ΜΕ ΚΥΝΗΓΟΥΣΕ ΕΝΑΣ ΦΙΛΟΣ όταν του έδειχνα τον πρώτο σκελετό αυτού του τεύχους, μέσα Απριλίου ακόμη. Nα έχουμε, λέει, και λίγη ουσία... Δεν μιλούσε ελληνικά και λίγα κατάλαβα από τα όσα είπε. Αυτή, μικρέ μου φίλε, ήθελα να του είχα πει, είναι η μόνη ουσία που με ενδιαφέρει εμένα, τα παιχνίδια μας πάνω στη φλογισμένη σχάρα του κόσμου. Ώσπου να καεί δηλαδή κι ο δικός μας κώλος. Ώσπου να σταματήσουμε να πίνουμε ακόμη γάλα και να αρχίσουμε να το φυσάμε.
Ξεκινάω να γράφω αυτό το κείμενο στην ταράτσα ενός ξενοδοχείου στο κέντρο που εποπτεύει από ψηλά την Αθήνα. Εκεί έμενε, διαβάζω, ο Παπατάκης, κάθε φορά που επέστρεφε στην πόλη του. Δεν το έχει ανακαλύψει κανένας άλλος – μόνο όσοι τουρίστες μένουν στα δωμάτιά του. Κάθομαι μόνος μου τα πρωινά και βλέπω από εκεί πάνω τα πάντα: Λυκαβηττό, Ακρόπολη, θάλασσα, Βουλή, έναν νεαρό δίχως μπλούζα, με μαύρο bucket-hat, να ποτίζει τα λουλούδια της βεράντας ενός διαμερίσματος που έχει μάλλον κληρονομήσει.
Είναι μόλις το δεύτερο τεύχος μας και ήδη δεν ξέρω τι θέλω να σας πω, περνάνε πράγματα γενικά από το μυαλό μου: είμαστε πολύ λίγοι και αυτό είναι πράγμα θλιβερό… Κάτι τέτοιο. Παρατηρώ από ψηλά αυτή την πόλη-θηρίο, σαρκοβόρο. Βλέπω πως κατάπιε στην κυριολεξία το άτυχο Λεκανοπέδιο και εξαπλώθηκε σαν πυρκαγιά, με τις τσιμεντένιες της φλόγες να φτάνουν ως εκεί που πάει το μάτι.
Πέντε εκατομμύρια άνθρωποι, λέει εντυπωσιασμένη μια Γιαπωνέζα τουρίστρια στο δίπλα τραπέζι, ζούνε σ’ αυτή την πόλη. Σκέφτομαι τι συνδέει, αλήθεια, όλους αυτούς τους ανθρώπους.
Θέλαμε να γυρίσουν οι στρόφιγγες, να ανοίξουν οι μάνικες και να κυλήσει χύμα, έξω, αυτή η ενέργεια που όλοι ξέραμε ότι υπάρχει – αλλά πουθενά δεν έβρισκε τόπο να απλώσει.
Είμαστε πολύ λίγοι –το ξέρω– όσοι μας απασχολούν τα μικρά δράματα και οι ακροβασίες αυτού εδώ του τεύχους. Ξέρω όμως ταυτόχρονα πως δεν θέλει πολύ. Αρκεί ένα φιλί, ένας χωρισμός, ένα χάπι, για να σπάσει κάτι μέσα σ’ έναν άνθρωπο. Να διαλυθεί αυτό που ο Χειμωνάς αποκαλεί «ξύλινη θήκη του μυαλού». Να συντριβεί η αλαζονική σιγουριά, η αθώα αστική πλάνη. Για να συντονιστούν έπειτα κι αυτοί στο ίδιο κανάλι με εμάς. Να πιάσουν ράδιο Μελαγχολία. Τα αγόρια που σου έκαναν bullying και καβαλούσαν ανέμελα τις μηχανές τους, φιλώντας κορίτσια στην οικοδομή. Αυτά που έμοιαζε κάποτε πως βρίσκονται πέλαγα μακριά από το δικό σου μυαλό.
Αρκεί, φίλε μου, ένα φιλί για να ανοίξει σαν κρυφό σεντούκι, το τρυφερό κομμάτι κρέας του μυαλού τους. Να τρέξουν τα ζουμιά τους σαν δάκρυα πάνω στα μάγουλα. Γιατί λίγα είναι αυτά που μας χωρίζουν τελικά από τα παιδιά που χάνονται στη σκοτεινή (κι εθιστική) θύελλα του TikTok. Στο ίδιο σούπερ-μάρκετ ψωνίζουμε με την αγράμματη influencer, τα ίδια προφυλακτικά αγοράζουμε και με τις ίδιες τσόντες τις παίζουμε τα βράδια – μικρές καλλιγραφίες της ψυχής κάνουν τη διαφορά, τραύματα κρυμμένα κάτω από χανζαπλάστ, ακόντια που διασχίζουν το κάδρο των ματιών μας και βλέπουμε μονάχα εμείς: κάτι σαν συναισθηματική τηλεόραση του ενός. Απλά, τώρα, εδώ, βγάζουμε την οθόνη στη βεράντα και λέμε να, δείτε κι εσείς.
Θέλαμε να γυρίσουν οι στρόφιγγες, να ανοίξουν οι μάνικες και να κυλήσει χύμα, έξω, αυτή η ενέργεια που όλοι ξέραμε ότι υπάρχει – αλλά πουθενά δεν έβρισκε τόπο να απλώσει. Είτε γιατί γίναμε όλοι τσιγκούνηδες και καχύποπτοι, είτε γιατί, εξοντωμένοι από τους πληροφοριακούς εθισμούς μας, δεν έχουμε χρόνο και χώρο για τίποτα. Σαν σουσάμια όλη η υπόγεια ενέργεια της Αθήνας πέφτει στα 4k χαντάκια του μυαλού μας, ενώ εμείς εδώ μιλάμε. Με κάθε νέο Airbnb, με κάθε νέο reel. Μέχρι να μη μείνει τίποτα, παρά η ανάμνηση μιας πόλης που κάποτε ήταν κάτι… Κι αυτό το κάποτε, όσοι από εσάς είστε στην ίδια ηλικία μ’ εμένα, δεν το έχετε καν ζήσει. Αλλά τι κάνεις αν είσαι ακόμη ζωντανός;

Στεκόμαστε απέναντί σας με τη νοοτροπία (αληθινά) ευγενικών κωλόπαιδων. Και διεκδικούμε ξανά τον τόπο του εντύπου για ένα κοινό εξωγήινων στο οποίο κι εμείς ανήκουμε, που δεν έχει ξαναπιάσει χαρτί περιοδικού στο χέρι του. Νιώθουμε αστροναύτες που επιστρέφουν σε μια παλιά ατμόσφαιρα, με άδεια οικοδομικά τετράγωνα, στα οποία μπορεί να βρει χώρο το άστεγο και να φωλιάσει. Θεωρώ πως το γεγονός ότι σχεδόν το σύνολο του περιεχομένου της δεύτερης αυτής «Κοκέτας» μας δεν θα μπορούσε να δημοσιευτεί κυριολεκτικά πουθενά αλλού δικαιολογεί με τρόπο απόλυτο την ανάγκη της ύπαρξής της.
Αν φαίνομαι κάπως ικανοποιημένος είναι γιατί είμαι: είδα πως η ιδέα μου δουλεύει και μπορεί να φέρει κοντά δεκάδες ταλαντούχα παιδιά με κόκκινες καρφίτσες στο χέρι, έτοιμα να σπάσουν του σύμπαντός μας την πλαστική στολή. Πως η χαρά είναι αυτό που λένε μια σταθερή δυνατότητα. Πως, ακόμη κι αν αφορά μόνο εμάς, το πάρτι μας αυτό κατάφερε να ηλεκτροδοτήσει ένα μικρό χωράφι. Έναν περίκλειστο κήπο, με άνθη σπάνια κι εξωτικά. Άνθη που στα μάτια (και τις σελίδες) άλλων δεν θα εμφανίζονταν. Περνάει κάποιος και μια γιρλάντα. Συνδέστε, παρακαλώ πολύ, και κάποιο ηχείο… Σήμερα θα γιορτάσουμε. Η μέρα βυθίζεται στο βάθος κι εμείς τελειώσαμε αισίως το δεύτερό μας τεύχος. Θα βγάλω λόγο:*
Αγαπητοί μου φίλοι,
Τα πράγματα είναι δύσκολα. Ο κόσμος άγριος κι εγώ μπορεί να ερωτεύομαι ξανά. Πετάξτε τα κινητά σας στη λεκάνη της τουαλέτας, βγείτε έξω και αφήστε την άνοιξη της Αθήνας να σας χτυπήσει σαν αστικό λεωφορείο που σκίζει τους δρόμους στο τέλος της υπηρεσίας του. Δείτε τη χαρά που βγαίνει από το να γνωρίζεις πού ανήκεις. Γιατί ακόμη κι αν έχουμε εναντίον μας μια ολόκληρη πόλη, ακόμη κι αν τα πέντε εκατομμύρια αυτής της πόλης επιθυμούν την εξόντωσή μας, μένει κάπου ένα μικρό χωριό ανθρώπων στους οποίους θα μπορούμε πάντα να δραπετεύουμε. Αβλέφαρα παιδιά, με σκασμένα χείλη και ασθενικές πλάτες. Με την κορμοστασιά του ανορεξικού, με ρούχα τρίτο χέρι. Γόνοι αγγέλων, όχι εφοπλιστών. Ανοίξτε τα παράθυρά σας και χαθείτε μέσα στα μάτια τους. Γιατί γι’ αυτά τα παιδιά, που είναι κυρίως οι φίλοι μας, θα σας μιλήσουμε στις σελίδες που ακολουθούν.
Και προς Θεού μη μου ζητάτε άλλα πράγματα, κείμενα, προθεσμίες, εργασίες, δουλειές… Φτάνει. Τώρα ζω: τώρα ζούμε.
Και με αυτό το τεύχος σάς βλέπω, σας χαιρετώ. Σας ερωτεύομαι: εσάς, τους ζωντανούς.
Έπειτα, βλέπουμε…
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη ΚΟΚΕΤΑ της LiFO.