Το “Τίποτα” του Νίκου Παναγιωτόπουλου

Το “Τίποτα” του Νίκου Παναγιωτόπουλου Facebook Twitter
0
Το “Τίποτα” του Νίκου Παναγιωτόπουλου Facebook Twitter
Φωτογραφική επεξεργασία: Aτελιέ LifO

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, στα 74 πια, το ξέρει: ακόμη κι αν καταφέρει να σκηνοθετήσει την ωραιότερη ταινία της ζωής του, τίποτε δεν θ’ αλλάξει, το στίγμα του στον ελληνικό κινηματογράφο έχει καταγραφεί. Στα νιάτα του θα μεθούσε από ευτυχία αλλά οι όψιμες επιτυχίες δεν έχουν την ίδια γεύση, ο ενθουσιασμός έχει εξανεμιστεί –υπάρχει στη νίκη και κάτι ταπεινωτικό. Τώρα πιά ο ίδιος, αναγκαστικά, βρίσκεται στο άλλο στρατόπεδο. 

Για καιρό, τα γηρατειά –που, για να θυμηθούμε τον Φίλιπ Ροθ,  δεν είναι μάχη, είναι σφαγή! – ο Παναγιωτόπουλος τα αντιμετώπιζε κι αυτά σαν ταινία, επιπόλαια. Μέχρι πρότινος έλεγε πως η ηλικία είναι μια προκατάληψη που υπάρχει μόνο στα μυαλά των νέων, νόμιζε πως τον ίδιο δεν θα τον απασχολήσουν ποτέ. Να όμως που μπήκε κι αυτός στη φάση όπου ο χρόνος μετράει ανάποδα, στη φάση των αυτοναλύσεων και των απολογισμών. Πώς είναι να ‘σαι άπιστος και να βαδίζεις προς την ανυπαρξία; Πώς είναι να προχωράς με θέα στο θάνατο; Να τι ακριβώς σκαλίζει ο γνωστός σκηνοθέτης όχι στην «Κόρη του Ρέμπραντ» που δεν έχει βγεί στις αίθουσες ακόμη, αλλά στο νέο του βιβλίο που κυκλοφορεί σε λίγες μέρες από τον «Τόπο», με τίτλο «Τίποτα».  

Ο Παναγιωτόπουλος αντιμετώπιζε τα γηρατειά κι αυτά σαν ταινία, επιπόλαια. Μέχρι πρότινος έλεγε πως η ηλικία είναι μια προκατάληψη που υπάρχει μόνο στα μυαλά των νέων, νόμιζε πως τον ίδιο δεν θα τον απασχολήσουν ποτέ. Να όμως που μπήκε κι αυτός στη φάση όπου ο χρόνος μετράει ανάποδα, στη φάση των αυτοναλύσεων και των απολογισμών.

Έργο στοχαστικό, διαποτισμένο από απελπισία και μ’ ένα χιούμορ κατά τόπους βιτριολικό, το «Τίποτα» παρουσιάζεται από τον Παναγιωτόπουλο σαν ένα «σενάριο για μυθιστόρημα». Δηλαδή; «Είναι ένα υλικό που στα χέρια ενός μυθιστοριογράφου θα μπορούσε να αποκτήσει πλοκή. Ομως εγώ δεν είμαι μυθιστοριογράφος. Η μοναδική πλοκή που μπορώ ν’ ανεχτώ είναι για κάποιον που ξυπνάει και σκέφτεται το όνειρο που είδε στον ύπνο του. Γράφω εύκολα αλλά γράφω με τον τρόπο που μιλάω. Αντίθετα, ο Κωστής Παπαγιώργης, για να σταθούμε σε στυλίστες, αλλιώς μίλαγε κι αλλιώς έγραφε. Ο Ράμφος, απ’ τη μεριά του, μιλάει όπως γράφει. Ο δε Σελίν, έκανε τον προφορικό λόγο γραφή και μουσική, πράγμα υπέροχο, σπάνιο, ακόμα πιο δύσκολο!» 

Το σίγουρο είναι πως ο ίδιος είχε ευχαριστηθεί δουλεύοντας το προηγούμενο βιβλίο του, το «Απ’ το καλάθι των αχρήστων», μια παραγγελία του «Πατάκη», αρκούντως μυητική στα του βίου του –ιδιωτικού και καλλιτεχνικού. «Δεν το περίμενα αλλά είχα περάσει καλά!»  Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, είτε σκηνοθετεί είτε γράφει,  δεν πιστεύει στην ανιδιοτέλεια της τέχνης.  «Κάθε δημιουργός», επιμένει, «εκμεταλλεύεται, με την μαρξιστική έννοια, τα βιώματά του χωρίς φυσικά να γράφει τα προσωπικά του ημερολόγια. Ο Φλωμπέρ το εξέφρασε ιδανικά λέγοντας  «Η Μαντάμ Μποβαρί είμαι εγώ». Οποιος γράφει, όποιος ζωγραφίζει, όποιος γυρίζει ταινίες, αναπόφευκτα κάνει την αυτοπροσωπογραφία του. Κι αυτό, επειδή θέλει να σώσει το τομάρι του!». 

Ορίστε λοιπόν ένα ‘σενάριο για μυθιστόρημα’ με κεντρικό ήρωα κάποιον που του μοιάζει, τον Ζ., κάποιον που σοκάρεται συνειδητοποιώντας ότι είναι γέρος. «Ποιός θα τό’ λεγε ότι θαρχόταν μια μέρα που θα έπρεπε να κάνει την αυτοκριτική του;», διαβάζουμε. «Που θα χρειαζόταν να σταματήσει τα παιχνίδια και να πάρει τον εαυτό του στα σοβαρά; Αυτό που του φαινόταν να είναι το πιο μεγάλο πλήγμα, ήταν ότι σ’ αυτήν την ηλικία έπρεπε επιτέλους να ενηλικιωθεί». Ο Ζ. ξαναγυρίζει εκεί που ξεκίνησε, πιο σοφός αλλά και πιο κουρασμένος. Οπως τον παρουσιάζει ο Παναγιωτόπουλος, ουδέποτε  αισθάνθηκε «κανονικός» άνθρωπος». Οταν οι άλλοι έλεγαν μαύρο, αυτός έλεγε άσπρο και το εννοούσε, κάτι που του έδινε έναν αέρα υπεροχής αλλά και μειονεξίας ταυτόχρονα. Του Ζ. τίποτε δεν του φαίνεται φυσιολογικό. Τα γηρατειά, ο θάνατος, όλα του φαίνονται σκανδαλώδη. Μεταφυσικές ανησυχίες, πάντως, δεν έχει. «Σε πείσμα όλων των σοφών του κόσμου, όλων των ιδρυτών θρησκειών, παραμένει απελπιστικά διαυγής» . 

Πριν από μια δεκαπενταετία, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος έβαλε στοίχημα με τον εαυτό του να γυρίζει μια ταινία ετησίως και το τήρησε. «Γιατί το έκανα; Μα για να ξεγελάω το χρόνο, για τι άλλο;».  Ενα τέτοιο παιχνίδι επιχείρησε και το καλοκαίρι που η «Λιμουζίνα» ήταν πίσω του και  η «Κόρη του Ρέμπραντ», έργο που συμπυκνώνει όλη η χυδαιότητα που ζήσαμε σ’ ένα μεγαλοαστικό πάρτι, δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί. Χαλαρός σ’ εκείνη τη ραχούλα του Αιγαίου, στην Πάτμο, που δεν θ’ άλλαζε ούτε για όλα τα Παρίσια του κόσμου, βάλθηκε να κοιτάξει αναδρομικά τον εαυτό του στον καθρέφτη- υπό μανδύα μονήρη ζωγράφου, έστω-  και να προβεί σε απολογισμούς όσο κι αν αυτό του ήταν δυσάρεστο. 

«Η σχέση με τους νέους είναι ένα πρόβλημα πολύ λεπτό» παραδέχεται στο βιβλίο του. «Υπάρχει αναμφισβήτητα ο πόλεμος των γενεών και είναι αδυσώπητος όπως κάθε πόλεμος, μόνο που όλοι κρύβονται πίσω από ψέματα και υποκρισίες. Στο βάθος ο Ζ. θα στραγγάλιζε ευχαρίστως κάθε νέο ζωγράφο που θα του αμφισβητούσε την κυριαρχία. Η ζήλεια είναι μέσα στη φύση των ανθρώπων κι όσοι υποκρίνονται το αντίθετο, απλώς παρουσιάζουν ένα ψεύτικο πρόσωπο. Οι γέροι αποδέχονται με ενθουσιασμό του νέους ως θαυμαστές αλλά τους αμφισβητούν ως ανταγωνιστές. Τα τερτίπια και οι στρατηγικές που μετέρχονται για να παρουσιάζονται ως υπεράνω και γενναιόδωροι θα μπορούσαν να γεμίσουν ολόκληρο ένα εγχειρίδιο ψυχολογίας»... Σιγά, σιγά, ωστόσο, οι έχθρες και οι ζήλειες που έτρεφε ο Ζ. μέσα του καταλαγιάζουν και,  «ίσως αυτό είναι να γερνάς: να σταματάς τον πόλεμο και να θες ειρήνη. Γι’ αυτό άλλωστε δεν υπάρχουν γέροι στρατιώτες. Αυτοί που πολεμούν είναι οι νέοι, γιατί θέλουν κάτι να κατακτήσουν... μια γυναίκα, ή τη δόξα, ακόμα και τα χρήματα. Ετσι κι αλλιώς τίποτα δεν κερδίζεται χωρίς μάχη».

«Η λογοτεχνία», αναγνωρίζει ο Παναγιωτόπουλος, «σου επιτρέπει να πείς πράγματα που δεν μπορείς να τα πείς στη ζωή. Να, στην «Ομολογία ενός δολοφόνου» του Γιόζεφ Ροτ που διάβασα πρόσφατα, ο ήρωας ομολογεί πως είναι κάθαρμα!».  Ο Γιόζεφ Ροτ θα βρίσκεται πιθανότατα πίσω και από την επόμενη ταινία του – φιλοδοξία του είναι να μεταφέρει τον «Θρύλο του αγίου πότη» στο σήμερα, ανάμεσα στους αστέγους της Αθήνας. Τον άλλο  Roth, τoν αμερικανό Φίλιπ Ροθ,  τον εκτιμά ως συγγραφέα αλλά δεν είναι είναι από τους αγαπημένους του. Απ’ αυτούς, αν έπρεπε να διαλέξει έναν, θα ήταν φιλόσοφος: «Ο  Σοπενάουερ! Το βιβλίο που έχω στο προσκεφάλι μου είναι η Κριτική της ελευθερίας της βουλήσεως. Μ’ έχει επηρεάσει  όσο λίγα». 

 «Η λογοτεχνία», αναγνωρίζει ο Παναγιωτόπουλος, «σου επιτρέπει να πεις πράγματα που δεν μπορείς να τα πείς στη ζωή. Να, στην «Ομολογία ενός δολοφόνου» του Γιόζεφ Ροτ που διάβασα πρόσφατα, ο ήρωας ομολογεί πως είναι κάθαρμα!»

Ο Παναγιωτόπουλος και τα βιβλία, πάνε μαζί. Στο πατρικό του, στο Χαλάνδρι, δεν υπήρχαν ούτε για δείγμα, αλλά εκείνος, έφηβος, πήγαινε κάθε τόσο στον «Ευρυπίδη» και κοίταζε προσεκτικά στους πάγκους για να δεί ποιός έχει γράψει τι. «Οταν μετά στις παρέες γινόταν λόγος για την ‘Πείνα’, έκανα πως ρωτούσα: «του Χάμσουν;». Μόλις ακούγονταν τα «Αγουρα Χρόνια», πετιόμουν: «του Κρόνιν;». Με γοήτευαν αυτές οι παρέες, ήθελα πολύ να είμαι μέρος του κόσμου όπου συζητάνε για βιβλία και ταινίες, για ό,τι ναρκοθετεί δηλαδή την ανυπόφορη αλληλουχία μηχανικών κινήσεων που είναι η πραγματική μας ζωή. Δεν θεωρούσα, όμως, τους πνευματικούς ανθρώπους ανώτερους. Εξίσου καλά περνούσα και στα υπόγεια των πολυκατοικιών, κάνοντας γυμναστική με τους φίλους μου. Δεν υπήρχαν βαράκια τότε, απλώς παίρναμε κουτιά από κονσέρβες και τα γεμίζαμε με μπετόν...». Περισσότερα για κείνη την περίοδο επιφυλάσσεται να δώσει στο επόμενο βιβλίο του, το «Κόκκινο παλτό», κάτι σαν work in progress, γύρω από τις συνθήκες μέσα από τις οποίες προέκυψε το έργο του.

Λίγων σκηνοθετών η φιλμογραφία περιλαμβάνει τόσες μεταφορές λογοτεχνικών έργων όσο η δική του. Στο παναγιωτοπουλικό σύμπαν διασταυρώνονται ο Αλμπέρ Κοσερί (Οι τεμπέληδες της ευφορης κοιλάδας) με τον Δημήτρη Νόλλα (Ονειρεύομαι τους φίλους μου»), ο Σωτήρης Δημητρίου (Τα οπωροφόρα της Αθήνας) με τον Βαγγέλη Ραπτόπουλο (Ο Εργένης), ενώ ο Μισέλ Φάις είναι από τους πιο σταθερούς συνεργάτες του, όπως ήταν κάποτε  ο Χρήστος Βακαλόπουλος. Υπάρχουν κι άλλοι κινηματογραφιστές που γράφουν -ο Αχιλλέας Κυριακίδης, ο Λάκης Παπαστάθης, η Μαρία Γαβαλά, η Εύα Στεφανή- αλλά ο Παναγιωτόπουλος ισχυρίζεται πως δεν διεκδικεί λογοτεχνικές δάφνες: «Είναι πολύ αργά για κάτι τέτοιο, γεγονός ιδιαίτερα απελευθερωτικό. Τηρουμένων των αναλογιών, πάντως, η μοναξιά του συγγραφέα μπροστά στην άδεια σελίδα, είναι όση κι η μοναξιά του σκηνοθέτη σ’ένα γεμάτο πλατό». 

Τι σκέφτεται στο  «Τίποτα» για το σινάφι του; «Η τέχνη του ήταν ένας κόσμος όπου μπορούσε να κολυμπάει πιο άνετα αλλά κι εκεί τα φουσκωμένα εγώ, οι ανταγωνισμοί, η μετριότητα που αλαλάζει, οι δήθεν καλλιτεχνικές συμπεριφορές, τον αηδίαζαν. Οι παράγοντες ήταν πιο άσχετοι κι από τους ίδιους τους ζωγράφους. Δεν υπήρχε μια ομάδα, μια παρέα, ένα έντυπο που μπορούσες να βασιστείς στη γνώμη τους. Οι ειδικοί, περισσότερο από τους άλλους, ήταν ανίδεοι. Είχε τη βεβαιότητα ότι η οικονομική κρίση που μαστίζει την Ευρώπη και τον κόσμο ξεκίνησε από την κρίση στην τέχνη. Αν αυτοί που είναι η δουλειά τους δεν μπορούν να ξεχωρίσουν το ωραίο από το άσχημο, πώς περιμένουν από τους άλλους να ξεχωρίσουν το καλό από το κακό;».

Η έκδοση του βιβλίου θα τον βρεί σ’ ένα διαμέρισμα της Ηροδότου, κοντά στην Μαριάννα Σπανουδάκη πάντα, με τις έγνοιες που φέρνει η φθορά του σώματος συν τις οικονομικές που έφερε η κρίση. Ο Ζ. του βιβλίου του, δηλώνει «αριστεροδεξιός» και δείχνει να ντρέπεται, έτσι χωμένος που είναι στα δικά του βάσανα, βάσανα πολυτελείας σε σχέση με των διπλανών του. Ομως κι ο ίδιος ο Παναγιωτόπουλος αναρωτιέται: «Υπάρχει άνθρωπος μονάχα συντηρητικός ή μονάχα προοδευτικός; Προσωπικά, δεν έχω γνωρίσει κανέναν!». Στις τελευταίες εκλογές δεν πήγε να ψηφίσει. «Η πολιτική δεν λύνει κανένα πρόβλημα. Οι άνθρωποι τα λύνουν. Κι όταν δηλώνουν πατριώτες όσοι έχουν τα λεφτά τους στο εξωτερικό, υπάρχει πρόβλημα, έτσι δεν είναι; Αν δεν αλλάξουμε εμείς, δεν αλλάζει τίποτα. Βρίσκω ικανοποιητική τη στάση αξιοπρέπειας που κρατά η κυβέρνηση. Ομως, κακά τα ψέματα, όποιος είναι χωμένος μέσα στο πρόβλημά του, βλέπει αλλιώς. Κάποιος που πεθαίνει στον Ευαγγελισμό, χέστηκε για την κρίση...». 

Το "Τίποτα" (εκδ. Τόπος) θα κυκλοφορήσει την επόμενη Δευτέρα 30 Μαρτίου

Βιβλίο
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου μιλούν για την αγαπημένη εκπομπή των booklovers

Οθόνες / «Βιβλιοβούλιο»: Μια διόλου σοβαροφανής τηλεοπτική εκπομπή για το βιβλίο

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου ήταν κάποτε «ανταγωνιστές». Και πια κάνουν μαζί την αγαπημένη εκπομπή των βιβλιόφιλων, τη μοναδική που υπάρχει για το βιβλίο στην ελληνική τηλεόραση, που επικεντρώνεται στη σύγχρονη εκδοτική παραγωγή και έχει καταφέρει να είναι ευχάριστη και ενημερωτική.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

The Book Lovers / Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με τον εκδότη Θανάση Καστανιώτη για την μεγάλη διαδρομή των εκδόσεών του και τη δική του, προσωπική και ιδιοσυγκρασιακή σχέση με τα βιβλία και την ανάγνωση.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Τελικά, είναι ο Τομ Ρίπλεϊ γκέι; 

Βιβλίο / Τελικά, είναι γκέι ο Τομ Ρίπλεϊ;

Το ερώτημα έχει τη σημασία του. Η δολοφονία του Ντίκι Γκρίνλιφ από τον Ρίπλεϊ, η πιο συγκλονιστική από τις πολλές δολοφονίες που διαπράττει σε βάθος χρόνου ο χαρακτήρας, είναι και η πιο περίπλοκη επειδή είναι συνυφασμένη με τη σεξουαλικότητά του.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Σαν Σήμερα / «Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Η ιστορία ενός αλλοπαρμένου αγρότη που υπερασπίζεται υψηλά ιδανικά είναι το πιο γνωστό έργο του σπουδαιότερου Ισπανού συγγραφέα, που πέθανε σαν σήμερα το 1616.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Ο Γουσταύος Κλάους στη χώρα του κρασιού: Μια γοητευτική βιογραφία του Βαυαρού εμπόρου

Βιβλίο / Γουσταύος Κλάους: Το γοητευτικό στόρι του ανθρώπου που έβαλε την Ελλάδα στον παγκόσμιο οινικό χάρτη

Το βιβλίο «Γκούτλαντ, ο Γουσταύος Κλάους και η χώρα του κρασιού» του Νίκου Μπακουνάκη είναι μια θαυμάσια μυθιστορηματική αφήγηση της ιστορίας του Βαυαρού εμπόρου που ήρθε στην Πάτρα στα μέσα του 19ου αιώνα και δημιούργησε την Οινοποιία Αχαΐα.
M. HULOT
Η (μεγάλη) επιστροφή στην Ιαπωνική λογοτεχνία

Βιβλίο / Η (μεγάλη) επιστροφή στην ιαπωνική λογοτεχνία

Πληθαίνουν οι κυκλοφορίες των ιαπωνικών έργων στα ελληνικά, με μεγάλο μέρος της πρόσφατης σχετικής βιβλιοπαραγωγής, π.χ. των εκδόσεων Άγρα, να καλύπτεται από ξεχωριστούς τίτλους μιας γραφής που διακρίνεται για την απλότητα, τη φαντασία και την εμμονική πίστη στην ομορφιά.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Βιβλίο / Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Παρόλο που οι κριτικοί και οι βιβλιοπώλες κατατάσσουν τα βιβλία της στην αστυνομική λογοτεχνία, η συγγραφέας που τα τελευταία χρόνια έχουν λατρέψει οι Έλληνες αναγνώστες, μια σπουδαία φωνή της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας και του φεμινισμού, μοιάζει να ασφυκτιά σε τέτοια στενά πλαίσια.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΛΟΣ
Κωστής Γκιμοσούλης: «Δυο μήνες στην αποθήκη»

Το πίσω ράφι / «Δυο μήνες στην αποθήκη»: Οι ατέλειωτες νύχτες στο νοσοκομείο που άλλαξαν έναν συγγραφέα

Ο Κωστής Γκιμοσούλης έφυγε πρόωρα από τη ζωή. Με τους όρους της ιατρικής, ο εκπρόσωπος της «γενιάς του '80» είχε χτυπηθεί από μηνιγγίτιδα. Με τους δικούς του όρους, όμως, εκείνο που τον καθήλωσε και πήγε να τον τρελάνει ήταν ο διχασμός του ανάμεσα σε δύο αγάπες.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Έτσι μας πέταξαν μέσα στην Ιστορία

Βιβλίο / Το φιλόδοξο λογοτεχνικό ντεμπούτο του Κώστα Καλτσά είναι μια οικογενειακή σάγκα με απρόβλεπτες διαδρομές

«Νικήτρια Σκόνη»: Μια αξιοδιάβαστη αφήγηση της μεγάλης Ιστορίας του 20ού και του 21ου αιώνα στην Ελλάδα, από τα Δεκεμβριανά του 1944 έως το 2015.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Βιβλίο / Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Ένας από τους τελευταίους κοσμοπολίτες καλλιτέχνες και συγγραφείς αυτοβιογραφείται στο αριστουργηματικό, σύμφωνα με κριτικούς και συγγραφείς όπως ο Τζον Μπάνβιλ, βιβλίο του «Τα περσινά χιόνια», θέτοντας ερωτήματα για τον παλιό, σχεδόν μυθικό κόσμο της Ευρώπης που έχει χαθεί για πάντα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
CARRIE

Βιβλίο / H Carrie στα 50: Το φοβερό λογοτεχνικό ντεμπούτο του Στίβεν Κινγκ που παραλίγο να καταλήξει στα σκουπίδια

Πάνω από 60 μυθιστορήματα που έχουν πουλήσει περισσότερα από 350 εκατομμύρια αντίτυπα μετράει σήμερα ο «βασιλιάς του τρόμου», όλα όμως ξεκίνησαν πριν από μισό αιώνα με την πρώτη περίοδο μιας ντροπαλής και περιθωριοποιημένης μαθήτριας γυμνασίου.
THE LIFO TEAM
Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Το πίσω ράφι / Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Γεννημένος στο Όρεγκον τα χρόνια που ακολούθησαν την οικονομική κρίση του '29, γιος μιας σερβιτόρας κι ενός εργάτη σε εργοστάσιο ξυλείας, ο κορυφαίος εκπρόσωπος του «βρόμικου ρεαλισμού» βίωσε στο πετσί του την αθλιότητα, τις δυσκολίες και την αποξένωση που αποτύπωσε στο έργο του.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε σε μια εποχή βαθιάς μοναξιάς, μέσα σε μια θάλασσα διαδικτυακών “φίλων”».

Βιβλίο / Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε στη βαθιά μοναξιά των διαδικτυακών μας “φίλων”»

Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για τη δύναμη της λογοτεχνίας, για τα βιβλία που διαβάζει και απέχουν απ’ όσα σήμερα «συζητιούνται», για τη ζωή στην επαρχία αλλά και για το πόσο τον ενοχλεί η «αυτοπροσωπολατρία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ