ΣΤΙΣ 23 ΜΑΪΟY ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΕ στο Ζάππειο η 39η Απονομή των Δημοσιογραφικών Βραβείων και Τιμητικών Διακρίσεων του Ιδρύματος Προαγωγής Δημοσιογραφίας Αθανασίου Β. Μπότση, παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνου Τασούλα.
Συγκεκριμένα, και πιάνοντάς τα από την αρχή, Ειδικό Τιμητικό Βραβείο απονεμήθηκε στον Γιώργο Παπαδάκη για τα 34 χρόνια καθημερινής ενημέρωσης από τον τηλεοπτικό σταθμό ΑΝΤ1 με την εκπομπή «Καλημέρα Ελλάδα» (ας πούμε συμπαθής, παρότι παρωχημένη με αισθητικούς και ενημερωτικούς όρους, εκπομπή, αλλά άξιζε σίγουρα μια τέτοια διάκριση;). Με το Βραβείο του Ιδρύματος Προαγωγής Δημοσιογραφίας Αθανασίου Β. Μπότση τιμήθηκαν αλφαβητικά οι Φοίβος Καρζής για το ραδιοφωνικό ντοκιμαντέρ με τίτλο «Η Μεταπολίτευση σε Πρώτο Πρόσωπο» (ΕΡΑ), Δημήτρης Κοτταρίδης και Νίνα Κασιμάτη για την ενημερωτική τους εκπομπή «Σαββατοκύριακο από τις 6» στην ΕΡΤ (αν κατάλαβε κανείς και εδώ το γιατί, ας στείλει και το αναδημοσιεύω!), Παναγιώτης Λάμψιας, Βαγγέλης Παπαδημητρίου και Βασίλης Χιώτης «για την αντικειμενική κάλυψη του πολιτικού ρεπορτάζ», Μιχάλης Μαστής της εφημερίδας «Ροδιακή» και Πρόδρομος Παπαηλιόπουλος «για την επιτυχημένη δημοσιογραφική πορεία και την πολύχρονη σταδιοδρομία του στη διεύθυνση ειδήσεων στην τηλεόραση».
Και ενώ ορισμένα από τα παραπάνω ονόματα και άξιοι επαγγελματίες είναι και την έξωθεν καλή μαρτυρία διατηρούν, κάποια άλλα προβληματίζουν έντονα, με πρώτη τη βράβευση του Βασίλη Χιώτη, οι αντιδράσεις για την οποία έγιναν viral. Να θυμίσουμε ότι ο Βασίλης Χιώτης («Βήμα», Σκάι) είναι αυτός που αμέσως μετά το έγκλημα στα Τέμπη είχε "προτείνει" στην κυβέρνηση να αντισταθμίσει το πολιτικό κόστος «συγκρίνοντας» την τραγωδία των Τεμπών με την τραγωδία στο Μάτι. Κατά τη διάρκεια εξάλλου της ραδιοφωνικής του εκπομπής στον Σκάι, αναφερόμενος στη στρατιωτική θητεία του Στέφανου Κασσελάκη στην Καλαμάτα, είχε πει (χαζο)γελώντας «βγάζουν καλά σύκα στην Καλαμάτα», (ζήτησε πάντως αργότερα συγνώμη για εκείνη την αναφορά του, ενώ αθωώθηκε από το ΕΣΡ).
Εξίσου προβληματίζει η απουσία συναδέλφων με πολύ αξιόλογα, έγκυρα και αποκαλυπτικά ρεπορτάζ (Predator και τηλεφωνικές υποκλοπές, ναυάγιο Πύλου, υπόθεση Μίχου κ.ά.), από εκείνα μάλιστα που δύσκολα θα έβρισκαν τον δρόμο τους σε κάποιο μεγάλο μέσο γιατί θα θεωρούνταν υπερβολικά «ενοχλητικά» για πρόσωπα και θεσμούς με κύρος, ισχύ και διασυνδέσεις.
Όσο για τον πρώην διευθυντή των «Νέων» και σήμερα δημοσιογράφο της «Καθημερινής» Παναγιώτη Λάμψια, διάπυρο πολέμιο του «υπερτροφικού» Δημοσίου τα χρόνια της κρίσης, έχει κατηγορηθεί ότι πληρωνόταν επί τρεις σχεδόν δεκαετίες από τον ΟΑΕΔ, χωρίς ποτέ να έχει εργαστεί εκεί (ο ίδιος το αρνήθηκε κατηγορηματικά καταγγέλλοντας πολιτικές μεθοδεύσεις).
Βραβείο Πρωτότυπου Περιεχομένου (κατηγορία «Ειδικά Θεσμοθετημένα Βραβεία») απονεμήθηκε, εξάλλου, στον Ανδρέα Λουδάρο της ιστοσελίδας orthodoxia.info, το οποίο πρόσφατα δημοσίευσε τη fake είδηση ότι «η αιγυπτιακή κυβέρνηση κλείνει τη μονή του Σινά, κάνει έξωση στους μοναχούς και δημεύει την περιουσία της» – δεν ήταν το μόνο μέσο απ’ όσα διέδωσαν, ίσως και σκόπιμα, τέτοιες ανακρίβειες, όμως το συγκεκριμένο πήρε και βραβείο! Πέρα, όμως, από αυτό και άλλα ελεγχόμενης αξιοπιστίας δημοσιεύματα, εντελώς αντικειμενικά μιλώντας, ε, δεν το λες και ορισμό της πρωτοτυπίας το περιεχόμενο της εν λόγω θρησκευτικού προσανατολισμού ιστοσελίδας. Ειδική τιμητική διάκριση απονεμήθηκε, τέλος, στον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο «για την εκκλησιαστική, ποιμαντική, θεολογική και ευρύτερη πνευματική του προσφορά στον άνθρωπο και την κοινωνία». Τώρα, το πώς σχετίζεται η όποια προσφορά του Σεβασμιότατου με τη δημοσιογραφία και την ενημέρωση, είναι μια άλλη εύλογη απορία. Το γεγονός, πάντως, ότι είχε δηλώσει πως η επανεκλογή Τραμπ «είναι μια θετική εξέλιξη που ωφελεί τον κόσμο» αφήνει υπόνοιες ότι μπορεί να εκτιμά την τέταρτη εξουσία όσο και ο Αμερικανός Πρόεδρος, δηλαδή από ελάχιστα έως καθόλου!

Εξίσου προβληματίζει η απουσία συναδέλφων με πολύ αξιόλογα, έγκυρα και αποκαλυπτικά ρεπορτάζ (Predator και τηλεφωνικές υποκλοπές, ναυάγιο Πύλου, υπόθεση Μίχου κ.ά.), από εκείνα μάλιστα που δύσκολα θα έβρισκαν τον δρόμο τους σε κάποιο μεγάλο μέσο γιατί θα θεωρούνταν υπερβολικά «ενοχλητικά» για πρόσωπα και θεσμούς με κύρος, ισχύ και διασυνδέσεις, όπως και η «προτίμηση» σε συναδέλφους από συγκεκριμένα μέσα. Κάποιες βραβεύσεις του Ιδρύματος Μπότση έχουν εγείρει και στο παρελθόν ενστάσεις – να πούμε χαρακτηριστικά ότι το 2023 βραβεύτηκε ο διαγραμμένος ούτε μία, ούτε δύο, αλλά έξι ολόκληρες φορές (!) από την ΕΣΗΕΑ Νίκος Ευαγγελάτος, το βραβείο του το είχε παραδώσει, μάλιστα, η τότε ΠτΔ Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Υπόψη ότι παλιότερα είχε βραβευτεί μέχρι και ο αείμνηστος Θέμος Αναστασιάδης, ο οποίος είχε επανειλημμένα απασχολήσει τη δημοσιότητα λόγω του τουλάχιστον αμφιλεγόμενου ύφους και ήθους του, ενώ το 2017 του επιβλήθηκε πρόστιμο 5 εκατ. ευρώ για ξέπλυμα μαύρου χρήματος από «εγκληματικές δραστηριότητες» (ο ίδιος είχε τότε αρνηθεί τις κατηγορίες, μιλώντας κι εκείνος για πολιτική δίωξη). Αυτά, χωρίς να επεκταθούμε σε άλλα πρόσωπα, πιο «ουδέτερα» μεν, αλλά που κανείς τελικά δεν κατάλαβε γιατί ακριβώς βραβεύτηκαν.
Το Ίδρυμα Μπότση ξεκίνησε να λειτουργεί το 1982 και τα βραβεία θεσπίστηκαν το 1986. Οι δύο πρώτοι βραβευθέντες, Νίκος Αλεξίου (αποκαλυπτικό ρεπορτάζ στο «Βήμα» για την έκθεση Παπακαρυά και την «αμαρτωλή» διαπλοκή δικαστικών με πολιτικούς και επιχειρηματίες) και Κωστής Παπαϊωάννου για την πρωτοποριακή του δουλειά στη σατιρική εφημερίδα «Το Ποντίκι», ήταν δύο αναμφίβολα σοβαροί δημοσιογράφοι. Μάλιστα, δεν πήγαν ποτέ να παραλάβουν τα βραβεία τους, ο δε Αλεξίου, που προφασίστηκε ότι έλειπε ταξίδι, δώρισε το χρηματικό ποσό που συνόδευε το βραβείο στον ΕΔΟΕΑΠ, το ασφαλιστικό ταμείο της ΕΣΗΕΑ. Τη βράβευσή τους είχαν τότε προτείνει μέλη της επιτροπής, αυτό όμως στη συνέχεια άλλαξε και πλέον οι υποψήφιοι είτε προτείνονται από συναδέλφους τους με τη σχετική αιτιολόγηση είτε ακόμα και αυτοπροτείνονται. Η Επιτροπή των Βραβείων αποτελείται από τους εκάστοτε προέδρους των δημοσιογραφικών ενώσεων, δεν φαίνεται ωστόσο να ακολουθείται κάποιο συγκεκριμένο πρωτόκολλο ούτε να διατυπώνονται κάποιες απαραίτητες προϋποθέσεις για τις βραβεύσεις που επαφίενται στην κρίση των μελών της. Κάποιοι συνάδελφοι, πάντως, λένε αστειευόμενοι «υπομονή, όλοι θα βραβευθούμε από το Μπότση κάποια στιγμή, αρκεί να το επιδιώξουμε!». Το ότι υπάρχει κάτι σαν «επετηρίδα» δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα, δεδομένου και του αριθμού των βραβείων που απονέμει το ίδρυμα κάθε χρόνο (18 συνολικά φέτος, μαζί με τα Ειδικά, συν 6 τιμητικές διακρίσεις), «έτσι ώστε να πάρουν κομμάτι από την πίτα όσο περισσότεροι υποψήφιοι γίνεται, να βγουν ενδεχομένως και κάποιες “υποχρεώσεις”», όπως λένε οι πιο καχύποπτοι.
Σε κάθε περίπτωση, και χωρίς καμία πρόθεση να αμφισβητηθεί συνολικά η αξία των συναδέλφων που βραβεύτηκαν ή να αποδοθούν ιδιοτελή κίνητρα στο Ίδρυμα, η σύγκριση των Βραβείων Μπότση με κάποια γνωστά και καταξιωμένα διεθνή δημοσιογραφικά βραβεία (από το Πούλιτζερ μέχρι το Daphne Caruana Galizia) είναι εν πολλοίς απογοητευτική. Το ίδιο το Ίδρυμα, πάντως, με το οποίο επικοινωνήσαμε δεν βρίσκει τίποτα μεμπτό στη διαδικασία και στα πρόσωπα που τιμήθηκαν, αρνείται κατηγορηματικά τα περί «μεθοδεύσεων» και αποδίδει τις διαμαρτυρίες στις «συνηθισμένες κάθε χρόνο αντιδράσεις» που θεωρεί ότι οφείλονται σε αισθήματα φθόνου και προσωπικές ή ιδεολογικές διαφορές. Αυτό το τελευταίο εμφανίζεται ως ένας ανασταλτικός παράγοντας ακόμα και για καλόπιστες κριτικές, καθόλου όμως δεν τις ακυρώνει, και σε μια χώρα που δεν φημίζεται για το επίπεδο της δημοσιογραφίας της έχουν σίγουρα την αξία τους. Ιδού όμως τι λένε για όλα αυτά τέσσερις επώνυμοι δημοσιογράφοι, δύο εκ των οποίων έχουν και οι ίδιοι βραβευτεί στο παρελθόν από το Ίδρυμα:

«Στην ιστορία με το Ίδρυμα Προαγωγής Δημοσιογραφίας Αθανασίου Βασ. Μπότση που κάθε χρόνο απονέμει βραβεία σε δημοσιογράφους, υπάρχουν δυο προβλήματα. Κατά πρώτον, αν γράψεις κάτι επικριτικό για κάποιες επιλογές του, θα σκεφτεί εύκολα κάποιος πως το κάνεις αυτό επειδή εσύ δεν πήρες βραβείο. Θα δει, δηλαδή, σκοπιμότητα και ιδιοτέλεια πίσω από αυτές τις γραμμές. Δύσκολο να τον πείσεις πως δεν σε ενδιαφέρει κάποιο βραβείο γενικά αλλά και, πολύ περισσότερο, ειδικά. Κατά δεύτερο, είναι λογικό να αναρωτιέται κανείς σε τι είδους προαγωγή της δημοσιογραφίας επιδίδεται, βραβεύοντας κατά καιρούς δημοσιογράφους που έχουν συμβάλει ουσιαστικά στην υποβάθμιση του επαγγέλματος στην Ελλάδα, η οποία σε όλες τις παγκόσμιες κατατάξεις αναφέρεται στις τελευταίες θέσεις σε ό,τι αφορά την ελευθερία έκφρασης, κάποιους που έχουν διακριθεί στην “κίτρινη” και “ροζ” δημοσιογραφία, που στήνουν τηλεδίκες, προωθούν συστηματικά τον ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία με έναν υποδόριο τρόπο, παίζουν ρόλους που δεν τους ανήκουν, υποκαθιστούν θεσμικές εξουσίες, διαπλέκονται και που, εν τέλει, όλοι οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν λίγο-πολύ για τις ανάρμοστες σχέσεις τους με τις πολιτικές, μιντιακές και οικονομικές εξουσίες. Πώς προάγεις τη δημοσιογραφία, τιμώντας ακόμα και διαγραμμένους αρκετές φορές δημοσιογράφους από την ΕΣΗΕΑ;» διερωτάται ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Γιάννης Παντελάκης, συνεργάτης της LiFO. «Είναι σαφές πως ανάμεσα στους βραβευμένους υπάρχουν και άνθρωποι που αξίζουν πράγματι πολλά βραβεία, αλλά πάντα κάθε σύστημα έχει ανάγκη από κάποια άλλοθι, δεν πρωτοτυπεί σε αυτό στο Ίδρυμα Μπότση. Πρωτοτυπεί σε κάτι άλλο, που αποτελεί νομίζω παγκόσμιο φαινόμενο: οι βραβευθέντες, προτού καταφέρουν να φωτογραφηθούν με κάποιους επίσημους και καλοντυμένους, έχουν στείλει οι ίδιοι φάκελο, προτείνοντας να τους βραβεύσει! Πρόκειται για τον απόλυτο σουρεαλισμό», καταλήγει.
«“Πάλι δεν πήρα το βραβείο Μπότση φέτος”. Έτσι ξεκινούσε ένα κεφάλαιο στο πρώτο μου βιβλίο “Στις ταινίες κλαίω στις πιο άσχετες σκηνές” (εκδ. Πόλις), γραμμένο το 2016. Οκτώ χρόνια μετά το πήρα, κι αυτό νομίζω είναι το βασικό πρόβλημα: ότι όλοι οι δημοσιογράφοι ξέρουμε πως κάποια στιγμή στη ζωή μας θα το πάρουμε. Υπάρχει μια αίσθηση επετηρίδας. Άρα κάποιοι το αξίζουν κι άλλοι όχι, απλώς ήρθε η ώρα τους να το πάρουν. Αυτή η λογική όμως απαξιώνει περαιτέρω στα μάτια της κοινής γνώμης την αξιοπιστία μας, που ήδη βρίσκεται στα τάρταρα. Αυτοσυγχαιρόμαστε, μοιράζουμε έπαθλα, επαναπαυόμαστε ότι κάνουμε καλά τη δουλειά μας, ενώ θα έπρεπε να κάνουμε ακριβώς το αντίθετο: να αναρωτιόμαστε διαρκώς αν κάνουμε καλά τη δουλειά μας. Από την άλλη, υπάρχουν πολλά νέα παιδιά, ερευνητικοί ρεπόρτερ, που κάνουν εξαιρετική δουλειά και δεν έχουν πάρει ποτέ Μπότση. Μήπως ήρθε η ώρα τους;» ρωτά η Ξένια Κουναλάκη, συγγραφέας και αρχισυντάκτρια Διεθνών Θεμάτων στην «Καθημερινή».

«Στον βαθμό που η ανεξάρτητη δημοσιογραφία στην Ελλάδα μοιάζει με contradiction-in-terms, δηλαδή με εγγενή αντίφαση που θα έλεγαν οι θεωρητικοί, είναι λογικό αντίστοιχη αναξιοπιστία να εμφανίζουν και τα δημοσιογραφικά βραβεία. Μόνο που μοιάζει πραγματικά ανήκουστο να επιδοκιμάζονται άνθρωποι που όχι μόνο δεν έχουν συμβάλει στο λειτούργημα αλλά κάνουν ό,τι μπορούν για να επιβεβαιώσουν την κάκιστη εικόνα που εμφανίζει η δημοσιογραφία στη χώρα μας, σύμφωνα με τον παγκόσμιο δείκτη ελευθερίας του Τύπου που μας φέρνει διαρκώς στις τελευταίες θέσεις. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στα βραβεία του Ιδρύματος Μπότση τα τελευταία χρόνια και στο σκεπτικό τους, που μιλά για “αντικειμενική δημοσιογραφία” και “συμβολή στο δημοσιογραφικό λειτούργημα” – βραβεία με παραλήπτες, στην πλειονότητά τους, διαβόητες τηλεπερσόνες, πολλές από τις οποίες έχουν μάλιστα τιμωρηθεί από την ΕΣΗΕΑ ακριβώς γιατί έχουν καταστρατηγήσει θεμελιώδεις αρχές της δημοσιογραφίας. Από πότε ακριβώς τηλεπαρουσιαστές ή διευθυντές σταθμών με συγκεκριμένη πολιτική σφραγίδα (ένας από αυτούς βραβεύτηκε για αντικειμενικότητα!), μια μέχρι πρότινος υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων και άλλοι αντίστοιχοι σελέμπριτις της δημοσιογραφίας έχουν σχέση με το εμβριθές, αντικειμενικό ρεπορτάζ; Δεν είδα να βραβεύονται ούτε ανεξάρτητες δημοσιογραφικές ομάδες, ούτε ιστοσελίδες που χρόνια τώρα υπηρετούν την ερευνητική δημοσιογραφία, όπως, για παράδειγμα, το Inside story, ούτε δημοσιογράφοι που πασχίζουν, σε σκληρές συνθήκες, κόντρα ακόμα και στους αντικειμενικούς όρους επιβίωσης, να υπηρετήσουν το λειτούργημά τους. Αν δεν έχουν να περιμένουν τουλάχιστον ένα βραβείο, τι άλλο μπορεί να τους κινητοποιήσει ώστε να μπορούν να συνεχίζουν τον δύσκολο αγώνα τους, πολλές φορές υπό καθεστώς απειλών και ενάντια στα υφιστάμενα συμφέροντα; Αλλά σίγουρα η παρουσία τους είναι μάλλον “ανάρμοστη” για τις φιέστες των βραβείων Μπότση, όπου οι υπουργοί, οι κυβερνητικοί παράγοντες και οι θεσμικοί είναι πολύ περισσότεροι από αυτούς που βραβεύονται. Κι αυτό λέει από μόνο του πολλά», σημειώνει η πολιτιστική συντάκτρια του «Πρώτου Θέματος» και συνεργάτιδα της LiFO Τίνα Μανδηλαρά.
«Βραβείο -εθνικό ή διεθνές- δίχως αστοχίες δεν έχει υπάρξει. Και δεν είναι δυνατόν να υπάρξει. Είναι σχεδόν μοιραίο να παραγνωρίζονται άνθρωποι με σπουδαίο έργο και να επιβραβεύονται άλλοι με μέτρια ή και ασήμαντη παρουσία. Μια φορά κι έναν καιρό επινοήθηκε ο ακριβοδίκαιος «σταθμός», ο Αριστοφάνης όμως κράτησε τη ζυγαριά του για αυστηρώς προσωπική χρήση. Δεν μας τη χάρισε, να ’χουμε να πορευόμαστε με τη συνείδησή μας αναπαυμένη. Βραβείο του Ιδρύματος Μπότση είχα πάρει κι εγώ, την περασμένη χιλιετία, όταν πρόεδρος της Δημοκρατίας ήταν ο Κωστής Στεφανόπουλος. Και για να πω την αλήθεια, μόλις τώρα αναζήτησα στο διαδίκτυο το «βιογραφικό» του Ιδρύματος. Σύμφωνα λοιπόν με όσα δημοσιεύτηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 9η Ιουνίου 1981 (και αναπαράγονται τώρα στην επίσημη ιστοσελίδα), ως πρώτος σκοπός του Ιδρύματος προσδιορίζεται «η προαγωγή της δημοσιογραφίας εν Ελλάδι», ο δε τέταρτος και τελευταίος περιγράφεται με μια πρόταση που ξενίζει (τουλάχιστον) τη σημερινή ακοή, και όχι μόνο λόγω της επιδερμικής καθαρεύουσάς της: “Το Ίδρυμα θα ακολουθή προοδευτικήν κοινωνικώς γραμμήν, αλλά δεν θα αφίσταται εθνικώς των παραδεδομένων Αρχών του Ελληνικού Πολιτισμού”. Για αρχές μίλησε και ο πρόεδρος του Ιδρύματος Πάνος Καραγιάννης κατά την απονομή των φετινών βραβείων. Τα βραβεία, είπε, «αναδεικνύουν τη δημοσιογραφία που υπηρετεί αξίες, αρχές και ιδανικά». Πάντοτε; Δύσκολο να το πει κανείς, πολύ δύσκολο. Δεν ξέρω αν ο σεβασμός στο Σύνταγμα αφενός, στον Κώδικα Δεοντολογίας του Σωματείου σου αφετέρου είναι αξία, αρχή ή ιδανικό, ξέρω ωστόσο ότι ο μη σεβασμός τους, η περιφρόνηση και η καταστρατήγησή τους, ούτε βραβεύσιμος είναι ούτε βραβευτέος. Μολαταύτα, τα τελευταία χρόνια έχουν λάβει βραβείο του Ιδρύματος Μπότση (μεγαλο)δημοσιογράφοι που έχουν σπάσει ρεκόρ διαγραφών από την ΕΣΗΕΑ, λόγω σοβαρών παραβάσεων της δεοντολογίας, της απεργοσπασίας συμπεριλαμβανομένης, καθώς και άλλοι που πολιτεύονται με αντικειμενικότητα εφάμιλλη της αντικειμενικότητας του κυβερνητικού εκπροσώπου. Ας μη βαραίνουμε την ψυχή μας με συνωμοσιολογικές θεωρίες. Ας σκεφτούμε απλώς ότι όπως το Νόμπελ Λογοτεχνίας δεν έκανε λογοτέχνη τον Τσώρτσιλ, έτσι και το βραβείο Μπότση δεν κάνει δημοσιογράφο αρχών, αξιών και ιδανικών όποιους τα λογαριάζουν όλα αυτά σαν εμπόδια στην πλούσια καριέρα τους», καταλήγει ο συγγραφέας και αρθογράφος στην «Καθημερινή» Παντελής Μπουκάλας.