι πολλές στερήσεις, η δυσφήμηση της χριστιανικής θρησκείας, η πίεση, οι απειλές, η βία και τα βασανιστήρια οδήγησαν τους Πομάκους στον εξισλαμισμό. Οι Τούρκοι μετέφεραν από τη Μικρά Ασία Γιουρούκους, οι οποίοι τρομοκρατούσαν και λήστευαν τους Πομάκους. Έτσι, τριακόσια περίπου χρόνια μετά την κατάκτηση της Ροδόπης από τους Οθωμανούς, στα χρόνια του σουλτάνου Μεχμέτ IV και του Μεγάλου Βεζίρη Μεχμέτ Κιοπρουλού (1656-1661), Έλληνα που αλλαξοπίστησε και τούρκεψε, οι προύχοντες των πομακικών χωριών μαζί με τους χριστιανούς ιερείς παρουσιάστηκαν στον ανώτατο διοικητή της Φιλιππούπολης και ασπάστηκαν τον μωαμεθανισμό. Επιστρέφοντας στα μέρη τους, διέδωσαν και επέβαλαν τη νέα θρησκεία, κι έτσι οι κάτοικοι της Ροδόπης έγιναν μουσουλμάνοι.

Οι περιπέτειες του πομάκικου λαού δεν τέλειωσαν ποτέ, γιατί από τον 17ο αιώνα τους διεκδικούσαν και οι Βούλγαροι και οι Τούρκοι. Το 1913, αν και ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε τη Θράκη, η Συνθήκη του Βουκουρεστίου παραχώρησε τη Δυτική Θράκη στη Βουλγαρία. Οι Πομάκοι ζήτησαν την αυτονόμηση της περιοχής της Ροδόπης και τη μη ένταξή της στη Βουλγαρία, όμως δεν τα κατάφεραν.

Το 1919, με τη Συνθήκη του Νεϊγί, καθορίστηκαν τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, όπως ισχύουν μέχρι σήμερα. Τότε έγινε δημοψήφισμα στον Εχίνο, για το αν οι Πομάκοι προτιμούν να ενταχθούν στην Ελλάδα ή τη Βουλγαρία. Το σύνολο σχεδόν των Πομάκων ψήφισε την ένταξή τους στο ελληνικό κράτος. Και πάλι όμως το αίτημα τους δεν έγινε δεκτό.

Κλιν ΠΟΜΑΚΟΙ Facebook Twitter
Η Κοττάνη από μακριά. Φωτο: M. Hulot/ LifO

Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, στο Συνέδριο της Ειρήνης του Παρισιού (1946), παρουσιάστηκαν εκπρόσωποι των Πομάκων που ζήτησαν την απόσπασή τους από τη Βουλγαρία και την ένταξή τους στην Ελλάδα, αλλά πάλι δεν τα κατάφεραν.

Στη συνθήκη της Λωζάνης χρησιμοποιείται ο όρος «μουσουλμανικές μειονότητες», στον πληθυντικό. Στα πρωτότυπα κείμενα της Συνθήκης, σε γαλλικά και αγγλικά, αναφέρονται αντίστοιχα οι όροι «la minorite musulmane» και «moslem minority («μουσουλμανική μειονότητα», στον ενικό αριθμό).

Η Τουρκία, που καταπάτησε από την πρώτη στιγμή τη Συνθήκη της Λωζάνης, επεδίωξε να δημιουργήσει εθνική τουρκική μειονότητα στη Δυτική Θράκη. Από το 1924 άρχισε τις επίσημες διαμαρτυρίες προς την Κοινωνία των Εθνών για εγκατάσταση Ελλήνων προσφύγων σε μουσουλμανικές ιδιοκτησίες στη Δυτική Θράκη. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος δέχτηκε το 1930 την ίδρυση τουρκικού προξενείου στην Κομοτηνή, χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Το μεγαλύτερο, όμως, λάθος της Ελλάδας στο θέμα της μουσουλμανικής μειονότητας έγινε το 1953, από την κυβέρνηση Παπάγου. Μετά από διάβημα του Τούρκου πρεσβευτή στην Αθήνα Τζεμίλ Χουσνί Ταράν, δόθηκε εντολή να χρησιμοποιείται για τη μειονότητα ο όρος «τουρκική» αντί του «μουσουλμανική».

«Οι Πομάκοι ήταν ένας αγράμματος λαός και δυστυχώς δεν είχαν τη στήριξη της ελληνικής πολιτείας, να μπορούν να πηγαίνουν σε δημόσια ελληνόφωνα σχολεία», λέει η Εμινέ. «Είναι πολιτικό ζήτημα, δεν είναι ούτε πολιτιστικό ούτε μειονοτικό. Θεωρούμε μεγάλη αδικία, εφόσον είμαστε Έλληνες πολίτες, να μην έχουμε ίδια δικαιώματα στην εκπαίδευση. Ως μάνα τριών παιδιών που σπουδάζουν και τα τρία, πιστεύω ότι δεν θα πρέπει να υπάρχουν τα μειονοτικά σχολεία ή, έστω, να γίνονται σε αυτά περισσότερα ελληνικά μαθήματα και να είναι ίση η εκπαίδευση των Πομάκων με των υπόλοιπων ελληνόπουλων, γιατί κι εμείς ελληνόπουλα είμαστε. Μας χωρίζει μόνο μία θρησκεία. Άλλο η θρησκεία, και άλλο η Τουρκία.

Κλιν ΠΟΜΑΚΟΙ Facebook Twitter
Ο ποταμός Κομψάτος. Φωτο: M. Hulot/ LifO

Στα μειονοτικά σχολεία διδάσκονται τέσσερις διαφορετικές γλώσσες που καμία δεν είναι η μητρική, είναι τα τουρκικά, στα οποία γίνονται τα περισσότερα τα μαθήματα, τα ελληνικά κατά το 1/3, το Κοράνι, που είναι στα αραβικά, και βάζουν και αγγλικά. Τα πομάκικα δεν διδάσκονται. Για να πάει τα παιδιά του ένας γονέας σε δημόσιο ελληνόφωνο σχολείο πρέπει να χρεώνεται και να πληρώνει ταξί, για να έχουν τα παιδιά του ίσες ευκαιρίες στην εκπαίδευση. Ή πρέπει να είναι μόνιμος κάτοικος πόλης. Τα μειονοτικά είναι τα σχολεία που έκαναν με την ανταλλαγή πληθυσμών στη μουσουλμανική μειονότητα. Έβγαλαν τα θρησκευτικά και έβαλαν τα τούρκικα και τη μελέτη του Κορανίου. Δεν ξέρει κανείς πώς έγινε και γιατί αυτή η ανταλλαγή. Παίχτηκε ένα πολύ μεγάλο παιχνίδι εις βάρος ανθρώπων αγαθών, αγράμματων και καλόψυχων.

Ο κόσμος στα Πομακοχώρια είναι πολύ ζεστός, αλλά φαίνεται κλειστός σε κάποιον ξένο κι αυτό είναι φυσιολογικό, γιατί ήταν ένας λαός απομονωμένος μέχρι το 1995. Και ενώ ως Έλληνες πολίτες πληρώνουν εφορία κανονικά και έχουν τις ίδιες υποχρεώσεις που έχει και ένας χριστιανός, δεν έχουν ίδια δικαιώματα, έτσι αισθάνονται φόβο και δεν ανοίγονται εύκολα. Γι’ αυτό δεν θέλουν να μιλήσουν σε συνεντεύξεις και να βγουν φωτογραφίες. Γιατί έζησαν πολλά οι Πομάκοι, και τη βουλγάρικη κατοχή, και τον πόλεμο με τους Τούρκους, και την απομόνωση του ελληνικού κράτους. Μέχρι το 1995 υπήρχε η μπάρα, ένας περιορισμός που υπήρχε σε διάφορα μέρη της Ελλάδας στα βόρεια, και στη Δράμα υπήρχε, και προς την Κομοτηνή, απλά σε μας ξέχασαν να τη βγάλουν. Άργησαν πολύ, και σε ανθρώπους που είναι πάνω από 50 έχει απομείνει αυτή η ψυχολογική μπάρα, γιατί δεν είναι δυνατό να είσαι Έλληνας πολίτης και να σου ζητάνε δυο διαφορετικές ταυτότητες, μία από την ελληνική αστυνομία και μία από το Δ’ Σώμα του στρατού για να κυκλοφορήσεις. Κι αν δεν την είχες τη συγκεκριμένη άδεια, σε κατέβαζαν από το λεωφορείο και περπατούσες μέχρι το χωριό σου με τα πόδια. Δεν το ξεχνάς ποτέ αυτό, σε πολύ κόσμο έχει παραμείνει ως τραύμα. Εδώ και μια δεκαετία που άρχισαν τα παιδιά να φεύγουν από τα χωριά, να ξεφεύγουν, να σπουδάζουν και έχουν τη δική τους άποψη, έχει αρχίσει σιγά-σιγά να ξεχνιέται. Κι αισθάνονται Ευρωπαίοι εκτός από Έλληνες, Έλληνες Ευρωπαίοι, δεν αναφέρουν ούτε θρησκεία, ούτε Τουρκία, ούτε μουσουλμανικό, ούτε μειονότητα…».

Κλιν ΠΟΜΑΚΟΙ Facebook Twitter
Στο χωριό Μύκη υπάρχει το ανάγλυφο του θεού Μίθρα να σκοτώνει τον ιερό ταύρο, σκαλισμένο πάνω στον βράχο, ένα μνημείο από τη ρωμαϊκή περίοδο Φωτο: M. Hulot/ LifO
Κλιν ΠΟΜΑΚΟΙ Facebook Twitter
Το εσωτερικό του χαμάμ στις Θέρμες. Φωτο: M. Hulot/ LifO
Κλιν ΠΟΜΑΚΟΙ Facebook Twitter
Φωτο: M. Hulot/ LifO
Ταξίδια
0

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πώς είναι η καθημερινότητα ενός τριαντάρη στο ψηλότερο χωριό των Βαλκανίων;

Γειτονιές της Ελλάδας / Πώς είναι η καθημερινότητα ενός τριαντάρη στο ψηλότερο χωριό των Βαλκανίων;

Ο Άρης Αβέλλας περιγράφει τη ζωή του στη Σαμαρίνα, σε ένα μέρος που τραβάει την προσοχή ξένων αλπινιστών, σε έναν τόπο όπου όταν λιώνουν τα χιόνια μπορεί κανείς να βολτάρει σε καταρράκτες, να θαυμάσει άγρια ζώα, να δροσιστεί σε βάθρες.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Η καθημερινή ρουτίνα ενός πλοίου της γραμμής τον χειμώνα

Ταξίδια / Η καθημερινή ρουτίνα ενός πλοίου της γραμμής τον χειμώνα

Πήραμε το πλοίο της γραμμής για να κάνουμε το δρομολόγιο που κάνουν οι ναυτικοί μετ’ επιστροφής, χωρίς να κατέβουμε σε κάποιο λιμάνι. Η διαδρομή μας ήταν Πειραιάς – Κύθνος – Σέριφος – Σίφνος – Κίμωλος – Μήλος και πίσω, ενώ άλλες μέρες προστίθενται κάποιοι ακόμα προορισμοί, με τερματικό λιμάνι εκείνο της Σαντορίνης. Στις περίπου 17 ώρες προσπαθήσαμε να δούμε και να καταγράψουμε τη ζωή τον χειμώνα μέσα σε ένα από τα πολλά πλοία που ταξιδεύουν αδιάκοπα στις ελληνικές θάλασσες.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΛΑΣΑΚΗΣ
Adrère Amellal: Μια μέρα στο ξενοδοχείο που φωτίζεται με κεριά στην όαση της Σίβα

Ταξίδια / Adrère Amellal: Μια μέρα στο ξενοδοχείο που φωτίζεται με κεριά στην όαση της Σίβα

Σε έναν αλλόκοτο υπερμεγέθη όγκο που ορθώνεται στην έρημο θυμίζοντας σεληνιακό τοπίο λειτουργεί ένα οικολογικό και απόλυτα μίνιμαλ αισθητικής ξενοδοχείο χωρίς ίντερνετ, ούτε τηλέφωνο, ούτε καν ερ-κοντίσιον.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Ο τόπος μου, ο Κάμπος της Χίου

Γειτονιές της Ελλάδας / H ζωή μου στον Κάμπο της Χίου, εκεί που οι λαλάδες κοκκινίζουν τη γη

Η Μάρω Χατζελένη περιγράφει την καθημερινότητά της στον τόπο που μεγάλωσε και επέστρεψε, σε ένα μέρος όπου αρχοντικά, περιβόλια και στέρνες με πηγάδια συνυπάρχουν μαγικά.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Ο τόπος μου, η Καλοσκοπή

Γειτονιές της Ελλάδας / Mπορεί να ξαναζωντανέψει ένα χωριό είκοσι ατόμων στο βουνό της Γκιώνας;

Μια ομάδα κατοίκων φιλοδοξεί να αναζωογονήσει ένα ορεινό χωριό με άπλετο πράσινο, με άφθονα τρεχούμενα νερά και πηγές, την Καλοσκοπή Φωκίδας που βρίσκεται μόλις δυόμιση ώρες μακριά από την Αθήνα. Και δείχνει να τα καταφέρνει!
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Ο τόπος μου, οι Λειψοί

Γειτονιές της Ελλάδας / Η ζωή μου στους ακριτικούς Λειψούς, εκεί που σταματά ο χρόνος

Ο Κωνσταντίνος Μπουράκης μας μιλά για τη ζωή στο νησί που κερδίζει την υπογεννητικότητα και αποτελεί έναν από τους πιο ποιοτικούς οικολογικούς προορισμούς της Ελλάδας.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Ο τόπος μου, η Βίνιανη

Γειτονιές της Ελλάδας / Βίνιανη: Πώς ένας καθηγητής προσπαθεί να ξαναδώσει ζωή σ' ένα χωριό στα Άγραφα

Μια συζήτηση με τον Νίκο Μπελαβίλα, καθηγητή Πολεοδομίας και Ιστορίας της Πόλης στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, που προσπαθεί να κάνει ακριβώς αυτό για το ιστορικό χωριό Βίνιανη των Αγράφων.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ