ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ 1973 υπήρξε μια πολύ ιδιαίτερη περίοδος για την ελληνική κοινωνία (και πλέον για την Ιστορία). Υπάρχει πάντα δικτατορία στη χώρα, ενώ έχουμε τη δοτή «πολιτική» κυβέρνηση Μαρκεζίνη, τον ξεσηκωμό των Μεγαρέων για τη γνωστή υπόθεση Ανδρεάδη (που θα γινόταν και ταινία-ντοκιμαντέρ από τους Σάκη Μανιάτη και Γιώργο Τσεμπερόπουλο), την εξέγερση στο Πολυτεχνείο και το νέο πραξικόπημα Ιωαννίδη (όλα αυτά μέσα σε ενάμιση μήνα). Επρόκειτο για μεγάλα γεγονότα που θα έριχναν τη σκιά τους σε κάθε διάσταση της καθημερινότητας και φυσικά στην τέχνη. Στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στα εικαστικά, στο τραγούδι... παντού. Τίποτα δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστο (από τα εν λόγω γεγονότα) και τίποτα δεν θα μπορούσε να προβλεφθεί στην πορεία, καθώς το μέλλον διαγραφόταν σκοτεινό και αβέβαιο.
Τούτο, φυσικά, δεν σημαίνει πως η ζωή δεν συνεχιζόταν κατά τους συνήθεις ρυθμούς της για την πλειονότητα του κόσμου. Θέατρα, κινηματογράφοι, μπουάτ, κλαμπ, ντισκοτέκ, νυχτερινά κέντρα κ.λπ. έκαναν τη δουλειά τους –αυτή που κάνουν πάντα, και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες–, επιχειρώντας είτε να αρθρώσουν έναν λόγο πολιτικό μέσα στο πλαίσιο ανοχής της περιόδου είτε να προτείνουν μια πιο απτή ψυχαγωγία και διασκέδαση, αγνοώντας την περιρρέουσα κατάσταση. Κανείς, βεβαίως, δεν μπορεί να λησμονήσει πως ένα μικρό κομμάτι του πληθυσμού εξακολουθούσε να υποφέρει για τις ιδέες και τη δράση του, με το ΕΑΤ-ΕΣΑ να αποτελεί το προπύργιο «του νόμου και της τάξης», δρώντας επί της ουσίας σαν παραστρατιωτική οργάνωση, με τη Γυάρο να ξανανοίγει κ.λπ.
Φυσικά, ως παρουσία και ως προσωπικότητα, που λέει πάντα μη αναμενόμενα και πρωτότυπα πράγματα, ο Μάνος Χατζιδάκις είναι περιζήτητος από τα μίντια, τα οποία δεν χάνουν την ευκαιρία να βρεθούν δίπλα του και να πάρουν κάποια λόγια του.
Το 1973 είναι μια καθοριστική χρονιά για πολλούς ανθρώπους της τέχνης εκείνης της περιόδου, ενώ ταυτόχρονα είναι και μια μάλλον περίεργη χρονιά για τον Μάνο Χατζιδάκι – κάτι που φαίνεται και από το γεγονός της πλήρους δισκογραφικής αποχής του.
Ο Χατζιδάκις είναι κάπως έξω από τα νερά του. Η πολύ χλιαρή αντιμετώπιση του «Μεγάλου Ερωτικού» από τον κόσμο ήταν ένα χτύπημα για τον ίδιο, όπως και να το κάνουμε, με αποτέλεσμα ο συνθέτης να σκέφτεται ακόμη και την αποχώρησή του από την ελληνική πραγματικότητα. Το αγωνιστικό κλίμα, τουλάχιστον στον χώρο της νεολαίας, στην οποία κατά βάθος προσβλέπει ο Χατζιδάκις, όπως και η έντονη πολιτικοποίηση της περιόδου δεν τον ευνοούν. Έτσι, το πρώτο εξάμηνο του 1973 θα το περάσει βασικά στο εξωτερικό, κινούμενος μεταξύ Παρισίων, Βρυξελλών και Λονδίνου.
Πιο συγκεκριμένα, θα βρεθεί να συνεργάζεται με τον χορογράφο Maurice Béjart και τη σοπράνο Βάσω Παπαντωνίου στην παρουσίαση της Traviata του Giuseppe Verdi, στο βασιλικό θέατρο La Monnaie των Βρυξελλών (27 Φεβρουαρίου 1973), ετοιμάζοντας το σάουντρακ της γερμανικής ταινίας Der Fußgänger (1973) του Maximilian Schell, ενώ την ίδια εποχή θα γνώριζε στο Παρίσι και τον Γιουγκοσλάβο σκηνοθέτη Dušan Makavejev για την ταινία του οποίου Sweet Movie (1974) θα έγραφε αργότερα μουσική.
Εν τω μεταξύ, το καλοκαίρι του ’73 έρχεται στην Αθήνα ο Mayo Thompson (μέλος του ροκ συγκροτήματος Red Crayola στο τέλος των σίξτις), προσβλέποντας σε μια συνεργασία με τον Χατζιδάκι, καθώς οι δυο τους τα είχαν μιλήσει από την Αμερική, αλλά ο Χατζιδάκις θα αρρώσταινε (όπως είχε πει ο Thompson σε συνέντευξη), με αποτέλεσμα αυτή η απροσδόκητη επαφή, που δεν ξέρουμε πού θα κατέληγε, να μη συμβεί ποτέ (δυστυχώς).

Την ίδια εποχή ο Έλληνας συνθέτης επεξεργάζεται και ετοιμάζει τον «Οδοιπόρο», όπως ήταν ο πρώτος ανεπίσημος τίτλος του επερχόμενου δίσκου του. Ο τίτλος είναι παρμένος από την ταινία Der Fußgänger του Schell (Fußgänger στα γερμανικά σημαίνει ο πεζός, ο οδοιπόρος), που θα έβγαινε στις αίθουσες στις 6 Σεπτεμβρίου 1973 (όπως μαθαίνουμε από τη γερμανική wiki). Μάλιστα, για αφηγητής στον δίσκο προοριζόταν ο ίδιος ο Schell, ενώ τα τραγούδια επρόκειτο να τα ερμηνεύσουν ο Δημήτρης Ψαριανός, η Φλέρυ Νταντωνάκη, όπως και η πρωτοεμφανιζόμενη Αρετή Γεωργίου (στην πορεία θα άλλαζαν όλοι οι ερμηνευτές). Ο Χατζιδάκις δεν είχε γράψει πολλή καινούργια μουσική για τη γερμανο-ελβετική ταινία (ανάμεσα ακούγονται και τα τραγούδια «Ο ταχυδρόμος πέθανε» και «Το μαντολίνο» με τη Ζωή Φυτούση), όμως ένα από τα λίγα πρωτότυπα κομμάτια που ακούγονταν εκεί ήταν και «Η μπαλάντα του οδοιπόρου» (χωρίς τους στίχους), σε ελαφρώς διαφορετική εκτέλεση από εκείνη του δίσκου.
Το φθινόπωρο του ’73 ο Χατζιδάκις παρέχει την υποστήριξή του σ’ ένα μεγάλο διαγωνισμό για το ελληνικό τραγούδι που θα έβαζε μπροστά το περιοδικό «Επίκαιρα» και θα ολοκληρωνόταν την επόμενη χρονιά (όταν θα απονεμόταν το «έπαθλο Χατζιδάκι»), ετοιμάζοντας και τα σάουντρακ δύο τηλεοπτικών παραγωγών του Παύλου Πισσάνου. Η πρώτη αφορούσε το σίριαλ «Κατοχή» σε σκηνοθεσία Στέλιου Παυλίδη (και στη συνέχεια Γιώργου Σκαλενάκη), που θα έκανε πρεμιέρα στην ΥΕΝΕΔ στις 14 Οκτωβρίου 1973 και η δεύτερη το σίριαλ «Η Τελευταία Άνοιξη» σε σκηνοθεσία Σκαλενάκη, που θα ξεκινούσε επίσης στο στρατιωτικό κανάλι στις 16 Οκτωβρίου του ’73. (Γι’ αυτά τα σίριαλ, που θα προβάλλονταν έναν μήνα πριν από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, και σε σχέση πάντα με τις μουσικές του Χατζιδάκι, έχω γράψει ξεχωριστό άρθρο, εδώ στο LiFO.gr).
Φυσικά, ως παρουσία και ως προσωπικότητα που λέει πάντα μη αναμενόμενα και πρωτότυπα πράγματα, ο Μάνος Χατζιδάκις είναι περιζήτητος από τα μίντια, τα οποία δεν χάνουν την ευκαιρία να βρεθούν δίπλα του και να πάρουν κάποια λόγια του.

Μία πρώτη μεγάλη συνέντευξη είναι εκείνη η γνωστή στον Κώστα Ρεσβάνη, για λογαριασμό του περιοδικού «Ο Ταχυδρόμος» (τεύχος #1019, 19 Οκτωβρίου 1973), την οποία είχα αναδημοσιεύσει, για πρώτη φορά, στο blog μου «δισκορυχείον» στις 2 Ιουνίου 2014. Την αποκαλώ «γνωστή», γιατί είχε κάνει μεγάλη εντύπωση τότε, είχε δημοσιευτεί και εδώ στο LiFO.gr, στις 18 Νοεμβρίου 2014, ενώ την έχει αναφέρει και ο Αλέξης Βάκης στο τομίδιο για τον «Μεγάλο Ερωτικό» [οξ υ, 2022]. Όπως είχα σημειώσει και τότε (το 2014):
«Βρισκόμαστε στην εποχή "φιλελευθεροποίησης" του δικτατορικού καθεστώτος, με τον Γεώργιο Παπαδόπουλο ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας να διορίζει την πολιτική κυβέρνηση Σπύρου Μαρκεζίνη (8 Οκτωβρίου 1973), την ώρα κατά την οποία ξεσηκώνονται τα Μέγαρα (14 Οκτωβρίου) και με τους φοιτητικούς συλλόγους, ένα μήνα πριν από το ξέσπασμα του Πολυτεχνείου, να βρίσκονται σε αναβρασμό – εν σχέσει με τη δοτή κυβέρνηση και τα χουντικά διατάγματα για την Ανώτατη Παιδεία. Ο Χατζιδάκις δεν δείχνει να νοιάζεται για τίποτα απ’ όλα αυτά, αποκαλώντας μάλιστα τους φοιτητές "προετοιμασμένους ήρωες" και "μελλοντικούς δυνάστες"!!
Η αλήθεια είναι πως ορισμένοι θα σπεύσουν να υπερθεματίσουν, έχοντας στο νου τους κάποιους μετέπειτα επώνυμους Πολυτεχνίτες της εποχής και το πώς πορεύτηκαν στα χρόνια της μεταπολίτευσης (έως και σήμερα). Και πράγματι, αν το σκεφθείς κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Χατζιδάκις είχε πει, τότε, μια μεγάλη κουβέντα. Μόνον που τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Το λέω, γιατί ονοματεπώνυμο μπορεί να είχε η μειοψηφία των "μελλοντικών δυναστών", αλλά όλοι οι υπόλοιποι, και βεβαίως οι απείρως περισσότεροι, εξακολουθούν μέχρι και σήμερα να μην έχουν...
Γενικώς, ο Χατζιδάκις ποτέ δεν είχε καλή γνώμη συνολικά για τη νεολαία, αν κρίνω και από άλλες μεταγενέστερες συνεντεύξεις του, λέγοντας χαρακτηριστικώς στον Ρεσβάνη πως οι νέοι "φασαρία μόνο κάνουν" και πως από την Πλάκα μπορούσες να περάσεις... "μόνο με την συνοδεία της Αμέσου Δράσεως"».

Εκείνο, πάντως, που ακούγεται στ’ αυτιά μου εντελώς προκλητικό (ένα ανάμεσα στα διάφορα, τέλος πάντων, που είχαν ειπωθεί σ’ εκείνη τη συνέντευξη) είναι ο τρόπος που σκεπτόταν ο Χατζιδάκις εν σχέσει με την έννοια της ελευθερίας («την ελευθερία μου δεν την εξαρτώ από πολιτικά σχήματα, είμαι εσωτερικά ελεύθερος) όταν, μόλις δύο μήνες νωρίτερα (20 Αυγούστου 1973), η χούντα είχε αμνηστεύσει τα πολιτικά «εγκλήματα» (έχοντας άρει τον στρατιωτικό νόμο και από την περιοχή της πρωτεύουσας), απονέμοντας χάρη στον Αλέκο Παναγούλη. Σκεφθείτε, δηλαδή, να πηγαίνατε να λέγατε σ’ έναν πολιτικό κρατούμενο «μη σε νοιάζει που είσαι “μέσα” και σε βασανίζουν, αρκεί να είσαι “εσωτερικά” ελεύθερος» πώς θα σας αντιμετώπιζε. Πάντως, εκείνη η συνέντευξη στο «Ταχυδρόμο» θα έκλεινε με την αναγγελία του νέου άλμπουμ του, που θα συνδύαζε τρία κόνσεπτ: τον Οδοιπόρο, το Μεθυσμένο Κορίτσι και τον Αλκιβιάδη. Όπως θα έλεγε και ο ίδιος ο Χατζιδάκις:
«Τραγούδια θα είναι δεμένα με μύθο. Ένας οδοιπόρος βρίσκει μια μέρα ένα μεθυσμένο κορίτσι. Θέλει να το προστατεύση, αλλά το κορίτσι τού επιτίθεται και του κόβει το κεφάλι. Ταυτόχρονα ανακαλύπτει πως το –ακέφαλο πλέον– σώμα είναι του Αλκιβιάδη. Δεν ξέρει τώρα τι να κρατήση. Το κεφάλι του οδοιπόρου ή το σώμα του Αλκιβιάδη; Ο μύθος είναι διδαχτικός, περιέχει πάθος, βία και νοθεία... Η επιφάνεια των τραγουδιών μου είναι τόσο απλή, όσο το σώμα του Αλκιβιάδη. Για τον οδοιπόρο επηρεάστηκα από τον Μαξιμίλιαν Σελ, που γνώρισα πρόσφατα στην Γερμανία. Για το μεθυσμένο κορίτσι από τον Φελλίνι της “Roma” και για τον Αλκιβιάδη από το περίπτερο που αγοράζω τσιγάρα».
Όταν θα δημοσιευόταν μια επόμενη μεγάλη συνέντευξη του Χατζιδάκι στο περιοδικό «Ήχος & Ηi-Fi», στο τεύχος #9 τον Δεκέμβριο του ’73, ναι μεν είχαν μεσολαβήσει το Πολυτεχνείο και το πραξικόπημα Ιωαννίδη, αλλά η συζήτηση, λογικά, έχει συμβεί πριν από τη 17η Νοεμβρίου. Αν και η συγκεκριμένη συνέντευξη δεν είναι τόσο αιχμηρή όσο εκείνη του «Ταχυδρόμου», έχει κι αυτή ζουμί. Ανάμεσα σε άλλα ο Χατζιδάκις επιχειρεί να προσδιορίσει το κοινό στο οποίο απευθύνεται, διατυπώνοντας ελιτίστικες απόψεις, υποτιμώντας παράλληλα το διανοητικό επίπεδο της εργατικής τάξης. Λέει, πιο συγκεκριμένα:
«Απευθύνομαι σε όλο το κοινό που είναι προετοιμασμένο να με δεχθεί. Δεν κάνω καμιά προσπάθεια ν’ αποταθώ στο σύνολο. Το σύνολο είναι δύσκολο. (...) Δεν απευθύνω τα έργα μου σε τάξεις. Η Τέχνη είναι αταξική. Απ’ την ώρα που τίθενται τέτοιες σκοπιές είναι έξω από την Τέχνη. (...) Γιατί σ’ έναν εργάτη, που θέλει να διασκεδάσει, θα βάλεις ν’ ακούσει κάτι που περιέχει σκέψη; (...) Οι εργάτες είναι μια πολύ συμπαθής κατηγορία ανθρώπων, που δεν υποχρεούνται να μας παρακολουθούν. Για ποιο λόγο να μας παρακολουθούν; Το περιοδικό σας απευθύνεται στους εργάτες; Όχι, φυσικά. Γιατί λοιπόν εμένα με υποχρεώνετε να επικοινωνήσω, μέσω της Τέχνης, με όλο τον κόσμο; Εμένα με ενδιαφέρουν τα άτομα που μπορούν να με δεχθούν. Άρα δεν κάνω ταξικό διαχωρισμό. Είναι ένας διαχωρισμός που υπάρχει εκ των προτέρων».

Μπορεί το 1973 να μην υπήρχε ίντερνετ, αλλά όσα έλεγε ο Χατζιδάκις στις εφημερίδες και στα περιοδικά (που πουλούσαν πολλές δεκάδες χιλιάδες φύλλα και αντίτυπα) τα μάθαιναν όλοι. Και τέλος πάντων τα μάθαιναν, οπωσδήποτε, εκείνοι που γέμιζαν τις μπουάτ της Πλάκας – εκεί όπου θα αναζητούσε και ο ίδιος ένα στέκι, προκειμένου να παρουσιάσει την πιο νέα δουλειά του.
Στην Πλάκα, λοιπόν, που την κατηγορούσε, γιατί δεν μπορούσες να περάσεις παρά «μόνο με την συνοδεία της Αμέσου Δράσεως», όπως έλεγε στον Ρεσβάνη, ο Χατζιδάκις θα βάλει μπροστά το σχέδιο του Πολύτροπον, εκεί στη Σωτήρος 19 –αναμορφώνοντας τον χώρο της προηγούμενης μπουάτ Δον Κιχώτες (στην οποία εμφανιζόταν η Μαρίζα Κωχ, με τον Θάνο Μικρούτσικο κ.ά., τη σεζόν 1972-73), που συνέπιπτε, ακόμη παλαιότερα, με την μπουάτ Αυλαία του Βασίλη Μαυρομάτη– προκειμένου να δημιουργήσει κάτι νέο. Η εκτεταμένη οντισιόν, με τους πάμπολλους υποψήφιους τραγουδιστές και τραγουδίστριες που θα συνέβαινε κάτω από το αυτί και το βλέμμα του μαρτυρούσε για το ιδιαίτερο του πράγματος. Το Πολύτροπον, που πρέπει να άνοιξε στις 13 Δεκεμβρίου 1973, παρουσιάζεται ως μουσικό θέατρο καφενείον, με τον ίδιο τον Χατζιδάκι να εξηγεί τα του εγχειρήματος, στην τρίτη σελίδα του τυπωμένου προγράμματος:
«Με το Πολύτροπον φιλοδοξώ μια τελετουργική παρουσίαση του τραγουδιού μ’ όλα τα μέσα που μας παρέχει η σύγχρονη θεατρική εμπειρία. Και γιατί το τραγούδι μες απ’ τους στίχους του περιέχει ένα θέμα, που μάλιστα όταν υπάγεται σε μιαν ενότητα, σ’ έναν ας πούμε κύκλο τραγουδιών, αυτό το επί μέρους θέμα γίνεται απαραίτητο για να φωτιστεί η κεντρική ποιητική ή και δραματική ιδέα ολόκληρου του κύκλου και γιατί, ακόμη, πιστεύω στην ιερότητα του χώρου απ’ όπου εκπέμπονται τραγούδια με ποιητικές ιδέες. Τα τραγούδια εκείνα που προορίζονται να μας αποκαλύψουν (...)».
Όπως βλέπουμε από το πρόγραμμα ο χώρος είναι φροντισμένος από τον Σάββα Χαρατσίδη (συνεργάτης του Εθνικού Θεάτρου και του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν) που έχει τη σκηνογραφική επιμέλεια, ενώ την ενδυματολογική την είχαν από κοινού ο ίδιος με τον Γιάννη Μόραλη.

Το μουσικό πρόγραμμα, τώρα, αποτελούνταν από δύο μέρη. Στο πρώτο θα ακούγονταν α) πέντε τραγούδια από τον «Μεγάλο Ερωτικό» με τους Γιάννη Δημητρά, Εύα Καναβαράκη, Μαρία Κάτηρα και Φερενίκη Βαλαρή, β) τέσσερα τραγούδια από τη «Μυθολογία» με την Ελένη Μανιάτη, γ) δύο λαϊκές μπαλάντες (σε στίχους Νίκου Γκάτσου και Μάνου Χατζιδάκι) με τον Ευτύχιο Χατζηττοφή, με την πρώτη να προέρχεται από το Sweet Movie και με την άλλη να ακούγεται μερικά χρόνια αργότερα στο άλμπουμ «Οι Γειτονιές του Φεγγαριού / Χωρίον ο Πόθος» και δ) έξι παλιά ρεμπέτικα με τη Βούλα Σαββίδη, που αποτελούσαν μία πρώτη προσέγγιση των «Πέριξ». Το δεύτερο μέρος ήταν ολάκερο αφιερωμένο στο νέο, τότε, έργο του Χατζιδάκι που είχε τίτλο «Ο Οδοιπόρος, το Μεθυσμένο Κορίτσι και ο Αλκιβιάδης», με τα τραγούδια να τα αποδίδουν οι ερμηνευτές που θα τα έλεγαν και στον δίσκο, δηλαδή οι Γιάννης Δημητράς, Μαρία Κάτηρα, Ευτύχιος Χατζηττοφής, Φερενίκη Βαλαρή, Εύα Καναβαράκη και Ελένη Μανιάτη (αφηγήσεις και χορός).
Οι ηχογραφήσεις των τραγουδιών είχαν ξεκινήσει την 25η Οκτωβρίου του ’73 και θα ολοκληρώνονταν στις 16 Ιανουαρίου του ’74, με τον δίσκο να κυκλοφορεί σε ετικέτα Νότος (Lyra) τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς. Στο Πολύτροπον η διεύθυνση της ορχήστρας ανήκε στον κιθαρίστα Βασίλη Τενίδη, με αρκετούς μουσικούς να συμμετέχουν και στο μουσικό θέατρο/καφενείον και στο στούντιο, όπως οι κιθαρίστες Δημήτρης Φάμπας και Βασίλης Τενίδης, η αρπίστρια Αλίκη Κρίθαρη, οι πιανίστες Λευτέρης Ψωμιάδης και Τάσος Καρακατσάνης, οι βιολιστές Δημήτρης Βράσκος και Βύρων Καψάλης και ο τσελίστας Γιώργος Κατσικάκης. Υπήρχαν όμως και μουσικοί που συμμετείχαν μόνο στα live, όπως o κοντραμπασίστας Νίκος Τσεσμελής, ή μόνο στον δίσκο όπως ο τουμπίστας Γιάννης Ζουγανέλης, οι κρουστοί Νίκος και Γιώργος Λαβράνοι, ο κοντραμπασίστας Ανδρέας Ροδουσάκης, ο κλαρινίστας Νίκος Γκίνος κ.ά.
Γιάννης Δημητράς - Η μπαλάντα του οδοιπόρου
Οι παραστάσεις στο Πολύτροπον δεν πάνε και τόσο καλά. Η συμμετοχή του κόσμου και βασικά της νεολαίας είναι περιορισμένη και το πρόγραμμα μετά από δύο και κάτι μήνες θα έχει ολοκληρώσει την πορεία του. Η συγκυρία δεν ευνοεί τα «τραγούδια με ποιητικές ιδέες» του Χατζιδάκι, ενώ στην εμπορική αποτυχία του Πολύτροπου δεν μπορεί παρά να συνέβαλαν και όσα είχε πει στις συνεντεύξεις του όλο εκείνο το διάστημα ο συνθέτης – ο οποίος, έτσι, υπόκειται σ’ ένα είδος «κάνσελ» (όπως θα το λέγαμε σήμερα), κυρίως από την πιο πολιτικοποιημένη νεολαία.
Εν τω μεταξύ, όσοι εναλλακτικοί χώροι, στην Πλάκα ή αλλού, δεν έχουν προσαρμοστεί στο «έντεχνο» τραγούδι με τα πολιτικά μηνύματα δεν τραβάνε κόσμο. Κόσμο δεν τραβάει ούτε ο Σαββόπουλος στο Κύτταρο, με τη Λαιστρυγόνα του και τον «Θίασο Σκιών», επειδή είναι ροκ, και το ροκ ως αμερικανικό πολιτιστικό προϊόν αποτελεί κόκκινο πανί για τους πολιτικοποιημένους φοιτητές και όποιους άλλους νέους. «Αέρας» πάει ο Γιάννης Μαρκόπουλος στο Στούντιο Λήδρα (με Λάκη Χαλκιά, Χαράλαμπο Γαργανουράκη κ.ά.), πολύ κόσμο έχει και ο Κώστας Χατζής (το δικό του κοινό) στον Σκορπιό, όπως και ο Γιώργος Μαρίνος στη Μέδουσα, ενώ «προσκύνημα» γίνεται στην Αρχόντισσα, εκεί όπου τραγουδά ο Νίκος Ξυλούρης, επίσης στον Ζυγό με Δήμο Μούτση, Βίκυ Μοσχολιού και Δημήτρη Ψαριανό, όπως και στον Ρήγα, που φιλοξενεί τους «θεοδωρακικούς» Αντώνη Καλογιάννη και Μαρία Δημητριάδη.

Έτσι παρατηρείται το όχι συνηθισμένο φαινόμενο, μετά από λίγο διάστημα, ένας χώρος να αλλάζει όνομα, καθώς ένα νέο πρόγραμμα ετοιμάζεται προκειμένου να βγει η σεζόν. Με άλλα λόγια, το Πολύτροπον θα μετατραπεί σε Πολύτοπο, πάντα εκεί, στην οδό Σωτήρος στην Πλάκα, για να υποδεχτεί, μέσα στον Μάρτιο του ’74, την Αρλέτα, που μετά από δυόμισι χρόνια απουσίας από τις μπουάτ (από τον Έπαφο της Κυψέλης στο τέλος του ’71 θα επανεμφανιστεί τώρα, στο πρώην στέκι του Χατζιδάκι, σ’ ένα πρόγραμμα στο οποίο θα συμμετείχαν και οι Ελένη Βιτάλη, Κώστας Καμένος και Σάνια Κρυστάλλη (νέοι ερμηνευτές της εποχής), μαζί με τους Τάσο Καρακατσάνη (πιάνο), Νίκο Τσεσμελή (μπάσο) κ.ά.
Στην αρχή του Μαρτίου του ’74 ο Μάνος Χατζιδάκις βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη. Έτσι, σε μια μικροσυνέντευξή του στον Νίκο Βολωνάκη, που θα δημοσιευόταν στη «Μακεδονία» (6 Μαρτίου 1974), θα έλεγε, ανάμεσα σε άλλα, πως η Θεσσαλονίκη έχει το «ωραιότερο κοινό» (πιθανώς μια σπόντα για την αθηναϊκή νεολαία που σνόμπαρε το πρόγραμμα του Πολύτροπου), σημειώνοντας για τον νέο δίσκο του πως «πήγασε μέσα από τα αλλεπάλληλα τελευταία μου ταξίδια, αλλά η έννοια του “οδοιπόρου” φεύγει από μένα και παίρνει έναν καθολικό χαρακτήρα». Λίγες μέρες αργότερα ο συνθέτης θα βρισκόταν στην Αμερική, «μακριά από την φτιασιδωμένη γηραιά Ευρώπη», όπως είχε πει, βάζοντας σε τάξη τα επόμενα βήματά του, τα οποία θα ανέτρεπε, πάντως, η πραγματικότητα της επερχόμενης Μεταπολίτευσης.

«Ο Οδοιπόρος, το Μεθυσμένο Κορίτσι και ο Αλκιβιάδης» ήταν, πάντως, ένας πολύ καλός δίσκος – ένας από τους δυο-τρεις ωραιότερους του Μάνου Χατζιδάκι από τα σέβεντις. Έχει γίνει έξοχη δουλειά στις ενορχηστρώσεις, οι στίχοι του Μάνου Ελευθερίου στο πρώτο μέρος και του ίδιου του Χατζιδάκι στο δεύτερο είναι πολύ καλοί, ορισμένες ερμηνείες είναι καθηλωτικές – και δύο τουλάχιστον από τα τραγούδια του άλμπουμ, «Η μπαλάντα του οδοιπόρου» με τον Γιάννη Δημητρά και το «Μεθυσμένο κορίτσι» με τον Ευτύχιο Χατζηττοφή, θεωρούνται πλέον από τα διαχρονικά αριστουργήματα του συνθέτη. Εκεί στο τέλος και ο «Φόβος», που στην αρχή του ακούμε την Ελένη Μανιάτη να διαβάζει ένα μικρό κείμενο (του Χατζιδάκι) με πολιτικές αιχμές που δεν μπορεί να μην ήταν επηρεασμένο από τα γεγονότα της εποχής (και βασικά από το Πολυτεχνείο). Το πόσο μπορεί να εκτιμήθηκε τότε αυτό ως μια πολιτική καταδήλωση δεν είμαι απολύτως βέβαιος:
«Βυθίστηκε το μεθυσμένο κορίτσι στο νερό. Για πάντα χάθηκε. Τι απόμεινε στους παγωμένους δρόμους; Μονάχα ο φόβος. Τώρα που το κορίτσι δεν κυκλοφορεί πήραν κουράγιο οι λογικοί και κυβερνούν αυτούς που έχουν το θάρρος να ονειρεύονται. Τώρα που το κορίτσι χάθηκε απ’ τους δρόμους, κυκλοφορεί πανίσχυρος στην πολιτεία ο φόβος».
Ευτύχιος Χατζηττοφής - Ο φόβος
Το «χατζιδακικό» Πολύτροπον δεν ήταν μόνον το μουσικό θέατρο καφενείον της Πλάκας. Το λέω γιατί ήταν, περαιτέρω, δισκογραφικό label και ακόμη ένας πρόσκαιρος εκδοτικός οίκος. Τα δύο βιβλία που θα κυκλοφορούσαν από τις εκδόσεις Πολύτροπον ήταν και τα δύο ποιητικά. Ο Χατζιδάκις ήταν μεγάλος φαν της ποίησης (έγραφε, εξάλλου, και ο ίδιος ποιήματα – δεν εννοώ στίχους για τραγούδια, γιατί έγραφε και τέτοιους) και όπως είχε πει σ’ εκείνη τη συνέντευξή του στον «Ήχο»: «Διαβάζω με πάθος ποίηση. Έχω διαβάσει όλους τους Έλληνες ποιητές. Από τους ξένους διαβάζω Πάουντ, Ρίλκε και άλλους».
Το Πολύτροπον, λοιπόν, θα τύπωνε τον Δεκέμβριο του 1974 τις συλλογές «Αργό Πετρέλαιο / 1971-1974» του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου και «Οι Λάμπες» του Γιώργου Χρονά (συλλογή που ήταν διανθισμένη με οκτώ σχέδια του Γιάννη Τσαρούχη).

Από πλευράς δίσκων, σε ετικέτα Πολύτροπον, κυκλοφόρησαν «Τα Πέριξ με τη Βούλα Σαββίδη / Διασκευή, ενορχήστρωση και διεύθυνση Μάνος Χατζιδάκις» το 1974 (επί δικτατορίας ακόμη) και βεβαίως το σάουντρακ «Sweet Movie» την ίδια χρονιά (τους πρώτους μήνες της Μεταπολίτευσης). Παραγωγές του Πολύτροπον, όμως, ήταν κατ’ ουσίαν και τρία άλμπουμ της EMI / Columbia που είχαν πρωτοπαρουσιαστεί ζωντανά ή ηχογραφηθεί εκείνη την περίοδο και που θα κυκλοφορούσαν κανονικά λίγα χρόνια αργότερα. Λέμε για τους δίσκους της Ρίκας Δεληγιαννάκη «Κάψαμε τα καράβια μας» (1977) σε στίχους Μηνά Δημάκη, με τη Φερενίκη Βαλαρή και τον Ευτύχιο Χατζηττοφή, «Κύπρια Έπη» (1977) του Βασίλη Τενίδη, σε στίχους Γιώργου Φιλή-Βασίλη Τενίδη, επίσης με τη Βαλαρή και τον Χατζηττοφή, και τέλος τα «Έρανα» (1978) των Νίκου Τάτση / Κώστα Παπαγεωργίου με τη Μαρία Κάτηρα και τον Γιάννη Δημητρά. Γι’ αυτά τα άλμπουμ, όμως, ίσως τα πούμε άλλη φορά – αν και για τον δίσκο της Δεληγιαννάκη έγραψα πολύ πρόσφατα (στις 28 Σεπτεμβρίου).
Μάνος Χατζιδάκις - Ο χορός της σοκολάτας