Την Τρίτη, το Vanity Fair δημοσίευσε ένα αφιέρωμα για τον στενό κύκλο των συνεργατών του Ντόναλντ Τραμπ, η οποία περιλάμβανε ασυνήθιστα ειλικρινείς δηλώσεις της προσωπάρχου του Λευκού Οίκου, Susie Wiles.
Παράλληλα, παρουσίασε εντυπωσιακά αφιλτράριστα πορτρέτα της Wiles, του JD Vance, του Marco Rubio και της Karoline Leavitt, όλα τραβηγμένα από τον φωτογράφο Christopher Anderson.
Το δημοσίευμα προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στα social media και την Ουάσινγκτον. Τα πορτρέτα του Anderson —ιδίως τα ακραία κοντινά πλάνα που αποτυπώνουν τα πρόσωπα των εικονιζόμενων με κάθε λεπτομέρεια— προκάλεσαν επίσης αίσθηση και στις δύο πλευρές του αμερικανικού πολιτικού φάσματος.
Με αφορμή όλα τα παραπάνω, η εφημερίδα Washington Post μίλησε με τον Anderson.
Ο φωτογράφος εξήγησε ότι η ιδέα πίσω από τα πορτρέτα δεν είναι καινούργια. Όπως είπε, εδώ και πολλά χρόνια δουλεύει πάνω σε μια προσέγγιση που επιχειρεί να παρακάμψει τη σκηνοθετημένη εικόνα της πολιτικής και να διαπεράσει το φίλτρο που επιβάλλουν οι ομάδες δημοσίων σχέσεων.
Αναφέρθηκε χαρακτηριστικά στο βιβλίο του Stump (2014), το οποίο ήταν αφιερωμένο στην αμερικανική πολιτική και βασιζόταν αποκλειστικά σε κοντινά πλάνα. Πρόκειται, όπως τόνισε, για μια μέθοδο που εφαρμόζει σε όλο το πολιτικό φάσμα και όχι μόνο στους Ρεπουμπλικανούς, καθώς αποτελεί κεντρικό στοιχείο του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται την προσωπογραφία: κοντινή, οικεία και αποκαλυπτική.
Κατά τη διάρκεια των φωτογραφίσεων, ο Christopher Anderson δεν ακολουθεί μία και μόνο τεχνική. Εναλλάσσει κάμερες και φακούς, τραβά τόσο «ανοιχτά» κάδρα όσο και ακραία κοντινά, ενώ συχνά πλησιάζει σωματικά πολύ τα πρόσωπα που φωτογραφίζει.
Ο ίδιος θυμάται, μάλιστα, ότι κάποια στιγμή βρέθηκε τόσο κοντά στη Susie Wiles, ώστε εκείνη του ζήτησε σοβαρά να κάνει ένα βήμα πίσω. Αντίστοιχα, σημειώνει ότι είχε φωτογραφίσει και τον Ντόναλντ Τραμπ στην αρχή της πρώτης του προεδρίας, για εξώφυλλο του New York Times Magazine, επίσης με ένα ακραίο κοντινό πορτρέτο.
Απαντώντας στην κριτική ότι οι εικόνες είναι «άδικες» —ιδίως όσον αφορά την έντονη συζήτηση γύρω από τα χείλη της Karoline Leavitt και τα εμφανή σημάδια ενέσεων— ξεκαθαρίζει ότι δεν πρόσθεσε τίποτα ο ίδιος και ότι τον εκπλήσσει η προσδοκία πως θα έπρεπε να τα αφαιρέσει ψηφιακά.
Εξηγεί ότι δεν χρησιμοποίησε Photoshop για να ρετουσάρει ατέλειες ή σημάδια, καθώς κάτι τέτοιο θα συνιστούσε ψέμα και απόκρυψη της πραγματικότητας που ο ίδιος αντίκρισε.
Ο ίδιος υπογραμμίζει ότι το Vanity Fair κινείται ανάμεσα σε δύο κόσμους: από τη μία, αυτόν της δημοσιογραφίας, και από την άλλη, της βιομηχανίας των celebrities. Αν και τα πορτρέτα διασημοτήτων δεν λειτουργούν πάντα με δημοσιογραφικούς όρους, υπάρχει και η πλευρά του περιοδικού που υπηρετεί την ουσιαστική δημοσιογραφία. Για τον ίδιο, το να ρετουσάρει ατέλειες θα αναιρούσε αυτόν τον ρόλο, αφού θα αλλοίωνε την αλήθεια της εικόνας.
Απέναντι σε όσους θεωρούν τα πορτρέτα επίθεση ή μικροπρέπεια, απαντά ότι η ακατέργαστη παρουσίαση της πραγματικότητας δεν μπορεί να θεωρηθεί επιθετική. Αντίθετα, διερωτάται πώς θα χαρακτηριζόταν η επιλογή να «βελτιώσει» ψηφιακά τα πρόσωπα, αποκρύπτοντας στοιχεία.
Υπενθυμίζει ότι έχει φωτογραφίσει με τον ίδιο τρόπο προσωπικότητες όπως ο Μπαράκ και η Μισέλ Ομπάμα, και γενικότερα ανθρώπους από κάθε πολιτικό χώρο.
Παραδέχεται ότι αρχικά ήταν επιφυλακτικός απέναντι σε αυτή την ανάθεση, καθώς πλέον εργάζεται κυρίως ως φωτογράφος διασημοτήτων, όμως του ξεκαθάρισαν ότι το ζητούμενο δεν ήταν μια αψεγάδιαστη εικόνα. Ο στόχος του ήταν να λειτουργήσει με τη ματιά του δημοσιογράφου και να αποτυπώσει αυτό που έβλεπε, χωρίς την πρόθεση να ωραιοποιήσει ή να δυσφημίσει κανέναν.
Όσον αφορά την προετοιμασία των προσώπων, σημειώνει ότι οι περισσότεροι εμφανίστηκαν έτοιμοι για την κάμερα ή συνοδεύονταν από δικές τους ομάδες κομμωτών και μακιγιέζ.
Για τον ίδιο, το μακιγιάζ και οι αισθητικές παρεμβάσεις που φαίνονται στις φωτογραφίες είναι επιλογές των ίδιων των προσώπων και, εφόσον καταγράφονται στον φακό, δεν υπάρχει λόγος να αποκρυφθούν. Θεωρεί ενδεικτικό της εποχής του Photoshop και των φίλτρων AI το γεγονός ότι το διαδίκτυο αντιδρά τόσο έντονα μπροστά σε μη ρετουσαρισμένες, «πραγματικές» εικόνες.
Με πληροφορίες από The Washington Post