Παγόνια, αντίκες και μαγειρευτά σε ένα χάνι που αντέχει στον χρόνο

Το Χάνι της Ρέρεσης είναι ένα από τα τελευταία της Ελλάδας Facebook Twitter
Το Χάνι της Ρέρεσης είναι μια ταβέρνα-σταθμός που στέκει ακόμα πάνω στον δρόμο, εκεί όπου κάποτε οι ταξιδιώτες σταματούσαν για φαγητό και ξεκούραση. Φωτ.: Γιάννης Πανταζόπουλος/ LIFO
0


ΑΦΗΝΟΝΤΑΣ ΠΙΣΩ ΣΟΥ τη Ναύπακτο και ανηφορίζοντας με προορισμό την Άνω Χώρα, στη μέση της διαδρομής, εκεί στην ορεινή Φωκίδα, θα συναντήσεις ένα μέρος που μοιάζει να έχει ξεφύγει από τους ρυθμούς και τις συνήθειες του 21ου αιώνα. Πρόκειται για το Χάνι της Ρέρεσης, μια ταβέρνα-σταθμό που στέκει ακόμα πάνω στον δρόμο, εκεί όπου κάποτε οι ταξιδιώτες σταματούσαν για φαγητό και ξεκούραση.

Τα χάνια χτίζονταν συνήθως σε κομβικά σημεία διαδρομών, σε περάσματα βουνών ή σε χωριά που ένωναν εμπορικά κέντρα, και προσέφεραν καταφύγιο σε ταξιδιώτες, εμπόρους και ζώα. Μάλιστα, η λέξη «χαν» είναι περσική και σημαίνει ξενώνας. Δεν ήταν μόνο χώροι για φαγητό και ύπνο αλλά συχνά λειτουργούσαν σαν μικρές αγορές, όπου μπορούσες να βρεις από βασικά τρόφιμα μέχρι εργαλεία και ρούχα. Στην προπολεμική Ελλάδα, το χάνι ήταν σημαντικό σημείο συνάντησης. Με την ανάπτυξη του οδικού δικτύου και των ξενοδοχείων, τα περισσότερα εξαφανίστηκαν. Όσα διασώθηκαν, όπως το Χάνι της Ρέρεσης, αποτελούν σήμερα σπάνια ζωντανά κομμάτια μιας παράδοσης που συνδέει το ταξίδι με τη φιλοξενία.

Στην προπολεμική Ελλάδα, το χάνι ήταν σημαντικό σημείο συνάντησης. Με την ανάπτυξη του οδικού δικτύου και των ξενοδοχείων, τα περισσότερα εξαφανίστηκαν.

Μέχρι να φτάσεις, θα περιηγηθείς μέσα από δάση, αγροτικές εκτάσεις και μικρά χωριά που κρατούν ακόμα κάτι από το παρελθόν τους. Εδώ δεν υπάρχει η ταχύτητα της εθνικής οδού. Η διαδρομή σε καλεί να χαμηλώσεις ρυθμό, να αφουγκραστείς τη φύση, να κοιτάξεις γύρω σου, να χαρείς τις στροφές του βουνού. Κι εκεί που έχεις το βλέμμα να χαθεί στο πράσινο, σχεδόν απροσδόκητα εμφανίζεται μπροστά σου μια παλιά ταμπέλα που σε καλωσορίζει στο χάνι – αμέσως σε κυριεύει η αίσθηση ότι έχεις ανακαλύψει ένα μοναδικό καταφύγιο.

Το Χάνι της Ρέρεσης είναι ένα από τα τελευταία της Ελλάδας Facebook Twitter
Το μαγαζί σχεδόν χάνεται πίσω από τις πυκνές μουριές. Φωτ.: Γιάννης Πανταζόπουλος/ LIFO

Οι πρώτες εικόνες που αντικρίζεις προτού μπεις είναι μοναδικά χαρακτηριστικές. Το μαγαζί σχεδόν χάνεται πίσω από τις πυκνές μουριές, ενώ δίπλα μια κλούβα με παγόνια, από την οποία κρέμεται μια αρμαθιά σκόρδα, ξεχωρίζει σαν να σε προϊδεάζει για την εμπειρία που σε περιμένει.

Στο εσωτερικό της ταβέρνας, γύρω-γύρω, ο χώρος είναι διακοσμημένος με βαλσαμωμένα ζώα και πτηνά της περιοχής, μια συλλογή που φτιάχτηκε τα τελευταία 40 χρόνια – πλέον έχει σταματήσει αυτή η πρακτική. Παλιοί χάρτες, εφημερίδες, βιβλία, φωτογραφίες, οικογενειακά κειμήλια, αντίκες, πλεκτές κουβέρτες και κουζινικά σκεύη μιας άλλης εποχής συμπληρώνουν την εικόνα, μετατρέποντας το μαγειρείο σε ένα είδος ιδιότυπου λαογραφικού μουσείου, όπου κάθε αντικείμενο αφηγείται τη δική του ιστορία.

Οι πελάτες μπορούν να επιλέξουν αν θα καθίσουν σε καρέκλες ή σε έναν από τους καναπέδες με τις άσπρες μάλλινες φλοκάτες – αν το επιθυμούν, μπορούν ακόμα και να ρίξουν έναν σύντομο ύπνο. Το σκηνικό έχει διαμορφωθεί έτσι ώστε να προσφέρει τη θαλπωρή ενός σπιτιού που δεν σε διώχνει ποτέ, και η κύρια υπεύθυνη γι' αυτό είναι η οικοδέσποινα του μαγαζιού.

Το Χάνι της Ρέρεσης είναι ένα από τα τελευταία της Ελλάδας Facebook Twitter
Η κυρία Νίτσα Τετόρου είναι η ψυχή του χανιού. Μαγείρισσα, οικοδέσποινα, αφηγήτρια και θεματοφύλακας μιας παράδοσης που ξεκινάει από τα παιδικά της χρόνια. Φωτ.: Γιάννης Πανταζόπουλος/ LIFO

Η κυρία Νίτσα Τετόρου είναι η ψυχή του χώρου, μαγείρισσα, οικοδέσποινα, αφηγήτρια και θεματοφύλακας μιας παράδοσης που ξεκινάει από τα παιδικά της χρόνια, αφού ζει και εργάζεται εδώ από τα επτά της. «Από τότε εδώ μέσα ήταν η ζωή μας», λέει με φωνή που φέρει την ιδιαίτερη χροιά ενός ανθρώπου που μεγάλωσε μέσα στην αδιάκοπη ροή του δρόμου. Ακόμη και σήμερα, τρέχει σχεδόν μόνη της για τα πάντα. Χαίρεται να έχει κόσμο και να εξυπηρετεί τους πελάτες της. Στο πίσω μέρος της ταβέρνας φροντίζει τα κηπευτικά της, ενώ δίπλα κυλάει ο ποταμός Μόρνος. Καθημερινά, όπως λέει, οι κυνηγοί φέρνουν τα θηράματά τους για να τα πουλήσουν. Ειδικά τους χειμωνιάτικους μήνες μπριζόλες και λουκάνικα ψήνονται στη σχάρα του μεγάλου τζακιού, γεμίζοντας τον χώρο με μυρωδιές που θυμίζουν παλιές, ζεστές οικογενειακές στιγμές.

Στη συζήτηση μας επισημαίνει ότι το χάνι δεν ήταν ποτέ απλώς μια τυπική ταβέρνα, ήταν κατάλυμα, μαγαζί, σταθμός για ταξιδιώτες και κυνηγούς, ανοιχτό 24 ώρες το 24ωρο. «Μέχρι τη δεκαετία του ’70 δεν υπήρχε κλειδί στην πόρτα. Ήμασταν πάντα ανοιχτοί. Θυμάμαι να κοιμάμαι με τους γονείς μου και μέσα στη νύχτα να ακούγονται φωνές. Σηκωνόταν λοιπόν ο πατέρας μου φορώντας μια μάλλινη φανέλα και έφτιαχνε καμιά φασολάδα ή πατάτες με αυγά», θυμάται η κυρία Νίτσα. Στιγμές που μοιάζουν βγαλμένες από ελληνική ταινία της δεκαετίας του ’60, με το ταξίδι να σταματά για λίγο και το φαγητό να λειτουργεί σαν παρηγοριά.

Την εποχή του κυνηγιού, από Σεπτέμβρη μέχρι Γενάρη, η κουζίνα φτάνει το αποκορύφωμά της. Γενικά, πάντως, εκεί δοκιμάζεις αγριογούρουνο μαγειρεμένο με τον δικό της τρόπο, χοιρινό κοκκινιστό, λαγό στιφάδο, λαχανοντολμάδες, ολόφρεσκες σαλάτες από το περιβόλι και σπιτικές πίτες που θυμίζουν την Ελλάδα των γιαγιάδων. Κι εκεί νομίζεις ότι δεν μπορεί να υπάρξει καλύτερο φινάλε, έρχεται το γλυκό: καρυδόπιτα, ραβανί ή εκμέκ κανταΐφι, όλα φτιαγμένα με μεράκι.

Το Χάνι της Ρέρεσης είναι ένα από τα τελευταία της Ελλάδας Facebook Twitter
«Το φαγητό εδώ δεν είναι μια απλή εμπειρία γεύσης. Είναι ένα ταξίδι στο παρελθόν, σε έναν τρόπο ζωής που χάνεται». Φωτ.: Γιάννης Πανταζόπουλος/ LIFO

«Το φαγητό εδώ δεν είναι μια απλή εμπειρία γεύσης. Είναι ένα ταξίδι στο παρελθόν, σε έναν τρόπο ζωής που χάνεται. Σ’ αυτά τα τραπέζια νιώθεις πως τρως κάτι παραπάνω από πιάτα κυνηγιού ή σιροπιαστά. Επανέρχεσαι σε εκείνη την περίοδο της ιστορίας αυτού του τόπου που όχι μόνο έζησε από τον δρόμο αλλά τον κράτησε και ζωντανό», εξιστορεί η κυρία Νίτσα, και το πρόσωπό της φωτίζεται.

Και συμπληρώνει: «Το χάνι είχε πάντοτε έναν κοινωνικό ρόλο. Εδώ έβρισκες όχι μόνο φαγητό αλλά και παπούτσια, ρούχα, προμήθειες. Ήταν το “παντοπωλείο” του ταξιδιώτη και του ντόπιου. Σήμερα, μπορεί να μη χρειάζεσαι να αγοράσεις παπούτσια, αλλά η αίσθηση της φιλοξενίας παραμένει ίδια». Πράγματι, τα ίχνη υπάρχουν ακόμη παντού σε αυτό το μέρος, ακόμη και στο γειτονικό κτίριο που πια στέκει ερειπωμένο.

Είναι αλήθεια ότι η κυρία Νίτσα, όταν η δουλειά δεν είναι πιεστική, θα καθίσει μαζί σου και θα σου μιλήσει για το παρελθόν. Οι ιστορίες της έχουν πάντα ενδιαφέρον, γιατί δεν πρόκειται για παραμύθια αλλά για βασικά κεφάλαια της ζωής της. Όταν κάποια στιγμή τη ρωτώ γιατί φορά πάντα μαύρα, είναι η μόνη στιγμή που σταματά να χαμογελά και τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα, καθώς αφηγείται τη συγκινητική ιστορία του παιδιού της που χάθηκε σε τροχαίο. Εκεί συνειδητοποιώ ότι το χάνι είναι φτιαγμένο έτσι ώστε να σου θυμίζει ότι η ζωή εκεί είχε πάντα κάτι το σκληρό και το όμορφο μαζί.

Το Χάνι της Ρέρεσης είναι ένα από τα τελευταία της Ελλάδας Facebook Twitter
Στο πίσω μέρος της ταβέρνας η κυρία Νίτσα φροντίζει τα κηπευτικά της. Φωτ.: Γιάννης Πανταζόπουλος/ LIFO

Λίγο προτού την αποχαιρετήσω, τη ρωτώ τι είναι αυτό που της λείπει και μου απαντά: «Πριν από πολλά χρόνια οι άνθρωποι ήταν φτωχοί, αλλά είχαν καλή καρδιά. Σήμερα, δυστυχώς, συμβαίνει το αντίθετο». Σίγουρα, εδώ δεν θα συναντήσεις την Ελλάδα που ακολουθεί τα στερεότυπα του τουριστικού φολκλόρ. Θα έρθεις σε επαφή με την αληθινή ζωή μιας οικογένειας που έζησε και συνεχίζει να ζει σε αυτόν τον ξεχωριστό σταθμό του χρόνου.

Και αν κάτι μένει στο τέλος, πέρα από τις γεύσεις και τις εικόνες, είναι η αίσθηση πως βρίσκεσαι μπροστά σε μια αυθεντική εμπειρία. Το Χάνι της Ρέρεσης είναι μοναδικό, όχι μόνο χάρη στην κυρία Νίτσα, που με διαρκές χαμόγελο και την απλότητα των λόγων της σε μεταφέρει σε μια άλλη εποχή, αλλά και γιατί ενσαρκώνει την αληθινή φιλοξενία: το να ανοίγεις την πόρτα σου όποτε κι αν χτυπήσει κάποιος.

Γεύση
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Χώρα, Τζανάκι, Βάτσες: Η Αστυπάλαια είναι ακόμα μαγική

Ταξίδια / Χώρα, Τζανάκι, Βάτσες: Η Αστυπάλαια είναι ακόμα μαγική

Ένα ταξίδι-αστραπή στο νησί, μια μυσταγωγική διαδρομή προς τις Βάτσες, η Μαλτεζάνα -που μοιάζει με ωδή στα εγχώρια '80s- και οι τηγανητές πατάτες της Μαρίας στο Βαθύ, που κάνουν κάποιους να της φιλούν, κυριολεκτικά, τα χέρια.
ΤΖΟΥΛΗ ΑΓΟΡΑΚΗ
«Τρέλα θέλει το βουνό και ενέργεια»

Γειτονιές της Ελλάδας / «Τρέλα θέλει το βουνό και ενέργεια»

Από τα Σεπόλια έως την Τρίπολη και το καταφύγιο του Μαινάλου, ο Άρης Γιαννούκος αφηγείται την 20χρονη πορεία του μακριά από την πρωτεύουσα και πώς βρήκε στο βουνό πνευματική ηρεμία, λιγότερο άγχος και καθαρό μυαλό.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Όταν παραγγέλνεις delivery μαναβική, θα σου φέρουν ό,τι πιο άγουρο υπάρχει»

Οι γαστρονομικές απογνώσεις του Κυρίου Ρεμί / «Όταν παραγγέλνεις delivery μαναβική, θα σου φέρουν ό,τι πιο άγουρο υπάρχει»

Ο κύριος Ρεμί τρώει σπίτι του πιο συχνά απ' ότι νομίζεις, προτείνει να παίρνεις καλύτερες φακές και λέει αυτό που ξέρουμε όλοι και δεν λέμε για το delivery.
ΡΕΜΙ
Από τη Νεμέα στην Καλιφόρνια: Ο Άρης Τσέλεπος ταξιδεύει στην καρδιά του αμερικανικού κρασιού

Το κρασί με απλά λόγια / Από τη Νεμέα στην Καλιφόρνια: Ο Άρης Τσέλεπος ταξιδεύει στην καρδιά του αμερικανικού κρασιού

Ο χαρισματικός οινοποιός Άρης Τσέλεπος μεταφέρει την Υρώ Κολιακουδάκη-Dip WSET και τον Παναγιώτη Ορφανίδη στη Napa Valley και στα αμπέλια της Καλιφόρνιας μέσα από μια συναρπαστική συζήτηση για το κρασί και τα μαθήματα που μπορεί να αντλήσει η Ελλάδα από μια από τις πιο εμβληματικές οινοπαραγωγικές περιοχές του κόσμου.
ΥΡΩ ΚΟΛΙΑΚΟΥΔΑΚΗ & ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ
Θύμηση, μια νέα κρεμερία στο Παγκράτι

Γεύση / Θύμηση: Ο Νίκος και ο πατέρας του έφεραν ξανά το γαλακτοπωλείο στο Παγκράτι

Παίρνει στοιχεία από τα παλιά γαλακτοπωλεία αλλά δεν στέκεται εκεί. Προσθέτει γλυκά –λευκά, όπως αυτά που του αρέσουν– και πίτες. Αυτή η κρεμερία είναι μία από τις καλύτερες ιδέες που έχουμε δει στο χώρο της ζαχαροπλαστικής φέτος.
ΜΙΝΑ ΚΑΛΟΓΕΡΑ
Τα σαλιγκάρια και ένα λάθος αιώνων που οφείλει να διορθωθεί

Nothing Days / Τα σαλιγκάρια και ένα λάθος αιώνων που οφείλει να διορθωθεί

Από την πιο αρχαία καλλιέργεια στην ιστορία μέχρι τις γκουρμέ, ακριβές εκδοχές τους, τα σαλιγκάρια κατέληξαν από βασική τροφή να γίνουν υποτιμημένη και σπάνια, και η αφορμή για τοξικά σχόλια στα social media.
M. HULOT
Οι γεύσεις του καλοκαιριού που φυλάξαμε για το χειμώνα

Γεύση / Φρυγανισμένα, λιόκαφτα, παστά, ξιδάτα: Έτσι μένει η γεύση του καλοκαιριού

Η τέχνη της συντήρησης των τροφών πάει χιλιάδες χρόνια πίσω και έχει ακόμα λόγο ύπαρξης γιατί μεταμορφώνει τα υλικά σε κάτι άλλο. Και αυτό το «άλλο» έχει γαστρονομική και συναισθηματική αξία.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Το πρώτο ελληνικό ουίσκι: Όταν μια παρέα φίλων εμφιάλωσε το όνειρό της

Radio Lifo / Aυτό είναι το πρώτο ελληνικό ουίσκι

Μια ομάδα εννέα φίλων, χωρίς καμία επαγγελματική σχέση με την ποτοποιία, κατάφερε με πείσμα και πολλή αγάπη για το ουίσκι να δημιουργήσει το πρώτο ελληνικό single malt whisky. Δύο από αυτούς, ο Γιάννης Χριστοφορίδης και ο Ντίνος Οικονομόπουλος, μιλούν στη Μερόπη Κοκκίνη γι' αυτό το «ταξίδι» από το κριθάρι και το νερό του Ταΰγετου μέχρι τα βαρέλια vinsanto και τις αμέτρητες δυσκολίες.
ΜΕΡΟΠΗ ΚΟΚΚΙΝΗ
«Το 2025 είναι εξαιρετική χρονιά για τον οινολόγο, ο καλλιεργητής όμως κλαίει»

Το κρασί με απλά λόγια / «Το 2025 είναι εξαιρετική χρονιά για τον οινολόγο, ο καλλιεργητής όμως κλαίει»

Πώς κύλησε ο φετινός τρύγος σε διαφορετικές γωνιές του κόσμου; Από τον βορρά ως τον νότο της Ελλάδας, αλλά και σε εμβληματικές περιοχές όπως το Μπορντώ, η Βουργουνδία και η Μεντόζα, οι Έλληνες οινολόγοι καταθέτουν την εμπειρία τους και μιλούν για τις προκλήσεις που φέρνει η κλιματική αλλαγή.
THE LIFO TEAM
47’ στο Hygge με την Anne Meurling

Γεύση / Hygge: Ένας φούρνος που μυρίζει θαλπωρή στην Ιπποκράτους

Με νοσταλγία για τις συνταγές της πατρίδας της, μια Σουηδέζα φτιάχνει ψωμί, γλυκά, αέρινο βούτυρο και άψογη μηλόπιτα, δημιουργώντας ατμόσφαιρα βόρειας Ευρώπης - μόλις δυο βήματα από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας.
M. HULOT