Σκηνικό έντονης αντιπαράθεσης διαμορφώθηκε στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής για τον ΟΠΕΚΕΠΕ, με τις καταθέσεις δύο πρώην προέδρων του οργανισμού, του Νίκου Σαλάτα και του Ιωάννη Καβαδά. Οι τοποθετήσεις τους άνοιξαν νέο κύκλο συζητήσεων γύρω από τη λειτουργία του Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων, αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο ασκήθηκε η κυβερνητική εποπτεία τα τελευταία χρόνια.
Ο Νίκος Σαλάτας κατήγγειλε ότι η απομάκρυνσή του δεν ήταν αποτέλεσμα δικών του επιλογών, αλλά πολιτική απόφαση που του μεταφέρθηκε με άμεση εντολή από τον Γιώργο Μυλωνάκη, στενό συνεργάτη του πρωθυπουργού. Όπως υποστήριξε, η θέση του έγινε επισφαλής όταν αρνήθηκε να υποχωρήσει σε πιέσεις που σχετίζονταν με τη διαχείριση ευρωπαϊκών κονδυλίων, αφήνοντας αιχμές για παρέμβαση στις διαδικασίες.
Από την πλευρά του, ο Ιωάννης Καβαδάς περιέγραψε το κλίμα που συνάντησε όταν ανέλαβε την προεδρία, κάνοντας λόγο για οργανωτικές αδυναμίες και για ανάγκη να μπει τάξη σε κρίσιμες διαδικασίες. Επισήμανε ότι ήδη από την περίοδο 2019–2021 ξεκίνησαν οι έρευνες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, οι οποίες συνεχίζονται έως σήμερα και αφορούν στη διαχείριση κονδυλίων και έργων που υπάγονται στον ΟΠΕΚΕΠΕ.
Οι διαφορετικές εκδοχές που παρουσίασαν οι δύο πρώην πρόεδροι ανέδειξαν το βάθος της αντιπαράθεσης γύρω από τον οργανισμό. Από τη μία, ο Σαλάτας μιλά για πολιτική παρέμβαση και απόπειρα καθοδήγησης του έργου του, ενώ από την άλλη, ο Καβαδάς στέκεται στην ανάγκη για διαφάνεια και θεσμική ενίσχυση, παρουσιάζοντας την εικόνα ενός οργανισμού που βρέθηκε στο στόχαστρο εξωτερικών ελέγχων.
Η Νέα Δημοκρατία απορρίπτει κατηγορηματικά τις αιτιάσεις Σαλάτα, χαρακτηρίζοντάς τες «αβάσιμες» και «πολιτικά υποκινούμενες», τονίζοντας ότι όλες οι διαδικασίες θα ελεγχθούν θεσμικά. Ωστόσο, το γεγονός ότι οι καταθέσεις έγιναν σε μια περίοδο όπου η υπόθεση βρίσκεται ήδη υπό έρευνα από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, προσδίδει στο θέμα πρόσθετη πολιτική βαρύτητα.
Το έργο της Εξεταστικής συνεχίζεται με νέα πρόσωπα να καλούνται το επόμενο διάστημα, καθώς η Επιτροπή επιδιώκει να χαρτογραφήσει με σαφήνεια τις ευθύνες και να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα για μια υπόθεση που έχει ήδη προκαλέσει έντονες πολιτικές και θεσμικές συζητήσεις.