ΔΕΝ ΘΑ ΜΑΘΟΥΜΕ ποτέ εάν και σε ποιο βαθμό ευσταθούν οι βαριές κατηγορίες εκ μέρους της Μία Φάροου και της οικογένειάς της, που έχουν ανεξίτηλα κηλιδώσει την δημόσια εικόνα του διάσημου σκηνοθέτη και κωμικού. Προσωπικά, και μόνο το χρονικό της σχέσης του με την σημερινή σύζυγό του, θα ήταν αρκετό για να μου προκαλέσει μια έντονη δυσανεξία όχι μόνο προς τον ίδιον, αλλά και προς το έργο του, με το οποίο είχα πάντα ένα θέμα, ειδικά με τους χαρακτήρες που λειτουργούσαν ως alter ego του δημιουργού τους επί της οθόνης.
Το γεγονός ότι τόσοι πολλοί εξακολουθούν τον στηρίζουν με τόσο πάθος, πηγαίνοντας να δουν ακόμα και τις πρόσφατες ταινίες του, παρότι δεν βλέπονται με τίποτα, πιο πολύ σημαίνει ότι δεν θέλουν να αποχωριστούν εκείνο το εναλλακτικό αρσενικό αρχέτυπο που εκπροσωπούσε ο «νευρικός εραστής», χαρίζοντάς τους τόση ελπίδα και αυτοπεποίθηση κάποτε. Σε κάθε περίπτωση, ο Γούντι Άλεν, τα τελευταία χρόνια, εκτός από το μάτι του κυκλώνα, βρέθηκε και στο επίκεντρο ενός καίριου ηθικού και υπαρξιακού ζητήματος. Μπορούμε (πρέπει) να διαχωρίσουμε τον άνθρωπο από τον δημιουργό ή τον δημιουργό από το έργο;
Αν έλεγα ότι μόνο καμιά ντουζίνα (αριθμός πολύ μεγάλος για οποιονδήποτε σκηνοθέτη) από τις πενήντα και πλέον ταινίες που έχει γυρίσει ο Γούντι Άλεν, στέκονται και ξαναβλέπονται πραγματικά, θα δεχόμουν την χλεύη των φανατικών οπαδών του, οι οποίοι συχνά μπορούν να γίνουν πολύ επιθετικοί, κι ας μην τους το έχεις.
Νομίζω ότι αυτός ο διαχωρισμός είτε προκύπτει οργανικά είτε δεν έχει νόημα. Και πάντα εξετάζεται κατά περίσταση. Εν προκειμένω, θα έλεγα ότι δεν έχω κανένα πρόβλημα να ξαναδώ τις ταινίες του, ειδικά τις παλιές, ειδικότερα τις πιο «λοξές» και αυτές που δεν κυκλοφορεί με μικρούλες. Από ένα σημείο της φιλμογραφίας του και μετά, προτιμώ σαφώς αυτές που δεν παίζει ο ίδιος, μόνο που συχνά αυτές είναι ακόμα χειρότερες, με κάποιες λαμπρές εξαιρέσεις, όπως το Sweet and Lowdown και το Match Point, από το οποίο βλέπω ότι μας χωρίζουν ακριβώς είκοσι χρόνια.
Για μένα, η πιο συμπαθητική του εμφάνιση στην οθόνη τις τελευταίες δεκαετίες ήταν στο “Fading Gigolo” του 2014, στο ρόλο ενός βιβλιοπώλη που γίνεται «μέντορας» ενός καλοπροαίρετου και μελαγχολικού (και ώριμου) ζιγκολό, τον οποίο υποδύεται ο Τζον Τορτούρο που έγραψε και σκηνοθέτησε την ταινία.
Αν έλεγα ότι μόνο καμιά ντουζίνα (αριθμός πολύ μεγάλος για οποιονδήποτε σκηνοθέτη) από τις πενήντα και πλέον ταινίες που έχει γυρίσει ο Γούντι Άλεν, στέκονται και ξαναβλέπονται πραγματικά, θα δεχόμουν την χλεύη των φανατικών οπαδών του, οι οποίοι συχνά μπορούν να γίνουν πολύ επιθετικοί, κι ας μην τους το έχεις. Περίπου όμως στο ίδιο νούμερο και ο ίδιος στην (σπάνια) συνέντευξή του στην Wall Street Journal, πριν από δύο μήνες, με αφορμή την έκδοση του πρώτου του μυθιστορήματος. «Από τις πενήντα, θα μπορούσα να διαλέξω 15 που αξίζει να κρατήσει κανείς και να ξεφορτωθεί όλες τις υπόλοιπες», έλεγε.
«Η ζωή είναι μια σειρά από ανόητα λάθη», παρατηρούσε στην ίδια συνέντευξη. «Όσο μεγαλώνω, τόσο πιο φρικτά μου φαίνονται τα πάντα. Θέλω να πω, όσο περισσότερες εμπειρίες έχεις, τόσο περισσότερο αρχίζεις να καταλαβαίνεις πόσο ανόητη, άσκοπη και τραγική υπόθεση είναι η ζωή…». Όσο για τα 90 του χρόνια που τα έκλεισε προχθές, έλεγε πριν από δύο μήνες: «Ξέρω ότι πλησιάζει το τέλος και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι' αυτό. Τώρα που είναι πιο κοντά, το αντιμετωπίζω πολύ καλύτερα. Όταν ήμουν νεότερος, θα ήταν μια τραγωδία. Τώρα που είμαι 90 και βλέπω τι έχει να προσφέρει η ζωή, ξαφνικά δεν είναι και τόσο άσχημα».