ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ άλλης μιας νέας σχολικής χρονιάς, πολλοί γονείς προετοιμάζονται για τις νέες φιλίες των παιδιών τους – μερικές ευπρόσδεκτες, άλλες λιγότερο. Τι μπορεί να κάνει ένας γονιός όταν δεν του/της αρέσουν οι φίλοι του παιδιού του/της; Το διακύβευμα μπορεί να φαίνεται τεράστιο. Η επιρροή των συνομηλίκων είναι πραγματική και ισχυρή, και αλλάζει δραματικά κατά τη διάρκεια της εφηβείας. Όταν τα παιδιά είναι μικρά, περνούν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους σε μικρότερους, πιο εποπτευόμενους κόσμους – στο σπίτι με την οικογένεια και στο σχολείο με τους δασκάλους που τα παρακολουθούν στενά.
Όμως, καθώς τα παιδιά μπαίνουν στην εφηβεία και αποκτούν μεγαλύτερη ανεξαρτησία, οι φίλοι αρχίζουν να έχουν μεγαλύτερη σημασία, γεμίζοντας τον χώρο που προηγουμένως κατείχαν οι γονείς και οι δάσκαλοι. Αυτή η αλλαγή δεν είναι ένδειξη αποτυχίας των γονιών, αλλά ένα φυσιολογικό στάδιο της εφηβικής ανάπτυξης, καθώς οι νέοι αρχίζουν να απομακρύνονται από την οικογένεια και να διαμορφώνουν τη δική τους ταυτότητα. Φυσικά, ακόμα κι αν το γνωρίζει αυτό ένας γονιός, δεν κάνει τα πράγματα ευκολότερα όταν οι φίλοι του εφήβου γιου ή της έφηβης κόρης του φαίνεται να ενσαρκώνουν όλα όσα έχει προσπαθήσει να του/της διδάξει να αποφεύγει.
Πώς μπορούμε να στεκόμαστε και να παρακολουθούμε τα παιδιά να παίρνουν αποφάσεις που θεωρούμε λανθασμένες; Η απάντηση βρίσκεται στην κατανόηση του πώς λειτουργεί πραγματικά η επιρροή – και στο να ορίσουμε μια σχέση με το παιδί μας που να έχει πολύ μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα από αυτήν των εφήβων με τους συνομήλικους φίλους τους.
Οι γονείς που δεν είναι ικανοποιημένοι με τους φίλους των παιδιών τους συνήθως εξετάζουν δύο προσεγγίσεις: την απαγόρευση ή την παθητική παραίτηση. Και οι δύο είναι προβληματικές. Από τη μία πλευρά, η επιβολή απομάκρυνσης από συγκεκριμένους φίλους μπορεί να έχει αντίθετα αποτελέσματα. Η «θεωρία της αντίδρασης» υποστηρίζει ότι όταν οι άνθρωποι πιστεύουν ότι η ελευθερία τους απειλείται, συχνά γίνονται πιο αποφασισμένοι να επιδιώξουν την απαγορευμένη δραστηριότητα ή σχέση. Αν πείτε σε έναν έφηβο ότι δεν μπορεί να βλέπει συγκεκριμένους φίλους, αυτές οι σχέσεις τείνουν να γίνονται πιο ελκυστικές και να ασκούν μεγαλύτερη επιρροή από ό,τι διαφορετικά θα συνέβαινε.
Από την άλλη πλευρά, το να μένεις αδρανής ενώ ένα παιδί κάνει ανησυχητικές επιλογές μπορεί να μοιάζει με παραίτηση από τη γονική ευθύνη. Όταν ένα παιδί υιοθετεί προβληματικές συμπεριφορές, αξίες ή στάσεις, η τυπική αντίδραση των γονέων είναι να παρέμβουν. Πώς μπορούμε να στεκόμαστε και να παρακολουθούμε τα παιδιά να παίρνουν αποφάσεις που θεωρούμε λανθασμένες; Η απάντηση βρίσκεται στην κατανόηση του πώς λειτουργεί πραγματικά η επιρροή — και στο να ορίσουμε μια σχέση με το παιδί μας που να έχει πολύ μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα από αυτήν των εφήβων με τους συνομήλικους φίλους τους.
Όπως δείχνει η έρευνα του αναπτυξιακού ψυχολόγου Λόρενς Στάινμπεργκ, παρόλο που οι συνομήλικοι έχουν τεράστια επιρροή στις καθημερινές επιλογές των εφήβων –τι να φορέσουν, τι μουσική να ακούσουν, πώς να περάσουν τον ελεύθερο χρόνο τους– οι γονείς μπορούν να διατηρήσουν σημαντική επιρροή στις βασικές αξίες και τις σημαντικές αποφάσεις της ζωής των παιδιών τους, συμπεριλαμβανομένου του με ποιον επιλέγουν να περνούν τον χρόνο τους. Ωστόσο, οι γονείς πρέπει να θυμούνται ότι δεν μπορούν να διδάξουν τις αξίες τους σαν να πρόκειται για μια παρουσίαση PowerPoint. Αντίθετα, αυτές οι αξίες διδάσκονται σε χιλιάδες μικρές στιγμές: όταν οι γονείς κουτσομπολεύουν στο τραπέζι μια άλλη οικογένεια ή όταν παραχωρούν τη θέση τους στο μετρό σε έναν ηλικιωμένο επιβάτη. Τα παιδιά μαθαίνουν πώς να συμπεριφέρονται στον κόσμο και πώς να κάνουν επιλογές παρακολουθώντας τους γονείς τους, όχι απαραίτητα ακούγοντάς τους.
Ο στόχος των γονιών δεν πρέπει να είναι να γίνουν οι καλύτεροι φίλοι των παιδιών τους ή να ανταγωνιστούν τις σχέσεις των παιδιών με τους συνομηλίκους τους αλλά να παραμείνουν μια σταθερή, θετική παρουσία στη ζωή τους, ενώ αυτοί προσπαθούν να καταλάβουν ποιοι είναι και ποιοι θέλουν να γίνουν.
Υπάρχουν βέβαια περιπτώσεις που η επιρροή των συνομηλίκων ξεπερνά τα όρια του ενοχλητικού και γίνεται επικίνδυνη. Εάν οι φίλοι ενός παιδιού εμπλέκονται σε παράνομες δραστηριότητες, κατάχρηση ουσιών ή άλλες συμπεριφορές επικίνδυνες για την υγεία τους, μπορεί να είναι απαραίτητη μια πιο άμεση παρέμβαση. Αλλά ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις, η απόλυτη απαγόρευση είναι λιγότερο αποτελεσματική από την αντιμετώπιση των υποκείμενων προβλημάτων που κάνουν αυτές τις σχέσεις ελκυστικές. Μερικές φορές, οι έφηβοι έλκονται από συγκεκριμένες ομάδες συνομηλίκων επειδή αναζητούν συγκινήσεις, το αίσθημα του «ανήκειν» ή διαφυγή από τις δικές τους δυσκολίες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το να βοηθήσει ο γονιός ένα παιδί να βρει πιο υγιείς τρόπους για να ικανοποιήσει αυτές τις ανάγκες —είτε μέσω του αθλητισμού, των τεχνών, της κοινωνικής προσφοράς ή άλλων δραστηριοτήτων— μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικό από το να προσπαθήσει απλώς να απομακρύνει τις κακές επιρροές.
Ίσως το πιο σημαντικό είναι ότι οι γονείς πρέπει να εμπιστεύονται τα θεμέλια που οι ίδιοι έχουν χτίσει με τα παιδιά τους. Η εφηβεία δοκιμάζει σχεδόν τα πάντα: την κρίση των παιδιών, την γονική εξουσία, τις οικογενειακές σχέσεις. Όταν ένας γονιός δεν συμπαθεί τους φίλους του παιδιού του, μπορεί να το εκλάβει ως κριτική για τον τρόπο που το μεγαλώνει και ως πρόβλεψη για το μέλλον του. Ωστόσο, τις περισσότερες φορές, αυτές οι φιλίες είναι μέρος της χαοτικής και περίπλοκης διαδικασίας κατά την οποία οι έφηβοι ανακαλύπτουν τι πιστεύουν και τι τους ενδιαφέρει. Οι πρώιμες σχέσεις που έχουν διαμορφώσει ένα παιδί και η αίσθηση του εαυτού που έχει αναπτύξει με τα χρόνια δεν εξαφανίζονται τη στιγμή που αρχίζει να περνάει χρόνο με παιδιά που δεν μας αρέσουν.
Με στοιχεία από το «Atlantic»