Τα τελευταία χρόνια, όλο και περισσότεροι πολίτες και οργανώσεις καταφεύγουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας για να αποτρέψουν καταστροφικές παρεμβάσεις στο περιβάλλον, μια κίνηση που δείχνει όχι μόνο την αυξανόμενη ευαισθητοποίηση της κοινωνίας αλλά και ένα θεσμικό κενό: τη μετατόπιση της ευθύνης προστασίας του δημόσιου συμφέροντος από εκείνους που χαράσσουν και εφαρμόζουν πολιτικές στους πολίτες και στη Δικαιοσύνη.
Η Ντίνα Καράτζιου συζητά με τη Μαρία Καραμανώφ, πρόεδρο του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητας και επίτιμη αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, για τη θεσμική διάσταση αυτής της μετατόπισης και για το τι σημαίνει στην πράξη «βιώσιμη ανάπτυξη» σε μια χώρα όπου η περιβαλλοντική νομοθεσία δοκιμάζεται από την πίεση των επενδύσεων και τη ρητορική της «ισορροπίας».
Στο επίκεντρο της συζήτησης και η λειτουργία κρίσιμων εργαλείων περιβαλλοντικής προστασίας, όπως οι μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων, για τις οποίες η κ. Καραμανώφ σημειώνει: «Η μελέτη ΜΠΕ είναι ίσως το σοβαρότερο εργαλείο που έχει προβλέψει η ενωσιακή και η εθνική νομοθεσία», αλλά «αντιμετωπίζεται ως τυπική, ενοχλητική διαδικασία». Μαζί συζητάμε για τον χωρικό σχεδιασμό, ο οποίος, αντί να λειτουργεί ως εργαλείο ορθολογικής οργάνωσης του χώρου, συχνά γίνεται πρόσχημα διατήρησης των τετελεσμένων.
Όπως επισημαίνει: «Η επιταγή για χωρικό, πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό υπάρχει από το 1975 στο Σύνταγμα· την ανέσυρε από τη λήθη η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και απαίτησε τη σύνταξη πολεοδομικών και χωροταξικών σχεδίων. Σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, αυτό που θα μπορούσα να πω είναι ότι όλα τα διαδοχικά νομοθετήματα που θέσπισαν χωροταξικά και πολεοδομικά εργαλεία είχαν έναν κοινό παρονομαστή, την πάση θυσία αποφυγή της διατάραξης των ήδη τετελεσμένων και την απρόσκοπτη συνέχιση της ίδιας τακτικής, τώρα πλέον με την επίφαση και το πρόσχημα χωρικού σχεδιασμού», λέει χαρακτηριστικά η κ. Καραμανώφ.
Η συνέντευξη φωτίζει επίσης το ρόλο της νομολογίας του ΣτΕ ως αντίβαρου σε πολιτικές επιλογές που υποβαθμίζουν τις αρχές της βιωσιμότητας, αλλά και τα όρια αυτής της παρέμβασης. Πόσο μπορεί η Δικαιοσύνη να λειτουργήσει ως φραγμός όταν οι ίδιες οι θεσμικές διαδικασίες αποδυναμώνονται; Και τι επιπτώσεις έχει για τη δημοκρατία η εκ των υστέρων επιβολή άσκησης περιβαλλοντικής πολιτικής, μέσα από δικαστικές αποφάσεις;
 
 
 
 