ΑΠ’ ΤΟ ΤΙΚΤΟΚ ΩΣ ΤΟ TWITTER και απ’ τις παγκόσμιες πασαρέλες ως τον ενθουσιασμό με το Ozempic, ένα είναι προφανές: το πολύ αδύνατο σώμα που γνωρίσαμε στις αρχές του 2000 τρεντάρει ξανά. Μαζί του έχουν επανέλθει δεκάδες εικόνες που είχαμε να δούμε απ’ τις χρυσές εποχές του Tumblr. Βίντεο με επική μουσική που δείχνουν νούμερα σε ζυγαριά με ένα βαρύ πριν κι ένα ανάλαφρο μετά, συνταγές για δέκα σνακ με σχεδόν μηδαμινές θερμίδες, δίαιτες των 800 θερμίδων με εικόνες λαχανικών και inspirational λεζάντες, δυστυχισμένες τσουπωτές κοπέλες να μετατρέπονται σε χαρούμενες αδύνατες που φοράνε κολάν και κροπ τοπ και μας λένε «αν μπόρεσα εγώ, μπορείς κι εσύ». Η επιτυχία και η ευτυχία έχουν φυσικά νούμερο και αυτό είναι ανάμεσα στα 45-60 κιλά, ανάλογα με το ύψος και την κοψιά.
Είναι ιδιαίτερα δύσκολο να περιηγείται κανείς σε ψηφιακούς χώρους διατροφής χωρίς να καταναλώσει περιεχόμενο που συνδέει την ηθική με το φαγητό. Ολοένα αυξάνονται οι content creators που μας λένε «αν θέλετε να μάθετε τις αξίες ενός ανθρώπου, κοιτάξτε το σώμα του γιατί είναι ο χάρτης των πεποιθήσεών του». Στα mainstream social media, ένα λεπτό κορμί χωρίς λίπος είναι συνώνυμο της επιτυχίας, της πειθαρχίας, του αυτοελέγχου και του πλούτου που αξίζει ν’ αποκτήσει κανείς. Ένα χοντρό κορμί δεν είναι παρά η προσωπική αποτυχία του ατόμου να ελέγξει το στόμα, το στομάχι ή το μυαλό του. Μια αποτυχία που συμβαίνει ιδιωτικά και φαίνεται δημόσια. Εν τέλει, ένας λόγος για ντροπή.
«Ο κόσμος σκέφτεται “θα χάσω βάρος και θα επιστρέψω στην παλιά μου ζωή”. Δεν θα επιστρέψεις όμως στην παλιά σου ζωή, γιατί γέννησες και έχεις παιδί ή γιατί έχεις μια χρόνια ασθένεια. Όσο βάρος και να χάσεις, έχεις μια άλλη ζωή πια. Εκεί ένας άνθρωπος δεν χρειάζεται μόνο διατροφολόγο, χρειάζεται και μια άλλη βοήθεια».
Αυτονόητο είναι ότι οι επιταγές κάθε εποχής διαμορφώνουν σε σημαντικό βαθμό τη σχέση που έχουμε με τον εαυτό μας. Καθώς επιστρέφει ο καιρός που η ζυγαριά θα ξαναγίνει αυτοκρατόρισσα και το «Bridget Jones’s Diary» θα σταματήσει να φαίνεται παρωχημένο και χοντροφοβικό, έχει σημασία, 25 χρόνια μετά τα early 2000s, να θυμηθούμε ότι τα σώματα δεν είναι μόδες, ούτε άτακτα παιδιά που πρέπει να τιμωρηθούν για να μάθουν.

Η Εμμανουέλα Λεουνάκη είναι διαιτολόγος-διατροφολόγος και ιδρύτρια του Κέντρου Βάρους, ενός χώρου που έχει σκοπό την παροχή υπηρεσιών συμπεριληπτικής φροντίδας βάρους. Η κ. Λεουνάκη έχει διαφορετική προσέγγιση απ’ τη συνηθισμένη: δεν εστιάζει στη ζυγαριά αλλά στους δείκτες υγείας, στη συναισθηματική σχέση ενός προσώπου με το φαγητό, στην κοινωνική πίεση που οδηγεί σε στρεβλή αυτοεικόνα και μειωμένη αυτοεκτίμηση.
«Ότι ήταν ρίσκο να λειτουργώ χωρίς ζυγαριά, ήταν. Όσο πίστευα σ’ αυτό που ήθελα να κάνω, άλλο τόσο δυσκολευόμουν να το επικοινωνήσω. Αποδέχεσαι ότι θα χάσεις πελάτες, αυτό είναι δεδομένο. Πολύς κόσμος θέλει να πάει σε διαιτολόγο, να πάρει πρόγραμμα και να ζυγίζεται συστηματικά. Θέλει εγγυήσεις ότι θα χάσει βάρος. Στους είκοσι ανθρώπους που θα φτάσουν στην πόρτα σου, ο ένας σε έχει ανάγκη. Εγώ σ’ αυτόν τον ένα απευθύνομαι και αποφάσισα ότι θα κάνω όποια άλλη δουλειά χρειαστεί για να βιοποριστώ αλλά δεν θα συμβιβαστώ. Με στήριξε το γεγονός ότι οι άνθρωποι χρειάζονταν αυτό που μπορώ να προσφέρω, και αυτοί μου έδιναν ενέργεια. Αυτό στο οποίο εστιάζω στο Κέντρο Βάρους είναι η αλλαγή της σχέσης των ανθρώπων με το φαγητό. Πρακτικά, αυτό μπορεί να μεταφράζεται στο ότι κάποιος σταμάτησε να κάνει υπερκατανάλωση τροφής. Κάποιος μπορεί να βελτίωσε τους δείκτες υγείας του, μπορεί να ήρθε με ζάχαρο και αντίσταση ινσουλίνης και να το φτιάξαμε μαζί. Μπορεί κάποιος να μαθαίνει να αναγνωρίζει ότι η φωνή που λέει “σταμάτα να τρως, δεν θα σε αποδεχτούν, σταμάτα” είναι κάτι που χρειάζεται ν’ αντιμετωπιστεί και είναι διαφορετικό απ’ το τι θα βάλει τελικά στο πιάτο του. Είναι πολύ σημαντικό να διαχωριστεί το άγχος για την αύξηση του βάρους απ’ το πώς τρέφεται κανείς. Αυτά τα πράγματα για μένα συνιστούν επιτυχίες στο πώς σκεφτόμαστε και αντιμετωπίζουμε τόσο το φαγητό όσο και τον εαυτό μας».
Όσο μιλάμε, καταλαβαίνω γρήγορα ότι εκπροσωπεί μια ιδέα που απέχει πολύ απ’ το «φάε αυτό και θα χάσεις κιλά»: μιλά για το πώς εσωτερικεύουμε το στίγμα του πάχους και πώς αυτό επηρεάζει τον τρόπο που βλέπουμε τον εαυτό μας, εξηγεί τους δεκάδες παράγοντες που οδηγούν σε αύξηση ή μείωση κιλών και ότι, όσο κι αν προσπαθούμε να πείσουμε τον εαυτό μας για το αντίθετο, δεν εξαρτώνται όλα από τον έλεγχό μας και χρειάζεται να το αποδεχτούμε αυτό για να κατακτήσουμε μια ήρεμη σχέση με το φαγητό.
Της αναφέρω επιγραμματικά ορισμένες διατροφικές επιλογές που έχουν πιστούς ακόλουθους, την keto, το omad (ένα γεύμα την ημέρα), το raw veganism, το adf (alternate day fasting), την αποκλειστική κρεοφαγία. Τι έχει να πει για όλα αυτά; «Καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι, ειδικά όταν είναι σε πανικό για το σώμα τους –ένα σώμα απ’ το οποίο εξαρτάται η κοινωνική τους ταυτότητα– βρίσκουν διέξοδο εκεί. Όταν κάποιος σου υπόσχεται, με τέτοιες δίαιτες, ότι θα κάνεις “αυτό” και το “αυτό”, στην αρχή τουλάχιστον, αποδίδει, νιώθεις μεγάλη ανακούφιση. Το ότι υπάρχουν, άλλωστε, τόσο πολλά διατροφικά σχήματα που υπόσχονται γρήγορη απώλεια δείχνει πόσο πολύ φοβόμαστε το βάρος. Με ενδιαφέρει περισσότερο η ψυχολογία με την οποία ξεκινά κάποιος ν’ ακολουθεί ένα διατροφικό σχήμα, παρά το ίδιο το διατροφικό σχήμα. Καθένας μπορεί να επιλέξει αυτό που έχει νόημα για τον ίδιο και τη ζωή του, αλλά αν ξεκινάς με τρόμο, δεν θα πάει καλά. Αν ξεκινάει κανείς με ηρεμία και ακολουθεί αυτό που ταιριάζει στο σώμα του, μπορεί να πάει καλά».
Η «ηρεμία» και ο «πανικός» επανέρχονται στη συζήτηση δεκάδες φορές. Είναι σαφές ότι στην επαγγελματική της καθημερινότητα συναντά πολύ πανικό: πανικό ότι τα κιλά δεν θα φύγουν ποτέ, πανικό ότι οι υδατάνθρακες είναι το κακό, πανικό ότι ο στόχος δεν θα επιτευχθεί. Και ο εντονότερος πανικός: ότι τα κιλά που έφυγαν θα επανέλθουν.
«Πολλές φορές μπορεί ο κόσμος να χάνει κάποιο βάρος κι αμέσως να τον πιάνει πανικός και να θέλει να το πάρει πίσω. Eίναι μια αντίδραση που μπορεί να έχει κανείς ακόμη κι αν επιδιώκει και στοχεύει στην απώλεια βάρους. Αυτό είναι κάτι που θα έρθει ανοιχτά στη συζήτηση σε μια συνεδρία. Θα μου πει κάποια, ας πούμε, “είδα ότι έχασα βάρος και αμέσως πήγα κι έφαγα”. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους συμβαίνει αυτό. Ένας πρώτος λόγος είναι ότι όταν ξεκινάς να χάνεις βάρος, έρχονται οι άλλοι και σου λένε “μπράβο, έτσι, συνέχισε, τώρα είσαι κούκλα, πάμε”. Οπότε εδώ γίνεται μια μη λεκτική δέσμευση στο κοινό. Σκέφτεται κάποια “όπα, τώρα που αδυνάτισα, αν παχύνω πάλι, την πάτησα”. Καταλαβαίνεις τι άγχος νιώθει ένας άνθρωπος όταν η απώλεια βάρους του μεταφράζεται σαν υπόσχεση προς την κοινωνία; Γι’ αυτό πολλοί άνθρωποι δεν μπορούν ν’ απολαύσουν το ότι χάνουν βάρος, γιατί φοβούνται μην το ξαναπάρουν. Συναισθηματικά, λοιπόν, ως προς το σώμα τους, δεν καλυτερεύει η ζωή τους. Επομένως, αφότου κάποιος το περάσει αυτό μία φορά, μετά μπορεί να σκεφτεί “ας μείνω καλύτερα εδώ που είμαι, γιατί δεν θέλω να διαχειριστώ αυτό που συμβαίνει όταν χάνω βάρος, δεν θέλω να με προσέχουν τόσο και δεν ξέρω αν μπορώ να το διατηρήσω”».
Εφόσον το είδος των πιέσεων που δέχονται οι άντρες και οι γυναίκες για το σχήμα του σώματός τους είναι διαφορετικό τόσο ως προς την ένταση όσο και ως προς την επιθυμητή μορφή, τη ρωτάω αν έχει παρατηρήσει διαφορές μεταξύ των δύο φύλων στο πώς προσεγγίζουν τις αλλαγές στις διατροφικές τους συνήθειες. «Για τους άντρες είναι λίγο πιο γραμμικά τα πράγματα. Αυτό που γενικά προσπαθώ να υπενθυμίσω στους ανθρώπους είναι ότι λόγο στο φαγητό σου και το πιάτο σου έχεις μόνο εσύ. Αυτό, λοιπόν, που έχω παρατηρήσει, με μια επιφύλαξη βέβαια, είναι ότι όταν το συζητάω αυτό με άντρες, το απορροφούν και το εφαρμόζουν πιο εύκολα απ’ ό,τι οι γυναίκες. Για εκείνους είναι πιο εύκολο να διεκδικήσουν τον χώρο τους απ’ ό,τι για τις γυναίκες. Αυτό το αποδίδω στο γεγονός ότι οι γυναίκες μαθαίνουμε από νωρίς να είμαστε λίγο πιο καλόβολες, να χωράμε παντού, να είμαστε ευχάριστες. Αν έχω διαπιστώσει δηλαδή μια έμφυλη διαφορά, αυτή αφορά στην οριοθέτηση στο σπίτι σε σχέση με το φαγητό».
Mιας που συζητάμε για το έμφυλο ζήτημα, αναρωτιέμαι αν η απώλεια βάρους ή η απόκτηση καλύτερων διατροφικών συνηθειών του ενός μέρους εκλαμβάνεται ως απειλή για τη ρομαντική σχέση απ’ το άλλο. «Ναι, έχω συναντήσει περιπτώσεις σαμποτάζ τρίτων στην διαδικασία απώλειας βάρους. Για παράδειγμα, έχουν υπάρξει περιπτώσεις που το ταίρι του προσώπου που επιθυμεί να χάσει βάρος σαμποτάρει τη διαδικασία επειδή φοβάται ότι αν ο σκοπός επιτευχθεί, θα το εγκαταλείψουν».
Μέρος της προσέγγισης της κ. Λεουνάκη είναι να φέρνει στην επιφάνεια τους συμβολισμούς που βρίσκονται πίσω από τα κιλά ή το φαγητό. Στέκεται ιδιαίτερα στην ασθένεια και την εγκυμοσύνη σαν δύο μεταμορφωτικές καταστάσεις που προκαλούν νοσταλγία για μια «καλύτερη, προηγούμενη ζωή». «Πολλές φορές, μετά από ένα σημαντικό γεγονός, η απώλεια βάρους είναι κάτι απ’ το οποίο πιάνεται κάποιος για να σωθεί. Μπορεί μια γυναίκα, μετά από απώλεια στην εγκυμοσύνη, να θελήσει να χάσει βάρος ως φάση του πένθους. Ο κόσμος σκέφτεται “θα χάσω βάρος και θα επιστρέψω στην παλιά μου ζωή”. Δεν θα επιστρέψεις όμως στην παλιά σου ζωή, γιατί γέννησες και έχεις παιδί ή γιατί έχεις μια χρόνια ασθένεια. Όσο βάρος και να χάσεις, έχεις μια άλλη ζωή πια. Εκεί ένας άνθρωπος δεν χρειάζεται μόνο διατροφολόγο, χρειάζεται και μια άλλη βοήθεια».
Το βάρος βιώνεται συχνά ως εξωγενής πίεση, αυτό καταλαβαίνω απ’ τη μέχρι τώρα κουβέντα. Από γιαγιάδες που συμβουλεύουν τις εγγονές να ράψουν το στόμα της μάνας τους για το καλό της, μέχρι συντρόφους που εμποδίζουν τη σχέση τους να χάσει κιλά, είναι σαφές ότι στη φιλοσοφία της κ. Λεουνάκη το βάρος δεν είναι ατομικό ζήτημα αλλά κάτι στο οποίο θέλει να έχει γνώμη ο καθένας και απαιτεί να ακουστεί. Η πίεση δεν ασκείται μόνο στους οικογενειακούς χώρους, ασκείται, φυσικά, και στους επαγγελματικούς.
«Είναι τεράστιο θέμα το bullying λόγω φαγητού στη δουλειά. Την ώρα του γεύματος έχει όλος ο κόσμος άποψη. Κάνουν μέχρι και σχόλια του στυλ “θα το φας κι αυτό;”. Το άλλο που θέλω να πω είναι ότι μια παχιά γυναίκα μπορεί να μην ακούγεται τόσο πολύ ως υποψήφια για προαγωγή όσο αν είχε άλλη εμφάνιση. Ταυτόχρονα, πιστεύω ότι υπάρχουν και φωτεινά σημεία. Τελευταία, ας πούμε, έχω ακούσει σε συνεδρίες ότι “στο συγκεκριμένο εργασιακό περιβάλλον δεν έχει σχολιαστεί ποτέ το βάρος μου και νιώθω ότι με βλέπουν για την αξία μου”. Θέλω να πω δηλαδή ότι υπάρχουν πλέον συμπεριληπτικά περιβάλλοντα που ενδιαφέρονται μόνο για το να γίνεται η δουλειά, αλλά έχουμε δρόμο ακόμα”».