ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΩΝ ’00s, σε μια εποχή που η τέκνο έμοιαζε να ψάχνει να βρει την ιδανική της φόρμουλα καθώς περνούσε στο ευρύτερο κοινό, γεννήθηκε κάτι διαφορετικό. Το όνομά του ήταν Sandwell District: μια συλλογικότητα, μια δισκογραφική, μια στάση απέναντι στη μουσική. Το πρότζεκτ ξεκίνησε από τους Karl O’Connor (Regis) και Peter Sutton (Female) και αργότερα ενσωματώθηκαν σε αυτό ο Dave Sumner (Function) και ο Juan Mendez (Silent Servant).
Πρόκειται για τέσσερις καλλιτέχνες από διαφορετικές γωνιές του κόσμου που συνυπήρχαν γιατί μοιράζονταν μια κοινή φιλοσοφία, την αποδόμηση του ήχου, της ταυτότητας και του ίδιου του εγώ μέσα στην τέκνο κουλτούρα. Από το Μπέρμιγχαμ στο Βερολίνο και από τη Νέα Υόρκη στο Λος Άντζελες, οι Sandwell District έγιναν κάτι παραπάνω από δισκογραφική – μια μυστική κοινότητα, ένα διεθνές αντεργκράουντ δίκτυο, που εξελίχθηκε σε κόμβο μυθικών διαστάσεων, όπου η τέκνo απέκτησε ξανά ψυχή.
Ο Regis, μια εμβληματική μορφή του βρετανικού industrial techno, είχε ήδη θέσει τις βάσεις του με το ιστορικό label, την Downwards, που ίδρυσε μαζί με τον Female στις αρχές των ’90s. Μαζί όρισαν τον ήχο του Μπέρμιγχαμ – ήταν σκληρό, μηχανικό, αδυσώπητο. Ο Function, Νεοϋορκέζος με ρίζες στη σχολή του Detroit, έφερε τη μελωδικότητα και το βάθος της αμερικανικής τέκνo, ενώ ο Silent Servant, με καταγωγή από τη Γουατεμάλα, πρόσθεσε το σκοτεινό, αισθητικά πειραματικό στοιχείο του post-punk και της synth κουλτούρας. Η συνάντηση αυτών των ανθρώπων δημιούργησε έναν ήχο που ισορροπούσε μεταξύ των μηχανών και του συναισθήματος, μια πλευρά της τέκνo που έμοιαζε πιο ανθρώπινη από ποτέ.
«Η σκηνή της τέκνo σήμερα είναι πιο μεγάλη, πιο επαγγελματική, αλλά και πιο απρόσωπη. Υπάρχουν εξαιρετικοί καλλιτέχνες, αλλά και πολλή φόρμα χωρίς περιεχόμενο. Βλέπουν το τέκνο ως προϊόν όχι ως έκφραση».
Μεταξύ 2006 και 2011, η Sandwell District αναδείχθηκε σε σύμβολο ανεξαρτησίας και αντι-σταρ φιλοσοφίας. Κυκλοφορίες χωρίς credits, ανώνυμα εξώφυλλα, περιορισμένα βινύλια που εξαφανίζονταν προτού προλάβουν να διανεμηθούν. Η αισθητική τους, μινιμαλιστική, σχεδόν μυστικιστική, και ο ακραίος έλεγχος στη λεπτομέρεια και στην παρουσίαση δημιούργησαν έναν θρύλο. Το κοινό δεν ήξερε ποιος ήταν ποιος, κι αυτό ήταν το νόημα, «η μουσική πάνω απ’ όλα». Όταν το πρότζεκτ διαλύθηκε, το 2011, με ηχηρό τρόπο, το κενό που άφησε ήταν αισθητό όχι μόνο στην τέκνο σκηνή αλλά σε ολόκληρη την αντεργκράουντ κουλτούρα εκείνης της δεκαετίας.
Sandwell District - «Falling the same way»
Λίγο πριν από τον θάνατο του Silent Servant το 2024, οι Regis και Function ξαναβρέθηκαν. Όχι από νοσταλγία, αλλά από ουσιαστική ανάγκη. Η συνεργασία τους ξαναζωντάνεψε μέσα από τη μνήμη και τη φιλία, οδηγώντας σ’ ένα νέο άλμπουμ, το «End Beginnings», που λειτουργεί σαν κάθαρση: μια ωδή στη σύνδεση, στη συμφιλίωση και στην ψυχρή ειλικρίνεια που πάντα χαρακτήριζε τους Sandwell District. Δεν πρόκειται για μια μεγάλη επιστροφή ή ένα αναπάντεχο comeback. Είναι μια υπενθύμιση ότι πίσω από τις μηχανές, τα βιομηχανικά beats και τις ψυχρές συχνότητες υπάρχει πάντα κάτι βαθιά ανθρώπινο.
Η κάμερα ανοίγει, ο Regis είναι στη Βρετανία και πίσω του έχει μια στοίβα με CDs, ο Function κάθεται στο κρεβάτι του στη Νέα Υόρκη.
«Χαιρόμαστε πολύ που μιλάμε μαζί σου σήμερα, γιατί η Ελλάδα είναι πολύ σημαντική για εμάς, με πολλούς περίεργους τρόπους, ως Sandwell District αλλά και προσωπικά». Ο Regis θυμάται πως εδώ ήταν οι πρώτες του διακοπές σε ξένη χώρα, το 1983, όταν ήρθαν στη Γλυφάδα με τη μητέρα του. «Τότε ήταν σπάνιο για τους Άγγλους να πηγαίνουν εκεί, οι περισσότεροι πήγαιναν Ισπανία, αλλά η μαμά μας επέμενε να έρθουμε στην Αθήνα». Ο Function του θυμίζει το live του στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου για τις ανάγκες του performance film «Let the night return» του Βασίλειου Τρίγκα, αλλά και την εμφάνισή τους στο Six d.o.g.s την εποχή των επεισοδίων του 2011 στην Αθήνα. «Γνωρίσαμε και τον Λουκάνικο, τον διάσημο riot dog τότε, μεγάλες στιγμές!». Συζητάμε λίγο για την οικονομική κατάσταση στη χώρα, είναι απόλυτα ενημερωμένοι για το τι συμβαίνει εδώ. «Είναι χάλια παντού, αλλά σκέψου πόσο χειρότερο θα ήταν αν έμενες στο Μπέρμιγχαμ», μου λένε γελώντας. Λίγο καιρό μετά την αθηναϊκή τους εμφάνιση ήρθε η θορυβώδης ρήξη τους, αποτέλεσμα των αφιλτράριστων εγωισμών και των πολλών ναρκωτικών, όπως έχουν παραδεχτεί. Και οι σχέσεις κόπηκαν μαχαίρι.
Η συζήτηση πάει αναπόφευκτα στην απρόσμενη απόφαση της επιστροφής τους ως Sandwell District. «Ήρθε πολύ περίεργα. Δεν είχαμε μιλήσει για πάρα πολύ καιρό, κοντά δέκα χρόνια. Γίναμε όλα τα κλισέ που σιχαινόμασταν, τα χειρότερα και τα καλύτερα, τέλος πάντων. Μια μέρα πήρε τηλέφωνο τον Regis ο Rich Machin των Soul Savers, που δουλεύει με τον Dave Gahan (Depeche Mode), την PJ Harvey κ.ά. Είναι ο καλύτερος φίλος του Mark Lanegan και είπε πως “ο Mark είναι τεράστιος φαν, δικός σου και των Sandwell District, και θα ήθελε να δουλέψετε μαζί σε ένα πρότζεκτ μ' εκείνον και τη γυναίκα του, τη Shelley”. Έμεινα "παγωτό", μιλάμε για τον τεράστιο Mark Lanegan, τον παππού του γκραντζ, κολλητό του Kurt Cobain και μια τεράστια προσωπικότητα, ενώ εμείς είμαστε ένα πολύ περιθωριακό ηλεκτρονικό πρότζεκτ», εξηγεί ο Regis. «Τέλος πάντων, μιλήσαμε, η γνωριμία έγινε φιλία και ο Mark όλο με παρότρυνε να ξανακάνουμε τους Sandwell. Εγώ επέμενα πως δεν μπορώ, γιατί ο Dave είναι αρχίδι – θα πρέπει να συνηθίσεις τις βρισιές, έτσι μιλάμε εμείς. Ο Mark επέμενε, λέγοντάς μου πως έχει σταθεί στη σκηνή με ένα σωρό αρχίδια και κάπως το έκανε να ακούγεται απλό, υπενθυμίζοντάς μου πως «ο Dave είναι φίλος σου».
Κάποια στιγμή κοίταξα πώς κυλάνε γενικά τα πράγματα –και λόγω ηλικίας– και σκέφτηκα πως θα ήταν ωραίο να υπάρχει ένα στέρεο αποτύπωμα των Sandwell District, γιατί δεν υπήρχε πουθενά. Κάπως έτσι ξεκινήσαμε να ξαναμιλάμε το 2023 μέσω του Juan (Silent Servant) και δημιουργήθηκε ένας ενθουσιασμός. Θέλαμε να βρεθούμε ξανά σ’ εκείνον τον στρόβιλο, να κάνουμε κάτι και οι τρεις μας μαζί. Οι Sandwell ήταν σεισμικοί, γιατί ήταν το άθροισμα των τριών. Άνθρωποι από διαφορετικές χώρες, μια κοινότητα, με ορμητική διάθεση, και ήμασταν όλοι φίλοι, στ’ αλήθεια. Είπαμε όμως ότι αν είναι να το ξανακάνουμε, να μη γίνει όπως πριν, να εντάξουμε και τον Rich. Έτσι, ο Rich θα έκανε τον διαιτητή, για να μην έχουμε εσωτερικές κόντρες, τύπου ποιος κάνει τι, για να υπάρχει μια δομή. Κλασικά, λίγο καιρό μετά ο Rich είπε: “Έχω μπλέξει με τους Guns N’ Roses, τους Jane’s Addiction, γενικά τους πιο μεγάλους, αλλά τέτοιους fuck-ups σαν κι εσάς δεν έχω ξανασυναντήσει”».
Τότε ο Juan ανέλαβε τον ρόλο του διαύλου επικοινωνίας μεταξύ τους, μέχρι να καταλαγιάσει η ένταση, και το σημείο καμπής ήταν όταν βρέθηκαν οι δυο τους από κοντά σε live του Regis, ως Eros, στο Βερολίνο. «Στο τέλος, ένας τύπος ανεβαίνει στη σκηνή και με χαιρετάει. Ήταν ο Dave. Είχα να τον δω δέκα χρόνια, όλα έλιωσαν μονομιάς, συγκινήθηκα. Μιλήσαμε, τα βρήκαμε. Το μεγαλύτερο κέρδος ήταν η ανακούφιση των ανθρώπων γύρω μας. Κάθε φορά που ακούγαμε “πώς είναι ο Dave; Τι κάνει ο Karl;”, νιώθαμε ένα βάρος. Η ηρεμία μάς έκανε καλό, και θέλει κουράγιο για να έρθει – ο Dave το είχε. Δεν λέω ότι είναι το “ξεκίνημα μιας νέας φιλίας”, γιατί οι παλιοί δαίμονες παραμονεύουν, είμαστε ίδιοι, αλλά έχουν λιανθεί οι γωνίες. Θυμάμαι πάντα αυτό που μου είπε ο Mark Lanegan: “Το πρότζεκτ είναι πιο σημαντικό από σένα, Karl”.
Μετά έπρεπε να δούμε πώς θα το κάναμε. Ο κόσμος λογικά ήταν επιφυλακτικός, έχει αλλάξει η σκηνή, είναι αγνώριστη. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να επιστρέψει ως heritage act και να απαιτεί χώρο. Αποφασίσαμε να επιστρέψουμε με ένα reissue και κάποιες εμφανίσεις. Ο Juan δεν είχε τον δικό μας ενθουσιασμό – είχε φτιάξει τη ζωή του στο Λος Άντζελες, είχε παντρευτεί, έκανε ωραίες δουλειές ως creative director. Κάναμε ένα φάλτσο ξεκίνημα στην Ιαπωνία οι δυο μας. Περάσαμε καλά, αλλά στη σκηνή δεν ξέραμε τι να πρωτοκάνουμε, ήταν σουρεάλ. Ευτυχώς, μετά παίξαμε και οι τρεις μαζί, κάναμς τρία μεγάλα σόου εκείνο το καλοκαίρι. Το reissue βγήκε, ξεπούλησε σε μια μέρα και ξαναείχαμε το ίδιο πρόβλημα: “Σπάνιος δίσκος στην αγορά που δεν μπορεί να βρει κανείς”. Δεν λύσαμε τίποτα! Το κάναμε για τους λάθος λόγους, τελικά, για την τέχνη και τη μουσική. Έπρεπε να το κάνουμε για τα λεφτά», λένε μεταξύ τους και ξεσπούν σε γέλια.
Sandwell District - «Sampler 1 B1» (Regis edit)
«Ο Juan ήταν εντελώς αλλιώς όμως. Νεότερη γενιά, δεν χόρταινε καινούργια μουσική και σκηνική παρουσία. Ήταν φίλος με όλους, αλτρουιστής, ευγενικός, γοητευτικός, αστείος. Είμαστε DJs, κάνουμε ό,τι και μια ροκ μπάντα, χωρίς άμυνες, χωρίς μάνατζερ, ασφάλεια, tour managers, roadies. Βρισκόμαστε στην πρώτη γραμμή, δεν έχουμε καμία απόσταση από το κοινό – μας χωρίζει ο πάγκος ή ένα σκαλί. Είναι εύκολο να καείς, αν λάβεις υπόψη και την περιοδεία που δεν τελειώνει. Δεν υπάρχει το “μπαίνω στο στούντιο για άλμπουμ και μετά τουρ”. Είναι όλο τον χρόνο, και όταν σε ζητούν, δέχεσαι. Δεν είναι υγιές. Μας ρωτούν “είσαι σε περιοδεία;”. “Είμαι σε περιοδεία από το 1993”, αυτή που δεν τελειώνει ποτέ. Αλλά το απολαμβάνουμε, θρέφει την ψυχή μας, αυτό μετράει».
Κάπως έτσι ξεκίνησαν να γράφουν το νέο άλμπουμ και οι τρεις μαζί, αλλά η διαδικασία διακόπηκε απότομα και τραγικά. Ο Juan Mendez πέθανε στις 18 Ιανουαρίου 2024 μαζί με τη σύντροφό του Simone Ling και τον Luis Vasquez (The Soft Moon) από δηλητηρίαση με φαιντανύλη, ενώ κατανάλωναν κεταμίνη και κοκαΐνη. Η διαδικασία ηχογράφησης σταμάτησε, ο Karl και ο Dave, σοκαρισμένοι, μπήκαν σε μια δύσκολη περίοδο βαθιάς θλίψης και πένθους. Επιστρέφοντας αργότερα στο άλμπουμ, το ονόμασαν «End Beginnings» από ένα έργο τέχνης που δούλευε ο Juan προτού πεθάνει.
«Είναι σαν ένα ντοκουμέντο της σχέσης μας, όχι απλώς μουσική. Περιέχει τη φιλία, τη σύγκρουση, την απώλεια, τη συμφιλίωση, όλη τη διαδρομή. Δεν είναι ένας δίσκος που γράφτηκε για να πουληθεί ή για να επιστρέψουμε στη σκηνή. Είναι ένα ημερολόγιο, μια εξομολόγηση. Μια ιστορία που έπρεπε να ειπωθεί, αλλιώς θα έμενε μέσα μας και θα μας έτρωγε. Όλη η περίοδος μετά τον θάνατο του Juan είχε αυτό το βάρος. Ήταν σοκ, δεν είχαμε χρόνο να επεξεργαστούμε τίποτα. Η μουσική έγινε το μόνο μέσο για να μιλήσουμε μαζί του ξανά, έστω έμμεσα. Ο ήχος είναι πιο ώριμος, όχι γιατί μεγαλώσαμε, αλλά γιατί πονέσαμε. Έτσι, μάθαμε πια να αφήνουμε χώρο. Παλιά τα κομμάτια θύμιζαν διαμάχη για το ποιος θα έχει τον έλεγχο. Τώρα έχει σιωπές, έχει παύσεις, έχει αέρα. Θυμόμαστε την πρώτη φορά που ξαναμπήκαμε στο στούντιο. Ήταν σιωπηλά, δεν υπήρχαν λέξεις, μόνο βλέμματα. Βάλαμε τα μηχανήματα σε λειτουργία, απλώς αφήσαμε τον ήχο να μας οδηγήσει. Και ο Juan ήταν εκεί – μπορεί να ακούγεται κλισέ, αλλά όλοι το νιώσαμε».
Αναρωτιέμαι πώς είναι όταν καλούνται να παίξουν αυτό το άλμπουμ. «Δεν είναι εύκολο, κάθε κομμάτι είναι φορτισμένο. Δεν είναι απλώς ένα σετ ή ένα live, είναι τελετή. Νομίζω ο κόσμος το καταλαβαίνει αυτό, δεν το αντιμετωπίζουν ως comeback, είναι σαν να ακούν κάτι που γράφτηκε με αίμα. Αυτό μας συγκινεί περισσότερο, όταν βλέπουμε κόσμο να κλαίει στο τέλος του σετ. Ξέρουμε ότι δεν είναι από νοσταλγία, είναι γιατί νιώθουν αυτό που νιώσαμε κι εμείς». Μου εξηγούν πως στη διαδικασία παραγωγής χρησιμοποίησαν παλιό εξοπλισμό, μηχανήματα που έκαναν λάθη, κράτησαν ακόμα και τα ατελή takes. «Θέλαμε να ακουστεί ανθρώπινο».
Το άλμπουμ είναι μια εξαιρετική αποτύπωση του ταλέντου και της ψυχής τους και δεν μπορεί να καταχωριστεί κάτω από μια ταμπέλα. Έχει layers, ατμόσφαιρες, σιωπές, λαμπερές υφές, σκοτεινά κρουστά, καλοϋπολογισμένα επαναλαμβανόμενα patterns, απίστευτα pads, βάθος – μια πραγματική τέκνο ελεγεία, ένα ηλεκτρονικό ρέκβιεμ. Ακούγοντάς το, αναρωτιέμαι πώς μπορεί ο κόσμος να βλέπει την τέκνo ως κάτι ψυχρό, μηχανικό, όταν μπορεί να αγγίξει τα όρια της ποίησης. «Γιατί, για εμάς είναι ποίηση», μου επιβεβαιώνουν. Η επανάληψη, ο ρυθμός, το noise, όλα είναι τρόπος προσευχής. Μπορεί να φαίνεται σκληρό, αλλά μέσα του πάντα έχει κάτι καθαρτικό, γι’ αυτό έχει αντέξει».
«Η σκηνή της τέκνo σήμερα είναι πιο μεγάλη, πιο επαγγελματική, αλλά και πιο απρόσωπη. Υπάρχουν εξαιρετικοί καλλιτέχνες, αλλά και πολλή φόρμα χωρίς περιεχόμενο. Πολλοί κάνουν τέκνο ως προϊόν, όχι ως έκφραση. Εμείς προερχόμαστε από την εποχή που ήσουν παράξενος αν έκανες αυτό που κάναμε. Τώρα είναι mainstream και κάπως χάνει τη μαγεία του. Στα άτομα που κάνουν τέκνo σήμερα θα λέγαμε να μην προσπαθούν να μιμηθούν κανέναν. Να φτιάχνουν ήχο που να τους εκφράζει, όχι ήχο που “δουλεύει στα clubs”. Να μη μετράνε την επιτυχία με streams και followers – αυτά δεν σημαίνουν τίποτα αν δεν νιώθεις κάτι όταν πατάς το play. Εμείς δεν θέλουμε φανατικό κοινό, θέλoυμε αυτό που ακούει και σκέφτεται, όχι αυτό που χειροκροτάει μηχανικά. Η τέκνo, αν την ακούσεις πραγματικά, είναι διάλογος, όχι διασκέδαση».
Τους ρωτάω πώς νιώθουν όταν τελειώνουν οι συνεντεύξεις, οι προωθητικές δράσεις για το άλμπουμ, τα live, τα DJ sets. Τι σημαίνει, τελικά, μέσα τους το βαριά φορτισμένο όνομα των Sandwell District. «Είναι περίεργο, δεν το νιώθουμε ως brand. Είναι σαν ένα φάντασμα που επιστρέφει, όχι για να μας στοιχειώσει, αλλά για να μας θυμίσει ποιοι είμαστε. Δεν ήταν ποτέ ένα πρότζεκτ, ήταν πάντα μια ιδέα, ένα συναίσθημα. Κι αν αυτή η ιδέα έχει ακόμα νόημα, τότε, οk, ας υπάρξει. Αν όχι, δεν θα προσπαθήσουμε να τη ζωντανέψουμε τεχνητά. Δεν είμαστε από αυτούς που λένε “παλιά ήταν καλύτερα”. Ήταν διαφορετικά. Κάναμε λάθη – δεν συγχωρείς το παρελθόν σου, δεν το ξεχνάς, απλώς μαθαίνεις να το αποδέχεσαι. Τώρα μπορούμε να γελάμε με αυτά».
Sandwell District - «Hidden» [PODR012LP]
«Αν μπορούσαμε να αλλάξουμε κάτι, θα θέλαμε να είχαμε ζητήσει συγγνώμη νωρίτερα ο ένας στον άλλον. Αλλά ακόμα κι αυτό έγινε όταν έπρεπε. Επίσης, παραμένουμε σε αυτήν τη σκηνή γιατί δεν ξέρουμε να κάνουμε τίποτε άλλο», μου λένε ξεκαρδισμένοι στα γέλια. «Ακόμα έχουμε την αίσθηση ότι η μουσική είναι το πιο τίμιο μέσο επικοινωνίας που έχουμε. Δεν μπορώ να πω αυτά που νιώθω με λόγια, αλλά μπορώ να τα παίξω. Σκεφτόμαστε και τι θα έλεγε ο Juan για το άλμπουμ – σίγουρα θα έκανε κάποιο κυνικό σχόλιο, του τύπου “you, guys, finally got it right”, όμως μέσα του θα ήταν περήφανος. Δεν το κάναμε για να τον αποχαιρετήσουμε αλλά για να τον κρατήσουμε ζωντανό. Ο θάνατος αλλάζει τη μορφή της σχέσης, όχι τη σχέση την ίδια».
Κάνουν μια παύση και παίρνουν μια βαθιά ανάσα. Τους κοιτάω, μιλάμε ήδη μιάμιση ώρα, φαίνονται φορτισμένοι συναισθηματικά, αλλά κάπως ξαλαφρωμένοι, σαν να βιώσαμε μαζί ένα group therapy. Το ζυγίζω λίγο και τολμώ να ρωτήσω ποιο είναι το επόμενο βήμα. «Δεν υπάρχει “επόμενο”, θα δούμε. Μπορεί να υπάρξει κάτι, μπορεί και όχι. Οι Sandwell District ήταν πάντα κάτι που ερχόταν όταν έπρεπε. Δεν θα το πιέσουμε, ίσως αυτό να είναι το τέλος, ίσως η αρχή ενός νέου κύκλου, δεν χρειάζεται να το ονομάσουμε. Νιώθουμε ότι δεν έχουμε πια την ανάγκη να αποδείξουμε κάτι, μπορούμε να είμαστε απλώς παρόντες, ελεύθεροι. Ξέρεις, η πρώτη μας εμφάνιση μετά τον θάνατο του Juan ήταν στην Αθήνα και το θεωρούμε σημαδιακό. Την επόμενη μέρα, όταν ανοίξαμε τα παντζούρια και είδαμε αυτό το μαγικό φως της πόλης, τα αρχαία, κάτι μετακινήθηκε μέσα μας. Άλλωστε, ο Ιπποκράτης έλεγε πως η μουσική είναι θεραπεία – εσείς τα αποτυπώσατε όλα αυτά. Και μάλλον τώρα καταλαβαίνεις, πια, γιατί αγαπάμε τόσο πολύ την Ελλάδα».
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για το DJ set των Sandwell District στο SMUT εδώ.