Γεννήθηκα στην Αυστραλία, στο Γούλονγκογκ, κοντά στο Σίδνεϊ. Εκεί έζησα μέχρι τα 8 και μετά με έφεραν στην Ελλάδα. Οι γονείς μου είχαν μεταναστεύσει εκεί. Και μετά, στα 20, ήθελα να ξαναγυρίσω εκεί αλλά ήμουνα με τον άντρα μου και εκείνος δεν ερχόταν. Φαντάσου, είχα πάει εκεί, είχα πιάσει δουλειά σε μια ελληνική εφημερίδα και του έλεγα να ’ρθει. Δεν ήθελε με τίποτα.
Εμένα μ’ άρεσε η Αυστραλία – δεν έχει βέβαια τη ζωντάνια της Ελλάδας, άλλος τρόπος ζωής, αλλά έχει μια ασφάλεια. Ο άντρας μου όμως δεν ήθελε με τίποτα. Οπότε γύρισα, παντρεύτηκα, έκανα δύο παιδιά και χώρισα στα 35. Παντρεύτηκα μικρή, στα 22. Εκείνη την εποχή, τα 22 ήταν μια καλή ηλικία για να παντρευτείς, όπως έχουν γίνει σήμερα τα 35. Εγώ δεν ήθελα να παντρευτώ, ήθελα να κάνω παιδιά. Έλεγα στον άντρα μου «πάμε, βρε, να συζήσουμε» και μου έλεγε «δεν φεύγω εγώ απ’ τη μάνα μου, αν δεν είμαι γαμπρός». Το διαζύγιο ήταν θέμα όταν το πήρα· φαντάσου, δεν μου μιλάγανε οι γονείς μου δυο χρόνια. Τα πράγματα δεν ήταν τόσο εύκολα τότε. Σήμαινε ότι ήσουν κακής ηθικής αν έπαιρνες διαζύγιο, μην πω τώρα τη λέξη.
• Η προηγούμενη δουλειά μου πριν από την Κιμωλία ήταν να φτιάχνω αντίγραφα αρχαϊκών κεραμικών. Ερχόμουν και τα έδινα σε μαγαζιά στην Πλάκα. Μια μέρα, λοιπόν, θυμάμαι –ήταν της Παναγίας–, περνάω απ’ αυτόν τον δρόμο, βλέπω αυτό το κτίριο και μένω. Ήταν ένα πρακτορείο ταξιδίων, ξενοίκιαστο τρία χρόνια, κάτασπρο. Λέω «θα πάρω τηλέφωνο» και παίρνω. Το είχε μια κοπέλα, η Ελίνα, που ήταν συγγραφέας. «Τι θέλετε να το κάνετε;», με ρώτησε με αγριεμένη φωνή και της είπα «Art cafe». Μόλις το άκουσε, είπε «αχ, επιτέλους, όλοι θέλουν να το κάνουν εστιατόριο και να το αλλάξουν». Της είπα «εγώ δεν πρόκειται να πειράξω τίποτα» κι έτσι ξεκίνησε η Κιμωλία.
«Η Κιμωλία είναι πια το σπίτι μου, αλλά επειδή είμαι άνθρωπος που θέλει να κάνει αλλαγές, ενώ είναι το σπίτι μου, μ’ έχει καθηλώσει κιόλας 13 χρόνια. Βέβαια, έχει τα καλά του· αν δεν τα είχε, δεν θα ’χα μείνει τόσα χρόνια».
• Είμαι αυτοδίδακτη στα πάντα. Από μικρή. Είναι αυτό που λένε ότι «γεννιέσαι με ταλέντο». Εγώ πιστεύω στο ταλέντο των ανθρώπων. Από μικρή ζωγράφιζα και έγραφα. Ο μπαμπάς μου, βέβαια, ήθελε να γίνω δασκάλα. Τους γονείς μου δεν τους ενοχλούσε ότι ζωγράφιζα, αλλά θεωρούσαν ότι η ζωγραφική είναι μια τέχνη απ’ την οποία δεν θα βγάλεις ποτέ χρήματα και δεν θα είσαι ποτέ ασφαλής. Εγώ δεν ήθελα να γίνω δασκάλα. Επομένως, μόλις τέλειωσα το λύκειο, έπιασα δουλειά σ’ ένα εργαστήριο και συνέχισα να ζω απ’ τη ζωγραφική, μέχρι ν’ ανοίξω την Κιμωλία.
• Την περίοδο που είδα το μαγαζί τυχαία, είχα κανονίσει να πάω Σαντορίνη. Είχα μιλήσει με κόσμο εκεί, να πάω ν’ ανοίξω ένα εργαστήρι ζωγραφικής, να έρχονται παιδιά, τέτοια πράγματα. Είχα βρει, φαντάσου, και το σπίτι. Και μετά είδα την Κιμωλία.
• Έχω μια κολλητή φίλη απ’ το γυμνάσιο που είναι Σαντορινιά. Όταν πήγα για πρώτη φορά, ερωτεύτηκα το νησί. Ήταν διαφορετικό απ’ ό,τι είναι τώρα, ακόμα παρθένο. Οι άνθρωποι ακόμη είχαν τις παραδοσιακές τους δουλειές. Είχα πάει άνοιξη και είχα τρελαθεί γιατί η Σαντορίνη έχει κάτι παπαρούνες που είναι άσπρες και δεν τις είχα ξαναδεί. Ήθελα να μείνω εκεί. Ένιωθα ότι έχει μια ενέργεια και για τους καλλιτέχνες αυτό είναι σημαντικό, σου δίνει έμπνευση. Αυτό που με συγκλόνιζε με τη Σαντορίνη ήταν ότι, ενώ είχε καεί απ’ το ηφαίστειο, ξαναγεννήθηκε και ξαναξεκίνησε. Νιώθω ότι και με τους ανθρώπους μπορεί να συμβεί αυτό. Να τους τύχουν άσχημα πράγματα, να φτάσουν σ’ ένα σημείο που δεν υπάρχει αύριο και μετά να ξαναγεννηθούν. Αυτό το νησί μού έδινε ελπίδα.
• Όταν ξεκίνησα την Κιμωλία, δεν είχα ιδέα από διακόσμηση. Είχα μικρό budget, οπότε ξεκίνησα να κάνω κάποια πράγματα, αλλά μετά δεν είχα δραχμή να δώσω. Σκέφτηκα, λοιπόν, πώς θα το κάνω; Αποφάσισα να το κάνω όπως θα μου άρεσε εμένα. Ούτε σκέφτηκα αν θ’ αρέσει στον κόσμο, ούτε τίποτα. Θυμάμαι την πρώτη μέρα που άνοιξα, είχε έρθει ο γιος μου να με βοηθήσει. Περιμέναμε, λοιπόν, να δούμε αν θα μπει άνθρωπος μέσα. Μιλάμε για αγωνία. Τελικά, ευτυχώς μπήκανε κάτι τουρίστες και μου είπαν τα καλύτερα. Ένιωσα πολύ περήφανη. Χωρίς να το επιδιώξουμε, χωρίς δηλαδή να κάνουμε διαφήμιση, άρχισαν να έρχονται και Έλληνες και το μαγαζί έγινε γνωστό από στόμα σε στόμα. Και ξαφνικά η Κιμωλία βρέθηκε σε εφημερίδες και περιοδικά, χωρίς να το καταλάβω. Η ικανοποίησή μου ήταν μεγάλη, γιατί ήθελα να φτιάξω έναν χώρο όπου να νιώθει ζεστασιά ο κόσμος. Λατρεύω τον Βαν Γκογκ γιατί δίνει ζωή στα άψυχα. Εγώ ό,τι πιάσω στα χέρια μου, θα το ζωντανέψω, είτε είναι τοίχος είτε σπίτι είτε καμβάς. Οπότε, όλα τα χρώματα και η διακόσμηση της Κιμωλίας έχουν αυτό τον σκοπό. Κι έλεγα, θα το καταλάβει ο κόσμος ότι αυτός ο χώρος έχει μια ενέργεια; Όπως έδειξε ο καιρός, το κατάλαβε ο κόσμος κι έτσι προχωρήσαμε.

• Το μότο μου είναι «να κάνεις τα πράγματα που σε φοβίζουν και να ’σαι σίγουρη ότι θα πετύχεις». Όταν ξεκινάς κάτι, πρέπει να πας με τη σιγουριά ότι θα το πετύχεις. Ας μην το ’χεις ξανακάνει. Εγώ δηλαδή δεν ξεκινάω με το «πάμε κι ας αποτύχω». Ξεκινάω με τη βεβαιότητα ότι θα πάει καλά. Άμα θέλω να κάνω κάτι, το πιστεύω πολύ.
• Η μετάβαση απ’ την τέχνη στην Κιμωλία ήταν «άσ’ τα να πάνε». Μπορεί να έχει πετύχει ως χώρος, αλλά οικονομικά δεν ισχύει το ίδιο. Αν ήξερα ότι έχει τόση ταλαιπωρία, μπορεί να είχα φτιάξει το σπίτι μου έτσι και να ’λεγα στον κόσμο να ’ρθει να πιει καφέ. Είναι δύσκολο να έχεις μαγαζί. Η Κιμωλία είναι πια το σπίτι μου, αλλά επειδή είμαι άνθρωπος που θέλει να κάνει αλλαγές, ενώ είναι το σπίτι μου, μ’ έχει καθηλώσει κιόλας 13 χρόνια. Βέβαια, έχει τα καλά του· αν δεν τα είχε, δεν θα ’χα μείνει τόσα χρόνια. Δεν έκανα την Κιμωλία για να κάνω λεφτά αλλά για να δείξω αυτό που είμαι. Να εκφραστώ. Να γνωρίσω ανθρώπους. Και αυτό δεν θα το είχα πουθενά αλλού, ό,τι δουλειά και να ’κανα. Η ζωγραφική είναι πολύ μοναχική δουλειά, είσαι μόνος στον χώρο και δεν βλέπεις ανθρώπους. Ωστόσο, μετά την Κιμωλία, δεν θα ξανάνοιγα επιχείρηση.
• Δεν πιστεύω ότι το πτυχίο σε κάνει καλλιτέχνη. Πες ότι τελειώνεις τη Σχολή Καλών Τεχνών και δεν ξαναζωγραφίζεις ποτέ. Έχεις ένα χαρτί, αλλά δεν είσαι ζωγράφος. Ξέρεις τι με τρελαίνει στην εποχή μας; H μανία με την εξειδίκευση. Αυτό έχει γίνει για να εξυπηρετεί το σύστημα. Γιατί κάποιος που εξειδικεύεται σε κάτι είναι πιο παραγωγικός και χρήσιμος για το σύστημα, όχι όμως για τον εαυτό του. Εγώ πιστεύω ότι οι άνθρωποι πρέπει να έχουμε πολλές γνώσεις, να δοκιμάζουμε πολλά και να μαθαίνουμε με την εμπειρία. Εγώ, για παράδειγμα, μπορεί να μη ζωγραφίζω αυτή την περίοδο αλλά φτιάχνω κοσμήματα. Κάποτε έφτιαχνα παλιά ρολόγια, κόντεψα να γίνω ωρολογοποιός. Άμα μείνει το μυαλό μου χωρίς ενδιαφέροντα, θ’ αυτοκτονήσω. Ακόμη και τώρα που μεγάλωσα, ψάχνω να βρω το επόμενο project.
• Τα παιδιά είναι οι πιο δικοί μας άνθρωποι. Ήθελα να κάνω παιδιά και δεν το μετανιώνω. Καλώς ή κακώς, έτσι είμαστε απ’ τη φύση μας, θέλουμε ν’ αφήσουμε απογόνους. Κι όταν κάνεις παιδί κι έχεις αυτό το μικρό πλάσμα και το κοιτάς, είσαι εσύ, αυτό και τίποτ’ άλλο. Ειδικά όταν είναι μωρά, είναι το κάτι άλλο. Έχω δύο παιδιά και τρία εγγόνια. Βέβαια, είμαι ασυνήθιστη γιαγιά. Είμαι γιαγιά που βλέπει τα παιδιά μία φορά τον μήνα γιατί δεν προλαβαίνει. Κοιτάω όμως τα εγγονάκια μου τώρα που μεγαλώνουν και λέω «ρε συ Κατερίνα, αυτά εδώ έχουν ένα κομμάτι δικό σου». Θα κάνουν κι αυτά παιδιά και ένα κομμάτι δικό μου θα συνεχίσει να υπάρχει κι αργότερα. Κι αυτό είναι ωραίο, δεν ξέρω αν είναι εγωιστικό, αλλά μόνο έτσι μπορούμε να συνεχίσουμε να υπάρχουμε.
• Έχω ισχυρές φιλίες. Ο καλύτερος φίλος μου είναι ένας άντρας με τον οποίο κάποτε είχα σχέση. Χωρίσαμε κι είμαστε οι καλύτεροι φίλοι από τότε. Η φιλία είναι πολύ σημαντικό πράγμα για μένα. Την καλύτερή μου φίλη τη γνώρισα στο σχολείο και μας ενώνει το κοινό παρελθόν. Για να έχουμε επιλέξει η μία την άλλη τόσα χρόνια, κάπου ταιριάξαμε κιόλας. Πιστεύω ότι η συμβατότητα είναι πολύ σημαντική στη φιλία, πρέπει δυο άνθρωποι να συγκλίνουν. Και να είναι αληθινοί, ρε παιδί μου.

• Τηλεόραση έχω σταματήσει να βλέπω εδώ και καιρό. Όσο για τα social, αν και έχω, πιστεύω πως είναι μεγάλη παγίδα. Επειδή είναι τόσο γρήγορα, δημιουργούν εσωτερικά ένα στρες που δεν το καταλαβαίνεις. Κι εγώ το ’χω πάθει: κάθομαι σπίτι μου και, αντί να χαλαρώσω, να βάλω μια μουσική, να κάτσω σαν άνθρωπος, ανοίγω το κινητό. Θα δώσω ένα παράδειγμα για να εξηγήσω τι δεν μ’ αρέσει. Εγώ διάβαζα πολύ. Έβρισκα κάτι που μ’ ενδιέφερε και για να καταλάβω περισσότερα έπρεπε να βρω άλλα βιβλία, να ψάξω για να φτάσω στη γνώση. Μόνο στο τέλος της διαδικασίας, αποκτούσα τη γνώση. Ενώ τώρα, πατάς ένα search, στο βγάζει έτοιμο και τέρμα. Μία που θα το δεις, μία που θα το ξεχάσεις. Και δεν ξέρεις και τη διαδικασία που χρειάζεται για να το βρεις χωρίς να το ’χεις έτοιμο. Το άλλο με τα κινητά: όπου είσαι, σε βρίσκουν. Δεν θέλω να με βρεις, άνθρωπέ μου. Πιστεύω ότι αυτές οι τεχνολογίες κάποια πράγματα τα έκαναν πιο εύκολα, αλλά από τους ανθρώπους έχουν αφαιρέσει μια πιο «πραγματική» επαφή.
• Κάποια στιγμή σταμάτησα να διαβάζω μυθοπλασία και άρχισα να διαβάζω επιστημονικά γιατί ήθελα να καταλάβω. Από αστροφυσική, που μ’ αρέσει πολύ, ως κοινωνιολογία. Μου ’χε πάρει ο γιος μου δώρο ένα τηλεσκόπιο, το βάζω εγώ στην ταράτσα να δω τ’ αστέρια, έβλεπα μέχρι την Ακρόπολη. Την Ακρόπολη τη βλέπω και χωρίς τηλεσκόπιο.
• Αγαπώ πολύ τον Πειραιά. Τον γνώρισα γιατί έμεινα πολλά χρόνια στη Νίκαια και στον Ταύρο. Τι να πω για τον Πειραιά, αγαπώ καταρχάς τη θάλασσα. Αγαπώ τους ανθρώπους του Πειραιά, είναι διαφορετικοί απ’ της Αθήνας. Ίσως έπαιξε ρόλο που στον Πειραιά ζούσαν πολλοί νησιώτες. Όσο για τη Νίκαια που θυμάμαι, αυτή υπάρχει ακόμη. Έχω παίξει στις πλατείες της, είχε τα αγαπημένα μου βιβλιοπωλεία και δύο πολύ ωραία θερινά σινεμά. Στη Νίκαια έχω φάει το καλύτερο σουβλάκι της ζωής μου. Είχε μονοκατοικίες πολλές, οι άνθρωποι έβγαιναν στις αυλές τους το καλοκαίρι και γλεντάγανε, μύριζε γιασεμί. Αυτά που λένε για το τότε είναι αλήθεια. Ήταν τελείως διαφορετική η ζωή. Και μετά, έζησα στην Αθήνα. Η Αθήνα μου είναι η Κιμωλία και η Πλάκα. Εδώ που μένω μ’ αρέσει γιατί έχει πάντα κίνηση. Αν όμως έφευγα από δω, δεν θα ’μενα Αθήνα. Θα πήγαινα Πειραιά.
• Όταν φτιάχνουμε τέχνη, τη φτιάχνουμε για να εκφραστούμε εμείς. Δεν είναι θέμα αν αξίζουμε ή δεν αξίζουμε. Δεν είναι ρούχο, να έχεις επιλέξει το καλό βαμβάκι. Αν αυτό που έφτιαξες είναι αυτό που ήθελες να γίνει, τέρμα, έχει πετύχει. Αν αυτό που έχεις μέσα σου δεν βγαίνει, έχει αποτύχει. Αυτό είναι το κριτήριο το δικό μου. Τι πάει να πει «αξίζει και δεν αξίζει». Η τέχνη είναι προσωπικό πράγμα. Δεν πιστεύω ότι τα νέα παιδιά πρέπει ν’ αμφιβάλλουν για ό,τι φτιάχνουν. Το θέμα είναι τι αρέσει σ’ εσένα.

• Βλέπω ότι η νέα γενιά είναι πολύ καλά παιδιά και πολλά είναι αξιόλογα. Παρατηρώ όμως ότι αρνούνται να μεγαλώσουν, στα 35 ζουν τη ζωή που ζούσαμε εμείς στα 20. Ακόμα ψάχνονται τι θα κάνουν. Μιλάω πολύ με κορίτσια και βλέπω ότι δεν έχουν εύκολα ένα πλάνο, έναν στόχο. Είναι, νομίζω, λίγα τα άτομα που πια έχουν στόχο, να πουν «εγώ τη ζωή μου την πάω κατά κει». Καμιά φορά μιλάω με παιδιά, ηθοποιούς, και μου λένε ότι δεν βρίσκουν δουλειά γιατί «υπάρχουν κλίκες». Κλίκες μπορεί να υπάρχουν, αλλά αν ξέρεις ότι εδώ η αγορά είναι μικρή, κάνε κάτι για να μπορέσεις να φύγεις. Πήγαινε έξω, εδώ μην περιμένεις.
• Δεν φταίνε τα παιδιά που φοβούνται το γήρας. Φταίει που ζούμε στην εποχή της εικόνας. Το γήρας θεωρείται αρρώστια, ενώ δεν είναι. Αν έχεις ρυτίδες, λένε «πώς έγινες έτσι, γέρασες». Δεν είναι έτσι. Δηλαδή ποιο το νόημα να φαίνομαι 40 και να είμαι 80; Τι θ’ αλλάξει, δεν θα πεθάνω; Θέλει τόσο κόπο και τόσο άγχος που αν αφιερώνεις όλη σου την ενέργεια στο να διατηρείσαι νέος, τι γίνεται με την υπόλοιπη ζωή σου; Και να σου πω κάτι; Επιτρέπουμε στους άντρες να μεγαλώνουν και λέμε «α, αυτός όσο μεγαλώνει γίνεται πιο ωραίος, πιο ώριμος» και δεν επιτρέπουμε στις γυναίκες.
• Πιστεύω στο μεταφυσικό. Πιστεύω στην κυτταρική μνήμη. Πιστεύω ότι, όπως κληρονομούμε μαλλιά, μάτια και λοιπά, κληρονομούμε και μνήμες από παλιά. Για τον θάνατο, πιστεύω πως ό,τι και να υπάρχει μετά είναι ενέργεια. Μπορεί να είναι ενέργεια χωρίς ταυτότητα. Μου ’χουν τύχει κάποια πράγματα που με κάνουν να σκέφτομαι «αυτό τώρα είναι κάτι ή είναι παιχνίδι του μυαλού μου;». Aναφέρομαι στην επαφή με ανθρώπους που έχουν πεθάνει, όμως τους νιώθεις. Νομίζω ότι δεν θα μάθουμε ποτέ, είναι πολύ δύσκολο. Ο θάνατος δεν είναι το τέλος, ούτως ή άλλως. Ενέργεια είμαστε, ενέργεια γινόμαστε. Κι αν έχουμε αφήσει πίσω παιδιά, συνεχίζουμε να υπάρχουμε στην αιωνιότητα.