ΑΝ ΕΙΣΑΙ ΑΡΤΙΜΕΛΗΣ, στριμώχνεσαι. Αν χρησιμοποιείς αναπηρικό αμαξίδιο ή έχεις πρόβλημα κινητικότητας, δεν χωράς. Αν είσαι γονιός με καρότσι, πας μπρος-πίσω. Αν είσαι ηλικιωμένος, ζητάς βοήθεια από τους άλλους. Κι αν τολμήσεις να διαμαρτυρηθείς, γίνεσαι σχεδόν ενοχλητικός: «Μα είναι τουρίστες, αφήνουν λεφτά»...
Η Αθήνα, με την τουριστική της φρενίτιδα, απογυμνώνεται από τον ίδιο τον λόγο ύπαρξής της: να είναι μια πόλη για ανθρώπους. Όχι για πελάτες. Όχι μόνο για επενδυτές. Όχι μόνο για εταιρείες βραχυχρόνιας μίσθωσης που ξεσπιτώνουν τους κατοίκους και μετατρέπουν τα διαμερίσματα σε βιτρίνες. Όχι για καφετέριες που καταλαμβάνουν τα πεζοδρόμια. Όχι για τραπεζοκαθίσματα που γίνονται εμπόδια ζωής. Η έννοια του δημόσιου χώρου δεν είναι μόνο ζήτημα αστικού σχεδιασμού αλλά και συμπερίληψης: ποιοι έχουν πρόσβαση, ποιοι «χωράνε» και ποιοι αποκλείονται.
Καθημερινά για να πάω στο γραφείο διασχίζω τουλάχιστον δύο φορές την οδό Βύρωνος. Πρόκειται για έναν από τους πιο κεντρικούς δρόμους της Πλάκας. Πλέον, η κατάσταση εκεί έχει ξεφύγει και δεν ασχολείται κανείς. Αυτό που αντικρίζω κάθε μέρα είναι ένας δρόμος που δεν έχει καν πεζοδρόμια. Είναι ένα ατελείωτο εμπόδιο. Όλα έχουν καταληφθεί − όχι μόνο από τραπεζοκαθίσματα, αυτοκίνητα, μηχανές, ράφια και σουβενίρ, αλλά και από μια κουλτούρα που θεωρεί ότι όποιος δεν ψωνίζει, δεν έχει λόγο ύπαρξης στο κέντρο της πόλης. Ουσιαστικά, νιώθεις απλώς αόρατος.
Ο δημόσιος χώρος είναι καθρέφτης τού ποιοι είμαστε ως πόλη. Κι όταν γίνεται απροσπέλαστος −όχι μόνο κυριολεκτικά, αλλά και κοινωνικά−, τότε γίνεται χώρος για λίγους. Για τους τυχερούς, τους ικανούς και τους προνομιούχους. Όλοι οι άλλοι μαθαίνουν να αποφεύγουν, να στριμώχνονται, να γίνονται αντικείμενο περιφρόνησης από την ίδια τους την πόλη.
Κάποτε περπατούσες στην οδό Βύρωνος και ένιωθες την ανάσα της πόλης. Έναν παλμό που, έστω και τουριστικοποιημένος, παρέμενε κάπως αυθεντικός. Σήμερα περπατάς και νιώθεις παρείσακτος. Ο δημόσιος χώρος έχει γίνει προθάλαμος καταστημάτων που πουλάνε τα ίδια και τα ίδια: ελληνικές σημαίες made in China, σανδάλια από τη Βουλγαρία και σουβενίρ-καρικατούρες. Εικόνες τριτοκοσμικές. Η παρακμή σε όλο της το μεγαλείο.

Την ίδια στιγμή, ο δημόσιος χώρος γίνεται όλο και λιγότερο δημόσιος. Στερείται τα αυτονόητα: ελεύθερη διέλευση, ασφαλή πρόσβαση. Τα πεζοδρόμια έχουν μετατραπεί σε πάρκινγκ αυτοκινήτων και δικύκλων, ενώ σε πολλά σημεία πολυάριθμα παρτέρια έχουν καταληφθεί με γλάστρες από ανθρώπους που κανένα ενδιαφέρον δεν έχουν για τα φυτά αλλά το κάνουν μόνο για να διεκδικήσουν δημόσιο χώρο. Για να οριοθετήσουν την πραμάτειά τους. Ο αποκλεισμός είναι σιωπηρός, αλλά σταθερός: δεν χρειάζεται να σου πει κάποιος ότι δεν χωράς. Το καταλαβαίνεις όταν αναγκάζεσαι να κατέβεις στο οδόστρωμα.
Τα τουριστικά καταστήματα απλώνουν τα εμπορεύματά τους πέρα από τον ιδιωτικό τους χώρο, καλύπτουν ολόκληρα πεζοδρόμια, επιβάλλονται οπτικά και κυκλοφοριακά. Η ανομία αυτή μετατρέπεται σε κανονικότητα. Μιλάμε για μικροεισβολές που στο σύνολό τους εξαφανίζουν τον δημόσιο χώρο. Κάθε κατάστημα σού λέει «μικρό είναι το σταντ μου», αλλά όταν όλα τα μαγαζιά απλώνονται μαζί, ο δημόσιος χώρος χάνεται εντελώς. Είναι εντυπωσιακό ότι το πεζοδρόμιο είναι τόσο στενό που οι γονείς με τα παιδικά καρότσια αναγκάζονται να περπατούν στην άσφαλτο. Αν περάσει τουριστικό γκρουπ −και περνάει σχεδόν κάθε δεκαπέντε λεπτά−, η κυκλοφορία παγώνει. Δεν είναι μόνο θέμα άνεσης· είναι ζήτημα ορατότητας. Στην Πλάκα, ο πεζός δεν έχει θέση· αντιμετωπίζεται με ανοχή. Όσο δεν ενοχλεί, υπάρχει.
Ο δημόσιος χώρος είναι καθρέφτης τού ποιοι είμαστε ως πόλη. Κι όταν γίνεται απροσπέλαστος −όχι μόνο κυριολεκτικά, αλλά και κοινωνικά−, τότε γίνεται χώρος για λίγους. Για τους τυχερούς, τους ικανούς και τους προνομιούχους. Όλοι οι άλλοι μαθαίνουν να αποφεύγουν, να στριμώχνονται, να γίνονται αντικείμενο περιφρόνησης από την ίδια τους την πόλη.


Δεν είναι θέμα αισθητικής, είναι θέμα δικαιωμάτων. Και πιο πολύ: είναι ζήτημα αξιοπρέπειας. Πώς μπορεί μια πόλη να θεωρείται πολιτισμένη όταν δεν έχει καν σαράντα πόντους ελεύθερου πεζοδρομίου για έναν άνθρωπο με κινητική δυσκολία; Όταν μια μητέρα με καρότσι πρέπει να κατεβεί στον δρόμο γιατί το πεζοδρόμιο είναι κατειλημμένο από μπλουζάκια «This is Sparta»; Όταν ένα μαγαζί αδιαφορεί για το αν έχει καλύψει όλο το πεζοδρόμιο με τα τραπεζοκαθίσματά του, τη στιγμή που δεν μιλάμε για πεζόδρομο αλλά για δρόμο; Τουλάχιστον ας τον μετατρέψουν σε πεζόδρομο να υπάρχει μια δικαιολογία.
Η Πλάκα ανήκει πλέον σε έναν αδηφάγο τουρισμό που δεν αφήνει τίποτα όρθιο, παρά μόνο το ταμείο. Δεν μιλάμε για τουρισμό ήπιας ανάπτυξης. Μιλάμε για αποικιοκρατία της βραχυχρόνιας μίσθωσης. Το ζήτημα της συρρίκνωσης του δημόσιου χώρου δεν είναι απλώς αισθητικό ή «πολιτισμικό», είναι και ξεκάθαρα ζήτημα κοινωνικής ανισότητας, ειδικά για ομάδες όπως οι ΑμεΑ, οι ηλικιωμένοι, οι γονείς με καρότσια. Δεν είναι πια θέμα «τουριστικοποίησης». Είναι θέμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον δημόσιο χώρο. Δικαίωμα στο περπάτημα, στη στάση, στην πρόσβαση. Αυτά τα στοιχειώδη έχουν δυστυχώς καταργηθεί.

Τα πεζοδρόμια της Αθήνας έγιναν προϊόν. Η Πλάκα μετατράπηκε σε σκηνικό. Οι κάτοικοι μεταναστεύουν. Οι ΑμεΑ δεν λογαριάζονται. Και οι αρμόδιοι φορείς απλώς κοιτούν αλλού. Ενίοτε εγκρίνουν νέες άδειες. Η τουριστική «ανάπτυξη» είναι το νέο δόγμα − ακόμα κι όταν τσακίζει τις πιο ευάλωτες ομάδες. Μια κουλτούρα υποβάθμισης και απαξίωσης που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.
Πού είναι ο δήμος; Πού είναι η Εθνική Αρχή Προσβασιμότητας; Πού είναι οι αρχιτέκτονες πόλης; Γιατί οι νόμοι για την καθολική προσβασιμότητα μένουν γράμμα κενό στην Πλάκα;
Να πανηγυρίζουμε για τις επιδόσεις του τουρισμού. Αλλά να μην ξεχνάμε και κάτι πολύ σημαντικό, το οποίο ονομάζεται σεβασμός. Είναι βέβαιο ότι στην περιοχή αυτή δεν χρειάζεται άλλη «αξιοποίηση». Χρειάζεται φροντίδα. Όχι γιατί είναι μνημείο, αλλά γιατί είναι γειτονιά. Αν συνεχίσουμε έτσι, η Αθήνα στο σύνολό της θα γίνει σύντομα ένα τουριστικό σκηνικό που απλώς παριστάνει την πόλη. Ένα θεματικό πάρκο όπου κάποτε υπήρχε ζωή.