Γεννήθηκα στη Χίο τον Ιούλιο του 1939 και έζησα στο νησί μέχρι τα δεκαοκτώ μου χρόνια, όταν έφυγα για σπουδές στην Αθήνα. Μεγάλωσα στο αστικό περιβάλλον της πόλης, σε μια εποχή γεμάτη αντιθέσεις. Αποφοίτησα από το Γυμνάσιο Aρρένων Χίου, ένα σχολείο με μακρά πνευματική παράδοση από την εποχή που το ίδρυσε ο Όσιος Αθανάσιος ο Πάριος. Το σπίτι μας βρισκόταν μόλις λίγα βήματα από τη βιβλιοθήκη Κοραή – έναν πνευματικό θησαυρό που επισκεπτόμουν συχνά και που διαμόρφωσε την αγάπη μου για τη γνώση και την Ιστορία. Από την παιδική μου ηλικία κουβαλώ ένα πλήθος αναμνήσεων. Δεν ξεχνώ τις ατέλειωτες ώρες παιχνιδιού στη γειτονιά με τους φίλους μου αλλά ούτε και τις δυσκολίες και τις στερήσεις της περιόδου της γερμανικής κατοχής, που σημάδεψαν τη γενιά μου. Θυμάμαι επίσης με ευχαρίστηση τα μαθήματα γαλλικών στο κολέγιο Saint Joseph, που λειτουργούσε τότε στη Χίο. Ως παιδί, ήμουν ιδιαίτερα σκανταλιάρης και ατίθασος. Από τις ζωντανές εκείνες αναμνήσεις ξεχωρίζω τις φάρσες μας: μαζί με τους συμμαθητές μου βάζαμε φωτιά σε παλιά φιλμ και τα πετούσαμε από το παράθυρο. Οι καλόγριες, βλέποντας πως δεν μας έβαζαν εύκολα σε τάξη, συχνά μας άφηναν τελικά να κάνουμε ό,τι θέλαμε.
• Οι γονείς μου ήταν πρόσφυγες από την περιοχή της Σμύρνης. Και στους δύο χρωστάω τις ηθικές αρχές και αξίες που διέπουν σταθερά τη ζωή μου. Ιδιαίτερα στον πατέρα μου οφείλω την αγάπη για τα γράμματα και τη γνώση της αγγλικής γλώσσας. Ξέρετε, ο πατέρας μου έζησε για χρόνια στην Αμερική και όταν επέστρεψε δίδασκε αγγλικά στη Χίο. Όσον αφορά τη μητέρα μου, θα έλεγα ότι της χρωστώ την ικανότητα να προσεγγίζω με θετικό τρόπο τα όποια προβλήματα της ζωής.
«Η ζωή μου με έχει διδάξει πως η τίμια εργασία, αργά ή γρήγορα, αμείβεται. Και κάτι ακόμη σημαντικό: το έργο που έχεις παραγάγει δεν μπορεί κανείς να σ’ το αφαιρέσει. Είναι τελικά αυτό που μένει, όταν όλα τα άλλα παρέλθουν».
• Σπούδασα Κλασική Αρχαιολογία και Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Δίδαξα έως το 2006 (οπότε και αφυπηρέτησα ως ομότιμος καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας), ενώ το επιστημονικό μου έργο επικεντρώνεται στην αρχαία ελληνική τέχνη, την αρχιτεκτονική, την τοπογραφία της αρχαίας Ελλάδας, την επιγραφική, τη θρησκεία και λατρεία των αρχαίων, τη θεωρία της αρχαιολογίας, καθώς και τη διαχείριση και ανάδειξη μνημείων. Για μένα, η αρχαιολογία είναι πρωτίστως Ιστορία. Ανατρέχοντας στο παρελθόν, αναγνωρίζω πως το άσβεστο ενδιαφέρον μου για την Ιστορία γεννήθηκε μέσα από τα μαθήματα –και τις παράπλευρες δράσεις– ενός φωτεινού δασκάλου στο Γυμνάσιο της Χίου: του Γιάννη Κουνέλλη. Μαζί του επισκεπτόμασταν μνημεία στο νησί, προσπαθώντας να αναπλάσουμε την ιστορία τους και να αποκωδικοποιήσουμε τα μηνύματά τους. Διδάσκοντας, έμαθα πως ταυτόχρονα διδάσκεσαι κι εσύ. Και κάτι ακόμη: στα χρόνια που ήμουν καθηγητής στο πανεπιστήμιο, συνειδητοποίησα ότι ο καλός συνδικαλισμός μπορεί να αποφέρει καρπούς και να κάνει καλό, ενώ ο κακός λειτουργεί ως φρένο και τροχοπέδη.

• Όλα αυτά τα χρόνια είχα την τιμή να διευθύνω τις αρχαιολογικές έρευνες, τις εργασίες ανασκαφής, αναστήλωσης και ανάδειξης στο Ασκληπιείο και στην αρχαία πόλη της Επιδαύρου. Παράλληλα, υπηρέτησα ως διευθυντής των ανασκαφών και των εργασιών του Πανεπιστημίου Αθηνών σε σειρά σημαντικών αρχαιολογικών θέσεων στη Νάξο: στη Γρόττα, στο Ιερό των Υρίων, στο Ιερό του Γύρουλα, καθώς και στην περιοχή των αρχαίων λατομείων και του υδραγωγείου των Μελάνων. Επίσης, διηύθυνα τις ανασκαφές στην Παλαιομάνινα της Ακαρνανίας. Η ανασκαφή και ανάδειξη των αρχαιολογικών χώρων των Υρίων και του Γύρουλα στη Νάξο τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο της Europa Nostra. Δεν ήταν κάτι εύκολο. Η πρόταση για βράβευση κατατέθηκε από την Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού και η συγκίνηση ήταν μεγάλη όταν πληροφορηθήκαμε πως, ανάμεσα σε περισσότερα από σαράντα αντίστοιχα έργα σε μνημεία διαφόρων εποχών από όλη την Ευρώπη, η Νάξος απέσπασε την κορυφαία διάκριση. Σημαντική προσωπική στιγμή αποτέλεσε και η απονομή, το 2003, του παράσημου του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, ως αναγνώριση της συμβολής μου στην προβολή της ελληνικής ιστορίας και αρχαιολογίας σε διεθνές επίπεδο.
• Τα ευρήματα που με συγκινούν ιδιαίτερα είναι αυτά που παρέχουν νέα στοιχεία για τη γνώση του παρελθόντος και ιδιαίτερα εκείνα που επιβεβαιώνουν μια υπόθεση που έχει κάνει κανείς κατά την ερευνητική στόχευσή του. Για παράδειγμα, στον ναό της Δήμητρας στο Σαγκρί της Νάξου οι παραστάδες των θυρών είχαν έναν χαρακτηριστικό τρόπο ανάρτησης της θύρας. Σ’ έναν άλλο χώρο κοντά στην πόλη, στα Ύρια, σ’ ένα εκκλησάκι ήταν εντοιχισμένο ένα κομμάτι τέτοιας παραστάδας, όμως τα στοιχεία του τρόπου ανάρτησης είχαν άλλες διαστάσεις από εκείνες του Σαγκρίου. Η λογική υπόθεση που προέκυπτε ήταν ότι στην περιοχή υπήρχε άλλος αρχαίος ναός, ανάλογος με αυτόν του Σαγκρίου. Η χαρά και ικανοποίηση ήταν λοιπόν μεγάλη όταν, μετά από διερευνητικές συζητήσεις με τους κατοίκους και ανασκαφική έρευνα εντοπίστηκε ο αρχαϊκός ναός του Διονύσου στα Ύρια. Είμαι πολύ περήφανος για όσα φέραμε στο φως στο νησί της Νάξου. Βρέθηκα στο νησί το 1961 ως τελειόφοιτος Αρχαιολογίας για να συμμετάσχω στην ανασκαφή στη Νάξο, ύστερα από πρόσκληση του Νίκου Κοντολέοντος. Οι πρώτες μου εμπειρίες από την ανασκαφή φαντάζουν σήμερα στο μυαλό μου κάπως μυθικές. Μικρή πόλη σε σχέση με τη Χίο, δύσκολη ανασκαφή στη συνήθως ανταριασμένη ακτή της Γρόττας, που έφθανε στα αρχαία πολύ κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, ωράριο από τις επτά το πρωί ως τις πέντε το απόγευμα, έρευνα σε περισσότερες περιοχές με διαφορετικών εποχών αρχαία (Γρόττα, Απλώματα, Αγορά, Γύρουλας στο Σαγκρί). Και, πάνω απ’ όλα, σοβαρές απαιτήσεις στην ανασκαφή από έναν πρωτόπειρο τελειόφοιτο Αρχαιολογίας, αφού αρχή του Νίκου Κοντολέοντος ήταν ότι στα βαθιά μαθαίνεις κολύμπι.

• Όσον αφορά το νησί της Νάξου, θυμάμαι ακόμη ένα περιστατικό. Το 1982 επιχειρήσαμε μια μικρή ανασκαφή γύρω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, η οποία όμως απέδωσε αποκλειστικά χριστιανικές ταφές, χωρίς άλλα αρχαιολογικά ευρήματα. Τότε αποφασίσαμε να εφαρμόσουμε μεθόδους ντετέκτιβ. Αρχίσαμε να ρωτάμε τους ντόπιους που καλλιεργούσαν τα γύρω χωράφια: «Μήπως σκάβοντας πέσατε ποτέ πάνω σε κάτι αρχαίο;». Οι απαντήσεις ήταν συνήθως: «Στο δικό μου χωράφι, όχι. Αλλά άκουσα ότι στου τάδε κάτι είχε βρεθεί». Συλλέγοντας και συγκρίνοντας αυτές τις μαρτυρίες, κάναμε μια ιδιότυπη στατιστική, σε ποιον γείτονα συνέκλιναν οι περισσότερες σχετικές πληροφορίες. Έτσι καταλήξαμε σε ένα συγκεκριμένο σημείο, περίπου 200 μέτρα βορειοανατολικά του Αγίου Γεωργίου, όπου ξεκινήσαμε επιτόπια έρευνα του εδάφους. Καθώς η έρευνά μας άρχισε να δείχνει ότι βρισκόμασταν στον σωστό δρόμο, οι ντόπιοι μάς αποκάλυψαν ότι το 1961 είχε γίνει πράγματι εκεί μια λαθρανασκαφή. Οι αρχαιοκάπηλοι όμως απογοητεύτηκαν, καθώς βρήκαν μόνο μάρμαρα και όχι αγάλματα ή ειδώλια. Μας υπέδειξαν τον χώρο και πολύ σύντομα εντοπίσαμε τον σχετικά πρόσφατο λάκκο τους. Από τα περιφρονημένα κατάλοιπα καταλάβαμε αμέσως πως ανήκαν σε μεγάλο αρχαίο οικοδόμημα. Η συνέχεια των ανασκαφών επιβεβαίωσε τις υποψίες μας: επρόκειτο για τη νοτιοδυτική γωνία του ναού του Διονύσου, ανακατασκευασμένη κατά τα ρωμαϊκά χρόνια.
• Το δεύτερο παράδειγμα αφορά την Επίδαυρο. Ένας βωμός στο κέντρο του Ασκληπιείου διαπιστώθηκε ότι ήταν αξονικά προσανατολισμένος προς τη Θόλο. Ο βωμός είχε τρεις φάσεις λειτουργίας, η πρώτη από τις οποίες ήταν αρχαϊκή, αναγόμενη στο τέλος του 7ου π.Χ. αιώνα. Όμως η Θόλος, με την οποία λόγω προσανατολισμού φαινόταν να συνδέεται ο βωμός, χρονολογείται στον 4ο π.Χ. αι. Το λογικό συμπέρασμα και εδώ ήταν ότι πριν από τη Θόλο στη θέση της υπήρξε αντίστοιχο οικοδόμημα προς το οποίο έβλεπε ο βωμός. Και εδώ η συγκίνηση ήταν πολύ μεγάλη, όταν η ανασκαφή δίπλα και κάτω από τη Θόλο άρχισε να αποκαλύπτει ένα κτίριο με υπόγειο, προδρομικό της Θόλου.
• Η Επίδαυρος είναι για μένα ο τόπος στον οποίο τεκμηριώνεται με μνημεία χωρίς διακοπή η ιστορία της φροντίδας της υγείας από την προϊστορική εποχή μέχρι το τέλος της αρχαιότητας και ο τόπος όπου άκμασε το μεγαλύτερο θεραπευτήριο της αρχαιότητας. Είναι το μεγάλο σχολείο για την απόκτηση γνώσης για την ιστορία της ιατρικής, και είναι ακόμη ο χώρος των ευχάριστων εμπειριών από την αποκάλυψη άγνωστων ως σήμερα μνημείων της και διερεύνησης της ιστορίας και των μηνυμάτων τους. Τόπος φροντίδας σώματος και ψυχής. Αυτό το διάστημα ασχολούμαι ενδελεχώς με τη δημιουργία του νέου αρχαιολογικού μουσείου που θα αποκτήσει η Επίδαυρος. Το νέο κτίριο, εμβαδού περί τα 2.500 τ.μ., προβλέπεται να ανεγερθεί στην περιοχή. Σύμφωνα με τη μουσειολογική πρόταση που έχω συντάξει, η μόνιμη έκθεση θα εκτίθεται στο ισόγειο του κτιρίου και θα καταλαμβάνει μια έκταση 1.100 τ.μ. Την ίδια στιγμή, το μουσείο, εκτός από τον χώρο υποδοχής και τα γραφεία του, θα διαθέτει ακόμη μια αίθουσα πολλαπλών χρήσεων που θα λειτουργεί για διαλέξεις και εκπαιδευτικά προγράμματα στο ημιυπόγειο, ενώ έχουν προβλεφθεί και άλλοι βοηθητικοί χώροι σε ένα σύνολο 200 τ.μ. Σκεφτείτε ότι όλα τα ευρήματα που αφορούν τον Απόλλωνα Μαλεάτα βρίσκονται στις αποθήκες. Είναι πλέον σαφές ότι το υφιστάμενο μουσείο στον αρχαιολογικό χώρο της Επιδαύρου δεν ανταποκρίνεται ούτε στις σύγχρονες ανάγκες ούτε στη σπουδαιότητα του χώρου. Γι’ αυτόν τον λόγο, δημιουργείται ένα νέο μουσείο, το οποίο θα αναδείξει με σύγχρονο τρόπο την ιστορία της ιατρικής μέσα από τα κινητά ευρήματα του Ασκληπιείου. Το παλαιό μουσείο όμως δεν καταργείται. Αντιθέτως, διατηρείται και αποκτά έναν νέο ρόλο: εκεί θα εκτίθενται οι οικοδομικές επιγραφές, οι οποίες τεκμηριώνουν τον τρόπο διαχείρισης των οικονομικών και τεχνικών έργων της εποχής. Ο επισκέπτης θα έχει έτσι τη δυνατότητα να γνωρίσει την αρχιτεκτονική μορφή και τη διοικητική οργάνωση του ιερού. Ελπίζουμε ότι σε διάστημα δύο ετών το νέο μουσείο θα είναι έτοιμο να υποδεχθεί το κοινό.

• Η θητεία μου στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο υπήρξε για μένα το μεγαλύτερο σχολείο ενημέρωσης για την αρχαιολογική έρευνα στην Ελλάδα αλλά και για τους τρόπους διαχείρισης των μνημείων. Οι περισσότερες αποφάσεις του Συμβουλίου είναι καθοριστικές για την τύχη των μνημείων τα οποία αφορούν. Μια από αυτές είναι, π.χ., ο καθορισμός των ζωνών προστασίας των μνημείων. Και θεωρώ ότι τα τελευταία χρόνια έχει γίνει πολύ καλή δουλειά για την ανάδειξη των μνημείων της Αθήνας και την προσβασιμότητα και αναγνωσιμότητά τους από το ευρύ κοινό. Τώρα, αν μπορούσα να αναστήσω ένα κτίριο που έχει χαθεί στο πέρασμα του χρόνου; Είναι πολλά. Μια σημαντική περίπτωση είναι η περίφημη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, που καταστράφηκε από φωτιά κατά τη διάρκεια των ρωμαϊκών εμφύλιων πολέμων. Μια διαφορετική περίπτωση είναι ο ναός της Αγροτέρας Αρτέμιδος στον Ιλισό, ανάλογης σπουδαιότητας για την αρχιτεκτονική με τον ναό της Αθηνάς Νίκης στην Ακρόπολη, που κατεδαφίστηκε από τον βοεβόδα της Αθήνας Χατζή Αλή Χασεκή το 1776.
• Από τότε που ξεκίνησα μέχρι σήμερα, η αρχαιολογία έχει αλλάξει. Σε θεωρητικό επίπεδο έχει αναπτυχθεί περισσότερο ως προς τη μελέτη των κοινωνικών δομών των αρχαίων κοινωνιών, στο μεθοδολογικό και τεχνικό επίπεδο έχει αναπτυχθεί η διεπιστημονική έρευνα των καταλοίπων του παρελθόντος, και στο επίπεδο διαχείρισης των μνημείων η συντήρηση και αποκατάσταση των ήδη γνωστών μνημείων αφενός βαρύνει στις επιλογές μας περισσότερο από την αποκάλυψη νέων και αφετέρου έχει αναπτύξει εξαιρετική τεχνογνωσία για την προστασία και προβολή της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
• Ακούμε το συχνά το δίλημμα: τουριστική ανάπτυξη ή «αρχαία»; Είναι μια δύσκολη εξίσωση, που όμως πάντα με σεβασμό στα μνημεία αλλά και με κοινωνική ευαισθησία μπορεί να λυθεί. Στη διαχείριση των μνημείων, ανάλογα με την κλίμακα αξιών τους, υπάρχει η περίπτωση διατήρησης του μνημείου ορατού και επισκέψιμου, ώστε να απαιτείται απαλλοτρίωση του ιδιωτικού χώρου στον οποίο αυτό βρίσκεται· υπάρχει η περίπτωση της διατήρησης σε υπόγειο και η περίπτωση της επίχωσης, ώστε να μπορεί να οικοδομηθεί υπό όρους ο ιδιωτικός χώρος· ή μπορεί να κριθεί ότι ενδείκνυται η απόσπαση και μεταφορά των αρχαίων σε άλλο χώρο ή ακόμα και η αρχαιολογική διάλυσή τους. Πάντα υπάρχουν λύσεις. Θυμηθείτε τη μεταφορά σημαντικών εκθεμάτων από την αρχαιολογική ανασκαφή του Συντάγματος στην Πανεπιστημιούπολη του Ζωγράφου. Λύση είναι ακόμη και η διάλυση με επιστημονικό τρόπο, όταν το εύρημα δεν έχει ιδιαίτερη αξία. Τέτοιες λύσεις δόθηκαν, επί παραδείγματι, όταν κατασκευάστηκε η Αττική Οδός.



• Η μεγαλύτερη πρόκληση για έναν αρχαιολόγο είναι η έντονη οικοδομική δραστηριότητα, η οποία, σε συνδυασμό με την εγγενή στην αρχαιολογική έρευνα χρονοβόρα διαδικασία, απαιτεί πολύ αυξημένη απασχόληση, που το υπάρχον προσωπικό στην αρμόδια κρατική υπηρεσία δεν μπορεί πολλές φορές να καλύψει. Από την άλλη πλευρά, μια θετική πρόκληση για τον αρχαιολόγο του σήμερα είναι το έντονα αυξημένο ενδιαφέρον του κοινού, το οποίο μάλιστα στις μέρες μας είναι υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου. Ο αρχαιολόγος πρέπει σήμερα στους μνημειακούς χώρους και στα μουσεία να συνθέτει και να παρουσιάζει ένα έγκυρο, θελκτικό και εύκολα κατανοητό αφήγημα για τη σημασία και τα μηνύματα των χώρων και των μνημείων που έχει στην αρμοδιότητά του.
• Προσωπικά, πιστεύω ότι η διαχείριση των μνημείων είναι επιστήμη, γιατί χρησιμοποιεί και παράγει διεπιστημονικές γνώσεις για την προστασία και την ανάδειξη των μνημείων. Ωστόσο είναι και τέχνη, γιατί χρειάζεται εξειδικευμένες ικανότητες και εμπειρία για την εφαρμογή των γνώσεων αυτών, αλλά είναι και δημόσια πολιτική, αφού η προστασία των μνημείων είναι αρμοδιότητα του κράτους και οι επιλογές των κυβερνήσεων επηρεάζουν τον τρόπο που θα γίνει και την έκταση που θα πάρει.
• Αναρωτιέμαι πολλές φορές τι κάνει μοναδική την ελληνική αρχαιολογία. Πρώτα απ’ όλα, ο πλούτος, η υψηλή ποιότητα και το διαχρονικό εύρος του πολιτιστικού αποθέματος της Ελλάδας. Οι Έλληνες αρχαιολόγοι, με την εμπειρία που τους χαρίζει η ενασχόληση με αυτόν τον πλούτο και την άμεση επαφή μέσω της ανασκαφής με τα κατάλοιπα του παρελθόντος, διακρίνονται στον διεθνή χώρο για τη σφαιρική γνώση του αντικειμένου τους και τις αντίστοιχες ερμηνείες τους.

• Η αρχαία λατρεία και θρησκεία έχει αφήσει πάμπολλα πολιτιστικά κατάλοιπα στη σημερινή ζωή. Τι να πρωτοθυμηθώ; Είναι πολλά, από την ονοματοθεσία των παιδιών (τα εγγόνια παίρνουν το όνομα του παππού και της γιαγιάς = αναγέννηση) και τις φωτιές του Αϊ-Γιάννη (καθαρμός) μέχρι το σιτάρι και το ρόδι στα κόλλυβα των μνημοσύνων (καθαρή επιβίωση της λατρείας της Δήμητρας και της Περσεφόνης, που σχετίζεται με τη διαλεκτική σχέση του θανάτου με τη ζωή). Η επίδραση της αρχαίας λατρείας φαίνεται και στη σημερινή τέχνη και πολιτιστική δραστηριότητα, με τη χρήση των προσώπων των θεών ή θεμάτων από την ελληνική μυθολογία, όπως, για παράδειγμα, η θυσία της Ιφιγένειας στο θέατρο.
• Ζούμε στην εποχή της ταχύτητας και της εικόνας και αρκετοί διερωτώνται πώς μπορεί να βρει κάποιος χώρο για μελέτη και προβολή της αρχαίας τέχνης. Η εικόνα είναι πράγματι το κύριο μέσο με το οποίο επικοινωνούμε σήμερα. Η εικαστική παραγωγή των αρχαίων Ελλήνων, πλαστική, ζωγραφική, αγγειογραφία, ψηφιδωτά κ.ά. υπήρξε πλουσιότατη και έχει σωθεί σε μεγάλο βαθμό. Τα αρχαία έργα, όπως και τα σύγχρονα έργα τέχνης, εκφράζουν την κοσμοθεωρία του δημιουργού τους και της εποχής τους, και έτσι αποδίδουν άμεσα την ιστορική στιγμή κατά την οποία παράχθηκαν, αποτελώντας τα πιο άμεσα τεκμήρια για την ανασύσταση του παρελθόντος. Στο τέλος του 20ού αιώνα, μια διεθνής ομάδα μελετητών της αρχαίας εικονογραφίας κατέγραψε και παρουσίασε σε μια εγκυκλοπαίδεια οκτώ διπλών τόμων όλες τις σωζόμενες αρχαίες ελληνικές, ρωμαϊκές και ετρουσκικές μυθολογικές παραστάσεις σε όλο τον κόσμο. To έργο αυτό ανταποκρίθηκε στο ενδιαφέρον όχι μόνο των ειδικών αλλά και του ευρύτερου κοινού και αναζωογόνησε τις σπουδές για την αρχαία εικονογραφία και την έμπνευση σύγχρονων δημιουργών από αυτήν.
• Στις μέρες μας, με ανησυχούν ιδιαίτερα φαινόμενα όπως η νεανική παραβατικότητα, η διάδοση των ναρκωτικών, οι πόλεμοι που εκτυλίσσονται στη γειτονιά μας, καθώς και ο αδιάκοπος βομβαρδισμός από τα μέσα ενημέρωσης με ειδήσεις γύρω από τη βία, τις συγκρούσεις και το έγκλημα. Η συνεχής αυτή έκθεση δεν αφήνει ανεπηρέαστη την ψυχολογία, ούτε την κοινωνική μας συνοχή. Σε ό,τι αφορά την ελληνική κοινωνία, πιστεύω ότι έχει εξελιχθεί σημαντικά και δεν θα πρέπει να χαρακτηρίζεται εύκολα ως «συντηρητική». Η διαχρονικά ισχυρή παρουσία και αντοχή του θεσμού της οικογένειας, σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες, δεν αποτελεί απαραίτητα δείγμα συντήρησης, μπορεί αντιθέτως να λειτουργεί ως στήριγμα κοινωνικής συνοχής. Παράλληλα, ας μην ξεχνάμε ότι η ελληνική νομοθεσία έχει σημειώσει τα τελευταία χρόνια αξιοσημείωτα βήματα στον τομέα της συμπερίληψης. Σε αρκετούς τομείς, η κοινωνική ισότητα στην Ελλάδα αποτυπώνεται με ουσιαστικό τρόπο. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η υψηλή αναλογία γυναικών σε θέσεις πανεπιστημιακών διδασκόντων, κάτι που δεν παρατηρείται το ίδιο συχνά σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Φυσικά, υπάρχουν ακόμη φωνές συντηρητισμού και σκληρές κοινωνικές εκφάνσεις. Όμως, στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτές αποδοκιμάζονται από τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών. Άλλωστε, είναι σημαντικό να αποσαφηνίσουμε τι εννοούμε με τον όρο «συντήρηση». Η προσήλωση σε δοκιμασμένες και αποτελεσματικές κοινωνικές πρακτικές δεν είναι οπισθοδρόμηση – μπορεί, αντιθέτως, να αποτελέσει τη βάση για πρόοδο με θετικό πρόσημο.
• Στην Αθήνα αγαπώ το ωραίο της κλίμα και τη ζωντάνια της πόλης, την πανταχού παρούσα πολιτιστική κληρονομιά της με λαμπρά μνημεία τόσο από το απώτερο παρελθόν όσο και από τη σύγχρονη εποχή, γύρω από τα οποία έχουν αναπτυχθεί χώροι ελεύθεροι από την καθημερινή πολύβουη κίνηση, όπως η οδός Διονυσίου Αρεοπαγίτου και το πάρκο της Ακαδημίας Πλάτωνος. Με ενοχλούν όμως η μόνιμη κυκλοφοριακή συμφόρηση στο μεγαλύτερο μέρος του Λεκανοπεδίου και τα κακόγουστα γκράφιτι σε δημόσια και ιδιωτικά κτίρια.
• Επιτυχία σημαίνει για μένα η επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος σε μια προσπάθεια δημιουργίας ενός σημαντικού έργου ή διαμόρφωσης μιας εποικοδομητικής κατάστασης πραγμάτων. Το τίμημα είναι σκληρή και εντατική δουλειά με παράλληλο περιορισμό σε καθημερινές «χαρές» και συχνά αντιμετώπιση δίκαιης ή άδικης κριτικής, ενίοτε δε και κακοήθους υπονόμευσης.
• Ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι η ανθρώπινη αδυναμία, που μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένες αποφάσεις και πράξεις. Σήμερα, δύναμη μού δίνει η στήριξη της οικογένειάς μου, η θέληση να ολοκληρώσω τα έργα μου που βρίσκονται σε εξέλιξη και η πίστη μου στη βοήθεια του Θεού. Για μένα Θεός είναι εκείνη η υπερβατική δύναμη που διέπει τη φύση και τη ζωή μας, και που κατά τη θεολογία της Εκκλησίας είναι «ανέκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληπτος, αεί ων, ωσαύτως ων», δηλαδή αυτός ο οποίος υπερβαίνει τη δυνατότητα της ανθρώπινης λογικής να τον κατανοήσει και να τον περιγράψει, πολλώ μάλλον να τον δει, και που είναι άχρονος, αιώνιος.
• Οι ανθρώπινες σχέσεις που αναπτύχθηκαν γύρω από την ανασκαφή σφράγισαν τη ζωή μου με τρόπο καθοριστικό. Το καλοκαίρι του 1963, μια όμορφη και χαρούμενη Ναξιώτισσα –η Πίτσα Λογαρά, φοιτήτρια τότε στο πρώτο έτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών– άρχισε να επισκέπτεται την ανασκαφή και πολύ σύντομα έγινε αναπόσπαστο μέλος της ανασκαφικής παρέας. Εκείνη την περίοδο υπηρετούσα τη στρατιωτική μου θητεία, ωστόσο με ειδική άδεια κατάφερα να επιστρέψω και να συμμετάσχω ξανά στις ανασκαφές της Νάξου. Έτσι, το σπουδαιότερο εύρημα που μου επιφύλασσε η Νάξος δεν ήταν αρχαιολογικό: ήταν η γυναίκα μου.
• Από το 1963 και έπειτα, συνδέθηκα άρρηκτα με το νησί, με τα μνημεία και την ιστορία του, αλλά και –ίσως ακόμη περισσότερο– με τους ανθρώπους του. Από τότε χτίσαμε την οικογένεια που στάθηκε ο θεμέλιος λίθος για ό,τι ακολούθησε στην επαγγελματική μου πορεία. Ομολογώ πως αυτό υπήρξε και το μεγαλύτερό μου ρίσκο. Ο γάμος σε νεαρή ηλικία, χωρίς ακόμη σταθερή εργασία, είχε μέσα του ανασφάλεια και μια δόση περιπέτειας. Όμως αποδείχθηκε η πιο ευτυχής απόφαση της ζωής μου: με οδήγησε σε μια όμορφη οικογένεια, με μια εξαιρετική σύζυγο, δύο θαυμάσια παιδιά και δύο υπέροχα εγγόνια, την Εύα και τον Πάνο.

• Δύσκολες καταστάσεις αντιμετωπίζει κανείς πολλές στη ζωή του. Στη δουλειά του, στις σχέσεις του, στην υγεία του, και δεν είναι εύκολο να τις αξιολογήσει. Σίγουρα κάτι που δεν λησμονώ ήταν το ατύχημα που είχα το 1999, όταν με χτύπησε αυτοκίνητο στη Νάξο –τελείωνα την ανασκαφή μου– και μου προκάλεσε συντριπτικό κάταγμα στο πόδι. Μεταφέρθηκα αεροπορικώς στην Αθήνα και συγκεκριμένα στο ΚΑΤ, όπου χειρουργήθηκα αμέσως. Την επόμενη μέρα ακριβώς έγινε ο μεγάλος σεισμός της Αθήνας και έπρεπε να φύγω αμέσως από το νοσοκομείο, όχι μόνο από φόβο για τους σεισμούς αλλά και επειδή χρειάζονταν κρεβάτια για τους τραυματισμένους. Έτσι έκανα αναγκαστικά την αποθεραπεία στο σπίτι μου, ταλαιπωρούμενος και από τους πολλούς μετασεισμούς.
• Ύστερα από τόσα χρόνια ζωής και εμπειριών, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στην ήσυχη συνείδηση και στην ικανότητα να ζει κανείς με αξιοπρέπεια, καλύπτοντας τις βασικές του ανάγκες. Δεν με φοβίζει ο θάνατος, άλλωστε είναι στη φύση μας το θνητό. Συνηθίζω να λέω σχετικά ότι αυτό που επιθυμώ είναι τα τέλη της ζωής μου να είναι «ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά», όπως τα θέλει η ευχή της Εκκλησίας. Αν κάτι μου λείπει, είναι ορισμένα αγαπημένα πρόσωπα –φίλοι και συνοδοιπόροι ζωής– που δεν βρίσκονται πια κοντά μας. Τέλος, η ζωή μου με έχει διδάξει πως η τίμια εργασία, αργά ή γρήγορα, αμείβεται. Και κάτι ακόμη σημαντικό: το έργο που έχεις παραγάγει κανείς δεν μπορεί να σ’ το αφαιρέσει. Είναι τελικά αυτό που μένει, όταν όλα τα άλλα παρέλθουν.
Ο κ. Λαμπρινουδάκης ασχολείται με τη δημιουργία του νέου αρχαιολογικού μουσείου της Επιδαύρου το οποίο θα βασιστεί σε δική του πρόταση.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.