Το Καπέσοβο είναι ένα από τα αγαπημένα μου χωριά. H μοίρα το έφερε έτσι, χωρίς ιδιαίτερο σχεδιασμό, ώστε αυτή η στήλη να ξεκινήσει με το τι σημαίνει να ζεις μόνιμα στο Καπέσοβο και σήμερα, δυόμισι χρόνια μετά, να συμπληρώνουμε τα εκατό κείμενα ξανά με το Καπέσοβο.
Εκατό συζητήσεις, λοιπόν, με ανθρώπους που είτε άφησαν μεγάλα αστικά κέντρα για να ξεκινήσουν μια νέα ζωή σε μικρότερους τόπους της περιφέρειας είτε απλώς δεν έφυγαν ποτέ από αυτούς. Τα διδάγματα πολλά, αλλά δεν είναι αυτός ο χώρος για να τα μοιραστούμε.
Αυτή την εβδομάδα μοιραζόμαστε την ιστορία ενός νέου ζευγαριού, του Κωνσταντίνου και της Μελίνας, οι οποίοι επέλεξαν μια διαφορετική ζωή, με τα θετικά και τα αρνητικά της, σε ένα από τα ομορφότερα ορεινά χωριά της Ελλάδας.
Πώς πήραμε την απόφαση
Μελίνα: Ονομάζομαι Μελίνα Παπαδοπούλου. Γεννήθηκα, μεγάλωσα και σπούδασα στη Θεσσαλονίκη Αρχιτεκτονική, και όταν ήμουν μικρή περνούσα τα καλοκαίρια στο χωριό της μαμάς, το Νεστόριο. Αργότερα έζησα και κάποια χρόνια στην Αγγλία. Κάθε διαφορετικός τόπος, είτε είχε τα αρώματα και την ηρεμία του βουνού είτε τη νυχτερινή γοητεία της μεγαλούπολης, ακόμα και τη σιωπηλή μελαγχολία της βιομηχανικής αγγλικής μικρής πόλης, ήταν για μένα μια νέα εμπειρία που προσπαθούσα να τη βιώσω θετικά. Μετά την Αρχιτεκτονική εργάστηκα αρκετά χρόνια ως art and design tutor, προετοιμάζοντας μαθητές ώστε να εισαχθούν με επιτυχία σε πανεπιστημιακές σχολές που απαιτούν εξέταση στο σχέδιο. Έκανα κι ένα πέρασμα από τη διακόσμηση, έως ότου αποφάσισα να κάνω μεταπτυχιακό στη Μουσειολογία και Διαχείριση Πολιτισμού. Εκεί βρήκα πραγματικά το ιδανικό αντικείμενο εξειδίκευσης. Συνδύαζε σχεδιασμό, εικαστικότητα, φαντασία και θεωρία πολιτισμού, ενώ γειτνίαζε και με τον κινηματογράφο, καθώς η Μουσειολογία σκηνοθετεί –μέσα από τον νοηματικό σχεδιασμό– και σκηνογραφεί –μέσα από τον εκθεσιακό σχεδιασμό– εμπειρίες. Έκτοτε συνεργάστηκα με δήμους, με πανεπιστήμια και φορείς σε πολλά και διαφορετικά έργα.
Στην Αθήνα είχε θερμό γκρι και ψυχρό γκρι. Αυτές ήταν οι εποχές. Εδώ καταλαβαίνεις ότι η φύση αλλάζει. Πεθαίνει και αναγεννιέται σε έναν πανέμορφο κύκλο.
Κωνσταντίνος: Γεννήθηκα στην Αθήνα, γέννημα-θρέμμα Νεοσμυρνιώτης, με καταγωγή από Κρήτη από την πλευρά του μπαμπά και Γιάννενα της μαμάς. Σχολείο, φίλοι, ενηλικίωση στην πλατεία –μη με ρωτήσεις ποια, μία είναι η πλατεία– και μετά φυγή στην Αγγλία, μια και μου δόθηκε μια υπέροχη ευκαιρία να μπορέσω να γνωρίσω για πέντε χρόνια έναν κόσμο εντελώς διαφορετικό από τον δικό μου. Πρώτο πτυχίο πολιτικός μηχανικός, μεταπτυχιακές σπουδές στο UMIST ως γεωτεχνικός μηχανικός και 15 κιλά πάνω σε έναν χρόνο, που με το ζόρι βγήκα από το σπίτι. Ίσως φταίει ότι κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ανακάλυψα πως ο Ντέιβιντ Λιντς έχει σκηνοθετήσει σειρά! Επιστροφή στην Ελλάδα το 2004 για εντατικό δεκαεπτάμηνο πρόγραμμα αδυνατίσματος στον ελληνικό στρατό, όπου επίσης μου δώσανε πτυχία, και ακολούθησε γνωριμία με το παράλογο της ελληνικής πραγματικότητας, στην προσπάθεια σταδιοδρομίας σε αντικείμενο σχετικό με το πτυχίο μου. Πολεοδομία Αργυρούπολης, ο καθημερινός μου εφιάλτης, και πάνω κάτω σε καλουπωμένες σκάλες, να μαλώνεις με τα μαστόρια στις αντιπαροχές. Τρέλα. Δεν είχα σπουδάσει για να κάνω αυτό, αλλά τα χρήματα ήταν καλά, κάποτε…
Μέσα σε αυτή την «ταραχή» όλα αυτά τα χρόνια, κάτι έμεινε σταθερό, η αγάπη για τη φωτογραφία. Ξεκίνησε από τα δεκαπέντε κι έμεινε. Δεν ήταν κάτι προσωρινό, ούτε μια επιθυμία της στιγμής, ήταν κάτι πολύ βαθύτερο, αλλά μέχρι τα 25 απλώς φανταζόμουν ότι έδειχνα ωραίος κρατώντας μια φωτογραφική μηχανή. Η ζωή προχωράει και σε προλαβαίνει όμως, κάπου εκεί στα 25 η ανεμελιά δίνει τη θέση της στην πραγματικότητα και η φωτογραφία έγινε η σανίδα σωτηρίας της ψυχής μου όταν, στα 33 πλέον, έπειτα από 3 χρόνια κρίσης, μνημονίων και οικονομικής αβεβαιότητας, με έφερε στο Καπέσοβο.
Το Καπέσοβο ήρθε στη ζωή μου από τη θάλασσα, για να παραφράσω την πρόταση της Αλιέντε από την εισαγωγή του βιβλίου «Το σπίτι των πνευμάτων», εντελώς αναπάντεχα δηλαδή. Μια σειρά από γεγονότα, για κάτι το οποίο ήταν γραφτό να γίνει, ξεκίνησε την ημέρα που μας ανακοίνωσε ο Γιώργος Παπανδρέου από το όμορφο Καστελόριζο ότι πτωχεύσαμε. Αντιθέσεις ψάχνω στη φωτογραφία, αντιθέσεις γεγονότων που με έδιωξαν από την Αθήνα. Μια κρίση έφερε σ' εμένα χαμόγελο και ελπίδα. Άρπαξα τον γάτο μου –Μύξα τον έλεγαν–, χώρεσα ό,τι είχα σε ένα VW Polo και είπα «φεύγω». Ήμουν αποφασισμένος να κάνω την Αθήνα τόπο προορισμού και όχι επιστροφής.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά, ήμασταν στο Τρίκυκλο στον Νέο Κόσμο, πίναμε και τρώγαμε με τον Ανδρέα, τη Στέλλα και τον Θάνο, και τους λέω «δεν την παλεύω άλλο, πρέπει να φύγω. Βρέθηκε ένα οικόπεδο στην άκρη του κόσμου και θα τα βάλουμε όλα εκεί. Να γίνει το σπίτι και μετά έχει ο Θεός». Όλοι έμειναν άναυδοι, αν και δεν τους φάνηκε τόσο παράξενο. Τον τελευταίο καιρό πριν από τη φυγή περνούσα πολύ χρόνο στα βουνά και η επιστροφή ήταν πάντα επώδυνη. Αυτό το έβλεπαν όλοι, οπότε στην ουσία χάρηκαν γιατί θα ήταν μια κίνηση που θα με έκανε χαρούμενο, όση αβεβαιότητα κι αν εμπεριείχε.
Μελίνα: Εγώ, φανταστείτε, ούτε το παραδοσιακό τραγούδι για το Καπέσοβο ήξερα ούτε καν την ύπαρξη του χωριού αυτού. Πρώτα ήρθε στη ζωή μου ο Κωνσταντίνος και μετά το Καπέσοβο. H γνωριμία μας λειτούργησε σαν καταλύτης στην απόφασή μου να κάνω αυτή την αλλαγή. Με δελέασε, πέρα από το υπέροχο τοπίο, ο τρόπος ζωής του Κωνσταντίνου, που ήταν ήρεμος και γεμάτος εκτίμηση προς τη φύση, αλλά και η εικαστικότητά του. Ξέρετε, πολλοί αρχιτέκτονες παντρεύονται είτε πολιτικούς μηχανικούς είτε καλλιτέχνες. Εγώ παντρεύτηκα έναν που είναι και τα δύο!
Μιλώντας για την προσωπική μου εμπειρία, στάθηκα τυχερή γιατί δεν ξεκινούσα από το μηδέν. Οι δυσκολίες που αντιμετώπισα ήταν δύο ειδών: από τη μια να μπορέσω να ταξιδεύω συχνά, για να είμαι εντάξει στις επαγγελματικές μου υποχρεώσεις, και από την άλλη να εγκλιματιστώ σε έναν τόπο άγνωστο και μια μικροκοινωνία αρκετά κλειστή, με πολύ διαφορετική νοοτροπία από αυτή που είχα συνηθίσει. Μέχρι στιγμής έχω προσφέρει μέσω του Πολιτιστικού Συλλόγου Καπέσοβου μια μουσειολογική πρόταση για την Πασχάλειο Σχολή και δύο παρουσιάσεις ημερολογίων, ένα για τις εικονογραφήσεις των σπάνιων βιβλίων της κι άλλο ένα με τα ιδιαίτερα λουλούδια του τόπου. Η αλήθεια είναι πως ήρθα πολύ ορεξάτη να προσφέρω γνώση και τεχνογνωσία, αλλά και να εμπλουτίσω την ποιότητα ζωής που απλόχερα μου προσέφερε το τοπίο. Ο ενθουσιασμός μου εκτιμήθηκε από τους περισσότερους στο χωριό, πλην συγκεκριμένων που βάζουν προσκόμματα σε κάθε προσπάθεια, για άγνωστους και ακατανόητους σ' εμένα λόγους.
Κωνσταντίνος: Δεν είμαι κοινωνικός καθόλου, κι αυτό με έσωσε. Δεν ήρθα με σκοπό να ενσωματωθώ στο χωριό, ήρθα να ζήσω τη ζωή που ήθελα και αν κάποιος ταίριαζε σε αυτό, τότε καλοδεχούμενος να μπει στον μικρό μου κύκλο. Οι υπόλοιποι, από μακριά κι αγαπημένοι. Ευγένεια ναι, αλλά χωρίς πολλά πολλά. Δεν είχα έρθει για να δώσω content, άσχετα με το αν αυτό δημιουργούνταν τις περισσότερες φορές ερήμην μου. Οπότε γενικά κοίταγα τη δουλειά μου, κάτι που ευλαβικά συνεχίζω να κάνω μέχρι τώρα. Εκτός αν μπαίνουν στις δουλειές μου. Εκεί έχουμε θέμα.
Μελίνα: Το Καπέσοβο δεν είναι απλώς ένα πολύ μικρό όμορφο χωριό. Είναι ένα ζωντανό μνημείο της ηπειρώτικης πέτρας, της τοπικής τεχνικής παράδοσης και της ιστορίας του Ζαγορίου, με παγκόσμια πλέον αναγνώριση.
Κωνσταντίνος: Το Καπέσοβο είναι από τα πιο όμορφα χωριά του Ζαγορίου, με πραγματικούς θησαυρούς, όπως είναι ένα από τα δώδεκα αντίτυπα της Χάρτας του Ρήγα. Και θα μπορούσε να είναι, πέρα από χωριό-μνημείο, και χωριό-μουσείο, αλλά… Είναι χτισμένο σε πλεονεκτική θέση, έχει φοβερό κλίμα, ειδικά τον χειμώνα, με σχεδόν καθόλου υγρασία, έχει ένα κτίσμα-στολίδι, την Πασχάλειο Σχολή, και μια εκκλησία-κόσμημα, τον Άγιο Νικόλαο, αλλά… έχει και την ατυχία να έχει πέσει θύμα μεγάλης εγκατάλειψης και ουσιαστικά αδιαφορίας για όλα όσα έχει να προσφέρει. Αυτά το έχουν μετατρέψει σε χωριό-φάντασμα του εαυτού του. Είναι πραγματικά εξοργιστικό να βλέπεις και να ζεις αυτή την παρακμή. Σε κάνει να αναλογίζεσαι πόσο λίγοι είμαστε απέναντι σε όσα έχουμε κληρονομήσει.
Η ζωή στο χωριό
Μελίνα: Για μένα στο χωριό ο χειμώνας είναι χαρούμενη αναμονή για τα Χριστούγεννα και για τα χιόνια. Αν και δεν είδα πολλές μέρες με χιόνι, εκείνες τις λίγες το τοπίο μεταμορφώθηκε σε παραμυθένιο, θαρρείς και θα κατέβαινε η βασίλισσα του χιονιού από τη Σκάλα του Βραδέτου! Ζεστή σοκολάτα με λικέρ κράνο που φτιάχνει ο Κωνσταντίνος, ταινίες και σειρές, διάβασμα και συζητήσεις όλο νόημα παρέα με τα δυο γατιά μας. Το δε καλοκαίρι είναι πολύ πιο ανακουφιστικό απ’ ό,τι στην πόλη, που ζεματάνε τα τσιμέντα. Βέβαια, ακόμα δεν απολαμβάνω το μπάνιο στο ποτάμι, γιατί σαν τη Χαλκιδική δεν έχει, αλλά, εντάξει, ίσως με τον καιρό να καταφέρω να μπω πιο πάνω από το γόνατο.
Κωνσταντίνος: Ο χειμώνας είναι για φωτογραφίες, σεμινάρια και βίντεο για το κανάλι μου στο YouTube, όπου προσπαθώ να μεταφέρω την οπτική μου για τη φωτογραφία τοπίου. Οι εναλλαγές του καιρού, τα σύννεφα που παίζουν με τα δέντρα και κρύβονται στη χαράδρα της Μεζαριάς είναι εικόνες που δεν μπορείς να φανταστείς ότι μπορείς να δεις αν δεν το ζεις καθημερινά. Το καλοκαίρι υπάρχει για να περιμένω το φθινόπωρο. Δεν μου αρέσει. Έχει αλλάξει το κλίμα. Στα 1.100 μ. έχει τύχει το θερμόμετρο να γράψει 36. Αν είναι δυνατόν! Το βράδυ βέβαια, όλα φυσιολογικά, ίσως χρειαστείς και κουβερτούλα, και το αηδόνι από έξω τον Ιούνιο να σε νανουρίζει. Ευτυχία! Που ενισχύεται και από την αγκαλιά της Μελίνας, που πάντα το βράδυ κρυώνει. Το καλοκαίρι θέλει ακόμα πιο ψηλά, αλλά κι εκεί, δυστυχώς, από αρχές Ιουλίου και μετά δεν πλησιάζεις πέρα από την περιοχή της Δρακόλιμνης, γιατί όλο το βουνό γεμίζει βόδια. Μεγάλη μάστιγα. Έχουν καταστρέψει όλο το βουνό.
Μελίνα: Αυτήν τη στιγμή έχω τέσσερα μουσειολογικά έργα που τρέχουν παράλληλα, εκ των οποίων το ένα είναι η συμμετοχή μου ως εκθεσιακής σχεδιάστριας σε ένα πανεπιστημιακό πρότζεκτ υβριδικού μουσείου παραδοσιακού χορού στην Ήπειρο.
Κωνσταντίνος: Διοργανώνω φωτογραφικά σεμινάρια στην Τύμφη τρεις φορές τον χρόνο, καθώς και ατομικές 1 on 1 βόλτες προσαρμοσμένες στις προτιμήσεις του εκάστοτε ενδιαφερόμενου. Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε στην ιστοσελίδα μου endotopia.art και όποιος θέλει να εντρυφήσει στη φωτογραφική μου φιλοσοφία μπορεί να παρακολουθήσει τα βίντεο που φτιάχνω στο YouTube, αν και είναι στα αγγλικά.
Εδώ ζεις μέσα στη φύση. Στην Αθήνα είχε θερμό γκρι και ψυχρό γκρι, αυτές ήταν οι εποχές. Εδώ καταλαβαίνεις ότι η φύση αλλάζει. Πεθαίνει και αναγεννιέται σε έναν πανέμορφο κύκλο. Τα προβλήματα είναι τα ίδια, φορολογίες, ΕΝΦΙΑ και ίσως και μεγαλύτερα τα έξοδα, μια και πρέπει να κάψεις 80 χλμ. κάθε φορά που θέλεις να κάνεις μια βόλτα στο σούπερ μάρκετ ή να πας να δεις ένα έργο στο σινεμά. Σίγουρα δεν σου χαρίζεται τίποτα, αλλά ο προσωπικός κόπος σού δίνει ποιότητα ζωής. Από νωρίς έμαθα να φτιάχνω το μποστάνι μου και κάθε χρόνο το καλοκαίρι έχω τα ζαρζαβατικά μου. Θέλω να βάλω και κότες, να πάρω κι έναν γάιδαρο, αλλά σκέφτομαι ότι ίσως δεν θα μπορέσω να φύγω ξανά από το σπίτι. Είναι μεγάλη δέσμευση. Στα εργασιακά σίγουρα δεν υπάρχει το κέρδος της οικοδομής, αν και κατά την περίοδο της κρίσης κι αυτό μικρό ήταν. Αλλά η ζωή στο βουνό σου δείχνει τι πραγματικά χρειάζεσαι και δεν μαζεύεις άχρηστα.
Προσωπικά, δεν μου λείπει τίποτε απολύτως. Μόνο οι φίλοι μου, γιατί είμαστε μαζί από το δημοτικό. Ευτυχώς, βρήκα τον Αχιλλέα, την Εύη, τον Δημήτρη και τον Κώστα και, φυσικά, δέκα χρόνια μετά, ο Θεός με ευλόγησε και μου έφερε και τη Μελίνα στη ζωή μου.
Αν μπορούσα να αλλάξω κάτι, θα ήταν να οργανωθεί ο δήμος, να ανοίξει κοινοτικά καταστήματα, να αρχίσουν να νοικιάζουν οι Ζαγοριανοί τα σπίτια τους που ρημάζουν και πέφτουν, ώστε να έρθουν νέοι άνθρωποι με όρεξη και διαφορετική νοοτροπία για να αλλάξουν τα πράγματα. Να ανοίξουν τα σχολεία, να γεμίσει ζωή ο τόπος. Να φανταστείς, για κάποιον που δεν έχει αυτοκίνητο, αν θέλει να κατέβει στα Γιάννενα, δρομολόγιο έχει δύο φορές τον μήνα. Πού; Στα Ζαγοροχώρια!
Κάποιον που θα ήθελε να κάνει μια αντίστοιχη κίνηση και να μείνει σε έναν μικρό τόπο θα τον συμβούλευα, αν μπορεί, να εξασφαλίσει μια δουλειά, όποια κι αν είναι αυτή, και αν μπορεί να βρει κάπου να μείνει, να το κάνει. Θα πρέπει να είναι μια συνειδητή επιλογή όμως, όχι από ανάγκη. Όποιος το κάνει από ανάγκη, δεν θα μακροημερεύσει στα χωριά. Μπορεί η δουλειά να μην είναι ιδανική, αλλά η παραμονή σε ένα μέρος δημιουργεί ευκαιρίες.
Στείλτε τις προτάσεις σας για τη στήλη «Γειτονιές της Ελλάδας» στο [email protected]