ΑΦΗΝΟΝΤΑΣ ΠΙΣΩ ΣΟΥ τη Ναύπακτο και ανηφορίζοντας με προορισμό την Άνω Χώρα, στη μέση της διαδρομής, εκεί στην ορεινή Φωκίδα, θα συναντήσεις ένα μέρος που μοιάζει να έχει ξεφύγει από τους ρυθμούς και τις συνήθειες του 21ου αιώνα. Πρόκειται για το Χάνι της Ρέρεσης, μια ταβέρνα-σταθμό που στέκει ακόμα πάνω στον δρόμο, εκεί όπου κάποτε οι ταξιδιώτες σταματούσαν για φαγητό και ξεκούραση.
Τα χάνια χτίζονταν συνήθως σε κομβικά σημεία διαδρομών, σε περάσματα βουνών ή σε χωριά που ένωναν εμπορικά κέντρα, και προσέφεραν καταφύγιο σε ταξιδιώτες, εμπόρους και ζώα. Μάλιστα, η λέξη «χαν» είναι περσική και σημαίνει ξενώνας. Δεν ήταν μόνο χώροι για φαγητό και ύπνο αλλά συχνά λειτουργούσαν σαν μικρές αγορές, όπου μπορούσες να βρεις από βασικά τρόφιμα μέχρι εργαλεία και ρούχα. Στην προπολεμική Ελλάδα, το χάνι ήταν σημαντικό σημείο συνάντησης. Με την ανάπτυξη του οδικού δικτύου και των ξενοδοχείων, τα περισσότερα εξαφανίστηκαν. Όσα διασώθηκαν, όπως το Χάνι της Ρέρεσης, αποτελούν σήμερα σπάνια ζωντανά κομμάτια μιας παράδοσης που συνδέει το ταξίδι με τη φιλοξενία.
Στην προπολεμική Ελλάδα, το χάνι ήταν σημαντικό σημείο συνάντησης. Με την ανάπτυξη του οδικού δικτύου και των ξενοδοχείων, τα περισσότερα εξαφανίστηκαν.
Μέχρι να φτάσεις, θα περιηγηθείς μέσα από δάση, αγροτικές εκτάσεις και μικρά χωριά που κρατούν ακόμα κάτι από το παρελθόν τους. Εδώ δεν υπάρχει η ταχύτητα της εθνικής οδού. Η διαδρομή σε καλεί να χαμηλώσεις ρυθμό, να αφουγκραστείς τη φύση, να κοιτάξεις γύρω σου, να χαρείς τις στροφές του βουνού. Κι εκεί που έχεις το βλέμμα να χαθεί στο πράσινο, σχεδόν απροσδόκητα εμφανίζεται μπροστά σου μια παλιά ταμπέλα που σε καλωσορίζει στο χάνι – αμέσως σε κυριεύει η αίσθηση ότι έχεις ανακαλύψει ένα μοναδικό καταφύγιο.

Οι πρώτες εικόνες που αντικρίζεις προτού μπεις είναι μοναδικά χαρακτηριστικές. Το μαγαζί σχεδόν χάνεται πίσω από τις πυκνές μουριές, ενώ δίπλα μια κλούβα με παγόνια, από την οποία κρέμεται μια αρμαθιά σκόρδα, ξεχωρίζει σαν να σε προϊδεάζει για την εμπειρία που σε περιμένει.
Στο εσωτερικό της ταβέρνας, γύρω-γύρω, ο χώρος είναι διακοσμημένος με βαλσαμωμένα ζώα και πτηνά της περιοχής, μια συλλογή που φτιάχτηκε τα τελευταία 40 χρόνια – πλέον έχει σταματήσει αυτή η πρακτική. Παλιοί χάρτες, εφημερίδες, βιβλία, φωτογραφίες, οικογενειακά κειμήλια, αντίκες, πλεκτές κουβέρτες και κουζινικά σκεύη μιας άλλης εποχής συμπληρώνουν την εικόνα, μετατρέποντας το μαγειρείο σε ένα είδος ιδιότυπου λαογραφικού μουσείου, όπου κάθε αντικείμενο αφηγείται τη δική του ιστορία.
Οι πελάτες μπορούν να επιλέξουν αν θα καθίσουν σε καρέκλες ή σε έναν από τους καναπέδες με τις άσπρες μάλλινες φλοκάτες – αν το επιθυμούν, μπορούν ακόμα και να ρίξουν έναν σύντομο ύπνο. Το σκηνικό έχει διαμορφωθεί έτσι ώστε να προσφέρει τη θαλπωρή ενός σπιτιού που δεν σε διώχνει ποτέ, και η κύρια υπεύθυνη γι' αυτό είναι η οικοδέσποινα του μαγαζιού.

Η κυρία Νίτσα Τετόρου είναι η ψυχή του χώρου, μαγείρισσα, οικοδέσποινα, αφηγήτρια και θεματοφύλακας μιας παράδοσης που ξεκινάει από τα παιδικά της χρόνια, αφού ζει και εργάζεται εδώ από τα επτά της. «Από τότε εδώ μέσα ήταν η ζωή μας», λέει με φωνή που φέρει την ιδιαίτερη χροιά ενός ανθρώπου που μεγάλωσε μέσα στην αδιάκοπη ροή του δρόμου. Ακόμη και σήμερα, τρέχει σχεδόν μόνη της για τα πάντα. Χαίρεται να έχει κόσμο και να εξυπηρετεί τους πελάτες της. Στο πίσω μέρος της ταβέρνας φροντίζει τα κηπευτικά της, ενώ δίπλα κυλάει ο ποταμός Μόρνος. Καθημερινά, όπως λέει, οι κυνηγοί φέρνουν τα θηράματά τους για να τα πουλήσουν. Ειδικά τους χειμωνιάτικους μήνες μπριζόλες και λουκάνικα ψήνονται στη σχάρα του μεγάλου τζακιού, γεμίζοντας τον χώρο με μυρωδιές που θυμίζουν παλιές, ζεστές οικογενειακές στιγμές.
Στη συζήτηση μας επισημαίνει ότι το χάνι δεν ήταν ποτέ απλώς μια τυπική ταβέρνα, ήταν κατάλυμα, μαγαζί, σταθμός για ταξιδιώτες και κυνηγούς, ανοιχτό 24 ώρες το 24ωρο. «Μέχρι τη δεκαετία του ’70 δεν υπήρχε κλειδί στην πόρτα. Ήμασταν πάντα ανοιχτοί. Θυμάμαι να κοιμάμαι με τους γονείς μου και μέσα στη νύχτα να ακούγονται φωνές. Σηκωνόταν λοιπόν ο πατέρας μου φορώντας μια μάλλινη φανέλα και έφτιαχνε καμιά φασολάδα ή πατάτες με αυγά», θυμάται η κυρία Νίτσα. Στιγμές που μοιάζουν βγαλμένες από ελληνική ταινία της δεκαετίας του ’60, με το ταξίδι να σταματά για λίγο και το φαγητό να λειτουργεί σαν παρηγοριά.
Την εποχή του κυνηγιού, από Σεπτέμβρη μέχρι Γενάρη, η κουζίνα φτάνει το αποκορύφωμά της. Γενικά, πάντως, εκεί δοκιμάζεις αγριογούρουνο μαγειρεμένο με τον δικό της τρόπο, χοιρινό κοκκινιστό, λαγό στιφάδο, λαχανοντολμάδες, ολόφρεσκες σαλάτες από το περιβόλι και σπιτικές πίτες που θυμίζουν την Ελλάδα των γιαγιάδων. Κι εκεί νομίζεις ότι δεν μπορεί να υπάρξει καλύτερο φινάλε, έρχεται το γλυκό: καρυδόπιτα, ραβανί ή εκμέκ κανταΐφι, όλα φτιαγμένα με μεράκι.

«Το φαγητό εδώ δεν είναι μια απλή εμπειρία γεύσης. Είναι ένα ταξίδι στο παρελθόν, σε έναν τρόπο ζωής που χάνεται. Σ’ αυτά τα τραπέζια νιώθεις πως τρως κάτι παραπάνω από πιάτα κυνηγιού ή σιροπιαστά. Επανέρχεσαι σε εκείνη την περίοδο της ιστορίας αυτού του τόπου που όχι μόνο έζησε από τον δρόμο αλλά τον κράτησε και ζωντανό», εξιστορεί η κυρία Νίτσα, και το πρόσωπό της φωτίζεται.
Και συμπληρώνει: «Το χάνι είχε πάντοτε έναν κοινωνικό ρόλο. Εδώ έβρισκες όχι μόνο φαγητό αλλά και παπούτσια, ρούχα, προμήθειες. Ήταν το “παντοπωλείο” του ταξιδιώτη και του ντόπιου. Σήμερα, μπορεί να μη χρειάζεσαι να αγοράσεις παπούτσια, αλλά η αίσθηση της φιλοξενίας παραμένει ίδια». Πράγματι, τα ίχνη υπάρχουν ακόμη παντού σε αυτό το μέρος, ακόμη και στο γειτονικό κτίριο που πια στέκει ερειπωμένο.
Είναι αλήθεια ότι η κυρία Νίτσα, όταν η δουλειά δεν είναι πιεστική, θα καθίσει μαζί σου και θα σου μιλήσει για το παρελθόν. Οι ιστορίες της έχουν πάντα ενδιαφέρον, γιατί δεν πρόκειται για παραμύθια αλλά για βασικά κεφάλαια της ζωής της. Όταν κάποια στιγμή τη ρωτώ γιατί φορά πάντα μαύρα, είναι η μόνη στιγμή που σταματά να χαμογελά και τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα, καθώς αφηγείται τη συγκινητική ιστορία του παιδιού της που χάθηκε σε τροχαίο. Εκεί συνειδητοποιώ ότι το χάνι είναι φτιαγμένο έτσι ώστε να σου θυμίζει ότι η ζωή εκεί είχε πάντα κάτι το σκληρό και το όμορφο μαζί.

Λίγο προτού την αποχαιρετήσω, τη ρωτώ τι είναι αυτό που της λείπει και μου απαντά: «Πριν από πολλά χρόνια οι άνθρωποι ήταν φτωχοί, αλλά είχαν καλή καρδιά. Σήμερα, δυστυχώς, συμβαίνει το αντίθετο». Σίγουρα, εδώ δεν θα συναντήσεις την Ελλάδα που ακολουθεί τα στερεότυπα του τουριστικού φολκλόρ. Θα έρθεις σε επαφή με την αληθινή ζωή μιας οικογένειας που έζησε και συνεχίζει να ζει σε αυτόν τον ξεχωριστό σταθμό του χρόνου.
Και αν κάτι μένει στο τέλος, πέρα από τις γεύσεις και τις εικόνες, είναι η αίσθηση πως βρίσκεσαι μπροστά σε μια αυθεντική εμπειρία. Το Χάνι της Ρέρεσης είναι μοναδικό, όχι μόνο χάρη στην κυρία Νίτσα, που με διαρκές χαμόγελο και την απλότητα των λόγων της σε μεταφέρει σε μια άλλη εποχή, αλλά και γιατί ενσαρκώνει την αληθινή φιλοξενία: το να ανοίγεις την πόρτα σου όποτε κι αν χτυπήσει κάποιος.