Επιστροφή στους καφενέδες

Επιστροφή στους καφενέδες Facebook Twitter
Ο νέος καφενές είναι ενίοτε συνεταιριστικός, εναλλακτικός, μαγειρεύει κάπως αλλιώς τον μεζέ του, βάζοντας λίγο δημιουργικό αλατοπίπερο, παίζει ρεμπέτικα ανακατεμένα με Μαραβέγια, Μποφίλιου, Πιαφ και Δανάη, δεν απευθύνεται πια στον παππού αλλά στον εγγονό, δεν ρωτάει ηλικίες, έχει σελίδα στο fb, στρώνει και κανένα live όποτε προκύψει. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
0

Ο καφενές του χωριού, ο καφενές της γειτονιάς. Δύο όψεις του ίδιου νομίσματος του Μεσόγειου που αποζητά τη συντροφιά, την αποφόρτιση, να βγάλει από μέσα το κουτσομπολιό, τη χαρά και τον πόνο του, παρέα με έναν καφέ ή ένα τσίπουρο, να επιστρέψει σπίτι ανάλαφρος και καινούργιος, να γυρίσει τη βαριά σελίδα της επόμενης μέρας.

Ο καφενές είναι η ψυχοθεραπεία που δεν μελέτησαν ποτέ ο Γιουνγκ και ο Λακάν, ψυχικό γιατροσόφι δοκιμασμένο στους αιώνες.

Τότε που όλοι νομίσαμε πως πλουτίσαμε κι έπρεπε να τρώμε μόνο σούσι, τον απαρνηθήκαμε (μετά βδελυγμίας), αφήσαμε τα παππούδια να κρατήσουν τα μπόσικα, για να μην πεθάνει κάτω από τη σκόνη του χρόνου.

Ο νέος καφενές είναι ενίοτε συνεταιριστικός, εναλλακτικός, μαγειρεύει κάπως αλλιώς τον μεζέ του, βάζοντας λίγο δημιουργικό αλατοπίπερο, παίζει ρεμπέτικα ανακατεμένα με Μαραβέγια, Μποφίλιου, Πιαφ και Δανάη, δεν απευθύνεται πια στον παππού αλλά στον εγγονό, δεν ρωτάει ηλικίες, έχει σελίδα στο fb, στρώνει και κανένα live όποτε προκύψει.

Λίγο τα Εξάρχεια αντιστάθηκαν, λίγο κάτι φοιτητογειτονιές απανταχού της Ελλάδας. Μετά ήρθε η φτώχεια που θέλει καλοπέραση, το ουίσκι και η βότκα έγιναν ρακές, ρακόμελα, τσίπουρα και ουζάκια, δειλά-δειλά οι νεόπτωχοι απενδυθήκαμε την κυριλέ σοβαροφάνεια, περάσαμε το κατώφλι του καφενέ, ο οποίος μας είδε πολυπληθείς και πήρε τα πάνω του, άρχισε να ανθίζει και να λουλουδίζει, να ξεφυτρώνει παντού, γεμίζοντας τις γειτονιές.

Ο νέος καφενές είναι ενίοτε συνεταιριστικός, εναλλακτικός, μαγειρεύει κάπως αλλιώς τον μεζέ του, βάζοντας λίγο δημιουργικό αλατοπίπερο, παίζει ρεμπέτικα ανακατεμένα με Μαραβέγια, Μποφίλιου, Πιαφ και Δανάη, δεν απευθύνεται πια στον παππού αλλά στον εγγονό, δεν ρωτάει ηλικίες, έχει σελίδα στο fb, στρώνει και κανένα live όποτε προκύψει.

Η ψυχή του, όμως, παραμένει παλιά. Το ίδιο βαθύτερο νόημα. Με άλλα ρούχα και άλλα μαλλιά. Κάτι σαν εκκλησία. Της Καρδιάς και του Δήμου.

Στον ουρανό σε γύρευα, στη Γη σε βρήκα

Επιστροφή στους καφενέδες Facebook Twitter
Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Κάποτε αυτή η γειτονιά πάνω από τον σταθμό Λαρίσης ήταν σικ, με τα υπέροχα νεοκλασικά και τους αρχοντικούς νοικοκύρηδες που πήγαιναν στον μανάβη με το τρουά-πιες, τη ρεπούμπλικα, το τριζάτο μοκασίνι και το μεταξωτό μαντιλάκι στο πέτο.

Μετά η εποχή άλλαξε, στους δρόμους πια ακούς περισσότερα αραβικά από ελληνικά, όμως η αχλή των περασμένων μεγαλείων επιμένει να κάθεται σαν τη σκόνη πάνω στα αρχοντικά που κάθε χρόνο βάφονται και πιο γκρίζα από το καυσαέριο.

Οι νέοι κάτοικοι της Ανατολής μοιάζουν παράταιροι ανάμεσα στους κίονες και τα ακροκέραμα, οι κεραμικές αρχαιοπρεπείς γλάστρες στις σκάλες των εισόδων που άλλοτε φιλοξενούσαν τροφαντούς αθάνατους τώρα στοιβάζουν σκουπίδια, αλλά αυτό το νέο εξωτικό πλήθος δίνει τη δική του γλώσσα, μια άλλη ζωή σε ένα νέο παρόν, καθόλα γοητευτικό.

Προσωπικά λάτρεψα την κινηματογραφική του αύρα, ίδιο χρώμα σαν να έπαιξα μια νύχτα στο «Ρεμπέτικο».

Οι ναργιλέδες και τα λαϊκά κουρεία πλάι στις μεγαλοαστικές προσόψεις του '60 και του '70, δίπλα η Γη, στο νεοκλασικό ισόγειο. Το ψηλοτάβανο με τις πελώριες εσωτερικές πόρτες, το μπιχλιμπιδωτό πλακάκι στο πάτωμα, τους κίονες που άλλοτε όριζαν την υπερυψωμένη σαλοτραπεζαρία: αυτά τα σπίτια τα έχω ζήσει παιδί, επισκέψεις στις θείες, πίσω αυλές με καρό πλακάκι, γλάστρες, πάστρα του θανάτου εξονυχιστική, μυρωδιά από ελληνικό στο μπρίκι, μυρωδιά από γεμιστά στον φούρνο.

Όλα αυτά με μια συγκίνηση τα είδα να περνάνε μπρος μου, καθώς στριμωχνόμουν στο τραπεζάκι καφενείου, τις πεθαμένες θείες, την πεθαμένη πόλη. Καφενές σε δωμάτια παλιά, αριστοκρατικά. Μπαράκι, πιο μέσα η κουζίνα. Ευτυχώς, μυρίζει ακόμα σπιτικό φαγητό.

Επιστροφή στους καφενέδες Facebook Twitter
Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Έξω βρέχει καντάρια, εδώ δεν πέφτει καρφίτσα κι ας είναι Δευτέρα βράδυ. Ο μοναχικός παππούς που σιγοπίνει το τσιπουράκι του, οι φοιτητές, οι μεσόκοποι, οι δυο εικοσάρες φιλεναδίτσες που μοιράζονται τρεις ώρες μια σαλάτα λάχανο με παντζάρι ωραιότατη −την πήραμε κι εμείς−, το ερωτευμένο ζευγαράκι που δεν αγγίζει τον μεζέ, ο πρώτος κεραυνός του έρωτα κόβει την πείνα, ξεροσφύρι το ρακί, το καραφάκι αναποδογυρίζει πάνω σε ένα καυτό φιλί.

Δεν είναι Πέμπτη βράδυ ή Κυριακή μεσημέρι που παίζει ζωντανό σπαρταριστό ρεμπέτικο χωρίς μικρόφωνο, αλλά παρατεταγμένα στο μπαρ τα παλικάρια −αν ζούσαν το '30 θα τους έλεγες κλασικούς ρεμπέτες− σιγοτραγουδάνε, χτυπούν τον ρυθμό, θυμούνται στίχους, τους ξεφεύγει και μια πονεμένη κορόνα, ρίχνουν και καμιά έως πάμπολλες ματιές σε μας τα κορίτσια − μόνα, σχεδόν σκιαχτήκαμε, τόσο έχουμε ξεχάσει πια ότι υπάρχει και κάτι ωραίο που λέγεται φλερτ, πάψαμε να τους κοιτάμε λες και θα μας κλέψουν το πορτοφόλι, βοήθησε σ' αυτό και η φίνα ρακή αλλά έχει και ηπειρώτικο, γνήσιο, εγγυημένο τσίπουρο.

Μεζές χορταστικός, πατάτα γεμιστή με μπέικον και μπόλικα μυρωδικά, ένας ολοστρόγγυλος, στρουμπουλός, τραγανός κεφτές με πατάτες όπως τις τηγανίζει η μαμά σου, λουκάνικο χωριάτικο με πράσο, ριζότο της Άννας με μανιτάρια και ροκφόρ, μπεκρή μεζές, πράσινες ψητές πιπεριές, ρέγγα, γαύρος μαρινάτος και σκουμπρί.

Επιστροφή στους καφενέδες Facebook Twitter
Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Έχει και αρκετά ελληνικά τυριά, μετσοβόνε και λαδοτύρι Μυτιλήνης ψητά στον φούρνο, κατίκι με φρέσκια ντομάτα, λευκή και κόκκινη τυροκαυτερή. Όσοι «καφενόβιοι» ξέρω λατρεύουν τον μεζέ του, λατρεύουν τις τιμές του.

Προσωπικά λάτρεψα την κινηματογραφική του αύρα, ίδιο χρώμα σαν να έπαιξα μια νύχτα στο «Ρεμπέτικο».

Γη, Αλκαμένους 26 & Χορμοβίτου, σταθμός Λαρίσης, 210 8823102

 

Ένα κρυφό θαύμα με καταγωγή από την Κρήτη

Επιστροφή στους καφενέδες Facebook Twitter
Eδώ το τηγάνι δεν σε πληγώνει... Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Αμέτρητα τα αφιερώματα που έχω διαβάσει για τα Πετράλωνα, τα Πάνω και τα Κάτω, κι όμως ποτέ κανείς δεν έριξε το βλέμμα του στον Μάνθο, ο οποίος, μεταξύ μας, μαγειρεύει νοστιμότερα από τα περισσότερα σουξέ της περιοχής.

Φίλη μου, γειτόνισσά του και εναλλακτικού τύπου ψαχτήρι όχι μόνο των Πετραλώνων αλλά και της Αττικής όλης μαζί, όταν της τον ανέφερα μου είπε ότι μένει σχεδόν δίπλα, αλλά ποτέ δεν θα της πέρναγε από το μυαλό να σταθεί και να του δώσει μια ευκαιρία.

Γιατί ο Μάνθος δεν έχει ντεκόρ. Είναι το κλασικό παππουδίστικο καφενείο σε μια πεζοδρομημένη γωνιά που εμένα προσωπικά μού θυμίζει Θεσσαλονίκη, κάπου ανάμεσα στο Μπεζεστένι και την Εγνατία.

Από το υπέροχο ελαιόλαδο μυρίζεσαι κιόλας την καταγωγή από τον Μυλοπόταμο της Κρήτης, από τη βουτυράτη φέτα τον σωστό προμηθευτή, από τη διάφανη σάρκα και την ευωδιά τη σαρδέλα που ψωνίστηκε το πρωί για να τελειώσει ως το μεσημέρι.

Ο πάγκος-κουζινάκι, κάτι βιβλιοθήκες που περίσσεψαν από το σπίτι και βρήκαν εδώ ν' απαγκιάσουν, τραπέζια διάσπαρτα τσακωμένα μεταξύ τους, η τηλεόραση −τα βράδια που παίζει μπάλα γίνεται του Κουτρούλη ο γάμος−, στοιχήματα, καπνός και καημός.

Έξω, αλλουνού Θεού ιστορία. Πουλάκια κελαηδούν, η γαλήνη που αγαπούν τα μεσημέρια της Κυριακής, τότε που τα τραπεζάκια έξω μοσχοβολούν μαρίδα τηγανητή και ούζο, καλοκαίρι και νησί.

Eδώ δεν θα βρεις καταψύκτες και βοηθούς στην κουζίνα. Σεφ, αφεντικό, σερβίρισμα όλα μια οικογένεια, ο Στάθης με τον γιο του τον Μάνθο, σεφ της ορχήστρας και εκτελεστές μιας σερενάτας των απλών, ιδανικών θαυμάτων.

Από το υπέροχο ελαιόλαδο μυρίζεσαι κιόλας την καταγωγή από τον Μυλοπόταμο της Κρήτης, από τη βουτυράτη φέτα τον σωστό προμηθευτή, από τη διάφανη σάρκα και την ευωδιά τη σαρδέλα που ψωνίστηκε το πρωί για να τελειώσει ως το μεσημέρι.

Πίσω από τη χωριάτικη μυρίζεις την ντοματιά και την πιπεριά, το ελληνικό γαριδάκι, το ψιλό, το φτηνό, το ταπεινό, το πεντανόστιμο − θα το πάρεις και βραστό θα το πάρεις και τηγανητό, αφού εδώ το τηγάνι δεν σε πληγώνει, δεν σου κάθεται στο στομάχι, ελαφρύ και διακριτικό και ολοτράγανο και σωστά αλατισμένο, δεν αφήνει ούτε ίχνος λιπαρότητας στο πιάτο.

Επιστροφή στους καφενέδες Facebook Twitter
Σεφ, αφεντικό, σερβίρισμα όλα μια οικογένεια, ο Στάθης με τον γιο του τον Μάνθο, σεφ της ορχήστρας και εκτελεστές μιας σερενάτας των απλών, ιδανικών θαυμάτων. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Φυσικά και θα πάρεις τη χοντροκομμένη τηγανητή πατάτα με την ωραία κρούστα έτσι όπως μόνο η Κρήτη ξέρει να τη «σιάχνει», μπακαλιάρο με ολόχρυση κρούστα, χωρίς κουρκούτι και ψαράκι της ημέρας, μπαρμπουνάκι, γόπα, γαύρο, ό,τι πει ο καιρός, η εποχή και η ψαριά.

Ακόμα και αν επιλέξεις θάλασσα, αξίζει να κάνεις μια παραχώρηση στον ονειρεμένο κεφτέ, τον σκέτο άρωμα, να χορτάσεις παλιά Ελλάδα και εξυπηρέτηση με το χαμόγελο, πριν ανηφορίσεις για καφέ στην άλλη όχθη, αυτή των μοδάτων Πετραλώνων.


Μάνθος, Περσέως & Σκαμβονιδών, Πετράλωνα, 210 3472635

Γεύση
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Οι γεύσεις του καλοκαιριού που φυλάξαμε για το χειμώνα

Γεύση / Φρυγανισμένα, λιόκαφτα, παστά, ξιδάτα: Έτσι μένει η γεύση του καλοκαιριού

Η τέχνη της συντήρησης των τροφών πάει χιλιάδες χρόνια πίσω και έχει ακόμα λόγο ύπαρξης γιατί μεταμορφώνει τα υλικά σε κάτι άλλο. Και αυτό το «άλλο» έχει γαστρονομική και συναισθηματική αξία.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Το πρώτο ελληνικό ουίσκι: Όταν μια παρέα φίλων εμφιάλωσε το όνειρό της

Radio Lifo / Aυτό είναι το πρώτο ελληνικό ουίσκι

Μια ομάδα εννέα φίλων, χωρίς καμία επαγγελματική σχέση με την ποτοποιία, κατάφερε με πείσμα και πολλή αγάπη για το ουίσκι να δημιουργήσει το πρώτο ελληνικό single malt whisky. Δύο από αυτούς, ο Γιάννης Χριστοφορίδης και ο Ντίνος Οικονομόπουλος, μιλούν στη Μερόπη Κοκκίνη γι' αυτό το «ταξίδι» από το κριθάρι και το νερό του Ταΰγετου μέχρι τα βαρέλια vinsanto και τις αμέτρητες δυσκολίες.
ΜΕΡΟΠΗ ΚΟΚΚΙΝΗ
«Το 2025 είναι εξαιρετική χρονιά για τον οινολόγο, ο καλλιεργητής όμως κλαίει»

Το κρασί με απλά λόγια / «Το 2025 είναι εξαιρετική χρονιά για τον οινολόγο, ο καλλιεργητής όμως κλαίει»

Πώς κύλησε ο φετινός τρύγος σε διαφορετικές γωνιές του κόσμου; Από τον βορρά ως τον νότο της Ελλάδας, αλλά και σε εμβληματικές περιοχές όπως το Μπορντώ, η Βουργουνδία και η Μεντόζα, οι Έλληνες οινολόγοι καταθέτουν την εμπειρία τους και μιλούν για τις προκλήσεις που φέρνει η κλιματική αλλαγή.
THE LIFO TEAM
Το Χάνι της Ρέρεσης είναι ένα από τα τελευταία της Ελλάδας

Γεύση / Παγόνια, αντίκες και μαγειρευτά σε ένα χάνι που αντέχει στον χρόνο

Το Χάνι της Ρέρεσης, ένα από τα τελευταία της Ελλάδας, παραμένει ανοιχτό για ταξιδιώτες και ντόπιους, με την κυρία Νίτσα να κρατά ζωντανή την παράδοση της φιλοξενίας σε ένα μαγειρείο που θυμίζει λαογραφικό μουσείο.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
47’ στο Hygge με την Anne Meurling

Γεύση / Hygge: Ένας φούρνος που μυρίζει θαλπωρή στην Ιπποκράτους

Με νοσταλγία για τις συνταγές της πατρίδας της, μια Σουηδέζα φτιάχνει ψωμί, γλυκά, αέρινο βούτυρο και άψογη μηλόπιτα, δημιουργώντας ατμόσφαιρα βόρειας Ευρώπης - μόλις δυο βήματα από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας.
M. HULOT
«Μα πώς γεμίζει αυτή η τρύπα;»: Πριν από 40 χρόνια, τα «Δυο Λουξ» ξάφνιασαν τα Χανιά

Θρυλικά Μπαρ / «Μα πώς γεμίζει αυτή η τρύπα;»: Πριν από 40 χρόνια, τα «Δυο Λουξ» ξάφνιασαν τα Χανιά

Ξέρετε πολλές τσαγερί που να έχουν εξελιχθεί σε ολοήμερα στέκια, να έχουν μισθώσει λεωφορεία για να δουν οι θαμώνες τους μια έκθεση σε άλλον νομό ή να βγάζουν μια βάρκα γεμάτη με μελομακάρονα για κέρασμα στον δρόμο; Και όμως, αυτό το μέρος υπάρχει και έχει ξενυχτήσει γενιές στο λιμάνι των Χανίων.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Χταπόδι με σύκα: Μια για πολλούς άγνωστη και σίγουρα απρόσμενη συνταγή

Γεύση / Χταπόδι με σύκα: Μια για πολλούς άγνωστη και σίγουρα απρόσμενη συνταγή

«Όπου υπάρχουν συκιές, λίγο πιο πέρα αρχίζουν τα βότσαλα και μετά η Μεσόγειος και μετά το χταπόδι. Και κάπου, σ’ ένα πανηγυρικό τραπέζι, συναντώνται το χταπόδι και τα σύκα. Μαγειρεμένο το χταπόδι, μαγειρεμένα και τα λιόκαφτα, ξερά σύκα».
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Η ιεροτελεστία του πανηγυρικού πιλαφιού του Δεκαπενταύγουστου στο Καρπάθιο

Γεύση / Tα πιλάφια του Δεκαπενταύγουστου: Έτσι τιμούν τη μεγάλη γιορτή σε Κάσο και Κάρπαθο

Ακολουθώντας τελετουργικό χρόνων, στήνουν καζάνια πάνω σε φωτιές και φτιάχνουν πιλάφι, κρέας κοκκινιστό και τηγανητές πατάτες για να τιμήσουν τη μεγαλύτερη γιορτή του καλοκαιριού.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ