ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ ξαφνικά σε κάποιον που κοντεύει να λιώσει από μοναξιά – σ’ έναν σαραντάχρονο Γερμανό γιατρό, που βαυκαλιζόταν ότι θα γίνει ιεραπόστολος της ανθρωπιάς και του πολιτισμού, με κατεστραμμένη πια σταδιοδρομία, μισθωτό των Ολλανδών αποικιοκρατών, απομονωμένο στη ζούγκλα των Τροπικών της Μαλαισίας.
Στη θέα της πρώτης λευκής γυναίκας που συναντά έπειτα από χρόνια, ο γιατρός αναριγεί σύγκορμος. Έχει την αίσθηση πως κάτι επικίνδυνο έχει εισβάλει στον χώρο του. Η ατσάλινη αποφασιστικότητα της επισκέπτριάς του, το προκλητικό και αγέρωχο βλέμμα της τον κάνουν να νιώθει όλο και πιο ευάλωτος. Πάντα τον γοήτευαν τ’ αυταρχικά θηλυκά κι ας τον τσάκιζαν έπειτα αλύπητα. Όμως ετούτο εδώ αναζητά σανίδα σωτηρίας. Είναι μια παντρεμένη αριστοκράτισσα που έχει μείνει έγκυος από τον εραστή της και βιάζεται να κάνει έκτρωση. Γιατί λοιπόν δεν τον ικετεύει; Γιατί του πετάει σαν μαχαίρι την απαίτησή της, αντί να πέσει στα πόδια του κλαίγοντας;
Αυτός ο άντρας που παραδέρνει συναισθηματικά, που τη μια στιγμή εξεγείρεται και την άλλη εκλιπαρεί για να προσφέρει τη βοήθεια που νωρίτερα αρνήθηκε βαδίζοντας ολοταχώς προς την αυτοχειρία, είναι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας που αφηγείται δεξιοτεχνικά ο Στέφαν Τσβάιχ στο «Αμόκ», μία από τις διασημότερες νουβέλες του (μτφρ. Μ. Αγγελίδου, Άγρα, 2014).
Η αυτοκτονία του Τσβάιχ, του πιο φημισμένου λογοτέχνη του καιρού του, με πλούσιο έργο σε όλα τα είδη του γραπτού λόγου, συνομιλητή του Φρόιντ, του Ρίλκε, του Ουέλς, του Τζόις, του Τόμας Μαν, του Μπάρτοκ, του Ραβέλ, με αμέτρητους αναγνώστες σ’ όλον τον κόσμο και με περιουσία που δεν διέθετε κανείς από τους σύγχρονούς του συγγραφείς, προκάλεσε σοκ.
Έργο που είδε για πρώτη φορά το φως το 1922, το «Αμόκ» έχει εκδοθεί πολλές φορές στην Ελλάδα, όχι πάντα με την απαιτούμενη επιμέλεια. Όπως μάλιστα αναφέρει η Τατιάνα Λιάνη –το μεταπτυχιακό της οποίας στο ΑΠΘ διερευνά την πρόσληψη στη χώρα μας του εβραϊκής καταγωγής Αυστριακού συγγραφέα–, στα χρόνια του Μεσοπολέμου το έργο δημοσιευόταν σε χαρτόδετη έκδοση του λαϊκού περιοδικού «Μπουκέτο» και προωθούνταν ως η ιστορία «ενός ανθρώπου, ο οποίος καταλαμβάνεται υπό της ενδημικής εν Μαλαισία νόσου "αμόκ" (είδος λύσσης και παραφροσύνης) και διαπράττει διάφορα ανατριχιαστικά εγκλήματα δι’ ερωτικούς λόγους». Μια διαφήμιση-μνημείο παραπληροφόρησης!
Στη φροντισμένη έκδοση της Άγρας, συνοδεύεται από τέσσερις, μικρότερης έκτασης κι επίσης πολυμεταφρασμένες στη χώρα μας νουβέλες του Τσβάιχ, σημαδεμένες όλες από βίαιους και οικειοθελείς θανάτους. Πρόκειται για το «Επεισόδιο στη λίμνη της Γενεύης», με ήρωα έναν Ρώσο λιποτάκτη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου που καταρρέει όταν συνειδητοποιεί ότι ο κόσμος που γνώριζε εξαφανίστηκε, τη «Λεπορέλλα», όπου μια αλλόκοτη υπηρέτρια ερωτεύεται, με οδυνηρές συνέπειες, το αφεντικό της, έναν βαρόνο, το «Στο φως του φεγγαριού», όπου ένας εγκαταλελειμμένος άντρας αναζητά στους οίκους ανοχής ενός γαλλικού λιμανιού τη σύζυγό του, γεμάτος ενοχές για τον τρόπο που της φέρθηκε, και τη «Βεατρίκη Τσέντσι», όπου ο Τσβάιχ επανέρχεται σε έναν αιματοβαμμένο θρύλο από την Αναγέννηση, δίνοντας στο καταστροφικό πάθος μια νέα ποιητική διάσταση.
Στον ίδιο τόμο περιλαμβάνεται και μια συγκλονιστική επιστολή του συγγραφέα προς τον συμπατριώτη και ομότεχνό του Φραντς Βέρφελ και τη σύζυγό του Άλμα (χήρα του Μάλερ), σταλμένη από τη Βραζιλία τον Νοέμβριο του 1941, λίγους μήνες δηλαδή προτού ο Τσβάιχ και η δεύτερη γυναίκα του, Λότε, αποφασίσουν να αποχωρίσουν μαζί από τη ζωή.
«Δεν είμαι καλά», διαβάζουμε. «Εγώ και ο εαυτός μου γίναμε δύο διαφορετικά πράγματα μέσα σε όλους τους παραλογισμούς που μας φορτώνει η εποχής μας – συγγραφέας, ποιητής σε μια γλώσσα στην οποία δεν επιτρέπεται να γράφω, στην άλλη χώρα πότε ανεπιθύμητος ξένος και πότε πολίτης, σε όλες τις άλλες εξαρτημένος από προσωρινές άδειες, χάρες, εγκρίσεις, αποκομμένος απ’ όλα όσα ήταν για μένα Πατρίδα […], ταξιδιώτης κατ’ ανάγκην, με τις βαλίτσες του, χωρίς τα βιβλία του, με τα χαρτιά του σκόρπια να κουβαλιούνται πότε εδώ και πότε εκεί. Και μ’ ένα μίσος απερίγραπτο, όχι μόνο για τον ίδιο τον πόλεμο αυτόν καθαυτόν, αλλά και για την τρέλα τόσων χρόνων που οδήγησε στον πόλεμο. Όλα αυτά με πίεσαν, με συνέθλιψαν…»
Η αυτοκτονία του Τσβάιχ, του πιο φημισμένου λογοτέχνη του καιρού του, με πλούσιο έργο σε όλα τα είδη του γραπτού λόγου, συνομιλητή του Φρόιντ, του Ρίλκε, του Ουέλς, του Τζόις, του Τόμας Μαν, του Μπάρτοκ, του Ραβέλ, με αμέτρητους αναγνώστες σ’ όλον τον κόσμο και με περιουσία που δεν διέθετε κανείς από τους σύγχρονούς του συγγραφείς, προκάλεσε σοκ. Όπως επισημαίνει ο Παναγιώτης Κ. Τσούκας στο επίμετρο που συνοδεύει την έκδοση, «η πράξη του θεωρήθηκε εγωιστική, ηττοπαθής και λίαν αποθαρρυντική για τους κυνηγημένους από τους ναζί Εβραίους που είχαν αναζητήσει καταφύγιο μακριά από τις πατρίδες τους».
Σήμερα, ωστόσο, που το μεγαλύτερο μέρος της αλληλογραφίας του έχει δημοσιευτεί, γνωρίζουμε πως η ζωή του κύλησε μέσα στη μελαγχολία –την κατάθλιψη, σύμφωνα με τη γλώσσα της ψυχιατρικής–, κυριευμένη μονίμως από μια πεισιθάνατη διάθεση. Διόλου τυχαίο που και οι ήρωές του ταλανίζονται συνήθως από μια αβάσταχτη εσωτερική πίεση, αιχμαλωτισμένοι από τις εμμονές, τους φόβους και τις αδυναμίες τους. Σε πείσμα των λογίων που περιφρόνησαν τα έργα του Τσβάιχ ως μελοδραματικά ή επιφανειακά, η απήχησή τους ακόμα να κοπάσει. Και στην Ελλάδα, μια ολόκληρη γενιά που τον θεωρούσε πληκτικό, απολαμβάνει τώρα τη γοητεία της γραφής του.