Διψασμένα βαμπίρ και ανήσυχα ξωτικά

Διψασμένα βαμπίρ και ανήσυχα ξωτικά Facebook Twitter
Η Ρένη Πιττακή (Γκούνχιλντ) και η Λυδία Φωτοπούλου (Έλα) εύλογα καταφεύγουν στις αθάνατες τεχνικές του μελοδράματος, της όπερας και του βωβού σινεμά για να οικοδομήσουν τις larger-than-life ηρωίδες τους.
0

Μια γυναίκα εμφανίζεται μέσα στη νύχτα στο σπίτι των Μπόρκμαν. Μοιάζει άρρωστη και αναστατωμένη. Θέλει πίσω τον γιο της, λέει. Δεν της απομένει πολύς χρόνος ζωής, γι' αυτό ήρθε στη μεγάλη πόλη, να ξεψυχήσει αγκαλιά με το παιδί της. Η κυρία του σπιτιού, όμως, η δίδυμη αδελφή της, έχει αντίθετη άποψη. Δικό της είναι το παιδί, υποστηρίζει, και δεν πρόκειται να το χαρίσει σε κανέναν.

Η ατμόσφαιρα μυρίζει μπαρούτι. Τι θα αποφασίσει ο νεαρός Έρχαρτ Μπόρκμαν; Ποια από τις δύο «μητέρες» θα διαλέξει; Την Γκούνχιλντ, αυτή που τον γέννησε, ή την Έλα, αυτή που τον μεγάλωσε από τα επτά ως τα δεκαπέντε του, όταν οι γονείς του βρέθηκαν χρεοκοπημένοι και ανήμποροι, και τώρα τον διεκδικεί; Η πρώτη έχει προσκολληθεί στον εικοσιτριάχρονο άνδρα, βλέποντας σε αυτόν τον ήρωα που θα καθαρίσει το όνομα της οικογένειας από το τρομερό όνειδος της υπόθεσης τραπεζικής απάτης που έστειλε κάποτε τον πατέρα του στη φυλακή. Η δεύτερη, ετοιμοθάνατη πλέον, αναζητά απεγνωσμένα την τρυφερότητα που θα απαλύνει το μαρτύριό της.

Και σαν να μη φτάνουν οι δυσθεώρητες απαιτήσεις των δύο αυτών γυναικών, εμφανίζεται και τρίτος διεκδικητής του Έρχαρτ, ο πατέρας του: ο τρομερός τραπεζίτης, που, αν και ζει οχτώ χρόνια τώρα απομονωμένος στο δωμάτιό του, αποφασίζει ξαφνικά να ανακάμψει και να ξαναχτίσει τη χαμένη αυτοκρατορία του. Σε αυτή την τιτάνια προσπάθεια ζητά τη συνδρομή του γιου του.


Εκ πρώτης όψεως, το έργο αυτό του Ίψεν μοιάζει να επιστρέφει σε οικεία εδάφη: αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα, ο σάπιος οικογενειακός πυρήνας που καταστρέφει τους απογόνους του, διαιωνίζοντας τις υποκριτικές αστικές αξίες εις βάρος της ελευθερίας και της πνευματικής ανάπτυξης των επόμενων γενεών. Ο συγγραφέας, όμως, αν και 68 ετών όταν γράφει αυτό το έργο, το προτελευταίο του, επιχειρεί κάτι πιο ρηξικέλευθο και σύνθετο. Παίρνει μια μελοδραματική υπόθεση, της προσδίδει κοινωνική διάσταση και ταυτόχρονα μετατρέπει το έργο σε υπαρξιακό θρίλερ, διαποτισμένο με την αχλύ των σκανδιναβικών μύθων.

Παρά τις αδυναμίες, έχουμε να κάνουμε με μια γόνιμη, αναγκαία και εξαιρετικά ευπρόσδεκτη ανάγνωση του Ίψεν, που ενδέχεται να ανοίξει νέα μονοπάτια προσέγγισης του σπουδαίου αυτού συγγραφέα, δεκαετίες εγκλωβισμένου σε στερεοτυπικές σκηνικές θεωρήσεις.


Έτσι όπως μιλούν οι ήρωες, με τέτοια μεγαλοστομία και ποιητική αφαιρετικότητα, θα φάνταζαν σχεδόν γελοίοι αν δεν τους βλέπαμε έξω από τον συγκεκριμένο χωροχρόνο, ως μυθικές μορφές εκπορευόμενες από ένα αρχέγονο παρελθόν: ο Μπόρκμαν, που ονειρεύεται να κυριαρχήσει επί των φυσικών πόρων της γης, να συνομιλήσει με τα πνεύματα του χρυσού, να απελευθερώσει τα μέταλλα τα εγκλωβισμένα στα σπλάχνα των ορυχείων· η Έλα, που λαχταρά να αλλάξει τον κόσμο μέσα από τη δύναμη της αγάπης· και η Γκούνχιλντ, που καθοδηγείται από μια ασίγαστη επιθυμία να αποκαταστήσει τη διασαλευμένη ηθική τάξη διαμέσου ενός φωτεινού Υιού σωτήρα, όλοι θυμίζουν ανώτερες δυνάμεις και όχι απλούς ανθρώπους με σάρκα και οστά.

Έτσι όπως στέκονται «πέρα από τις κατηγορίες της ηθικής ή της ψυχολογίας», θα μπορούσαν κάλλιστα να ενσαρκώνουν «τις αρχαιότερες μυθικές εκφράσεις της φυλής, αλλά ταυτόχρονα και τις φαντασιώσεις του σύγχρονου ανθρώπου», όπως σημειώνει ο Brian Johnston στην επαναστατική μελέτη του που άλλαξε, πριν από 45 χρόνια, τον τρόπο που βλέπουμε τον Ίψεν¹.

Διψασμένα βαμπίρ και ανήσυχα ξωτικά Facebook Twitter
Οι τρεις ήρωες θα συνειδητοποιήσουν ότι τώρα μπορούν να απεγκλωβιστούν από τα δεσμά της αγωνίας τους και να κερδίσουν την αξιοπρέπεια και την υψηλή θέση που τους αρμόζει. Κι ας είναι πλέον πολύ αργά για να ζήσουν...


Ως εκ τούτου, βρίσκω άκρως ευρηματική και εύστοχη τη σκηνική μεταφορά του έργου από τον Γιάννη Χουβαρδά. Ο σκηνοθέτης εγκατέλειψε τα συνήθη μεγαλοαστικά σαλόνια όπου συνήθως τοποθετούνται τα ιψενικά αριστουργήματα και κατευθύνθηκε προς τοπία μεσαιωνικά, εκεί όπου συχνάζουν άρχοντες του σκότους, βασίλισσες του χιονιού και απειλητικοί δαίμονες. Προχωρώντας ακόμη περισσότερο, συνέλαβε (με την πολύτιμη συνδρομή της σκηνογράφου Εύας Μανιδάκη και της ενδυματολόγου Ιωάννας Τσάμη) το γοτθικό αυτό σύμπαν στα έγκατα του Μεγάρου Μουσικής ως μια εκλεκτική σύνθεση αναφορών που έχουν αιχμαλωτίσει τη φαντασία μας διαμέσου της ποπ κουλτούρας.


Οι τρεις ηλικιωμένοι «βρικόλακες» του Χουβαρδά –η Γκούνχιλντ, η Έλα και ο Γιον Γκάμπριελ–, με μακριά, λευκά μαλλιά και εξίσου λευκές, επιβλητικές ενδυμασίες, κατοικούν ο καθένας σε έναν τάφο-τάφρο, τον οποίο σκαρφαλώνουν κάθε φορά που επιθυμούν να αναδυθούν από τα σκοτάδια τους και να συνομιλήσουν μεταξύ τους ή με τους υπόλοιπους, «ζωντανούς» ήρωες. Ομίχλη τυλίγει τα πάντα. Στο βάθος, ένα φωτισμένο δωμάτιο, ο χώρος της κανονικής ζωής, το υπνοδωμάτιο ενός κοριτσιού ντυμένου στα κόκκινα (Σοφία Κόκκαλη) που παίζει πιάνο και σκαρώνει παραμύθια στον ύπνο της.


Κάθε φορά που εμφανίζεται ο Έρχαρτ έχουμε την αίσθηση ότι άνοιξε μια πόρτα στη χώρα των νεκρών. Η ορμή και η ξέφρενη κινητικότητα του ηθοποιού αντιπαρατίθεται γλαφυρά στη στατικότητα και στον εγκλωβισμό των προγόνων του.

Σε μία από τις χαρακτηριστικότερες στιγμές της βραδιάς, η Γκούνχιλντ και η Έλα τον τραβούν από τα μανίκια, πλέκοντας έναν ζουρλομανδύα μητρικής ασφυξίας γύρω από το σώμα του. Η μάχη του παλαιού με το νέο, του γονιού με το παιδί, το κάλεσμα του θανάτου και η λαχτάρα της ζωής, η οποία φωλιάζει ακόμα και στις πιο νεκρωμένες ψυχές, συγκρούονται σε όλη τη διάρκεια της παράστασης – αν και όχι ισότιμα, όπως θα εξηγήσω παρακάτω.

Δεν υπάρχει, όμως, γυρισμός. Μονάχα μια ύστατη ευκαιρία αναθεώρησης των πεπραγμένων, μια τελευταία ελπίδα δικαίωσης για τον ταπεινωμένο και γελοιοποιημένο Μπόρκμαν, ο οποίος, πεθαίνοντας, θα κατακτήσει ξανά όχι την αυτοκρατορία του αλλά τη χαμένη αίγλη του. Οι τρεις ήρωες θα συνειδητοποιήσουν ότι τώρα μπορούν να απεγκλωβιστούν από τα δεσμά της αγωνίας τους και να κερδίσουν την αξιοπρέπεια και την υψηλή θέση που τους αρμόζει. Κι ας είναι πλέον πολύ αργά για να ζήσουν...

Διψασμένα βαμπίρ και ανήσυχα ξωτικά Facebook Twitter
Γινόμαστε μάρτυρες μιας άβολης διαδικασίας και όχι ενός σμιλεμένου συνόλου.


Η Ρένη Πιττακή (Γκούνχιλντ) και η Λυδία Φωτοπούλου (Έλα) εύλογα καταφεύγουν στις αθάνατες τεχνικές του μελοδράματος, της όπερας και του βωβού σινεμά για να οικοδομήσουν τις larger-than-life ηρωίδες τους. Γκρο πλαν στα πρόσωπά τους με τη βοήθεια του φωτισμού (Λευτέρης Παυλόπουλος), μεγάλες εκφράσεις, μεγάλες στυλιζαρισμένες κινήσεις και πόζες είναι τα όπλα τους.

Θέλει, όμως, και η υπερβολή τη φυσικότητά της. Και ενώ η Ρένη Πιττακή διαγράφεται κυρίαρχος των μέσων της, απολύτως πειστική ως εξώκοσμη, παγερή, ντίβα, η ερμηνεία της Λυδίας Φωτοπούλου φανερώνει δυστυχώς τις «ραφές» της: είναι σαν να μην έχει δαμάσει ακόμη τους κώδικες της επιτήδευσης, να μην τους έχει κάνει κτήμα της, να δοκιμάζει διαρκώς τις «μάσκες» της ενώπιόν μας. Γινόμαστε, δηλαδή, μάρτυρες μιας άβολης διαδικασίας και όχι ενός σμιλεμένου συνόλου.


Ο Νίκος Χατζόπουλος ως Μπόρκμαν φέρνει εις πέρας με επιτυχία μια δύσκολη αποστολή: από τη μια να δείξει το αξιογέλαστο προσωπείο ενός μεγαλομανούς νάρκισσου και από την άλλη να αποκαλύψει την υπαρξιακή ταραχή και αδημονία αυτού του φαουστιανών διαστάσεων ήρωα.


Συμπαθής ο Κωνσταντίνος Πλεμμένος ως Έρχαρτ, έξοχος ο Ιερώνυμος Καλετσάνος ως Φόλνταλ, ενώ η ξέφρενη καρικατούρα της Θεοδώρας Τζήμου, ως ζωντοχήρας μάγισσας του έρωτα και των σεξουαλικών προκλήσεων της ζωής, παρουσιάζεται άγουρη και ημιτελής επί σκηνής. Γενικότερα, θα έλεγα, το ντουέτο των εραστών Βίλτον-Έρχαρτ δεν αποδεικνύεται τόσο δουλεμένο σκηνοθετικά όσο το τρίο των ηλικιωμένων βαμπίρ, δημιουργώντας έτσι μια ανισορροπία δυνάμεων όσον αφορά τις ιδεολογικές συγκρούσεις του έργου.


Τέλος, η διαρκής χρήση μικροφώνων μπορεί από τη μια να εξυπηρετεί τις ανάγκες της παράστασης για ένα απόκοσμο περιβάλλον, από την άλλη, όμως, κουράζει και επιβαρύνει τον θεατή, δυσχεραίνοντας την καθαρή πρόσληψη των λεγομένων.


Σε κάθε περίπτωση, παρά τις αδυναμίες, έχουμε να κάνουμε με μια γόνιμη, αναγκαία και εξαιρετικά ευπρόσδεκτη ανάγνωση του Ίψεν, που ενδέχεται να ανοίξει νέα μονοπάτια προσέγγισης του σπουδαίου αυτού συγγραφέα, δεκαετίες εγκλωβισμένου σε στερεοτυπικές σκηνικές θεωρήσεις.

 

1. «The Ibsen Cycle: The design of the plays from "Pillars of Society" to "When we dead awaken"»

Χένρικ Ίψεν

Γιον Γκάμπριελ Μπόρκμαν

Μετάφραση: Έρι Κύργια

Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς

Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη

Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη

Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου

Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος

Παίζουν: Νίκος Χατζόπουλος, Ρένη Πιττακή, Λυδία Φωτοπούλου, Ιερώνυμος Καλετσάνος, Θεοδώρα Τζήμου, Κωνσταντίνος Πλεμμένος,
Σοφία Κόκκαλη

 

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

Υποσκήνιο Β' Αίθουσας Αλεξάνδρα Τριάντη,

Φουαγέ Αλεξάνδρα Τριάντη & Μουσική Βιβλιοθήκη

www.megaron.gr

 

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO

 

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Ο Βασίλης Μπισμπίκης θα σκηνοθετήσει τη Λένα Κιτσοπούλου στο Εθνικό Θέατρο

Αποκλειστικό / Ο Βασίλης Μπισμπίκης θα σκηνοθετήσει τη Λένα Κιτσοπούλου στο Εθνικό Θέατρο

Μετά τις επιτυχίες των παραστάσεων «Άνθρωποι και ποντίκια» και «Πατέρας», ο Βασίλης Μπισμπίκης θα ανεβάσει την επόμενη σεζόν στο Εθνικό την «Έντα Γκάμπλερ» του Ίψεν, με τη Λένα Κιτσοπούλου στον ομώνυμο ρόλο.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Γιάννος Περλέγκας ανεβάζει τον «Κατσούρμπο» του Χορτάτση

Θέατρο / Γιάννος Περλέγκας: «Ο Κατσούρμπος μας είναι μια απόπειρα να γίνουμε πιο αθώοι»

Ο Γιάννος Περλέγκας σκηνοθετεί το έργο του Χορτάτση στο πλαίσιο του στο πλαίσιο του Κύκλου Ρίζες του Φεστιβάλ Αθηνών. Τον συναντήσαμε στις πρόβες όπου μας μίλησε για την αξία του Κρητικού συγγραφέα και του έργου του και την ανάγκη για περισσότερη λαϊκότητα στο θέατρο. Κάτι που φιλοδοξεί να μας δώσει με αυτό το ανέβασμα.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Βασίλης Παπαβασιλείου

Απώλειες / Βασίλης Παπαβασιλείου (1949-2025): Ένας σπουδαίος διανοητής του ελληνικού θεάτρου

«Αυτό, λοιπόν, το οφείλω στο θέατρο: τη σωτηρία από την κακομοιριά μου»: Ο σκηνοθέτης, μεταφραστής, ηθοποιός και δάσκαλος Βασίλης Παπαβασιλείου πέθανε σε ηλικία 76 ετών.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
ΕΠΕΞ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ

Θέατρο / Δημήτρης Γκοτσόπουλος: «Ήμουν ένα αγρίμι που είχε κατέβει από τα βουνά»

Ο ταλαντούχος ηθοποιός φέτος ερμηνεύει τον Νεοπτόλεμο στον «Φιλοκτήτη» του Σοφοκλή. Πώς κατάφερε από ένα αγροτικό περιβάλλον να πρωταγωνιστήσει σε μεγάλες τηλεοπτικές επιτυχίες και γιατί πέρασε ένα ολόκληρο καλοκαίρι στην Πολύαιγο, διαβάζοντας «Βάκχες»;
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Γιάννης Χουβαρδάς: «Το κοινό που έρχεται να σε δει είναι ο καθρέφτης σου»

Θέατρο / Γιάννης Χουβαρδάς: «Το κοινό που έρχεται να σε δει είναι ο καθρέφτης σου»

Ο κορυφαίος Έλληνας σκηνοθέτης διασκευάζει φέτος τις τραγωδίες του Οιδίποδα σε ένα ενιαίο έργο και μιλά στη LiFO, για το πώς η μοίρα είναι μια παρεξηγημένη έννοια, ενώ σχολιάζει το αφήγημα περί «καθαρότητας» της Επιδαύρου, καθώς και τις ακραίες αντιδράσεις που έχει δεχθεί από το κοινό.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
ΓΙΑ 28 ΜΑΙΟΥ Elena Souliotis: Η Ελληνίδα που θα γινόταν η επόμενη Κάλλας 

Θέατρο / Elena Souliotis: Η Ελληνίδα που θα γινόταν η επόμενη Κάλλας 

Σαν σήμερα, το 1943, γεννήθηκε η Ελληνίδα σοπράνο που διέπρεψε για μια ολόκληρη δεκαετία στην Ευρώπη και την Αμερική, αλλά κάηκε εξαιτίας μιας σειράς ιδιαίτερα απαιτητικών ρόλων, τους οποίους ερμήνευσε πολύ νωρίς. Ο κόντρα τενόρος Άρης Χριστοφέλλης, ένας από τους λίγους στην Ελλάδα που γνωρίζουν σε βάθος την πορεία της, περιγράφει την άνοδο και την πτώση της.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Δημήτρης Καπουράνης: «Το αόρατο νήμα που ενώνει τα παιδιά μεταναστών είναι το πένθος»

Θέατρο / Δημήτρης Καπουράνης: «Το αόρατο νήμα που ενώνει τα παιδιά μεταναστών είναι το πένθος»

Από τους Αγίους Σαράντα της Αλβανίας μέχρι τη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, η ζωή του βραβευμένου ηθοποιού, τραγουδιστή και σεναριογράφου είναι μια διαρκής προσπάθεια συμφιλίωσης με την απώλεια. Η παράσταση «Μια άλλη Θήβα» τον καθόρισε, ενώ ο ρόλος του στο «Brokeback Mountain» τού έσβησε κάθε ομοφοβικό κατάλοιπο. Δηλώνει πως αυτό που τον ενοχλεί βαθιά είναι η αδράνεια απέναντι σε όσα συμβαίνουν γύρω μας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μιχαήλ Μαρμαρινός: Το έπος μάς έμαθε να αναπνέουμε ΟΙ ΥΠΟΛΟΙΠΟΙ ΑΡΚΕΤΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ

Θέατρο / Μιχαήλ Μαρμαρινός: «Από μια κοινωνία της αιδούς, γίναμε μια κοινωνία της ξεδιαντροπιάς»

Με τη νέα του παράσταση, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός επιστρέφει στην Οδύσσεια και στον Όμηρο και διερευνά την έννοια της φιλοξενίας. Αναλογίζεται το «απύθμενο θράσος» της εποχής μας, εξηγεί τη στενή σχέση του έπους με το βίωμα και το θαύμα που χάσαμε και παραμένει σχεδόν σιωπηλός για τη νέα του θέση ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
13 λόγοι για να πάμε φέτος στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου

Θέατρο / 13 λόγοι για να πάμε φέτος στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου

Τέχνη με φαντασία, αστείρευτη δημιουργία, πρωτοποριακές προσεγγίσεις: ένα επετειακό, εορταστικό, πολυσυλλεκτικό πρόγραμμα για τα 70 χρόνια του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου μέσα από 83 επιλογές από το θέατρο, τη μουσική και τον χορό.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Κυνηγώντας τον χαμένο χρόνο σε ένα έργο για την εξουσία

Θέατρο / «Δελφίνοι ή Καζιμίρ και Φιλιντόρ»: Ένα έργο για τη μόνιμη ήττα μας από τον χρόνο

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος σκηνοθετεί και γράφει ένα έργο-παιχνίδι, εξετάζοντας τις σχέσεις εξουσίας, τον δημιουργικό αντίλογο και τη μάταιη προσπάθεια να ασκήσουμε έλεγχο στη ζωή.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
ΕΠΕΞ ΧΛΟΗ ΟΜΠΟΛΕΝΣΚΙ: Σκηνογράφος-ενδυματολόγος του θεάτρου και της όπερας

Οι Αθηναίοι / Χλόη Ομπολένσκι: «Τι είναι ένα θεατρικό έργο; Οι δυνατότητες που δίνει στους ηθοποιούς»

Ξεκίνησε την καριέρα της ως βοηθός της Λίλα ντε Νόμπιλι, υπήρξε φίλη του Γιάννη Τσαρούχη, συνεργάστηκε με τον Κάρολο Κουν και τον Λευτέρη Βογιατζή, δούλεψε με τον Φράνκο Τζεφιρέλι και, για περισσότερο από 20 χρόνια, με τον Πίτερ Μπρουκ. Η διεθνούς φήμης σκηνογράφος και ενδυματολόγος Χλόη Ομπολένσκι υπογράφει τα σκηνικά και τα κοστούμια στην «Τουραντότ» του Πουτσίνι και αφηγείται τη ζωή της στη LiFO.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Φάουστ» του Άρη Μπινιάρη, ένα μιούζικαλ από την Κόλαση

Θέατρο / Φάουστ: Ένα μιούζικαλ από την κόλαση

«Ζήσε! Μας λέει ο θάνατος, ζήσε!», είναι το ρεφρέν του τραγουδιού που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, εν μέσω ομαδικών βακχικών περιπτύξεων – Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για την παράσταση «Φάουστ» του Γκαίτε σε σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη στο Εθνικό Θέατρο.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Η Αριάν Μνουσκίν τα βάζει με τους δράκους της Ιστορίας

Θέατρο / Η Αριάν Μνουσκίν τα βάζει με τους δράκους της Ιστορίας

Η μεγάλη προσωπικότητα του ευρωπαϊκού θεάτρου Αριάν Μνουσκίν επιστρέφει στο Φεστιβάλ Αθηνών με το Θέατρο του Ήλιου για να μιλήσουν για τα τέρατα της Ιστορίας που παραμονεύουν πάντα και απειλούν τον ελεύθερο κόσμο. Με αφορμή την παράσταση που αποθεώνει τη σημασία του λαϊκού θεάτρου στην εποχή μας μοιραζόμαστε την ιστορία της ζωής και της τέχνης της, έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες, που υπηρετούν με πάθος την πρωτοπορία, την εγγύτητα που δημιουργεί η τέχνη και τη μεγαλειώδη ουτοπία.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
ΕΠΕΞ ΤΙΤΛΟΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ Νίκος Χατζόπουλος

Νίκος Χατζόπουλος / «Αν σκέφτεσαι μόνο το ταμείο, κάποια στιγμή το ταμείο θα πάψει να σκέφτεται εσένα»

Ο Νίκος Χατζόπουλος έχει διανύσει μια μακρά πορεία ως ηθοποιός, σκηνοθέτης, μεταφραστής και δάσκαλος υποκριτικής. Μιλά στη LIFO για το πόσο έχει αλλάξει το θεατρικό τοπίο σήμερα, για τα πρόσφατα περιστατικά λογοκρισίας στην τέχνη, καθώς και για τις προσεχείς συνεργασίες του με τον Γιάννη Χουβαρδά και τον Ακύλλα Καραζήση.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Τι θα δούμε φέτος στο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας;

Χορός / Τι θα δούμε φέτος στο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας;

Maguy Marin, Χρήστος Παπαδόπουλος, Damien Jalet, Omar Rajeh και άλλα εμβληματικά ονόματα του χορού πρωταγωνιστούν στις 20 παραστάσεις του φετινού προγράμματος του 31ου Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας, που θα πραγματοποιηθεί από τις 18-27 Ιουλίου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Μια άλλη Θήβα»: Η πιο αθόρυβη επιτυχία της θεατρικής Αθήνας

The Review / «Μια άλλη Θήβα»: Η παράσταση-φαινόμενο που ξεπέρασε τους 100.000 θεατές

O Χρήστος Παρίδης συνομιλεί με τη Βένα Γεωργακοπούλου για την θεατρική παράσταση στο Θεάτρο του Νέου Κόσμου, σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, που διανύει πλέον την τρίτη της σεζόν σε γεμάτες αίθουσες. Ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας της; Το ίδιο το έργο ή οι δύο πρωταγωνιστές, ο Θάνος Λέκκας και ο Δημήτρης Καπουράνης, που καθήλωσαν το κοινό;
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ