Την πρώτη φορά που πήγαμε στη Δημητσάνα είχαμε δανειστεί το πατρικό αυτοκίνητο και δεν είχαμε ιδέα ούτε κατά πού πέφτει το χωριό ούτε πώς δείχνει. Το μόνο που ξέραμε είναι ότι εκεί έφτιαχναν μπαρούτι κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, εξού και ο χαρακτηρισμός ως «μπαρουταποθήκης του Αγώνα».
Αν κάτι τέτοιο σάς φαίνεται κάπως περίεργο, πρέπει να συμπληρώσω ότι «τω καιρώ εκείνω» το χωριό ήταν εκτός τουριστικού χάρτη και διέθετε ένα μοναδικό «αρχαίο» ξενοδοχείο, από αυτά με τις σημαίες απ’ έξω και τις «πλαστικές» κουρτίνες μέσα.
Τη στιγμή που αντίκρισα τη Δημητσάνα μού κόπηκε η ανάσα, η εικόνα της ξεπερνούσε κάθε προσδοκία. Ξεπρόβαλε ξαφνικά μετά από μια στροφή, γαντζωμένη πάνω από το φαράγγι του Λούσιου, με τους πέτρινους πύργους της να υψώνονται υπερήφανοι, και μου έκλεψε την καρδιά.
Όπως καταλαβαίνετε, με τον καιρό το μυστικό το έμαθαν κι άλλοι, η άλλοτε πρωτεύουσα της Γορτυνίας απέκτησε μερικούς από τους ωραιότερους ορεινούς ξενώνες και τα Σαββατοκύριακα του χειμώνα γίνεται κυριολεκτικά πόλεμος για ένα δωμάτιο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το κόστος διανυκτέρευσης.
Εμείς επιδιώκουμε να επανερχόμαστε, καθώς είναι από τους τόπους που αγαπάμε βαθιά, παρότι έχει αλλάξει με τα χρόνια. Δεν πτοηθήκαμε ούτε όταν τρακάραμε το έτερο πατρικό αυτοκίνητο γλιστρώντας στον πάγο, ούτε όταν κάποτε φύγαμε κυνηγημένοι από μια χιονοθύελλα – «η αγάπη ποτέ δεν χάνεται», που λέει κι ο Απόστολος Παύλος.
Εμείς επιδιώκουμε να επανερχόμαστε, καθώς είναι από τους τόπους που αγαπάμε βαθιά, παρότι έχει αλλάξει με τα χρόνια. Δεν πτοηθήκαμε ούτε όταν τρακάραμε το έτερο πατρικό αυτοκίνητο γλιστρώντας στον πάγο, ούτε όταν κάποτε φύγαμε κυνηγημένοι από μια χιονοθύελλα – «η αγάπη ποτέ δεν χάνεται», που λέει κι ο Απόστολος Παύλος.
Η αλήθεια είναι ότι νοσταλγούμε κατά καιρούς κάποια παλιά καφενεία με ξυλόσομπες και φιλόξενους παππούδες, καθώς και κάτι «αρχαία» ταβερνεία που εκσυγχρόνισαν οι κληρονόμοι, από την άλλη όμως χαιρόμαστε που υπάρχουν πλέον εξαιρετικά καταλύματα, καθώς προλάβαμε εποχές που στο πρωινό πρόσφεραν συμπυκνωμένη πορτοκαλάδα – τη γνωστή, του νοσοκομείου.
Πρώτη ημέρα

Ο Βιργίλιος, ο Γκαίτε και ο Σίλερ λάτρεψαν την Αρκαδία, ο Πουσέν τη ζωγράφισε και οι περιηγητές έδωσαν μορφή στο αρκαδικό ιδεώδες, την αναπόληση δηλαδή του βουκολικού παραδείσου.
Προσωπικά, ίσως επειδή η ομορφιά της με χτύπησε κατακέφαλα και η «σχέση» μας κρατάει δεκαετίες, θεωρώ τη Δημητσάνα τη γοητευτικότερη εκδοχή της Αρκαδίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παίζει χωρίς αντίπαλο – κάθε άλλο, όλα τα χωριά της «Arca deorum» (Κιβωτού του Θεού) είναι κουκλιά.
Ο οικισμός είναι χτισμένος σε δύο αντικριστούς λόφους, ανάμεσα στους οποίους βρίσκεται ο κεντρικός εμπορικός δρόμος. Κατά την αρχαιότητα εδώ βρισκόταν η αρχαία Τεύθις, με ό,τι απέμεινε από την ακρόπολή της να βρίσκεται στην περιοχή «Κάστρο».
Από μακριά θα εντοπίσετε το εμβληματικό Ρολόι της Δημητσάνας που βρίσκεται δίπλα στην πολιούχο Αγία Κυριακή και χαρακτηρίστηκε μνημείο τον Μάιο του 2025. Πρόκειται για έναν αυτόνομο, μαρμάρινο πύργο-ρολόι, έργο Τηνιακών μαρμαροτεχνιτών, το οποίο δώρισαν οι Δημητσανίτες της Νέας Υόρκης, θεμελιώθηκε το 1928 και αποπερατώθηκε το 1934 – όσο για τον μηχανισμό, αυτός κατασκευάστηκε στη Βοστώνη.
Επόμενος σταθμός είναι η περίφημη βιβλιοθήκη της Δημητσάνας που ιδρύθηκε το 1764 και ήταν μία από τις τέσσερις που υπήρχαν στην Ελλάδα. Σήμερα στεγάζεται στο παλιό δημοτικό σχολείο που χτίστηκε το 1845, συνδυάζοντας στοιχεία νεοκλασικού ρυθμού και της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής της ορεινής Αρκαδίας.


Από τους παλιούς της τόμους διασώζονται περίπου επτακόσιοι, καθώς πολλά από τα βιβλία χρησιμοποιήθηκαν ως χαρτί για να κατασκευαστούν φισέκια κατά την Επανάσταση του 1821. Ανάμεσα στα εκθέματα θα εντοπίσετε τη σέλα του Παπαφλέσσα αλλά και τη λάρνακα με τα οστά του Παλαιών Πατρών Γερμανού, το σπίτι του οποίου βρίσκεται στο χωριό και πλέον είναι επισκέψιμο.
Στο σπίτι του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ στεγάζεται το Εκκλησιαστικό Μουσείο και ανάμεσα στα εκθέματα θα δείτε μια εικόνα του Αγίου Γεωργίου την οποία είχε αφιερώσει ο ίδιος ο Πατριάρχης στον ναό του Αγίου Γεωργίου και χρονολογείται από το 1808.
Περπατήστε στα καλντερίμια του διατηρητέου οικισμού με τα πέτρινα πυργόσπιτα που μαρτυρούν την οικονομική άνθηση που γνώρισε η περιοχή, και εντοπίστε το αρχοντικό των Σπηλιωτόπουλων, οι οποίοι με τους μπαρουτόμυλούς τους φρόντισαν να τροφοδοτούν ανελλιπώς με μπαρούτι τον Μοριά και τη Ρούμελη – έξι από τους μύλους σώζονται μέχρι σήμερα.
Αν από το περπάτημα σάς άνοιξε η όρεξη, ετοιμαστείτε να φάτε καλά. Ντόπια τυριά και κρέατα, χειροποίητα ζυμαρικά, σπιτικές πίτες και ζυμωτό ψωμί σάς περιμένουν. Σκέφτεστε τίποτα καλύτερο;
Δεύτερη ημέρα
Σημαντικό κομμάτι της ταυτότητας της Δημητσάνας είναι ο Λούσιος, το ποτάμι που διασχίζει το φαράγγι κάτω από τα «πόδια» της. Αυτή η σχέση αποτυπώνεται ξεκάθαρα στο Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης που πρέπει να εξερευνήσετε, ιδιαίτερα αν έχετε μαζί σας παιδιά.
Το καλοστημένο αυτό μουσείο –που ανήκει στο Δίκτυο Μουσείων του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς– διαφωτίζει σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας των νερόμυλων, των νεροτριβών, των μπαρουτόμυλων, των βυρσοδεψείων και όλων των χρήσεων που αξιοποιούσαν τα πολύτιμα νερά του ποταμού, φέρνοντας πλούτο στην ιστορική κωμόπολη.
Δεν χρειάζεται να είστε λάτρεις του θρησκευτικού τουρισμού –δεν χρειάζεται καν να θρησκεύεστε– για να επισκεφθείτε τα σημαντικά μοναστήρια που βρίσκονται πέριξ της Δημητσάνας, καθώς η μοναδικότητά τους επιβάλλει μια επίσκεψη.
Πιο κοντά στο χωριό βρίσκεται η Μονή Αιμυαλών (1608), με το όνομά της να γεννά ερωτηματικά, καθότι ασυνήθιστο. Προσωπικά με ιντριγκάρει η εκδοχή ότι ο ιδρυτής της, ιερομόναχος Γρηγόριος Κοντογιάννης, διέκοψε τη λειτουργία για να διώξει ένα περιστέρι-«εισβολέα», με την αδελφή του, μοναχή Παϊσία –δεδομένου ότι το πουλί συμβολίζει το Άγιο Πνεύμα– να φωνάζει σκανδαλισμένη «Μυαλά, παπά, μυαλά, παπά!».
Δείτε το ξυλόγλυπτο τέμπλο και τις «κρητικές» αγιογραφίες (1608) του Δημήτριου και του Γεώργιου Μόσχου και στη συνέχεια πάρτε τα σκαλάκια που οδηγούν στον ληνό –κοινώς πατητήρι– των Κολοκοτρωναίων, όπου έξι Κολοκοτρώνηδες έδωσαν το 1806 μάχη μέχρι τελικής πτώσεως με τους Τούρκους – μόνο ο «Γέρος» διέφυγε εγκαίρως.

Η Παλαιά Μονή Φιλοσόφου (963 μ.Χ.) δεν είναι μόνο η παλαιότερη μονή της Αρκαδίας αλλά και ένα από τα πιο παλιά βυζαντινά μνημεία της Ελλάδας. Ο ιδρυτής της, Ιωάννης Λαμπαρδόπουλος, είχε το παρατσούκλι «φιλόσοφος», οπότε σε αυτή την περίπτωση η προέλευση του ονόματος είναι ξεκάθαρη.
Η μονή είναι γνωστή και ως «Κρυφό Σχολειό» για ευνόητους λόγους. Για την ύπαρξη κρυφών σχολειών μπορεί να έχω σοβαρές ενστάσεις, στη Νέα Μονή Φιλοσόφου, ωστόσο, λειτούργησε πράγματι ιερατική σχολή, η οποία ανέδειξε πατριάρχες – εδώ φοίτησαν και οι Δημητσανίτες Γρηγόριος Ε’ και Παλαιών Πατρών Γερμανός.
Η εντυπωσιακότερη όλων είναι η Μονή Προδρόμου (12ος αι.), το «Μέγα Σπήλαιο» της Αρκαδίας. Φωλιασμένο σε έναν βράχο, το μοναστήρι «ίπταται» πάνω από τον Λούσιο και για να φτάσετε εκεί θα περπατήσετε κανένα τεταρτάκι κατηφορίζοντας στο φαράγγι – τόσο τουλάχιστον έκανα εγώ, αλλά δεν φημίζομαι και για την αθλητική μου φύση.
Το ίδιο το φαράγγι είναι μνημείο από μόνο του, φυσικό αυτήν τη φορά, και από τα σημαντικότερα της Πελοποννήσου. Αν το λαχταρά η καρδιά σας, μπορείτε να κάνετε πεζοπορία, καγιάκ, ράφτινγκ ή να το θαυμάζετε από ψηλά, κατά προτίμηση σε καφενεία και ταβερνεία μετά θέας. Νομίζω ότι δεν χρειάζεται να πω τι κάνω εγώ, τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Από την άλλη, ίσως κάνω ράφτινγκ την επόμενη φορά. Ίσως.