Τριαντάχρονοι μαθητές

Τριαντάχρονοι μαθητές Facebook Twitter
0

Σάββατο απόγευμα, 18:00, περπατώντας στην Ερμού.

Ανηφορίζουμε την Ερμού σε μια κρίσιμη σαββατιάτικηχειμωνιάτικη ώρα: έξι το  απόγευμα. Βαριέμαι πάντα να γυρίσω σπίτι, αλλά παραείναι και νωρίς για να ξεκινήσω τη βραδινή μου έξοδο. Τα τελευταία μαγαζιά στην Ερμού έχουν μόλις κλείσει. Στο ύψος της Καπνικαρέας συναντάμε έναν τύπο γύρω στα 40 με ρούχα κουρασμένου ρέιβερ και πράσινα σκουλαρίκια στ’ αυτιά. Μας προσπερνάει κι αρχίζει να μας μιλάει: «Όχι, μη με αγνοείτε, έχω να σας μιλήσω, δεν θα με αγνοήσετε», μας λέει με έμφαση. Συνεχίζουμε το περπάτημα. «Θέλω να σας μιλήσω για τους άρρωστους ανθρώπους. Ε, φυσικά και θα προχωρήσετε, γιατί δεν σας ενδιαφέρει. Δεν σας ενδιαφέρει για τους άρρωστους ανθρώπους», φωνάζει όλο χολή, με φόντο τις βιτρίνες του Αλεξανδράκη. Πουλάει αυτά τα παράξενα φυλλάδια που θυμάμαι από τότε που πήγαινα σχολείο: μιλάνε για το AIDS, τα ναρκωτικά και διάφορα άλλα «κοινωνικά προβλήματα» σε κακοτυπωμένο χαρτί. Τα ίδια φυλλάδια αλλά και ημερολόγια πουλάγανε στην Ερμού από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου και «μαθητές που θέλουν να πάνε πενταήμερη». Όταν ήμουν μικρή, σκεφτόμουνα ότι δεν θα έβγαινα ποτέ στον δρόμο να πουλήσω φυλλάδια για τη νευρική ανορεξία προκειμένου να πάω στην Κρήτη και να πασαλείψω τον φιλόλογό μου με αφρούς ξυρίσματος την ώρα που κοιμάται. Εκ των υστέρων, σκέφτομαι ότι «οι μαθητές» είχαν μέσο όρο ηλικίας γύρω στα 30, οπότε πιθανόν μάζευαν χρήματα για στέφανα και κουφέτα – για την πενταήμερη, πάντως, σίγουρα δεν ήταν. Γενικά, δεν μου αρέσει ν’ αγοράζω πράγματα από τον δρόμο, αν και μου αρέσει να χαζεύω πάγκους με βιβλία - είναι γεμάτοι με βιβλία της Περλ Μπακ ή με βιβλία που έχουν ηλιοβασιλέματα στο εξώφυλλα, αλλά δεν με πειράζει. Υπάρχει ένας λίγο πιο πέρα από το Ζάππειο, ένας στην Όθωνος και φυσικά υπάρχει πάντα και ο κύριος με τα άσπρα μούσια που πουλάει εκκλησιαστικά βιβλία στην πλατεία Κλαυθμώνος: σου τα δείχνει σχεδόν φοβισμένα με το ένα χέρι και με το άλλο σου δείχνει και τα υπόλοιπα που βρίσκονται στη βαλίτσα του.


Κυριακή, 16:30, στο Αλεξανδρινό.

Είμαστε αρκετά τυχερές που βρήκαμε θέση να κάτσουμε εδώ. Το μπαρ είναι μικροσκοπικό και γίνεται χαμός επί μονίμου βάσεως. Κάτι λέμε, όταν ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ένας τύπος με μια στοίβα βιβλία στο χέρι. «Ωχ, έρχεται πάλι αυτός, περίμενε», μου λέει η Δ. τσαντισμένη. «Αν του πεις ότι δεν θες ν’ αγοράσεις βιβλίο, θα σε βρίσει». «Πρόκειται», μου λέει ψιθυριστά, «για τον πωλητή-μπαμπούλα των Εξαρχείων». Πλησιάζει προς το μέρος μας. «Δεν θέλω βιβλίο, ευχαριστώ», λέω με την πιο γλυκιά μου φωνή - νομίζω ότι θα τον κερδίσω έτσι. Σταματάει μισό λεπτό και με κοιτάει με παγωμένο βλέμμα από πάνω μέχρι κάτω. « Έχεις χοντρά μπούτια» μου λέει, και προχωράει στο επόμενο τραπέζι.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ