ΘΥΜΑΜΑΙ ΝΑ ΔΕΣΠΟΖΟΥΝ κάτι μεγαλοπρεπή γυάλινα τασάκια στο «σαλόνι» του πατρικού μου σπιτιού, βαριά και αμετακίνητα οικιακά τοτέμ που υπερέβαιναν τη λειτουργική τους χρήση, περνώντας στη διάσταση του ντεκόρ, του αξεσουάρ, του γλυπτού σχεδόν.

 

Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα ο ρόλος τους ήταν αυστηρά και αποκλειστικά διακοσμητικός, η χρήση τους αποθαρρυνόταν και τη βρομοδουλειά την έκαναν άλλα πιο ευτελή τασάκια, ακόμα και κατά τις επισκέψεις συγγενών και φίλων.

       

Αυτές οι εικόνες με τα διασκορπισμένα τασάκια –μεγάλα και μικρά, πολύτιμα και αναλώσιμα– σε στρατηγικές γωνιές του καθιστικού και της κουζίνας μού ήρθαν στο μυαλό διαβάζοντας σε διάφορα μέσα αποσπάσματα από ένα καινούριο βιβλίο, μια συλλογική ανθολογία με τίτλο Extinct: A Compendium of Obsolete Objects, όπου, καθώς μαρτυρά κι ο τίτλος, φιλοξενούνται μια σειρά από δοκίμια που έγραψαν ιστορικοί, επιμελητές τέχνης, αρχιτέκτονες, ακαδημαϊκοί και καλλιτέχνες για πάσης φύσεως αντικείμενα –από την κασέτα ήχου που κοσμεί και το εξώφυλλο της έκδοσης μέχρι το Ζέπελιν–  που κάποτε ήταν ή φιλοδοξούσαν να γίνουν μαζικά, αργά ή γρήγορα όμως απέτυχαν, αντικαταστάθηκαν, ξεπεράστηκαν ή υποχρεώθηκαν σε εξαφάνιση. Ή βρίσκονται σε ένα καθαρτήριο μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ως είδος υπό εξαφάνιση, όπως τα τασάκια και άλλα ημι-λειτουργικά, ημι-διακοσμητικά φετίχ του υλικού κόσμου του 20ού αιώνα.   

 

Είναι σαν σουβενίρ ή αναμνηστικά μιας άλλης εποχής, αλλά συγχρόνως λειτουργούν και ως memento mori, υπενθυμίζοντάς σου διαρκώς –και ειδικά όταν αρχίζουν να συσσωρεύονται μέσα τους οι ψόφιες γόπες– το πόσο αγρίως φλερτάρεις με έναν πρόωρο θάνατο. 

 

Δεν έχουν εξαφανιστεί φυσικά από προσώπου γης τα τασάκια, ειδικά σε μια χώρα τόσων πολλών επίμονων και αμετανόητων καπνιστών και καπνιστριών, όπως η δική μας. Ακόμα κι εδώ όμως έχουν σε μεγάλο βαθμό εξοριστεί από τους κλειστούς χώρους, ακόμα κι από τους ιδιωτικούς, δίνοντας τη θέση σε αυτοσχέδιες, αναλώσιμες, περιστασιακές λύσεις – συνήθως ένα υποτυπώδες «τασάκι» (ή κάτι σαν…) που μένει μόνιμα στο μπαλκόνι ή επιστρατεύεται συνωμοτικά όταν κάνουν τα στραβά ματιά οι υπεύθυνοι μιας ταβέρνας ή ενός μπαρ αργά το βράδυ. 

 

Ακόμα και τα τασάκια που κυκλοφορούν ελεύθερα (και έχω τούτη την ώρα ένα από αυτά μπροστά μου να χλευάζει την απόφαση «μόνο στο μπαλκόνι» που παίρνω κατά καιρούς και δεν τηρώ ποτέ) στα σπίτια ή αλλού έχουν μια περίεργη, στοιχειωμένη και μάλλον δυσοίωνη αύρα πλέον. Είναι σαν σουβενίρ ή αναμνηστικά μιας άλλης εποχής, αλλά συγχρόνως λειτουργούν και ως memento mori, υπενθυμίζοντάς σου διαρκώς –και ειδικά όταν αρχίζουν να συσσωρεύονται μέσα τους οι ψόφιες γόπες– το πόσο αγρίως φλερτάρεις με έναν πρόωρο θάνατο. 

 

Έχει περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που αγόρασα (ή που μου χάρισαν) ένα ωραίο, καλόγουστο και συμπαθητικό τασάκι. Μόνο κάτι εντελώς «βασικά» διαθέτω, ούτε καν τα «δεύτερα της ταβέρνας» που λέγαμε παλιά (και τι ωραία που ήταν κάποια από αυτά, με τα κάθε είδους διαφημιστικά λογότυπα).

 

Είναι σα να σέρνω μέσα στα χρόνια την ψευδαίσθηση ότι αν λείψει το δοχείο, το ελκυστικό αξεσουάρ, αργά ή γρήγορα θα καταρρεύσει και η ίδια η παλιοσυνήθεια. 

 

Εκφώνηση: Μαρία Δρουκοπούλου