«ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΟΥ είπατε τίποτα; Κανείς δεν λέει τίποτα», μου είπε μια φίλη μου πρόσφατα μεταξύ αστείου και σοβαρού. Από πίσω ακουγόταν το κλάμα της κόρης της που είναι τεσσάρων μηνών. Σκέφτηκα πόσο δίκιο είχε. Ένα από τα μεγάλα παράδοξα της πρώτης μητρότητας, αυτής που περνάς όταν πρωτοπαίρνεις ένα μωρό στα χέρια σου, είναι το πόσο μοναχική είναι. Και το αναφέρω ως παράδοξο γιατί περνάς κάτι που έχουν περάσει εκατομμύρια γυναίκες πριν από σένα, μαζί με σένα, αλλά και πάλι νιώθεις μόνη.
Μπορώ ήδη να φανταστώ τα σχόλια τη στιγμή που γράφω αυτό το κείμενο, κάτι σαν Χορό σε αρχαία τραγωδία, αν αποτελούνταν από καραφλούς μεσήλικες με τσαντάκια σε καφενείο («Έλα, κούκλα μου, γεννούσανε γυναίκες στα χωράφια δίπλα στην κατσίκα κι ακούμε κι εσένα τώρα»).
Κανείς δεν σου λέει πόσο παράξενος είναι αυτός ο πρώτος χρόνος της μητρότητας. Πως δεν έχεις ιδέα τι να περιμένεις, όσα βιβλία κι αν διαβάσεις, όσα Instagram videos και να δεις, όσες ιστορίες και να ακούσεις. Δεν τα γράφει κανείς; Τα γράφει και τα αγνοούμε; Είναι η συνθήκη τόσο μοναδική που κάπως μας αφοπλίζει;
Δεν υπάρχει κατηγορία ανθρώπων για την οποία να απέκτησα μεγαλύτερο σεβασμό από τότε που έγινα μητέρα από αυτούς που μεγαλώνουν παιδιά μόνοι τους – από επιλογή ή όχι. Δεν είναι μόνο η ευθύνη –να πρέπει να πάρεις όλες τις αποφάσεις ολομόναχος–, είναι και η αληθινά τρομακτική συνειδητοποίηση πως πρέπει να είσαι καλά για να φροντίζεις κάποιον που είναι απόλυτα εξαρτημένος από σένα. Εγώ μόνο μόνη δεν ήμουν, αλλά και πάλι δεν μου έφτανε. Τα βράδια έμοιαζαν ατέλειωτα.
Υπάρχει ένα πολύ συγκεκριμένο είδος ζωώδους απόγνωσης που συνοδεύει τους πρώτους μήνες ενός μωρού. Η ζωή μοιάζει με όνειρο πυρετού: είσαι ξύπνια 24 ώρες το 24ωρο με ένα σώμα σμπαράλια από τον τοκετό και μια αϋπνία που τη νιώθεις σαν κούραση ως το μεδούλι για εβδομάδες, πιθανόν και μήνες, με ένα μωρό στο στήθος σαν βεντούζα, μια εμπειρία υπέροχη και φρικώδης ταυτόχρονα. Δεν θυμάσαι τι ώρα ή τι μέρα είναι, δεν θυμάσαι το όνομά σου, το βιαστικό πεντάλεπτο για ψώνια είναι μια υπέροχη βόλτα – παρατηρείς για ώρα τις συσκευασίες των noodles στον διάδρομο με τα ασιατικά κάτω από τα νέον φώτα σαν να τα βλέπεις για πρώτη φορά.
Η δική μου στιγμή απόλυτης δοκιμασίας πρέπει να ήταν ένα βράδυ όταν ο γιος μου ήταν τριών μηνών. Ήμουν ήδη άυπνη τρεις μήνες. Έκλαιγε πέντε ώρες; Μπορεί περισσότερο, μπορεί λιγότερο. Δεν κοιμόταν ούτε κάτω από απορροφητήρα (ο αγαπημένος του), ούτε με ελαφρύ κούνημα μπρος πίσω, ούτε με τραγουδάκια για κουνέλια στα μπιζέλια. Δεν είχε ακόμα ξημερώσει και, αλήθεια, νόμιζα ότι θα φάω το δέρμα μου. Βγήκα στη βεράντα. Κρατούσα το μωρό σφιχτά και πήγαινα πάνω κάτω σαν λύκος σε κλουβί. Ήταν Οκτώβριος, αλλά δεν έκανε ψύχρα ακόμα. Το μωρό κοιμήθηκε την ώρα που χάραζε.
Κανείς δεν σου λέει πόσο παράξενος είναι αυτός ο πρώτος χρόνος. Πως δεν έχεις ιδέα τι να περιμένεις, όσα βιβλία κι αν διαβάσεις, όσα Instagram videos και να δεις, όσες ιστορίες και να ακούσεις. Δεν τα γράφει κανείς; Τα γράφει και τα αγνοούμε; Είναι η συνθήκη τόσο μοναδική που κάπως μας αφοπλίζει;
Δεν είναι ότι αυτή η περίοδος δεν έχει ευτυχία ή χαρά και όλη αυτή την απορία που έχεις όταν κοιτάς ένα μωρό και αναρωτιέσαι: «Εμείς το φτιάξαμε αυτό;». Αυτός ο πρώτος καιρός είναι μια αποκάλυψη. Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχει ένα πελώριο κενό σε αυτές τις διηγήσεις. Τα δύσκολα είναι μόνο για τσατ και τηλεφωνήματα με άλλους άγρυπνους γονείς στις 3 το πρωί. Αυτή ήταν τελικά και η μεγαλύτερη παρηγοριά μου εκείνους τους πρώτους μήνες. Κατάλαβα πως δεν κοιμούνται όλοι. Πως κάποιοι ξενυχτούσαν την ίδια ώρα με μένα αγκαλιά με ένα μωρό, μικρά αναμμένα φώτα σε όλη την πόλη.